H Κατερίνα Καριζώνη στη "ΜτΚ": «Η συγγραφή είναι sine qua non συνθήκη για να υπάρχω»
01/07/2019 13:34
01/07/2019 13:34
Η αφήγησή της θυμίζει παραμύθι…. Μας γυρίζει πίσω στον χρόνο, οδηγώντας μας σ΄ ένα ταξίδι στα νησιά του Αιγαίου και στις δοξασίες τους. Στο νέο βιβλίο της «Το Λυκόφως του Αιγαίου» (εκδόσεις Καστανιώτη) η Κατερίνα Καριζώνη επιστρέφει στον 17ο αιώνα έχοντας ως κεντρικό ήρωα ένα πραγματικό πρόσωπο, τον πειρατή Ιωάννη Κάψη. Ο ίδιος απελευθερώνει τη Μήλο από τον οθωμανικό ζυγό, στέφεται βασιλιάς, ενώ παντρεύεται την κόρη του κυβερνήτη του νησιού. Την ίδια περίοδο δυτικοί και κυρίως Μαλτέζοι πειρατές κατακλύζουν το αρχιπέλαγος που αποτελεί πεδίο σύγκρουσης θρησκειών και συμφερόντων. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα εποχή στο οποίο μπλέκονται πραγματικότητα και μυθοπλασία. Τη συγγραφέα ενδιέφερε να αναδείξει ένα κοινωνικό φαινόμενο που έχει μείνει στο ημίφως της Ιστορίας, αφού η πειρατεία στο Αιγαίο διαδραμάτισε «κρίσιμο ρόλο στην προεπαναστατική περίοδο και αποτέλεσε εφαλτήριο για την Επανάσταση του ‘21», όπως λέει στη «ΜτΚ».
«Δεν θέλησα να απενοχοποιήσω την πειρατεία»
Στην πειρατεία έπαιρναν μέρος διάφορες εθνότητες από Δύση και Ανατολή, εμπλέκονταν ποικίλα οικονομικά συμφέροντα και καμιά φορά ολόκληρα κράτη, καθώς απ’ το Αιγαίο περνούσαν όλοι οι εμπορικοί δρόμοι που ένωναν την Εσπερία με τον Λεβάντε και την Αφρική. «Οι πειρατές λοιπόν, δεν ήταν απλοί ληστές ή περιστασιακοί κακοποιοί της θάλασσας, παρόλο που υπήρξαν και τέτοιοι, αλλά συνδέονταν με ισχυρά λόμπι, ιπποτικά τάγματα, βασίλεια, Εκκλησίες ακόμα και με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Το κούρσος ήταν μια εξαιρετικά κερδοφόρα επιχείρηση, όπου επενδύονταν κρυφά και φανερά τεράστια κεφάλαια». Μέσα σ΄ αυτό τα πλαίσιο κινήθηκαν και οι ΄Ελληνες πειρατές. Αλλά υπήρξε και μια άλλη, ίσως πιο σημαντική πλευρά του φαινομένου. «Το Αιγαίο βρισκόταν τότε υπό Οθωμανική κατοχή και οι πειρατικές επιχειρήσεις των Ελλήνων λάμβαναν συχνά τη μορφή αντίστασης- εξέγερσης απέναντι στην τουρκική εξουσία. Οι πειρατές εξελίχθηκαν μέσα στα χρόνια σε Κλέφτες και Αρματολούς της θάλασσας. Κάποιοι απελευθέρωσαν νησιά απ΄ τον τουρκικό ζυγό, βοήθησαν σε τοπικές επαναστάσεις και έγιναν θρύλοι στην λαϊκή παράδοση. Αποτέλεσαν πρότυπα ανδρείας σε μια εποχή που ο ελληνισμός ζούσε μέσα στον φόβο και στον ζόφο της τουρκοκρατίας», τονίζει η συγγραφέας.
Όλα αυτά που δεν τα γνωρίζουμε καλά και δεν τα μαθαίνουμε απ΄ την επίσημη Ιστορία αποτέλεσαν πρόκληση για εκείνη να τα γράψει. «Φυσικά δεν θέλησα να απενοχοποιήσω την πειρατική δραστηριότητα, ούτε να αγιοποιήσω τα πρόσωπα των πειρατών, παρόλο που η λαϊκή μούσα σε κάποιες περιπτώσεις το έπραξε. Για τον πειρατή Στάθη-Ρωμανό Μανέτα για παράδειγμα υπάρχουν 54 παραλλαγές δημοτικών τραγουδιών. Ωστόσο αν λάβετε υπόψη σας τις συνθήκες της εποχής η πειρατεία ήταν ένα ισχυρό μετερίζι για τους σκλαβωμένους Έλληνες ακόμα και μέσα από τις βιαιοπραγίες της. Αλλά και η εξοικείωσή τους με τους κινδύνους της θάλασσας και της πειρατείας ενίσχυσε την ελληνική ναυτιλία διαχρονικά», επισημαίνει.
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, με σπουδές οικονομικών στο ΑΠΘ, διδάκτωρ οικονομικής ιστορίας, η Κατερίνα Καριζώνη έχει γράψει συνολικά τριάντα βιβλία. Ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί κι έχουν ερμηνευτεί από γνωστούς ερμηνευτές. Δεν είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται με την πειρατεία, αφού «Το Λυκόφως του Αιγαίου» είναι το πέμπτο βιβλίο της που σχετίζεται με το θέμα. Προηγήθηκαν «Το Μεγάλο Αλγέρι», «Ο Μονόφθαλμος κι άλλες πειρατικές ιστορίες», «Ο χάρτης των ονείρων» κι ένα λεύκωμα για τη μανιάτικη πειρατεία. «Νομίζω ότι μ’ αυτό το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται ο κύκλος των πειρατών, καθώς δίνεται σ’ αυτό μια συνολική εικόνα του φαινομένου και αναδεικνύονται οι βασικοί πρωταγωνιστές του», τονίζει.
Ξεφεύγοντας από την γκριζωπή καθημερινότητα
Για τη συγγραφή του βιβλίου χρειάστηκε να ανατρέξει σε πολλές πηγές και να μελετήσει. Διάβασε πολύ, αξιοποίησε αρχεία σε όλη την Ελλάδα, σε δημοτικά τραγούδια, σε μοιρολόγια, σε βιβλιοθήκες. «Ήταν μια ευχάριστη διαδρομή στο παρελθόν που κράτησε περίπου δέκα χρόνια αν λάβετε υπόψη σας ότι στο μεταξύ έγραψα κι άλλα τέσσερα βιβλία. Έφτασα μέχρι τα αρχεία της Μάλτας που υπήρξε η πρωτεύουσα της πειρατείας για τη Δύση. Νομίζω πως αυτή ήταν η πιο συναρπαστική εμπειρία στο συγγραφικό βίο μου - πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι ένα ταξίδι με τους πειρατές στο Αιγαίο του 17ο αιώνα».
Η συγγραφική της πορεία είναι, γενικώς, μια περιδιάβαση σε διάφορες χρονικές περιόδους, που κάποιες φορές τις συνδέει και μεταξύ τους και με το παρόν. Αυτός ο συνδυασμός τη γοητεύει. «Μ’ αυτόν τον τρόπο δραπετεύω σε άλλες εποχές, ξεφεύγω απ΄ τη γκριζωπή καθημερινότητα, μαθαίνω και θαυμάζω τα έργα και τις ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν πριν από μας και το σημαντικότερο εξηγώ το παρόν. Θα τολμούσα να πω ότι ψυχανεμίζομαι και το μέλλον. Γιατί η γνώση του παρελθόντος είναι ο καλύτερος οδηγός για να κατανοήσουμε αυτά που μας συμβαίνουν σήμερα. Για δείτε τι συμβαίνει στο Αιγαίο στις μέρες μας. Το διασχίζουν ξένοι στόλοι, όπως τότε, το διεκδικούν Οθωμανοί, υφαρπάζουν τον πλούτο του-υποθαλάσσιο αυτή τη φορά- διεθνείς εταιρείες, οι ΄Ελληνες αμύνονται, ο πόλεμος ελλοχεύει στα νερά κι ας μην παίρνει τη μορφή της παραδοσιακής πειρατείας. Είναι πόλεμος για την αρπαγή του πλούτου του Αιγαίου, όπως τότε, όπως και πάντα. Αυτή η θάλασσα ήταν το μήλον της έριδος εδώ και αιώνες, δεν ησύχασε ποτέ και ίσως να μην ησυχάσει», υπογραμμίζει.
Η συγγραφή για εκείνη είναι τρόπος ζωής. «Είναι sine qua non συνθήκη για να υπάρχω», λέει. Κι όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο εμπεδώνεται μέσα της αυτή η βεβαιότητα. «Ίσως είναι η μόνη βεβαιότητα που κέρδισα στον κόσμο τούτο», λέει χαρακτηριστικά.
Αλλά και η επιλογή να ζει στη Θεσσαλονίκη και να δραστηριοποιείται συγγραφικά σ’ αυτήν φαίνεται να τη δικαιώνει. «Η ζωή στη Θεσσαλονίκη είναι ήσυχη και ευνοεί τη συγκέντρωση και το γράψιμο. Από κει και πέρα όμως η Αθήνα εξακολουθεί να κατέχει το μονοπώλιο των μέσων για να κάνεις γνωστό το έργο σου. Ευτυχώς που τα πράγματα βελτιώθηκαν τελευταία με τη χρήση των social media που σου επιτρέπουν ως ένα βαθμό να κινηθείς ατομικά και να διαφημίσεις τα βιβλία σου, αλλά υπάρχει και μια καλή διάθεση απ΄τους δήμους και τους τοπικούς παράγοντες να βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση», καταλήγει.
Η αφήγησή της θυμίζει παραμύθι…. Μας γυρίζει πίσω στον χρόνο, οδηγώντας μας σ΄ ένα ταξίδι στα νησιά του Αιγαίου και στις δοξασίες τους. Στο νέο βιβλίο της «Το Λυκόφως του Αιγαίου» (εκδόσεις Καστανιώτη) η Κατερίνα Καριζώνη επιστρέφει στον 17ο αιώνα έχοντας ως κεντρικό ήρωα ένα πραγματικό πρόσωπο, τον πειρατή Ιωάννη Κάψη. Ο ίδιος απελευθερώνει τη Μήλο από τον οθωμανικό ζυγό, στέφεται βασιλιάς, ενώ παντρεύεται την κόρη του κυβερνήτη του νησιού. Την ίδια περίοδο δυτικοί και κυρίως Μαλτέζοι πειρατές κατακλύζουν το αρχιπέλαγος που αποτελεί πεδίο σύγκρουσης θρησκειών και συμφερόντων. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα εποχή στο οποίο μπλέκονται πραγματικότητα και μυθοπλασία. Τη συγγραφέα ενδιέφερε να αναδείξει ένα κοινωνικό φαινόμενο που έχει μείνει στο ημίφως της Ιστορίας, αφού η πειρατεία στο Αιγαίο διαδραμάτισε «κρίσιμο ρόλο στην προεπαναστατική περίοδο και αποτέλεσε εφαλτήριο για την Επανάσταση του ‘21», όπως λέει στη «ΜτΚ».
«Δεν θέλησα να απενοχοποιήσω την πειρατεία»
Στην πειρατεία έπαιρναν μέρος διάφορες εθνότητες από Δύση και Ανατολή, εμπλέκονταν ποικίλα οικονομικά συμφέροντα και καμιά φορά ολόκληρα κράτη, καθώς απ’ το Αιγαίο περνούσαν όλοι οι εμπορικοί δρόμοι που ένωναν την Εσπερία με τον Λεβάντε και την Αφρική. «Οι πειρατές λοιπόν, δεν ήταν απλοί ληστές ή περιστασιακοί κακοποιοί της θάλασσας, παρόλο που υπήρξαν και τέτοιοι, αλλά συνδέονταν με ισχυρά λόμπι, ιπποτικά τάγματα, βασίλεια, Εκκλησίες ακόμα και με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Το κούρσος ήταν μια εξαιρετικά κερδοφόρα επιχείρηση, όπου επενδύονταν κρυφά και φανερά τεράστια κεφάλαια». Μέσα σ΄ αυτό τα πλαίσιο κινήθηκαν και οι ΄Ελληνες πειρατές. Αλλά υπήρξε και μια άλλη, ίσως πιο σημαντική πλευρά του φαινομένου. «Το Αιγαίο βρισκόταν τότε υπό Οθωμανική κατοχή και οι πειρατικές επιχειρήσεις των Ελλήνων λάμβαναν συχνά τη μορφή αντίστασης- εξέγερσης απέναντι στην τουρκική εξουσία. Οι πειρατές εξελίχθηκαν μέσα στα χρόνια σε Κλέφτες και Αρματολούς της θάλασσας. Κάποιοι απελευθέρωσαν νησιά απ΄ τον τουρκικό ζυγό, βοήθησαν σε τοπικές επαναστάσεις και έγιναν θρύλοι στην λαϊκή παράδοση. Αποτέλεσαν πρότυπα ανδρείας σε μια εποχή που ο ελληνισμός ζούσε μέσα στον φόβο και στον ζόφο της τουρκοκρατίας», τονίζει η συγγραφέας.
Όλα αυτά που δεν τα γνωρίζουμε καλά και δεν τα μαθαίνουμε απ΄ την επίσημη Ιστορία αποτέλεσαν πρόκληση για εκείνη να τα γράψει. «Φυσικά δεν θέλησα να απενοχοποιήσω την πειρατική δραστηριότητα, ούτε να αγιοποιήσω τα πρόσωπα των πειρατών, παρόλο που η λαϊκή μούσα σε κάποιες περιπτώσεις το έπραξε. Για τον πειρατή Στάθη-Ρωμανό Μανέτα για παράδειγμα υπάρχουν 54 παραλλαγές δημοτικών τραγουδιών. Ωστόσο αν λάβετε υπόψη σας τις συνθήκες της εποχής η πειρατεία ήταν ένα ισχυρό μετερίζι για τους σκλαβωμένους Έλληνες ακόμα και μέσα από τις βιαιοπραγίες της. Αλλά και η εξοικείωσή τους με τους κινδύνους της θάλασσας και της πειρατείας ενίσχυσε την ελληνική ναυτιλία διαχρονικά», επισημαίνει.
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, με σπουδές οικονομικών στο ΑΠΘ, διδάκτωρ οικονομικής ιστορίας, η Κατερίνα Καριζώνη έχει γράψει συνολικά τριάντα βιβλία. Ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί κι έχουν ερμηνευτεί από γνωστούς ερμηνευτές. Δεν είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται με την πειρατεία, αφού «Το Λυκόφως του Αιγαίου» είναι το πέμπτο βιβλίο της που σχετίζεται με το θέμα. Προηγήθηκαν «Το Μεγάλο Αλγέρι», «Ο Μονόφθαλμος κι άλλες πειρατικές ιστορίες», «Ο χάρτης των ονείρων» κι ένα λεύκωμα για τη μανιάτικη πειρατεία. «Νομίζω ότι μ’ αυτό το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται ο κύκλος των πειρατών, καθώς δίνεται σ’ αυτό μια συνολική εικόνα του φαινομένου και αναδεικνύονται οι βασικοί πρωταγωνιστές του», τονίζει.
Ξεφεύγοντας από την γκριζωπή καθημερινότητα
Για τη συγγραφή του βιβλίου χρειάστηκε να ανατρέξει σε πολλές πηγές και να μελετήσει. Διάβασε πολύ, αξιοποίησε αρχεία σε όλη την Ελλάδα, σε δημοτικά τραγούδια, σε μοιρολόγια, σε βιβλιοθήκες. «Ήταν μια ευχάριστη διαδρομή στο παρελθόν που κράτησε περίπου δέκα χρόνια αν λάβετε υπόψη σας ότι στο μεταξύ έγραψα κι άλλα τέσσερα βιβλία. Έφτασα μέχρι τα αρχεία της Μάλτας που υπήρξε η πρωτεύουσα της πειρατείας για τη Δύση. Νομίζω πως αυτή ήταν η πιο συναρπαστική εμπειρία στο συγγραφικό βίο μου - πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι ένα ταξίδι με τους πειρατές στο Αιγαίο του 17ο αιώνα».
Η συγγραφική της πορεία είναι, γενικώς, μια περιδιάβαση σε διάφορες χρονικές περιόδους, που κάποιες φορές τις συνδέει και μεταξύ τους και με το παρόν. Αυτός ο συνδυασμός τη γοητεύει. «Μ’ αυτόν τον τρόπο δραπετεύω σε άλλες εποχές, ξεφεύγω απ΄ τη γκριζωπή καθημερινότητα, μαθαίνω και θαυμάζω τα έργα και τις ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν πριν από μας και το σημαντικότερο εξηγώ το παρόν. Θα τολμούσα να πω ότι ψυχανεμίζομαι και το μέλλον. Γιατί η γνώση του παρελθόντος είναι ο καλύτερος οδηγός για να κατανοήσουμε αυτά που μας συμβαίνουν σήμερα. Για δείτε τι συμβαίνει στο Αιγαίο στις μέρες μας. Το διασχίζουν ξένοι στόλοι, όπως τότε, το διεκδικούν Οθωμανοί, υφαρπάζουν τον πλούτο του-υποθαλάσσιο αυτή τη φορά- διεθνείς εταιρείες, οι ΄Ελληνες αμύνονται, ο πόλεμος ελλοχεύει στα νερά κι ας μην παίρνει τη μορφή της παραδοσιακής πειρατείας. Είναι πόλεμος για την αρπαγή του πλούτου του Αιγαίου, όπως τότε, όπως και πάντα. Αυτή η θάλασσα ήταν το μήλον της έριδος εδώ και αιώνες, δεν ησύχασε ποτέ και ίσως να μην ησυχάσει», υπογραμμίζει.
Η συγγραφή για εκείνη είναι τρόπος ζωής. «Είναι sine qua non συνθήκη για να υπάρχω», λέει. Κι όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο εμπεδώνεται μέσα της αυτή η βεβαιότητα. «Ίσως είναι η μόνη βεβαιότητα που κέρδισα στον κόσμο τούτο», λέει χαρακτηριστικά.
Αλλά και η επιλογή να ζει στη Θεσσαλονίκη και να δραστηριοποιείται συγγραφικά σ’ αυτήν φαίνεται να τη δικαιώνει. «Η ζωή στη Θεσσαλονίκη είναι ήσυχη και ευνοεί τη συγκέντρωση και το γράψιμο. Από κει και πέρα όμως η Αθήνα εξακολουθεί να κατέχει το μονοπώλιο των μέσων για να κάνεις γνωστό το έργο σου. Ευτυχώς που τα πράγματα βελτιώθηκαν τελευταία με τη χρήση των social media που σου επιτρέπουν ως ένα βαθμό να κινηθείς ατομικά και να διαφημίσεις τα βιβλία σου, αλλά υπάρχει και μια καλή διάθεση απ΄τους δήμους και τους τοπικούς παράγοντες να βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση», καταλήγει.
ΣΧΟΛΙΑ