Η εμπειρία του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’70 επιστρέφει στη Μελβούρνη
31/08/2023 14:47
31/08/2023 14:47
Την προηγούμενη Κυριακή, το Sun Theatre του Yarraville, απέκτησε μία ρετρό χροιά, μέσω της προβολής της ελληνικής ταινίας «Μια κυρία στα μπουζούκια» – η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της εκδήλωσης προβολής ελληνικών ταινιών, Greek Antiques at the Sun.
Η ταινία, του 1968, αφηγείται την ιστορία ενός φτωχού αγοριού που ερωτεύεται ένα πλούσιο κορίτσι – ένα θέμα που συναντούσε συχνά κανείς σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60 και των αρχών της δεκαετίας του ’70.
«Ας πούμε απλά ότι επαναφέραμε στη «ζωή» το Sun Theatre» δήλωσε στον «Νέο Κόσμο», ο εκ των διοργανωτών της εκδήλωσης, Dean Kotsianis.
«Στην ταινία πρωταγωνιστούν η Ζωή Λάσκαρη και ο Κώστας Βουτσάς, ο οποίος αποτελεί την προσωποποίηση εκείνης της εποχής», σημείωσε ο Kotsianis, ενώ πρόσθεσε ότι την ταινία παρακολούθησαν πάνω από 100 ομογενείς, μερικοί από τους οποίους ήταν μάλιστα κάτω των 30 ετών.
Η προβολή ταινίας διοργανώθηκε, με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων, για τη δημιουργία μιας εντυπωσιακής τοιχογραφίας μήκους 250 τ.μ στο Footscray, με τίτλο Footscray’s Hidden Hellenism (FHH) – μέσω της οποίας ο Dean Kotsianis και η ομάδα Greek Youth Generator (GYG), επιδιώκουν να «ξεθάψουν» το μεταναστευτικό παρελθόν των Ελλήνων δυτικών προαστίων της Μελβούρνης.
Το Sun Theatre, ήταν ένα από τα κινηματογραφικά συγκροτήματα που λειτουργούσαν και διαχειρίζονταν ο Παναγιώτης Γιαννούδης (Peter Yiannoudis), και ο Στάθης Ραφτόπουλος (Stathis Raftopoulos) MBE, οι οποίοι ήταν συνιδρυτές της εταιρείας Cosmopolitan Motion Pictures Company.
Ο Παναγιώτης Γιαννούδης και ο Στάθης Ραφτόπουλος, μέσω της εταιρείας τους Cosmopolitan Motion Pictures, συνέβαλαν καθοριστικά στην έναρξη επαγγελματικής προβολής ταινιών από την Ελλάδα στην Αυστραλία, ενώ όπως είπε ο Kotsianis, κάποια στιγμή έφθασαν στο σημείο να έχουν στην ιδιοκτησία τους 12 κινηματογράφους στη Μελβούρνη.
Ο ίδιος επεσήμανε ότι το έργο τους «αποτελεί μία μεγάλη ιστορία στη Μελβούρνη, ένα ιδιόμορφο κομμάτι της ιστορίας μας και μια μοναδική καλλιτεχνική εποχή».
«Η περίοδος από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 έως τη δεκαετία του ’70 είναι γνωστή και ως η ‘Χρυσή Εποχή του ελληνικού κινηματογράφου», πρόσθεσε ο Kotsianis.
Ο Ραφτόπουλος έφτασε στην Αυστραλία σε ηλικία 13 ετών και είχε αρχίσει από το 1949 να διαμορφώνει το ελληνοαυστραλιανό πολιτιστικό τοπίο, προβάλλοντας τον ελληνικό κινηματογράφο.
Ο κ. Γιαννούδης υποστήριξε τις προσπάθειες του Kotsianis και της ομάδας του GYG, να μετατρέψουν το Sun Theatre σε κινηματογράφο των δεκαετιών ’50, ’60 και ’70.
Οι ελληνικές ταινίες που προβάλλονταν στα προάστια της εργατικής τάξης και των μεταναστών, εκείνη την περίοδο, λειτούργησαν ως σημείο αναφοράς για την κοινότητα, καθώς επίσης και ως πηγή πολιτιστικής κατανάλωσης, για τον ευρύτερο πληθυσμό της εργατικής τάξης των Ελλήνων μεταναστών.
Πολλοί που ήταν νέοι τη δεκαετία του ’70, ίσως θυμούνται τις προβολές ταινιών ελληνικού κινηματογράφου κάθε Σάββατο, παρέα με σοκολατάκια Maltersers, πατατάκια και Choc Tops κατά τη διάρκεια του διαλείμματος.
Στη συνέχεια η ζάχαρη τροφοδοτούσε μία έντονη κινητική ανησυχία στους θεατές, η οποία μετατρεπόταν σε χάος στους διαδρόμους, μέχρι που όλοι έπεφταν εξαντλημένοι για ύπνο, στα ξύλινα καθίσματα του σινεμά.
Μία περίοδο που υπήρχαν περιορισμένες επιλογές στην τηλεόραση, και λίγες ελληνικές εφημερίδες, ο κινηματογράφος αποτέλεσε έναν κομβικό σύνδεσμο των πρώτων μεταναστών με την Ελλάδα.
Η Χρυσή Εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, μέσω της Αλίκης Βουγιουκλάκη, αντικατοπτρίζει τη φιλοδοξία της μεταπολεμικής μεσαίας τάξης και την κωμική ένταση ανάμεσα στην παράδοση και τον νεοτερισμό.
«Ανακαλύπτω αυτές τις ταινίες για πρώτη φορά. Παρά το γεγονός ότι η ταινία είναι παλιά, ήταν αναζωογονητική για εμένα, καθώς όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τα πράγματα μέσα στο χρόνο, τόσο πιο ελκυστικά γίνονται», δήλωσε ο Kotsianis.
Ο ίδιος αναφέρει ότι η «δυτική επιρροή έρχεται μέσα από τις ταινίες με τη μορφή μεγάλων αμερικανικών αυτοκινήτων και μοντέρνων ενδυμασιών».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν η Χούντα των Συνταγματαρχών συνέτριψε την ελληνική ελευθερία, δεν υπήρχε «χώρος» για αναστοχασμό ή κριτική για την Ελλάδα.
Ο σκληρός, ρεαλιστικός, σεξουαλικά προκλητικός, ειρωνικός, σατιρικός και σουρεαλιστικός κινηματογράφος μπορούσε να «ευδοκιμήσει» μόνο εκτός Ελλάδας, όπως έγινε με την ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά.
Η Χρυσή Εποχή της Ελλάδας προσέφερε μια αλκυονική φαντασίωση της Ελλάδας μέσα από μελοδράματα, ρομαντικές κωμωδίες και χορογραφημένες σκηνές χορού από αμερικανικές εκδοχές Ελλήνων.
Ταυτόχρονα, αποτέλεσε σταθμό αφετηρίας μιας βιομηχανίας, αλλά και καριέρας πολλών επίδοξων καλλιτεχνών.
Μπορεί επίσης να χάραξε το δρόμο για γέννηση του ποιητικού έργου του Θεόδωρου Αγγελόπουλου τη δεκαετία του ’80, το οποίο λειτούργησε ως ένα αντίδοτο στη Χρυσή Εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, και στο νέο ελληνικό παράξενο κύμα, με «πρωτοστάτες» δυστοπικές ταινίες όπως το «Dogtooth» του Γιώργου Λάνθιμου τη δεκαετία του 2000.
«Ο ελληνικός κινηματογράφος εκείνη την εποχή ήταν ένας από τους λίγους τρόπους σύνδεσης με την Ελλάδα», δήλωσε ο Kotsianis, συμπληρώνοντας ότι «αφορά επίσης την τέχνη του στοχασμού».
Μεταξύ άλλων, το Theatre Sun, και οι ταινίες που προβάλλονται φέρουν σημαντική ιστορική και πολιτιστική σημασία, καθώς αντιπροσωπεύουν μια περίοδο μαζικής μετανάστευσης και εγκατάστασης των Ελλήνων, χάρη στους οποίους δημιουργήθηκε μία κοινότητα με κέντρο τις προβολές ταινιών κάθε Σάββατο.
Ο Kotsianis και η ομάδα του, μέσα από τα έργα τους, αποτίουν φόρο τιμής στην άυλη και διαγενεακή μνήμη.
«Ήταν μια άλλη εποχή τότε, όταν η κοινότητα συνωστίζονταν γύρω από πολιτιστικές εκδηλώσεις όπως οι προβολές ταινιών που πραγματοποιούνταν κάθε Σάββατο στο Sun Theatre».
Πηγή: Neoskosmos
Την προηγούμενη Κυριακή, το Sun Theatre του Yarraville, απέκτησε μία ρετρό χροιά, μέσω της προβολής της ελληνικής ταινίας «Μια κυρία στα μπουζούκια» – η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της εκδήλωσης προβολής ελληνικών ταινιών, Greek Antiques at the Sun.
Η ταινία, του 1968, αφηγείται την ιστορία ενός φτωχού αγοριού που ερωτεύεται ένα πλούσιο κορίτσι – ένα θέμα που συναντούσε συχνά κανείς σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60 και των αρχών της δεκαετίας του ’70.
«Ας πούμε απλά ότι επαναφέραμε στη «ζωή» το Sun Theatre» δήλωσε στον «Νέο Κόσμο», ο εκ των διοργανωτών της εκδήλωσης, Dean Kotsianis.
«Στην ταινία πρωταγωνιστούν η Ζωή Λάσκαρη και ο Κώστας Βουτσάς, ο οποίος αποτελεί την προσωποποίηση εκείνης της εποχής», σημείωσε ο Kotsianis, ενώ πρόσθεσε ότι την ταινία παρακολούθησαν πάνω από 100 ομογενείς, μερικοί από τους οποίους ήταν μάλιστα κάτω των 30 ετών.
Η προβολή ταινίας διοργανώθηκε, με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων, για τη δημιουργία μιας εντυπωσιακής τοιχογραφίας μήκους 250 τ.μ στο Footscray, με τίτλο Footscray’s Hidden Hellenism (FHH) – μέσω της οποίας ο Dean Kotsianis και η ομάδα Greek Youth Generator (GYG), επιδιώκουν να «ξεθάψουν» το μεταναστευτικό παρελθόν των Ελλήνων δυτικών προαστίων της Μελβούρνης.
Το Sun Theatre, ήταν ένα από τα κινηματογραφικά συγκροτήματα που λειτουργούσαν και διαχειρίζονταν ο Παναγιώτης Γιαννούδης (Peter Yiannoudis), και ο Στάθης Ραφτόπουλος (Stathis Raftopoulos) MBE, οι οποίοι ήταν συνιδρυτές της εταιρείας Cosmopolitan Motion Pictures Company.
Ο Παναγιώτης Γιαννούδης και ο Στάθης Ραφτόπουλος, μέσω της εταιρείας τους Cosmopolitan Motion Pictures, συνέβαλαν καθοριστικά στην έναρξη επαγγελματικής προβολής ταινιών από την Ελλάδα στην Αυστραλία, ενώ όπως είπε ο Kotsianis, κάποια στιγμή έφθασαν στο σημείο να έχουν στην ιδιοκτησία τους 12 κινηματογράφους στη Μελβούρνη.
Ο ίδιος επεσήμανε ότι το έργο τους «αποτελεί μία μεγάλη ιστορία στη Μελβούρνη, ένα ιδιόμορφο κομμάτι της ιστορίας μας και μια μοναδική καλλιτεχνική εποχή».
«Η περίοδος από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 έως τη δεκαετία του ’70 είναι γνωστή και ως η ‘Χρυσή Εποχή του ελληνικού κινηματογράφου», πρόσθεσε ο Kotsianis.
Ο Ραφτόπουλος έφτασε στην Αυστραλία σε ηλικία 13 ετών και είχε αρχίσει από το 1949 να διαμορφώνει το ελληνοαυστραλιανό πολιτιστικό τοπίο, προβάλλοντας τον ελληνικό κινηματογράφο.
Ο κ. Γιαννούδης υποστήριξε τις προσπάθειες του Kotsianis και της ομάδας του GYG, να μετατρέψουν το Sun Theatre σε κινηματογράφο των δεκαετιών ’50, ’60 και ’70.
Οι ελληνικές ταινίες που προβάλλονταν στα προάστια της εργατικής τάξης και των μεταναστών, εκείνη την περίοδο, λειτούργησαν ως σημείο αναφοράς για την κοινότητα, καθώς επίσης και ως πηγή πολιτιστικής κατανάλωσης, για τον ευρύτερο πληθυσμό της εργατικής τάξης των Ελλήνων μεταναστών.
Πολλοί που ήταν νέοι τη δεκαετία του ’70, ίσως θυμούνται τις προβολές ταινιών ελληνικού κινηματογράφου κάθε Σάββατο, παρέα με σοκολατάκια Maltersers, πατατάκια και Choc Tops κατά τη διάρκεια του διαλείμματος.
Στη συνέχεια η ζάχαρη τροφοδοτούσε μία έντονη κινητική ανησυχία στους θεατές, η οποία μετατρεπόταν σε χάος στους διαδρόμους, μέχρι που όλοι έπεφταν εξαντλημένοι για ύπνο, στα ξύλινα καθίσματα του σινεμά.
Μία περίοδο που υπήρχαν περιορισμένες επιλογές στην τηλεόραση, και λίγες ελληνικές εφημερίδες, ο κινηματογράφος αποτέλεσε έναν κομβικό σύνδεσμο των πρώτων μεταναστών με την Ελλάδα.
Η Χρυσή Εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, μέσω της Αλίκης Βουγιουκλάκη, αντικατοπτρίζει τη φιλοδοξία της μεταπολεμικής μεσαίας τάξης και την κωμική ένταση ανάμεσα στην παράδοση και τον νεοτερισμό.
«Ανακαλύπτω αυτές τις ταινίες για πρώτη φορά. Παρά το γεγονός ότι η ταινία είναι παλιά, ήταν αναζωογονητική για εμένα, καθώς όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τα πράγματα μέσα στο χρόνο, τόσο πιο ελκυστικά γίνονται», δήλωσε ο Kotsianis.
Ο ίδιος αναφέρει ότι η «δυτική επιρροή έρχεται μέσα από τις ταινίες με τη μορφή μεγάλων αμερικανικών αυτοκινήτων και μοντέρνων ενδυμασιών».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν η Χούντα των Συνταγματαρχών συνέτριψε την ελληνική ελευθερία, δεν υπήρχε «χώρος» για αναστοχασμό ή κριτική για την Ελλάδα.
Ο σκληρός, ρεαλιστικός, σεξουαλικά προκλητικός, ειρωνικός, σατιρικός και σουρεαλιστικός κινηματογράφος μπορούσε να «ευδοκιμήσει» μόνο εκτός Ελλάδας, όπως έγινε με την ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά.
Η Χρυσή Εποχή της Ελλάδας προσέφερε μια αλκυονική φαντασίωση της Ελλάδας μέσα από μελοδράματα, ρομαντικές κωμωδίες και χορογραφημένες σκηνές χορού από αμερικανικές εκδοχές Ελλήνων.
Ταυτόχρονα, αποτέλεσε σταθμό αφετηρίας μιας βιομηχανίας, αλλά και καριέρας πολλών επίδοξων καλλιτεχνών.
Μπορεί επίσης να χάραξε το δρόμο για γέννηση του ποιητικού έργου του Θεόδωρου Αγγελόπουλου τη δεκαετία του ’80, το οποίο λειτούργησε ως ένα αντίδοτο στη Χρυσή Εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, και στο νέο ελληνικό παράξενο κύμα, με «πρωτοστάτες» δυστοπικές ταινίες όπως το «Dogtooth» του Γιώργου Λάνθιμου τη δεκαετία του 2000.
«Ο ελληνικός κινηματογράφος εκείνη την εποχή ήταν ένας από τους λίγους τρόπους σύνδεσης με την Ελλάδα», δήλωσε ο Kotsianis, συμπληρώνοντας ότι «αφορά επίσης την τέχνη του στοχασμού».
Μεταξύ άλλων, το Theatre Sun, και οι ταινίες που προβάλλονται φέρουν σημαντική ιστορική και πολιτιστική σημασία, καθώς αντιπροσωπεύουν μια περίοδο μαζικής μετανάστευσης και εγκατάστασης των Ελλήνων, χάρη στους οποίους δημιουργήθηκε μία κοινότητα με κέντρο τις προβολές ταινιών κάθε Σάββατο.
Ο Kotsianis και η ομάδα του, μέσα από τα έργα τους, αποτίουν φόρο τιμής στην άυλη και διαγενεακή μνήμη.
«Ήταν μια άλλη εποχή τότε, όταν η κοινότητα συνωστίζονταν γύρω από πολιτιστικές εκδηλώσεις όπως οι προβολές ταινιών που πραγματοποιούνταν κάθε Σάββατο στο Sun Theatre».
Πηγή: Neoskosmos
ΣΧΟΛΙΑ