Η δήλωση Μητσοτάκη και τα επτά αναπάντητα ερωτήματα στην υπόθεση Ανδρουλάκη. Του Νίκου Ηλιάδη
09/08/2022 07:00
09/08/2022 07:00
Σε τίποτε δεν φώτισε τη σκοτεινή υπόθεση της παρακολούθησης του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη η χθεσινή δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Λογικό θα πείτε. Άλλωστε μοναδική επιδίωξη του πρωθυπουργού ήταν να βγει ο ίδιος από το κάδρο, περιορίζοντας τις όποιες απώλειες στους δύο ήδη παραιτηθέντες: στον τέως διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντα “για τις εσφαλμένες ενέργειές του κατά τη διαδικασία των νόμιμων επισυνδέσεων” και στον τέως γενικό γραμματέα του Μεγάρου Μαξίμου Γρηγόρη Δημητριάδη ως έχοντα την αντικειμενική πολιτική ευθύνη μιας και έπειτα από απόφαση αυτής της κυβέρνησης η ΕΥΠ υπήχθη απ' ευθείας στον πρωθυπουργό.
Αυτό επιχείρησε χθες ο κ. Μητσοτάκης. Έδειξε ως κύριο υπεύθυνο τον κ. Κοντολέοντα διότι, παρά το γεγονός ότι η παρακολούθηση ήταν νομότυπη, όπως είπε, ο τέως διοικητής της ΕΥΠ “υποτίμησε την πολιτική διάσταση της συγκεκριμένης ενέργειας”. Είπε, επίσης, ότι «αυτό που έγινε μπορεί να ήταν σύμφωνο με το γράμμα του νόμου, ήταν όμως λάθος. Δεν το γνώριζα και, προφανώς, δεν θα το επέτρεπα ποτέ!».
Ο πρωθυπουργός χρεώνει στον κ. Κοντολέοντα έλλειψη πολιτικού ενστίκτου. Μα είναι πολύ λογικό. Ο άνθρωπος, σύμβουλος υπηρεσιών ασφαλείας ήταν, ούτε πολιτικός διετέλεσε, ούτε διπλωμάτης. Όταν μάλιστα είχε ανακοινωθεί η επιλογή του για την ευαίσθητη αυτή θέση, η αντιπολίτευση είχε επισημάνει αυτές τις αδυναμίες, αλλά το Μέγαρο Μαξίμου όχι μόνο τις προσπέρασε, αλλά έφερε και ειδική τροπολογία στη Βουλή προκειμένου να ενισχύσει τη νομιμότητα της επιλογής του.
Αλλά και η έτερη αποστροφή του λόγου του κ. Μητσοτάκη περί νόμιμης παρακολούθησης και πως εάν το γνώριζε δεν θα το επέτρεπε, είναι πολλαπλώς προβληματική. Όπως αναφέρουν έγκριτοι νομικοί και συνταγματολόγοι, μεταξύ αυτών και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η παρακολούθηση του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη παραβιάζει συνταγματικές διατάξεις. Αλλά ακόμη και αυτό να μην συμβαίνει, πώς είναι δυνατόν να είναι ο πρωθυπουργός εκείνος που θα αποφασίζει εν τέλει, ποιον θα παρακολουθεί η ΕΥΠ και ποιον όχι; Τότε ποιος ο ρόλος του αρμόδιου εισαγγελέα και τι συμβαίνει τελικά με την περίφημη διάκριση των εξουσιών; Ποια θα είναι τα θεσμικά αντίβαρα, οι “πρόσθετες εγγυήσεις” όπως είπε χθες ο κ. Μητσοτάκης που θα διασφαλίζουν τη δημοκρατική λειτουργία του κράτους και θα προστατεύουν τον πολίτη από κάθε λογής κρατική αυθαιρεσία;
Πέραν των ανωτέρω γενικότερων ερωτημάτων υπάρχουν και ορισμένα πολύ συγκεκριμένα που αφορούν την υπόθεση Ανδρουλάκη, τα οποία παραμένουν αναπάντητα. Για παράδειγμα:
- Ποιος ζήτησε και για ποιον ακριβώς λόγο να τεθεί υπό παρακολούθηση το τηλέφωνο ενός έλληνα ευρωβουλευτή;
- Με ποιο σκεπτικό η αρμόδια εισαγγελέας έκρινε επαρκή τον λόγο κάνοντας αποδεκτό το σχετικό αίτημα;
- Πώς είναι δυνατόν να παρακολουθεί η ΕΥΠ επί τρίμηνο το τηλέφωνο ενός ευρωβουλευτή και για ένα διάστημα μάλιστα, και αρχηγού του τρίτου σε δύναμη κοινοβουλευτικού κόμματος, χωρίς να ενημερώνει τον πρωθυπουργό, παρότι σε αυτόν υπάγεται και σε αυτόν αναφέρεται; Θέλει το Μέγαρο Μαξίμου να πιστέψουμε ότι ο κ. Κοντολέων ανέλαβε, μόνος αυτός, μια τόσο μεγάλη ευθύνη;
- Και εάν υποθέσουμε ότι η ΕΥΠ δεν είχε ενημερώσει το Μέγαρο Μαξίμου κατά το διάστημα της παρακολούθησης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη, είναι δυνατόν να μην το ενημέρωσε στη συνέχεια για τα ευρήματα της τρίμηνης παρακολούθησης;
- Εάν δεν είχε προκύψει, στο μεταξύ η αποκάλυψη, μέσω της έρευνας που έκανε η Ευρωβουλή, της απόπειρας παγίδευσης του τηλεφώνου του έλληνα ευρωβουλευτή με το λογισμικό predator, θα είχε γίνει ποτέ γνωστή η παρακολούθηση της συσκευής του από την ΕΥΠ;
- Εν τέλει, για ποιο λόγο διεκόπη η παρακολούθηση και τι προέκυψε απ' αυτήν; Ποιος και με ποιον τρόπο αξιοποίησε τα όποια στοιχεία είχαν υποκλαπεί;
- Υπάρχουν άλλα πολιτικά πρόσωπα τα οποία παρακολουθούσε ή και παρακολουθεί η ΕΥΠ;
Όλα τα ανωτέρω, καθώς και άλλα ερωτήματα τα οποία θα προκύψουν στην πορεία, είναι βέβαιο πως θα απασχολήσουν την εξεταστική επιτροπή η οποία θα συσταθεί για τη διαλεύκανση αυτής της δυσώδους υπόθεσης. Μόνον που, αυτό θα πάρει μήνες και οι απαντήσεις στα εν λόγω ερωτήματα θα πρέπει να δοθούν άμεσα. Διαφορετικά η χώρα θα περιέλθει σε έναν νέο κύκλο πολιτικής εσωστρέφειας και τοξικότητας ο οποίος, σε μια περίοδο τόσο μεγάλων εγχώριων και διεθνών προκλήσεων, εμπεριέχει κινδύνους.
Σε τίποτε δεν φώτισε τη σκοτεινή υπόθεση της παρακολούθησης του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη η χθεσινή δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Λογικό θα πείτε. Άλλωστε μοναδική επιδίωξη του πρωθυπουργού ήταν να βγει ο ίδιος από το κάδρο, περιορίζοντας τις όποιες απώλειες στους δύο ήδη παραιτηθέντες: στον τέως διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντα “για τις εσφαλμένες ενέργειές του κατά τη διαδικασία των νόμιμων επισυνδέσεων” και στον τέως γενικό γραμματέα του Μεγάρου Μαξίμου Γρηγόρη Δημητριάδη ως έχοντα την αντικειμενική πολιτική ευθύνη μιας και έπειτα από απόφαση αυτής της κυβέρνησης η ΕΥΠ υπήχθη απ' ευθείας στον πρωθυπουργό.
Αυτό επιχείρησε χθες ο κ. Μητσοτάκης. Έδειξε ως κύριο υπεύθυνο τον κ. Κοντολέοντα διότι, παρά το γεγονός ότι η παρακολούθηση ήταν νομότυπη, όπως είπε, ο τέως διοικητής της ΕΥΠ “υποτίμησε την πολιτική διάσταση της συγκεκριμένης ενέργειας”. Είπε, επίσης, ότι «αυτό που έγινε μπορεί να ήταν σύμφωνο με το γράμμα του νόμου, ήταν όμως λάθος. Δεν το γνώριζα και, προφανώς, δεν θα το επέτρεπα ποτέ!».
Ο πρωθυπουργός χρεώνει στον κ. Κοντολέοντα έλλειψη πολιτικού ενστίκτου. Μα είναι πολύ λογικό. Ο άνθρωπος, σύμβουλος υπηρεσιών ασφαλείας ήταν, ούτε πολιτικός διετέλεσε, ούτε διπλωμάτης. Όταν μάλιστα είχε ανακοινωθεί η επιλογή του για την ευαίσθητη αυτή θέση, η αντιπολίτευση είχε επισημάνει αυτές τις αδυναμίες, αλλά το Μέγαρο Μαξίμου όχι μόνο τις προσπέρασε, αλλά έφερε και ειδική τροπολογία στη Βουλή προκειμένου να ενισχύσει τη νομιμότητα της επιλογής του.
Αλλά και η έτερη αποστροφή του λόγου του κ. Μητσοτάκη περί νόμιμης παρακολούθησης και πως εάν το γνώριζε δεν θα το επέτρεπε, είναι πολλαπλώς προβληματική. Όπως αναφέρουν έγκριτοι νομικοί και συνταγματολόγοι, μεταξύ αυτών και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η παρακολούθηση του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη παραβιάζει συνταγματικές διατάξεις. Αλλά ακόμη και αυτό να μην συμβαίνει, πώς είναι δυνατόν να είναι ο πρωθυπουργός εκείνος που θα αποφασίζει εν τέλει, ποιον θα παρακολουθεί η ΕΥΠ και ποιον όχι; Τότε ποιος ο ρόλος του αρμόδιου εισαγγελέα και τι συμβαίνει τελικά με την περίφημη διάκριση των εξουσιών; Ποια θα είναι τα θεσμικά αντίβαρα, οι “πρόσθετες εγγυήσεις” όπως είπε χθες ο κ. Μητσοτάκης που θα διασφαλίζουν τη δημοκρατική λειτουργία του κράτους και θα προστατεύουν τον πολίτη από κάθε λογής κρατική αυθαιρεσία;
Πέραν των ανωτέρω γενικότερων ερωτημάτων υπάρχουν και ορισμένα πολύ συγκεκριμένα που αφορούν την υπόθεση Ανδρουλάκη, τα οποία παραμένουν αναπάντητα. Για παράδειγμα:
- Ποιος ζήτησε και για ποιον ακριβώς λόγο να τεθεί υπό παρακολούθηση το τηλέφωνο ενός έλληνα ευρωβουλευτή;
- Με ποιο σκεπτικό η αρμόδια εισαγγελέας έκρινε επαρκή τον λόγο κάνοντας αποδεκτό το σχετικό αίτημα;
- Πώς είναι δυνατόν να παρακολουθεί η ΕΥΠ επί τρίμηνο το τηλέφωνο ενός ευρωβουλευτή και για ένα διάστημα μάλιστα, και αρχηγού του τρίτου σε δύναμη κοινοβουλευτικού κόμματος, χωρίς να ενημερώνει τον πρωθυπουργό, παρότι σε αυτόν υπάγεται και σε αυτόν αναφέρεται; Θέλει το Μέγαρο Μαξίμου να πιστέψουμε ότι ο κ. Κοντολέων ανέλαβε, μόνος αυτός, μια τόσο μεγάλη ευθύνη;
- Και εάν υποθέσουμε ότι η ΕΥΠ δεν είχε ενημερώσει το Μέγαρο Μαξίμου κατά το διάστημα της παρακολούθησης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη, είναι δυνατόν να μην το ενημέρωσε στη συνέχεια για τα ευρήματα της τρίμηνης παρακολούθησης;
- Εάν δεν είχε προκύψει, στο μεταξύ η αποκάλυψη, μέσω της έρευνας που έκανε η Ευρωβουλή, της απόπειρας παγίδευσης του τηλεφώνου του έλληνα ευρωβουλευτή με το λογισμικό predator, θα είχε γίνει ποτέ γνωστή η παρακολούθηση της συσκευής του από την ΕΥΠ;
- Εν τέλει, για ποιο λόγο διεκόπη η παρακολούθηση και τι προέκυψε απ' αυτήν; Ποιος και με ποιον τρόπο αξιοποίησε τα όποια στοιχεία είχαν υποκλαπεί;
- Υπάρχουν άλλα πολιτικά πρόσωπα τα οποία παρακολουθούσε ή και παρακολουθεί η ΕΥΠ;
Όλα τα ανωτέρω, καθώς και άλλα ερωτήματα τα οποία θα προκύψουν στην πορεία, είναι βέβαιο πως θα απασχολήσουν την εξεταστική επιτροπή η οποία θα συσταθεί για τη διαλεύκανση αυτής της δυσώδους υπόθεσης. Μόνον που, αυτό θα πάρει μήνες και οι απαντήσεις στα εν λόγω ερωτήματα θα πρέπει να δοθούν άμεσα. Διαφορετικά η χώρα θα περιέλθει σε έναν νέο κύκλο πολιτικής εσωστρέφειας και τοξικότητας ο οποίος, σε μια περίοδο τόσο μεγάλων εγχώριων και διεθνών προκλήσεων, εμπεριέχει κινδύνους.
ΣΧΟΛΙΑ