Με έπιασε πάλι η ναυτία μου… Το γνωστό ανακάτεμα στο στομάχι… Μια τάση να ανακουφίσω τον εαυτό μου από όλα αυτά που διαβάζω κάθε μέρα για ένα συγκεκριμένο θέμα που με χτυπάει κατευθείαν στο γαστρεντερικό.
Η υπόθεση της 12χρονης. Με πηγαίνει στα παιδικά μου χρόνια. Όταν οι γονείς μου από την πιο τρυφερή μας ηλικία, μόλις αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, είχαν κάνει κανονική πλύση εγκεφάλου σ’ εμένα και στον αδελφό μου: προσέχετε ποιος και τι σας δίνει να φάτε, δεν πλησιάζουμε ποτέ ξένους και όταν μας φωνάζουν τούς μιλάμε πάντα από απόσταση, δεν τριγυρίζουμε μόνοι τα βράδια κι αν αυτό είναι απαραίτητο αποφεύγουμε άγνωστους ανθρώπους που μπορεί να μας ζητήσουν κάτι, δεν τους αφήνουμε να μας πιάσουν κουβέντα, δεν πιστεύουμε κανέναν που έρχεται να μας πάρει δήθεν από το σχολείο ή από κάπου αλλού σταλμένος από τους γονείς μας γιατί η μαμά και ο μπαμπάς θα μας έχουν ενημερώσει ήδη από πριν αν αυτό χρειαστεί να συμβεί και άλλα τέτοια.
Στα μικρά αθώα παιδικά αυτιά μου όλο αυτό ακουγόταν κάπως υπερβολικό τότε. Αλλά με είχε ποτίσει τόσο που όταν η νονά μου κάποια στιγμή ήρθε να με πάρει και να με πάει στη γιαγιά μου, μέσα στο λεωφορείο μια φίλη της μου έδωσε μια καραμέλα που τη λιγουρεύτηκα η αλήθεια, αλλά ούτε λόγος για να την πάρω (αφού δεν την ήξερα και έτσι μου είχαν πει οι γονείς)- Βέβαια, όταν αυτό το αφηγήθηκα μετά στη μαμά μου έσκασε στα γέλια…
Αργότερα, επειδή ήμουν ένα πολύ όμορφο παιδάκι όπως έλεγαν, όλο αυτό που είχα μάθει από τους γονείς μου μού δημιούργησε τις σωστές αντιστάσεις. Τρεις φορές παιδεραστές προσπάθησαν να με πλησιάσουν αλλά δεν κατάφεραν τον στόχο τους. Την πρώτη ήμουν πέντε χρονών στην πλατεία του χωριού της μαμάς μου μαζί με άλλα παιδάκια. Ήρθε στο παγκάκι που παίζαμε ένα νέος άνθρωπος, που μας είπε ότι ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος, δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα τριάντα, και στόχευσε σε μένα: «Θα σου αλλάξω το όνομα», μου είπε, «Θα σε φωνάζω Καίτη, Καιτούλα» και αμέσως έπιασε το χέρι μου και πήγε να το τοποθετήσει κάπου πάνω σε ένα συγκεκριμένο σημείο του σώματός του.
Το ένστικτό μου αλλά και όσα είχα ακούσει με έκαναν να βάλω μια τρεχάλα τόσο γρήγορη και να φύγω όσο πιο μακριά μπορούσα. Τον άφησα απλά πίσω να με φωνάζει. Δεν το είπα σε κανέναν παρά μόνο πολλά χρόνια μετά, αλλά καταλάβαινα ότι αυτό που πήγαινε να κάνει, χωρίς ακριβώς να ξέρω γιατί, δεν ήταν καλό.
Αργότερα ένα δύο ακόμη περιστατικά -το τελευταίο συνέβη στα 14 και ήμουν αρκετά μεγάλη ώστε να καταλάβω και να το αποφύγω αμέσως – ήρθαν να δικαιώσουν αυτή την ανάγκη που είχαν οι γονείς μου από μικρά παιδιά να μας δασκαλεύουν διαρκώς, να προσπαθούν να είναι συνέχεια κοντά μας και να συζητούν μαζί μας για όλα αυτά τα ζητήματα.
Βέβαια, πολλά πράγματα είναι απλά θέματα τύχης για να είμαι δίκαιη. Δεν είμαι γονιός, αλλά έχω πολλά παιδιά στο περιβάλλον μου. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι το μεγάλωμά τους, οι απαιτήσεις, οι αντιθέσεις τους με τους γονείς κυρίως στην εφηβική ηλικία. Γνωρίζω όμως ότι υπάρχουν και δεκάδες τρόποι να γαλουχήσεις ένα παιδί ώστε να αποφεύγει τους κινδύνους. Ίσως ο πιο αποτελεσματικός; Να είσαι απλά δίπλα του και να το αγαπάς. Αυτή μάλλον είναι και η καλύτερη ασπίδα!
Με έπιασε πάλι η ναυτία μου… Το γνωστό ανακάτεμα στο στομάχι… Μια τάση να ανακουφίσω τον εαυτό μου από όλα αυτά που διαβάζω κάθε μέρα για ένα συγκεκριμένο θέμα που με χτυπάει κατευθείαν στο γαστρεντερικό.
Η υπόθεση της 12χρονης. Με πηγαίνει στα παιδικά μου χρόνια. Όταν οι γονείς μου από την πιο τρυφερή μας ηλικία, μόλις αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, είχαν κάνει κανονική πλύση εγκεφάλου σ’ εμένα και στον αδελφό μου: προσέχετε ποιος και τι σας δίνει να φάτε, δεν πλησιάζουμε ποτέ ξένους και όταν μας φωνάζουν τούς μιλάμε πάντα από απόσταση, δεν τριγυρίζουμε μόνοι τα βράδια κι αν αυτό είναι απαραίτητο αποφεύγουμε άγνωστους ανθρώπους που μπορεί να μας ζητήσουν κάτι, δεν τους αφήνουμε να μας πιάσουν κουβέντα, δεν πιστεύουμε κανέναν που έρχεται να μας πάρει δήθεν από το σχολείο ή από κάπου αλλού σταλμένος από τους γονείς μας γιατί η μαμά και ο μπαμπάς θα μας έχουν ενημερώσει ήδη από πριν αν αυτό χρειαστεί να συμβεί και άλλα τέτοια.
Στα μικρά αθώα παιδικά αυτιά μου όλο αυτό ακουγόταν κάπως υπερβολικό τότε. Αλλά με είχε ποτίσει τόσο που όταν η νονά μου κάποια στιγμή ήρθε να με πάρει και να με πάει στη γιαγιά μου, μέσα στο λεωφορείο μια φίλη της μου έδωσε μια καραμέλα που τη λιγουρεύτηκα η αλήθεια, αλλά ούτε λόγος για να την πάρω (αφού δεν την ήξερα και έτσι μου είχαν πει οι γονείς)- Βέβαια, όταν αυτό το αφηγήθηκα μετά στη μαμά μου έσκασε στα γέλια…
Αργότερα, επειδή ήμουν ένα πολύ όμορφο παιδάκι όπως έλεγαν, όλο αυτό που είχα μάθει από τους γονείς μου μού δημιούργησε τις σωστές αντιστάσεις. Τρεις φορές παιδεραστές προσπάθησαν να με πλησιάσουν αλλά δεν κατάφεραν τον στόχο τους. Την πρώτη ήμουν πέντε χρονών στην πλατεία του χωριού της μαμάς μου μαζί με άλλα παιδάκια. Ήρθε στο παγκάκι που παίζαμε ένα νέος άνθρωπος, που μας είπε ότι ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος, δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα τριάντα, και στόχευσε σε μένα: «Θα σου αλλάξω το όνομα», μου είπε, «Θα σε φωνάζω Καίτη, Καιτούλα» και αμέσως έπιασε το χέρι μου και πήγε να το τοποθετήσει κάπου πάνω σε ένα συγκεκριμένο σημείο του σώματός του.
Το ένστικτό μου αλλά και όσα είχα ακούσει με έκαναν να βάλω μια τρεχάλα τόσο γρήγορη και να φύγω όσο πιο μακριά μπορούσα. Τον άφησα απλά πίσω να με φωνάζει. Δεν το είπα σε κανέναν παρά μόνο πολλά χρόνια μετά, αλλά καταλάβαινα ότι αυτό που πήγαινε να κάνει, χωρίς ακριβώς να ξέρω γιατί, δεν ήταν καλό.
Αργότερα ένα δύο ακόμη περιστατικά -το τελευταίο συνέβη στα 14 και ήμουν αρκετά μεγάλη ώστε να καταλάβω και να το αποφύγω αμέσως – ήρθαν να δικαιώσουν αυτή την ανάγκη που είχαν οι γονείς μου από μικρά παιδιά να μας δασκαλεύουν διαρκώς, να προσπαθούν να είναι συνέχεια κοντά μας και να συζητούν μαζί μας για όλα αυτά τα ζητήματα.
Βέβαια, πολλά πράγματα είναι απλά θέματα τύχης για να είμαι δίκαιη. Δεν είμαι γονιός, αλλά έχω πολλά παιδιά στο περιβάλλον μου. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι το μεγάλωμά τους, οι απαιτήσεις, οι αντιθέσεις τους με τους γονείς κυρίως στην εφηβική ηλικία. Γνωρίζω όμως ότι υπάρχουν και δεκάδες τρόποι να γαλουχήσεις ένα παιδί ώστε να αποφεύγει τους κινδύνους. Ίσως ο πιο αποτελεσματικός; Να είσαι απλά δίπλα του και να το αγαπάς. Αυτή μάλλον είναι και η καλύτερη ασπίδα!
ΣΧΟΛΙΑ