Η ΑΑΔΕ προκρίνει την... οικειοθελή συμμόρφωση για να καταπολεμήσει το «ξέπλυμα μαύρου χρήματος»
27/05/2024 19:58
27/05/2024 19:58
Την οικειοθελή συμμόρφωση των υπόχρεων προκρίνει η ΑΑΔΕ στο πλαίσιο της εποπτείας της για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος.
Μιλώντας για τα αδικήματα φοροδιαφυγής και τη βελτιστοποίηση εταιρικών διαδικασιών KYC (Know Your Customer), σε συζήτηση στο πλαίσιο του 12ου Thessaloniki Tax Forum, η αν. προϊσταμένη, του Τμήματος Δ’ Αντιμετώπισης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, Αυτόματης Ανταλλαγής Πληροφοριών και Ειδικών Ελέγχων, της διεύθυνσης Ελεγκτικών Διαδικασιών της ΑΑΔΕ, Σοφία Κάρμα αναφέρθηκε στον ρόλο της ΑΑΔΕ έτσι όπως αυτός καθορίζεται στο νόμο 4557/18 σχετικά με το ποια πρόσωπα εποπτεύει και ποιες είναι οι αρμοδιότητες της ως εποπτική αρχή.
Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία των εξωτερικών λογιστών-φοροτεχνικών και των νομικών προσώπων παροχής λογιστικών-φοροτεχνικών υπηρεσιών, καθώς και των ιδιωτών ελεγκτών, μεσιτών ακινήτων και των εμπόρων και εκπλειστηριαστών αγαθών μεγάλης αξίας.
«Η ΑΑΔΕ είναι αρμόδια για να δει αν τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας. Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας είναι ο έλεγχος που πρέπει να γίνεται σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο όταν αυτό πρόκειται να συνάψει κάποια επιχειρηματική σχέση ή ακόμα και περιστασιακή συναλλαγή με κάποιο από τα υπόχρεα πρόσωπα. Οι εποπτευόμενα από την ΑΑΔΕ υπόχρεοι πρέπει να εφαρμόσουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας σε επιχειρηματική συναλλαγή άνω των 15.000 ευρώ και όταν υπάρχει συναλλαγή σε μετρητά άνω των 10.000 ευρώ και σε κάθε περίπτωση όταν υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι διενεργείται ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Υπάρχουν τρία είδη δέουσας επιμέλειας, η συνήθης δέουσα επιμέλεια, η απλουστευμένη και η αυξημένη. Το ποιο είδος θα εφαρμόσει κάθε υπόχρεο πρόσωπο εξαρτάται από το είδος της ανάλυσης που έχει κάνει για τον πελάτη του εξαρχής», ανέφερε η κ. Κάρμα προσθέτοντας ότι αυτό που επιδιώκει η ΑΑΔΕ από τα υπόχρεα πρόσωπα είναι «κατά βάση να ξέρουνε ποιος είναι ο πελάτης, γι’ αυτό και έχουμε κωδικοποιήσει τον νόμο και έχουμε κάνει τέσσερις κατηγορίες μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται, ξεκινώντας από την πιο απλή που είναι οι εσωτερικές διαδικασίες και πολιτικές, τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται, το είδος ανάλυσης που πρέπει να εφαρμόζονται και τέλος τη διαδικασία αναφοράς ύποπτων συναλλαγών».
«Ο νόμος για το ξέπλυμα στο άρθρο 46 αναφέρει ότι κάθε εποπτεύουσα αρχή, μεταξύ των οποίων και η ΑΑΔΕ, μπορεί να επιβάλλει σε εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα, διαζευκτικά ή σωρευτικά, είτε διορθωτικά μέτρα, είτε κυρώσεις. Η ΑΑΔΕ αυτή τη στιγμή έρχεται να δράσει προληπτικά και προκρίνει τη συμμόρφωση έναντι της επιβολής κυρώσεων. Ουδέποτε μέχρι στιγμής για μέτρα δέουσας επιμέλειας και για ελέγχους δέουσας επιμέλειας δεν έχει επιβληθεί από την ΑΑΔΕ οποιοδήποτε πρόστιμο, ή κύρωση. Η ΑΑΔΕ πραγματοποιεί ελέγχους δέουσας επιμέλειας. Εκδίδεται εντολή ελέγχου, πάει στο υπόχρεο πρόσωπο, αφού προηγουμένως του έχει κοινοποιηθεί ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο φαίνονται αναλυτικά όλες οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τον νόμο και με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται, ώστε να του δώσει και κάποιο χρόνο να έχει στη διάθεσή του να προετοιμαστεί. Στη συνέχεια μεταβαίνει επιτοπίως στην επιχείρησή του να ελέγξει άμα όντως τηρούνται οι απορρέουσες από το νόμο υποχρεώσεις. Σε περίπτωση που σε αυτή τη φάση ο ελεγκτής εντοπίσει ότι π.χ. το υπόχρεο πρόσωπο δεν έχει γραπτή επικαιροποιημένη πολιτική για θέματα ξεπλύματος, δεν έχει πολιτική για το πώς θα γίνονται οι αναφορές, δεν κρατάει αρχείο με τους πελάτες του μαζί με τα απαιτούμενα από το νόμο έγγραφα ταυτοποίησης κ.λπ., σε αυτό το στάδιο θα εκδώσει μια απόφαση, μια έκθεση συμμόρφωσης , όπου θα φαίνεται ότι δεν έχει συμμορφωθεί με κάποια υποχρέωση που ορίζει ο νόμος. Ωστόσο, σε αυτό το στάδιο δεν επιβάλλεται καμία επίδοση αλλά δίδεται ένα εξάμηνο περιθώριο συμμόρφωσης», εξήγησε.
Από την πλευρά του ο αν. καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, Θεόδωρος Παπακυριάκου αναφέρθηκε στις ιδιαιτερότητες των αδικημάτων φοροδιαφυγής. «Είναι μεν βασικά αδικήματα σήμερα, αλλά έχουν πολύ σαφείς ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλες εγκληματικές δραστηριότητες παράνομου χρήματος», είπε.
«Υπάρχουν δύο κατηγορίες παραβατικών συμπεριφορών που διαχωρίζουν την παραβατική συμπεριφορά σε κάποιον που είναι συνεργός ή συνειδητά εμπλεκόμενος με δόλο, και σύμφωνα με αυτή την κατηγοριοποίησης υπάρχει και η επιβολή των ανάλογων κυρώσεων», ανέφερε -μεταξύ άλλων- ενώ σε ό,τι αφορά το σύστημα εποπτείας των συναλλαγών και αναφορών επισήμανε την ανάγκη να υπάρξει μία μελέτη του κόστους και της αποτελεσματικότητάς του.
Το Thessaloniki Tax Forum του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου αποτελεί θεσμική εκδήλωση φορολογικού ενδιαφέροντος στη Βόρεια Ελλάδα, επιδιώκοντας να δώσει βήμα εποικοδομητικού δημόσιου διαλόγου σε θέματα και πολιτικές φορολογίας και φορολογικής αποτελεσματικότητας.
Την οικειοθελή συμμόρφωση των υπόχρεων προκρίνει η ΑΑΔΕ στο πλαίσιο της εποπτείας της για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος.
Μιλώντας για τα αδικήματα φοροδιαφυγής και τη βελτιστοποίηση εταιρικών διαδικασιών KYC (Know Your Customer), σε συζήτηση στο πλαίσιο του 12ου Thessaloniki Tax Forum, η αν. προϊσταμένη, του Τμήματος Δ’ Αντιμετώπισης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, Αυτόματης Ανταλλαγής Πληροφοριών και Ειδικών Ελέγχων, της διεύθυνσης Ελεγκτικών Διαδικασιών της ΑΑΔΕ, Σοφία Κάρμα αναφέρθηκε στον ρόλο της ΑΑΔΕ έτσι όπως αυτός καθορίζεται στο νόμο 4557/18 σχετικά με το ποια πρόσωπα εποπτεύει και ποιες είναι οι αρμοδιότητες της ως εποπτική αρχή.
Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία των εξωτερικών λογιστών-φοροτεχνικών και των νομικών προσώπων παροχής λογιστικών-φοροτεχνικών υπηρεσιών, καθώς και των ιδιωτών ελεγκτών, μεσιτών ακινήτων και των εμπόρων και εκπλειστηριαστών αγαθών μεγάλης αξίας.
«Η ΑΑΔΕ είναι αρμόδια για να δει αν τα υπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας. Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας είναι ο έλεγχος που πρέπει να γίνεται σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο όταν αυτό πρόκειται να συνάψει κάποια επιχειρηματική σχέση ή ακόμα και περιστασιακή συναλλαγή με κάποιο από τα υπόχρεα πρόσωπα. Οι εποπτευόμενα από την ΑΑΔΕ υπόχρεοι πρέπει να εφαρμόσουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας σε επιχειρηματική συναλλαγή άνω των 15.000 ευρώ και όταν υπάρχει συναλλαγή σε μετρητά άνω των 10.000 ευρώ και σε κάθε περίπτωση όταν υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι διενεργείται ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Υπάρχουν τρία είδη δέουσας επιμέλειας, η συνήθης δέουσα επιμέλεια, η απλουστευμένη και η αυξημένη. Το ποιο είδος θα εφαρμόσει κάθε υπόχρεο πρόσωπο εξαρτάται από το είδος της ανάλυσης που έχει κάνει για τον πελάτη του εξαρχής», ανέφερε η κ. Κάρμα προσθέτοντας ότι αυτό που επιδιώκει η ΑΑΔΕ από τα υπόχρεα πρόσωπα είναι «κατά βάση να ξέρουνε ποιος είναι ο πελάτης, γι’ αυτό και έχουμε κωδικοποιήσει τον νόμο και έχουμε κάνει τέσσερις κατηγορίες μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται, ξεκινώντας από την πιο απλή που είναι οι εσωτερικές διαδικασίες και πολιτικές, τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται, το είδος ανάλυσης που πρέπει να εφαρμόζονται και τέλος τη διαδικασία αναφοράς ύποπτων συναλλαγών».
«Ο νόμος για το ξέπλυμα στο άρθρο 46 αναφέρει ότι κάθε εποπτεύουσα αρχή, μεταξύ των οποίων και η ΑΑΔΕ, μπορεί να επιβάλλει σε εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα, διαζευκτικά ή σωρευτικά, είτε διορθωτικά μέτρα, είτε κυρώσεις. Η ΑΑΔΕ αυτή τη στιγμή έρχεται να δράσει προληπτικά και προκρίνει τη συμμόρφωση έναντι της επιβολής κυρώσεων. Ουδέποτε μέχρι στιγμής για μέτρα δέουσας επιμέλειας και για ελέγχους δέουσας επιμέλειας δεν έχει επιβληθεί από την ΑΑΔΕ οποιοδήποτε πρόστιμο, ή κύρωση. Η ΑΑΔΕ πραγματοποιεί ελέγχους δέουσας επιμέλειας. Εκδίδεται εντολή ελέγχου, πάει στο υπόχρεο πρόσωπο, αφού προηγουμένως του έχει κοινοποιηθεί ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο φαίνονται αναλυτικά όλες οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τον νόμο και με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται, ώστε να του δώσει και κάποιο χρόνο να έχει στη διάθεσή του να προετοιμαστεί. Στη συνέχεια μεταβαίνει επιτοπίως στην επιχείρησή του να ελέγξει άμα όντως τηρούνται οι απορρέουσες από το νόμο υποχρεώσεις. Σε περίπτωση που σε αυτή τη φάση ο ελεγκτής εντοπίσει ότι π.χ. το υπόχρεο πρόσωπο δεν έχει γραπτή επικαιροποιημένη πολιτική για θέματα ξεπλύματος, δεν έχει πολιτική για το πώς θα γίνονται οι αναφορές, δεν κρατάει αρχείο με τους πελάτες του μαζί με τα απαιτούμενα από το νόμο έγγραφα ταυτοποίησης κ.λπ., σε αυτό το στάδιο θα εκδώσει μια απόφαση, μια έκθεση συμμόρφωσης , όπου θα φαίνεται ότι δεν έχει συμμορφωθεί με κάποια υποχρέωση που ορίζει ο νόμος. Ωστόσο, σε αυτό το στάδιο δεν επιβάλλεται καμία επίδοση αλλά δίδεται ένα εξάμηνο περιθώριο συμμόρφωσης», εξήγησε.
Από την πλευρά του ο αν. καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, Θεόδωρος Παπακυριάκου αναφέρθηκε στις ιδιαιτερότητες των αδικημάτων φοροδιαφυγής. «Είναι μεν βασικά αδικήματα σήμερα, αλλά έχουν πολύ σαφείς ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλες εγκληματικές δραστηριότητες παράνομου χρήματος», είπε.
«Υπάρχουν δύο κατηγορίες παραβατικών συμπεριφορών που διαχωρίζουν την παραβατική συμπεριφορά σε κάποιον που είναι συνεργός ή συνειδητά εμπλεκόμενος με δόλο, και σύμφωνα με αυτή την κατηγοριοποίησης υπάρχει και η επιβολή των ανάλογων κυρώσεων», ανέφερε -μεταξύ άλλων- ενώ σε ό,τι αφορά το σύστημα εποπτείας των συναλλαγών και αναφορών επισήμανε την ανάγκη να υπάρξει μία μελέτη του κόστους και της αποτελεσματικότητάς του.
Το Thessaloniki Tax Forum του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου αποτελεί θεσμική εκδήλωση φορολογικού ενδιαφέροντος στη Βόρεια Ελλάδα, επιδιώκοντας να δώσει βήμα εποικοδομητικού δημόσιου διαλόγου σε θέματα και πολιτικές φορολογίας και φορολογικής αποτελεσματικότητας.
ΣΧΟΛΙΑ