Η κατάθλιψη, η επιστροφή στην κανονικότητα και η σημασία των τελευταίων χιλιομέτρων
13/05/2021 09:00
13/05/2021 09:00
Ο Εθνικός Εκπρόσωπος για θέματα Ψυχικής Υγείας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, καθηγητής Ψυχιατρικής του ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Φουντουλάκης, μιλάει για τον πενταπλασιασμό των ποσοστών της κατάθλιψης την περίοδο της καραντίνας, τη σημασία της επιστροφής στην κανονικότητα, αλλά και την συναισθηματική ψυχολογία, που κρύβεται πίσω από τις συμπεριφορές αντίδρασης που παρεκκλίνουν από τα μέτρα πρόληψης απέναντι στην πανδημία.
Οι καταστάσεις στρες αυξήθηκαν την περίοδο της καραντίνας στο γενικό πληθυσμό, όπως εξηγεί ο κ. Φουντουλάκης, ο οποίος είναι επικεφαλής μεγάλης διεθνούς ομάδας με συμμετοχή 40 χωρών, και η οποία μελετά διάφορες πτυχές των επιπτώσεων της πανδημίας στη ψυχική υγεία. Τα δεδομένα δείχνουν ακόμα και πενταπλασιασμό περιπτώσεων κλινικής κατάθλιψης σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες. Εστιάζοντας σε μια από τις έρευνες που διεξάγεται από ομάδα φοιτητών της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, υπό την επίβλεψή του, περισσότεροι από τους μισούς φοιτητές, που συμμετείχαν στο ερωτηματολόγιο, ανέφεραν σημαντικότατη επιδείνωση του άγχους και της διάθεσης. Ο καθηγητής, αναφέρεται στη διαχείριση της κατάστασης από τις νεαρότερες ηλικίας, αλλά και τα πάρτι εν μέσω πανδημίας, μιλώντας για την έντονα συναισθηματική ψυχολογία στις νεαρότερες ηλικιακές ομάδες γεγονός που διαμόρφωσε τη συμπεριφορά τους.
"Οι ηλικίες που καταγράφονται μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης
είναι οι γυναίκες ηλικίας 18-30 ετών, γεγονός που φτάνει στο 40%,
ενώ στις ηλικίες πάνω από 50 ετών φαίνεται να μην υπάρχει μεγάλη επίπτωση,
και αυτό είναι ένα αναπάντεχο εύρημα".
«Μιλώντας γενικά θα σας έλεγα πως όταν προσπαθούμε να διαχειριστούμε ένα θέμα σε επίπεδο πληθυσμού θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ομαδική ψυχολογία, είναι σε μεγάλο βαθμό συναισθηματική, δεν είναι λογική και σε μεγάλο βαθμό οι καταστάσεις, όπως τα λεγόμενα «κορονοπάρτι», καθορίζονται από άτομα που έχουν έναν «αρχηγικό ρόλο». Πρόκειται για συναισθηματικά άτομα και παρασύρουν και άλλους νέους, καθώς αφορούν κυρίως ηλικίες κάτω των 30 ετών. Από την άλλη πλευρά, αυτός ο τρόπος συμπεριφοράς ο πιο συναισθηματικός, υιοθετείται και από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας συνολικά, ανεξαρτήτως ηλικίας, και σχετίζεται με τη λήψη των παρατεταμένων μέτρων. Όλες οι δυτικές κοινωνίες, που χαρακτηρίζονται από μια δημοκρατικότητα, έχουν φτάσει στα όριά τους. Η εφαρμογή σκληρών μέτρων αυξάνει την αντίδραση, χρειάζεται ένα είδος «πλοήγησής» μέσα στο λαβύρινθο των διλημμάτων και των επιλογών, και αυτό δε φαίνεται πάντα εφικτό.
"Στην ψυχολογία και στη συμπεριφορά τίποτα δεν είναι γραμμικό,
έχει μεγάλη σημασία κάποιος να έχει επιμονή σε αυτό που κάνει
για να μπορεί να το φέρει σε πέρας, αλλά αν αντιστέκεται υπερβολικά στις αλλαγές,
τότε θα βρει τοίχο. Η επιμονή αυξάνει την απόδοση μέχρι ενός σημείου,
δηλαδή να μπορείς να φτάσεις μέχρι εκεί όπου θα καταλάβεις
τα όρια για να σταματήσεις και να αλλάξεις επιλογές.
Να προσαρμόζεσαι στις καταστάσεις, χωρίς όμως
να φτάνεις στο σημείο της παθητικής αποδοχής".
Εκτόξευση της κατάθλιψης
Η ψυχική υγεία την περίοδο της παρατεταμένης καραντίνας παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις, με τα δεδομένα της έρευνας που εκπονείται υπό την επίβλεψη του κ. Φουντουλάκη, να αποτυπώνουν τριπλασιασμό, ακόμα και πενταπλασιασμό των ποσοστών κατάθλιψης. «Πριν από ένα χρόνο η κατάθλιψη στο γενικό πληθυσμό κατέγραφε ποσοστά γύρω στο 9% από 4,5% που θεωρείται ότι ήταν πριν την πανδημία. Τον Νοέμβριο έφτασε στο 13% και στο τέλος αυτής της περιόδου βρίσκεται κατά προσέγγιση στο 20%. Δηλαδή, από διπλασιασμό πήγαμε σε πενταπλασιασμό, ωστόσο τα ευρήματα είναι δημοσκοπικού τύπου και ίσως να μην είναι απολύτως αξιόπιστα. Δείχνουν όμως μια σαφή τάση και η εικόνα είναι αρκετά συνεπής σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και σε μελέτες διαφορετικών ερευνητών και από όλο τον κόσμο. Οι αλγόριθμοι και τα φίλτρα της ανάλυσης, δυστυχώς ενδέχεται να αναγνωρίζουν χαρακτηριστικά της σύγχυσης, της στεναχώριας και του θυμού ως κατάθλιψη. Από την άλλη μεριά, είναι σαφέστατο ότι αυξήθηκε το ποσοστό σε εκείνους που είχαν ιστορικό κατάθλιψης και οι οποίοι υποτροπίασαν. Τα ποσοστά εμφάνισης «καινούργιας κατάθλιψης», δηλαδή σε ασθενείς που εμφανίστηκε για πρώτη φορά, είναι επίσης αυξημένα, αλλά σε μικρότερο ποσοστό σε σύγκριση με ανθρώπους που είχαν ήδη ιστορικό. Τα μεγαλύτερα ποσοστά εμφανίζονται σε γυναίκες και είναι διπλάσια αντίστοιχα σε σχέση με τους άντρες, αλλά αυτό είναι γενικά αναμενόμενο. Οι ηλικίες που καταγράφονται μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης είναι οι γυναίκες ηλικίας 18-30 ετών, γεγονός που φτάνει στο 40%, ενώ στις ηλικίες πάνω από 50 ετών φαίνεται να μην υπάρχει μεγάλη επίπτωση, και αυτό είναι ένα αναπάντεχο εύρημα.
Ο καθηγητής Ψυχιατρικής μιλάει και για τη σημασία της προσαρμοστικότητας του πληθυσμού στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Όπως λέει «στην ψυχολογία και στη συμπεριφορά τίποτα δεν είναι γραμμικό, έχει μεγάλη σημασία κάποιος να έχει επιμονή σε αυτό που κάνει για να μπορεί να το φέρει σε πέρας, αλλά αν αντιστέκεται υπερβολικά στις αλλαγές, τότε θα βρει τοίχο. Η επιμονή αυξάνει την απόδοση μέχρι ενός σημείου, δηλαδή να μπορείς να φτάσεις μέχρι εκεί όπου θα καταλάβεις τα όρια για να σταματήσεις και να αλλάξεις επιλογές. Να προσαρμόζεσαι στις καταστάσεις, χωρίς όμως να φτάνεις στο σημείο της παθητικής αποδοχής. Στα πλαίσια αυτά ένα μεγάλο πρόβλημα είναι ότι ο δημόσιος διάλογος κατά κάποιον τρόπο «ποδοσφαιροποιήθηκε» στα παράθυρα των καναλιών, με αποτέλεσμα την εμφάνιση «γκουρού» και «ακολούθων». Αυτό μειώνει τη δυνατότητα της κοινωνίας για μια ελαστική και γρήγορη προσαρμοστικότητα σε νέα δεδομένα και ανάγκες».
«Αποφυγή κινδύνου»
Ενδεικτικό της διαφορετικής αντίδρασης και αποδοχής μιας κατάστασης αποτελεί και η έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το τμήμα της Ιατρικής του ΑΠΘ για τη χρήση της μάσκας από τους πολίτες. Η έρευνα αυτή σε 5 πόλεις της χώρας και με καταγραφή 120.000 περαστικών, ανέδειξε τη διαφορά στη συμπεριφορά ανάμεσα στα δυο φύλα όσον αφορά τη χρήση μάσκας. «Την περίοδο του Νοεμβρίου κάναμε πραγματική μελέτη για τον τρόπο χρήσης της μάσκα από τον πληθυσμό. Υπάρχει μια σαφής ηλικιακή κατανομή και στα δυο φύλα, όσο περνάει η ηλικία συμμορφώνεται περισσότερο, ωστόσο καμία ηλικιακή ομάδα αντρών δεν τα πάει καλύτερα από καμία ηλικιακή ομάδα γυναικών, με εξαίρεση τα κορίτσια ηλικίας 18ετών που είναι λίγο χαμηλότερα. Για παράδειγμα, οι άντρες ηλικίας 65 ετών, που είναι πιο ευάλωτοι στον ιό, συμμορφώνονται λιγότερο από τις γυναίκες ηλικίας 25 ετών. Χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς των γυναικών είναι από αυτό που αποκαλούμε «αποφυγή κινδύνου» το οποίο ωστόσο εκφράζεται με έντονο άγχος και φόβο ότι κάτι κακό πρόκειται να συμβεί. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο εκδηλώνεται κυρίως στις γυναίκες και στις μητέρες και αφορά στον τρόπο με τον οποίο επιλέγουν να φροντίζουν τα παιδιά με προστασία, αλλά και μεγαλύτερο άγχος και αυτό ενδεχομένως να είναι και ένα δομικό ψυχολογικό χαρακτηριστικό που οδηγεί τις γυναίκες να εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης. Τις τελευταίες μέρες βλέπουμε το ακριβώς αντίστροφο φαινόμενο, με τις μεγαλύτερες ηλικίες να είναι πολύ επιφυλακτικές και τις νεότερες πολύ πιο δεκτικές στον εμβολιασμό. Βλέπουμε δηλαδή πληθυσμό που εμφανίζει διαφορετικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά να εμφανίζει διαφορετικού τύπου συμπεριφορές οι οποίες άλλοτε είναι προσαρμοστικές και άλλοτε προβληματικές καθώς μεταβάλλεται η απειλή, παρότι ξεπηδούν πάντοτε από το ίδιο ψυχολογικό χαρακτηριστικό. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο πληθυσμός συνολικά επιβιώνει, κάτι που έχει περιγράφει στη δαρβινική θεωρία ως «συλλογική προσαρμογή της ομάδας» και βασίζεται στην παρουσία ποικίλων και φαινομενικά αλληλοσυγκρουόμενων χαρακτηριστικών και συμπεριφορών, που τελικά όμως φαίνεται ότι έχουν κάποια σημασία και λειτουργία να επιτελέσουν» καταλήγει ο καθηγητής.
*Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 9 Μάϊου 2021
Ο Εθνικός Εκπρόσωπος για θέματα Ψυχικής Υγείας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, καθηγητής Ψυχιατρικής του ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Φουντουλάκης, μιλάει για τον πενταπλασιασμό των ποσοστών της κατάθλιψης την περίοδο της καραντίνας, τη σημασία της επιστροφής στην κανονικότητα, αλλά και την συναισθηματική ψυχολογία, που κρύβεται πίσω από τις συμπεριφορές αντίδρασης που παρεκκλίνουν από τα μέτρα πρόληψης απέναντι στην πανδημία.
Οι καταστάσεις στρες αυξήθηκαν την περίοδο της καραντίνας στο γενικό πληθυσμό, όπως εξηγεί ο κ. Φουντουλάκης, ο οποίος είναι επικεφαλής μεγάλης διεθνούς ομάδας με συμμετοχή 40 χωρών, και η οποία μελετά διάφορες πτυχές των επιπτώσεων της πανδημίας στη ψυχική υγεία. Τα δεδομένα δείχνουν ακόμα και πενταπλασιασμό περιπτώσεων κλινικής κατάθλιψης σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες. Εστιάζοντας σε μια από τις έρευνες που διεξάγεται από ομάδα φοιτητών της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, υπό την επίβλεψή του, περισσότεροι από τους μισούς φοιτητές, που συμμετείχαν στο ερωτηματολόγιο, ανέφεραν σημαντικότατη επιδείνωση του άγχους και της διάθεσης. Ο καθηγητής, αναφέρεται στη διαχείριση της κατάστασης από τις νεαρότερες ηλικίας, αλλά και τα πάρτι εν μέσω πανδημίας, μιλώντας για την έντονα συναισθηματική ψυχολογία στις νεαρότερες ηλικιακές ομάδες γεγονός που διαμόρφωσε τη συμπεριφορά τους.
"Οι ηλικίες που καταγράφονται μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης
είναι οι γυναίκες ηλικίας 18-30 ετών, γεγονός που φτάνει στο 40%,
ενώ στις ηλικίες πάνω από 50 ετών φαίνεται να μην υπάρχει μεγάλη επίπτωση,
και αυτό είναι ένα αναπάντεχο εύρημα".
«Μιλώντας γενικά θα σας έλεγα πως όταν προσπαθούμε να διαχειριστούμε ένα θέμα σε επίπεδο πληθυσμού θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ομαδική ψυχολογία, είναι σε μεγάλο βαθμό συναισθηματική, δεν είναι λογική και σε μεγάλο βαθμό οι καταστάσεις, όπως τα λεγόμενα «κορονοπάρτι», καθορίζονται από άτομα που έχουν έναν «αρχηγικό ρόλο». Πρόκειται για συναισθηματικά άτομα και παρασύρουν και άλλους νέους, καθώς αφορούν κυρίως ηλικίες κάτω των 30 ετών. Από την άλλη πλευρά, αυτός ο τρόπος συμπεριφοράς ο πιο συναισθηματικός, υιοθετείται και από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας συνολικά, ανεξαρτήτως ηλικίας, και σχετίζεται με τη λήψη των παρατεταμένων μέτρων. Όλες οι δυτικές κοινωνίες, που χαρακτηρίζονται από μια δημοκρατικότητα, έχουν φτάσει στα όριά τους. Η εφαρμογή σκληρών μέτρων αυξάνει την αντίδραση, χρειάζεται ένα είδος «πλοήγησής» μέσα στο λαβύρινθο των διλημμάτων και των επιλογών, και αυτό δε φαίνεται πάντα εφικτό.
"Στην ψυχολογία και στη συμπεριφορά τίποτα δεν είναι γραμμικό,
έχει μεγάλη σημασία κάποιος να έχει επιμονή σε αυτό που κάνει
για να μπορεί να το φέρει σε πέρας, αλλά αν αντιστέκεται υπερβολικά στις αλλαγές,
τότε θα βρει τοίχο. Η επιμονή αυξάνει την απόδοση μέχρι ενός σημείου,
δηλαδή να μπορείς να φτάσεις μέχρι εκεί όπου θα καταλάβεις
τα όρια για να σταματήσεις και να αλλάξεις επιλογές.
Να προσαρμόζεσαι στις καταστάσεις, χωρίς όμως
να φτάνεις στο σημείο της παθητικής αποδοχής".
Εκτόξευση της κατάθλιψης
Η ψυχική υγεία την περίοδο της παρατεταμένης καραντίνας παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις, με τα δεδομένα της έρευνας που εκπονείται υπό την επίβλεψη του κ. Φουντουλάκη, να αποτυπώνουν τριπλασιασμό, ακόμα και πενταπλασιασμό των ποσοστών κατάθλιψης. «Πριν από ένα χρόνο η κατάθλιψη στο γενικό πληθυσμό κατέγραφε ποσοστά γύρω στο 9% από 4,5% που θεωρείται ότι ήταν πριν την πανδημία. Τον Νοέμβριο έφτασε στο 13% και στο τέλος αυτής της περιόδου βρίσκεται κατά προσέγγιση στο 20%. Δηλαδή, από διπλασιασμό πήγαμε σε πενταπλασιασμό, ωστόσο τα ευρήματα είναι δημοσκοπικού τύπου και ίσως να μην είναι απολύτως αξιόπιστα. Δείχνουν όμως μια σαφή τάση και η εικόνα είναι αρκετά συνεπής σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και σε μελέτες διαφορετικών ερευνητών και από όλο τον κόσμο. Οι αλγόριθμοι και τα φίλτρα της ανάλυσης, δυστυχώς ενδέχεται να αναγνωρίζουν χαρακτηριστικά της σύγχυσης, της στεναχώριας και του θυμού ως κατάθλιψη. Από την άλλη μεριά, είναι σαφέστατο ότι αυξήθηκε το ποσοστό σε εκείνους που είχαν ιστορικό κατάθλιψης και οι οποίοι υποτροπίασαν. Τα ποσοστά εμφάνισης «καινούργιας κατάθλιψης», δηλαδή σε ασθενείς που εμφανίστηκε για πρώτη φορά, είναι επίσης αυξημένα, αλλά σε μικρότερο ποσοστό σε σύγκριση με ανθρώπους που είχαν ήδη ιστορικό. Τα μεγαλύτερα ποσοστά εμφανίζονται σε γυναίκες και είναι διπλάσια αντίστοιχα σε σχέση με τους άντρες, αλλά αυτό είναι γενικά αναμενόμενο. Οι ηλικίες που καταγράφονται μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης είναι οι γυναίκες ηλικίας 18-30 ετών, γεγονός που φτάνει στο 40%, ενώ στις ηλικίες πάνω από 50 ετών φαίνεται να μην υπάρχει μεγάλη επίπτωση, και αυτό είναι ένα αναπάντεχο εύρημα.
Ο καθηγητής Ψυχιατρικής μιλάει και για τη σημασία της προσαρμοστικότητας του πληθυσμού στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Όπως λέει «στην ψυχολογία και στη συμπεριφορά τίποτα δεν είναι γραμμικό, έχει μεγάλη σημασία κάποιος να έχει επιμονή σε αυτό που κάνει για να μπορεί να το φέρει σε πέρας, αλλά αν αντιστέκεται υπερβολικά στις αλλαγές, τότε θα βρει τοίχο. Η επιμονή αυξάνει την απόδοση μέχρι ενός σημείου, δηλαδή να μπορείς να φτάσεις μέχρι εκεί όπου θα καταλάβεις τα όρια για να σταματήσεις και να αλλάξεις επιλογές. Να προσαρμόζεσαι στις καταστάσεις, χωρίς όμως να φτάνεις στο σημείο της παθητικής αποδοχής. Στα πλαίσια αυτά ένα μεγάλο πρόβλημα είναι ότι ο δημόσιος διάλογος κατά κάποιον τρόπο «ποδοσφαιροποιήθηκε» στα παράθυρα των καναλιών, με αποτέλεσμα την εμφάνιση «γκουρού» και «ακολούθων». Αυτό μειώνει τη δυνατότητα της κοινωνίας για μια ελαστική και γρήγορη προσαρμοστικότητα σε νέα δεδομένα και ανάγκες».
«Αποφυγή κινδύνου»
Ενδεικτικό της διαφορετικής αντίδρασης και αποδοχής μιας κατάστασης αποτελεί και η έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το τμήμα της Ιατρικής του ΑΠΘ για τη χρήση της μάσκας από τους πολίτες. Η έρευνα αυτή σε 5 πόλεις της χώρας και με καταγραφή 120.000 περαστικών, ανέδειξε τη διαφορά στη συμπεριφορά ανάμεσα στα δυο φύλα όσον αφορά τη χρήση μάσκας. «Την περίοδο του Νοεμβρίου κάναμε πραγματική μελέτη για τον τρόπο χρήσης της μάσκα από τον πληθυσμό. Υπάρχει μια σαφής ηλικιακή κατανομή και στα δυο φύλα, όσο περνάει η ηλικία συμμορφώνεται περισσότερο, ωστόσο καμία ηλικιακή ομάδα αντρών δεν τα πάει καλύτερα από καμία ηλικιακή ομάδα γυναικών, με εξαίρεση τα κορίτσια ηλικίας 18ετών που είναι λίγο χαμηλότερα. Για παράδειγμα, οι άντρες ηλικίας 65 ετών, που είναι πιο ευάλωτοι στον ιό, συμμορφώνονται λιγότερο από τις γυναίκες ηλικίας 25 ετών. Χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς των γυναικών είναι από αυτό που αποκαλούμε «αποφυγή κινδύνου» το οποίο ωστόσο εκφράζεται με έντονο άγχος και φόβο ότι κάτι κακό πρόκειται να συμβεί. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο εκδηλώνεται κυρίως στις γυναίκες και στις μητέρες και αφορά στον τρόπο με τον οποίο επιλέγουν να φροντίζουν τα παιδιά με προστασία, αλλά και μεγαλύτερο άγχος και αυτό ενδεχομένως να είναι και ένα δομικό ψυχολογικό χαρακτηριστικό που οδηγεί τις γυναίκες να εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης. Τις τελευταίες μέρες βλέπουμε το ακριβώς αντίστροφο φαινόμενο, με τις μεγαλύτερες ηλικίες να είναι πολύ επιφυλακτικές και τις νεότερες πολύ πιο δεκτικές στον εμβολιασμό. Βλέπουμε δηλαδή πληθυσμό που εμφανίζει διαφορετικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά να εμφανίζει διαφορετικού τύπου συμπεριφορές οι οποίες άλλοτε είναι προσαρμοστικές και άλλοτε προβληματικές καθώς μεταβάλλεται η απειλή, παρότι ξεπηδούν πάντοτε από το ίδιο ψυχολογικό χαρακτηριστικό. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο πληθυσμός συνολικά επιβιώνει, κάτι που έχει περιγράφει στη δαρβινική θεωρία ως «συλλογική προσαρμογή της ομάδας» και βασίζεται στην παρουσία ποικίλων και φαινομενικά αλληλοσυγκρουόμενων χαρακτηριστικών και συμπεριφορών, που τελικά όμως φαίνεται ότι έχουν κάποια σημασία και λειτουργία να επιτελέσουν» καταλήγει ο καθηγητής.
*Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 9 Μάϊου 2021
ΣΧΟΛΙΑ