Η εξομολόγηση του Έλβαρ Φρίντρικσον: «Αυτό που ζω στον ΠΑΟΚ δεν μοιάζει με τις προηγούμενες εμπειρίες μου στο εξωτερικό»
27/11/2023 17:00
27/11/2023 17:00
Η Ισλανδία είναι μία μικρή αλλά πανέμορφη χώρα που σίγουρα δεν φημίζεται για την μπασκετική της παράδοσή. Κι όμως, ηγετικό ρόλο στον ανανεωμένο και εύλογα φιλόδοξο ΠΑΟΚ έχει ένας Ισλανδός που, στα παιδικά του χρόνια, αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα στο μπάσκετ και το ποδόσφαιρο. Ο κοσμοπολίτης Έλβαρ Φρίντρικσον, ο οποίος ήδη έχει αγωνιστεί στις ΗΠΑ και σε έξι ευρωπαϊκές χώρες, κέρδισε αμέσως την εκτίμηση των φίλων του ΠΑΟΚ, που δεν δίστασαν μάλιστα να τον συγκρίνουν με τον σπουδαίο Τζον Κόρφα.
Ο 29χρονος «Βίκινγκ» του Δικεφάλου δεν τρομάζει από τη σύγκριση με τον θρυλικό «Τεν Τεν» και μίλησε στη «Μακεδονία της Κυριακής» για τις εμπειρίες που συνέλεξε ταξιδεύοντας και για τους λόγους που τον κάνουν να αισθάνεται πως στον ΠΑΟΚ και τη Θεσσαλονίκη βρήκε, επιτέλους, το λιμάνι του.
Κατάγεσαι από μία πολύ μικρή χώρα που δεν ανήκει στις παραδοσιακές δυνάμεις του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Τι ήταν αυτό που σε τράβηξε στα παρκέ;
«Όταν ήμουν μικρός έπαιζα ταυτόχρονα ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Μου άρεσαν και τα δύο. Κάποια στιγμή αποφάσισα να επικεντρωθώ στο μπάσκετ και σίγουρα η απόφασή μου είχε σχέση με το ότι ο πατέρας μου ήταν μπασκετμπολίστας. Είχα λοιπόν τις παραστάσεις από την οικογένειά μου».
Μεγαλώνοντας είχες κάποιο πρότυπο σε ό,τι αφορά στο μπάσκετ;
«Εκτός από τον πατέρα μου, που ήταν, γενικά, το πρότυπό μου στη ζωή, παρακολουθούσα και κάποιους παίκτες που ξεχώριζαν στην ισλανδική λίγκα, Ισλανδούς και ξένους. Όχι όμως κάποιο μεγάλο όνομα που θα ήξερε ο κόσμος αν το ανέφερα. Σε ό,τι αφορά το στιλ παιχνιδιού, μπορώ να πω ότι ο αγαπημένος μου παίκτης ήταν ο Στιβ Νας, μολονότι δεν είχα τη δυνατότητα να παρακολουθώ συστηματικά ΝΒΑ. Θα σου έλεγα πάντως ότι ανεξάρτητα από το ποιους θαύμαζα, προσπαθούσα πάντα να έχω το δικό μου στιλ».
Ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη όταν άκουσες ότι ο ΠΑΟΚ ενδιαφέρεται για σένα;
«Ο ατζέντης μου είναι Έλληνας, οπότε άκουγα πάντα πράγματα που είχαν να κάνουν με την Ελλάδα, χωρίς βέβαια να παρακολουθώ το ελληνικό πρωτάθλημα. Όταν έμαθα για την πρόταση του ΠΑΟΚ δεν ξαφνιάστηκα, ακριβώς για τον λόγο που προανέφερα. Έχοντας Έλληνα μάνατζερ ήξερα ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να δεχτώ πρόταση από κάποιο ελληνικό κλαμπ. Είχα αγωνιστεί μάλιστα κόντρα στον ΠΑΟΚ, όπως και απέναντι σε άλλες δύο ελληνικές ομάδες, το Περιστέρι και τον Ιωνικό. Είχα λοιπόν μία εικόνα σχετικά με το μπάσκετ στην Ελλάδα».
Πριν έρθεις στην Ελλάδα έπαιξες μπάσκετ στις ΗΠΑ, στη Γαλλία, στη Λιθουανία, στην Ιταλία, στη Σουηδία και το Βέλγιο. Πώς έζησες όλο αυτό το ταξίδι; Ήταν δύσκολη υπόθεση η διαρκής αλλαγή περιβάλλοντος;
«Όπως το είπες. Τι ταξίδι κι αυτό! Δεν είναι εύκολο να αλλάζεις τόσο συχνά περιβάλλον και να πρέπει να προσαρμόζεσαι στην κουλτούρα, τις συνήθειες, τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας. Η δουλειά γίνεται ακόμη δυσκολότερη όταν κάνεις οικογένεια. Αυτή πάντως είναι και το στήριγμά μου. Η γυναίκα μου με βοήθησε πολύ να αντεπεξέλθω σε όλες αυτές τις αλλαγές. Το να ταξιδεύεις και να γνωρίζεις νέες χώρες και νέους ανθρώπους είναι βέβαια πολύ γοητευτικό. Σου χαρίζει φοβερές εμπειρίες, σε κάνει πληρέστερο άνθρωπο. Δεν μετανιώνω λοιπόν για την έως τώρα πορεία μου. Το ταξίδι ήταν πολύ ενδιαφέρον».
Η εμπειρία στις ΗΠΑ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μπασκετικού σου προφίλ;
«Στην αρχή ήταν δύσκολα. Ήμουν πολύ νέος και δεν μιλούσα καλά αγγλικά. Ήταν όμως σημαντική εμπειρία. Στην Αμερική όλα είναι διαφορετικά. Το ίδιο το μπάσκετ είναι διαφορετικό. Έμαθα πολλά πράγματα στη χώρα που γέννησε το μπάσκετ αλλά δεν μπορώ να πω ότι εκεί διαμορφώθηκε το μπασκετικό μου στιλ. Ακολούθησε άλλωστε μία πολύχρονη καριέρα στην Ευρώπη».
Οι φίλοι του ΠΑΟΚ σε συγκρίνουν με τον Τζον Κόρφα, έναν από τους θρύλους της κορυφαίας ομάδας στην ιστορία του κλαμπ. Τι συναισθήματα σού προκαλεί αυτή η σύγκριση;
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν γνώριζα τον Τζον Κόρφα πριν έρθω στη Θεσσαλονίκη αλλά πριν από λίγο καιρό μού μίλησαν για εκείνον και είδα κάποια βίντεο από παλιούς αγώνες του ΠΑΟΚ. Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν ένας σπουδαίος πόιντ γκαρντ με πολύ ιδιαίτερο στιλ. Αυτό το σουτ με το ένα χέρι, για παράδειγμα, ήταν κάτι που τον έκανε να ξεχωρίζει. Η σύγκριση με έναν τόσο σημαντικό παίκτη, έναν από τους θρύλους του ΠΑΟΚ, είναι ιδιαίτερα τιμητική για μένα. Είμαι λοιπόν χαρούμενος που οι φίλοι της ομάδας με συγκρίνουν με εκείνον. Ταυτόχρονα, η σύγκριση αυτή αποτελεί και μία μεγάλη ευθύνη, αφού μιλάμε για έναν παίκτη που έγραψε ιστορία. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος έχει υψηλές απαιτήσεις από μένα».
Ο Τζον Κόρφας ήταν εξαιρετικός οργανωτής και πασέρ αλλά όταν χρειαζόταν μπορούσε να αναλάβει και τον ρόλο του σκόρερ. Εσύ ποιον από τους δύο ρόλους προτιμάς;
«Παρά τις όποιες ομοιότητες, κάθε παίκτης έχει το δικό του στιλ και τη δική του προσωπικότητα. Εγώ δεν έχω κάποια προτίμηση. Είμαι ένας γκαρντ που μπορεί να παίξει και τους δύο ρόλους. Είμαι πάντα έτοιμος να κάνω αυτό που ζητά ο προπονητής, δηλαδή αυτό που χρειάζεται η ομάδα. Μπορώ στη διάρκεια του ίδιου αγώνα να λειτουργήσω και ως πόιντ και ως σούτινγκ γκαρντ. Η ευελιξία είναι σημαντική γιατί σού επιτρέπει να είσαι χρήσιμος σε όλες τις πτυχές, σε όλο το φάσμα του παιχνιδιού».
Οι διαφορές είναι σημαντικές και εντός της Ευρώπης. Πόσο έντονα τις βίωσες παίζοντας σε έξι διαφορετικές χώρες;
«Πράγματι, το ευρωπαϊκό μπάσκετ έχει πολλές εκδοχές. Στη Λιθουανία και στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το παιχνίδι είναι πιο οργανωμένο. Ο ρυθμός είναι πιο αργός και οι άμυνες πιο σκληρές. Η τακτική και η πειθαρχία παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Σε άλλες χώρες το μπάσκετ είναι πιο γρήγορο, πιο ελεύθερο. Μου αρέσει η δουλειά που γίνεται στον ΠΑΟΚ και μέσα από αυτήν βελτιώνομαι κι εγώ, σε ατομικό επίπεδο».
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνιστική αρετή του ΠΑΟΚ και μέχρι πού μπορεί να φτάσει φέτος;
«Πάνω απ' όλα είμαστε οικογένεια, μία πολύ όμορφη παρέα που προσπαθεί να εκπληρώσει έναν κοινό στόχο. Ο κόουτς έχει φτιάξει ένα πολύ δεμένο γκρουπ κι αυτό είναι το μεγαλύτερό μας πλεονέκτημα. Στην αρχή δεν ήταν εύκολο για μένα. Δούλεψα όμως πολύ με τον κόουτς, κατάλαβα τι θέλει από μένα και από ένα σημείο και μετά τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.
Η ομάδα έχει φέτος αρκετούς νέους παίκτες και χρειάζεται χρόνο για να δείξει το μέγιστο των δυνατοτήτων της. Έχουμε ταλέντο και όρεξη για δουλειά και πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε. Ο αρχικός στόχος είναι να είμαστε στην πρώτη εξάδα αλλά θα κυνηγήσουμε το καλύτερο δυνατό μέχρι το τελευταίο ματς της σεζόν».
Μετά από τόσες αλλαγές, είσαι έτοιμος να ρίξεις άγκυρα και αν ναι, η Θεσσαλονίκη μπορεί να γίνει το λιμάνι σου;
«Έχω ταξιδέψει πολύ και έζησα ωραίες εμπειρίες αλλά έχω πια οικογένεια και μάλλον ήρθε η ώρα να βρω ένα σταθερό λιμάνι. Όπως είπα και πριν ο ΠΑΟΚ είναι μία πολύ ωραία παρέα και εύκολα θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να βρίσκεται εδώ και τα επόμενα χρόνια. Αυτό που ζω στον ΠΑΟΚ δεν μοιάζει με τις προηγούμενες εμπειρίες μου στο εξωτερικό. Πουθενά δεν ήταν όπως εδώ. Μου αρέσει πάντως και ο τρόπος ζωής, πέρα από το μπάσκετ. Εγώ και η οικογένειά μου απολαμβάνουμε τη ζωή στην Ελλάδα».
Τι είναι αυτό που σου αρέσει και τι σε ενοχλεί στον ελληνικό τρόπο ζωής;
«Αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι η ατμόσφαιρα στην πόλη, η εξωστρέφεια. Η ζεστασιά με την οποία σε αντιμετωπίζει ο κόσμος. Σε κάνει να νιώθεις όμορφα, δεν αισθάνεσαι ξένος. Δεν το συναντάς συχνά αυτό όταν φεύγεις μακριά από τη χώρα σου. Οι Έλληνες είναι «ζεστοί» άνθρωποι. Δεν με ενοχλούν πολλά πράγματα.
Εντάξει, είναι λίγο τρελό αυτό που συμβαίνει στους δρόμους. Κάποιες φορές σκέφτεσαι ότι οι λωρίδες δεν παίζουν ρόλο. Ο καθένας οδηγεί όπου θέλει. Γενικά, οι κανόνες δεν έχουν πολύ μεγάλη σημασία. Επίσης, ως πεζός που κυκλοφορεί με την οικογένειά του, διαπιστώνω ότι πολύ λίγα αυτοκίνητα θα σταματήσουν για να περάσεις τον δρόμο, ακόμη κι αν είναι τα παιδιά μαζί σου. Όλα αυτά δεν αλλάζουν, πάντως, τη συνολική άποψη που έχω για την Ελλάδα. Το είπα και πριν, μας αρέσει η ζωή εδώ. Αν μείνω και τα επόμενα χρόνια, θα προσπαθήσω να μάθω και λίγα ελληνικά».
Η Ελλάδα πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές λόγω της οικονομικής κρίσης που εκδηλώθηκε το 2010. Λίγα χρόνια πριν, σε παρόμοια κατάσταση είχε βρεθεί η Ισλανδία. Θυμάσαι κάτι από εκείνη την περίοδο;
«Ήμουν πολύ μικρός τότε, μόλις 13 ετών, επομένως, δεν έχω τόσο έντονες μνήμες. Δεν ήταν όμως μόνον η ηλικία που με προστάτεψε. Ήταν κυρίως η οικογένεια. Μπορώ να πω ότι ήμουν προνομιούχος, γιατί η οικογένειά μου φρόντισε να μην καταλάβω τίποτα. Ήμασταν πάντα σε ένα ασφαλές και απολύτως προστατευμένο περιβάλλον και αυτό πιστώνεται ασφαλώς στους γονείς, που είχαν τη δυνατότητα να μου προσφέρουν ό,τι χρειαζόμουν».
Τον τελευταίο 1,5 μήνα βρίσκεται σε εξέλιξη η αιματηρή σύγκρουση στη Γάζα. Τι αισθάνεσαι παρακολουθώντας όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή;
«Είναι φοβερό να παρακολουθείς τις συνέπειες αυτής της σύγκρουσης, να βλέπεις την καταστροφή, τα ρεπορτάζ για τους θανάτους χιλιάδων ανθρώπων, ακόμη και μικρών παιδιών. Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ η σωστή λύση για την επίλυση της όποιας διαφοράς και αυτό είναι κάτι που έχουμε διδαχθεί από τις συγκρούσεις του παρελθόντος. Ως πατέρας έχω κι έναν επιπρόσθετο λόγο να φοβάμαι και να ανησυχώ για όσα γίνονται στον κόσμο.
Όλα αυτά που συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή είναι κι ένα μάθημα για εμάς τους Ευρωπαίους. Είμαστε τυχεροί και προνομιούχοι αλλά δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει. Ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συχνά παραπονούμαστε για ασήμαντα πράγματα. Ας κοιτάξουμε λίγο γύρω μας και ας δούμε τι συμβαίνει σε άλλα μέρη του κόσμου. Ας δούμε τη φτώχεια, τον πόνο, τους πολέμους. Τότε θα καταλάβουμε πόση δυστυχία υπάρχει εκεί έξω και ότι πολλά από τα δικά μας προβλήματα στην ουσία δεν είναι προβλήματα».
Η πολιτική είναι μέσα στα ενδιαφέροντά σου;
«Όχι ιδιαίτερα. Έφυγα μικρός από την Ισλανδία και αφοσιώθηκα στο μπάσκετ. Όλα αυτά τα χρόνια δεν ασχολήθηκα σοβαρά με την πολιτική, δεν πήγαινα καν να ψηφίσω στις εκλογές της πατρίδας μου. Ποιος ξέρει; Ίσως το κάνω όταν επιστρέψω στην Ισλανδία, μετά το τέλος της καριέρας μου».
Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε δέκα χρόνια από τώρα, όταν θα έχεις αποσυρθεί; Θα συνεχίσεις να ασχολείσαι με το μπάσκετ;
«Δεν μπορώ να ξέρω πώς ακριβώς θα είναι τα πράγματα σε δέκα χρόνια από σήμερα αλλά θα ήθελα να ασχοληθώ και με κάτι άλλο, αξιοποιώντας όσα βίωσα χάρη στο μπάσκετ. Θα ήθελα, για παράδειγμα, να κάνω ένα μάστερ στον τομέα της διαχείρισης ανθρώπινων πόρων. Ταξιδεύοντας και ζώντας σε πολλές χώρες και διαφορετικά περιβάλλοντα γνώρισα ανθρώπους με διαφορετικό υπόβαθρο, έμαθα να επικοινωνώ, να προσαρμόζομαι, να κάνω φίλους. Όλη αυτή η συσσωρευμένη εμπειρία θα μου ήταν πολύ χρήσιμη στον τομέα που προανέφερα. Για την ώρα, πάντως, είμαι απολύτως αφοσιωμένος στο μπάσκετ».
10/07/2023 12:45
Η Ισλανδία είναι μία μικρή αλλά πανέμορφη χώρα που σίγουρα δεν φημίζεται για την μπασκετική της παράδοσή. Κι όμως, ηγετικό ρόλο στον ανανεωμένο και εύλογα φιλόδοξο ΠΑΟΚ έχει ένας Ισλανδός που, στα παιδικά του χρόνια, αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα στο μπάσκετ και το ποδόσφαιρο. Ο κοσμοπολίτης Έλβαρ Φρίντρικσον, ο οποίος ήδη έχει αγωνιστεί στις ΗΠΑ και σε έξι ευρωπαϊκές χώρες, κέρδισε αμέσως την εκτίμηση των φίλων του ΠΑΟΚ, που δεν δίστασαν μάλιστα να τον συγκρίνουν με τον σπουδαίο Τζον Κόρφα.
Ο 29χρονος «Βίκινγκ» του Δικεφάλου δεν τρομάζει από τη σύγκριση με τον θρυλικό «Τεν Τεν» και μίλησε στη «Μακεδονία της Κυριακής» για τις εμπειρίες που συνέλεξε ταξιδεύοντας και για τους λόγους που τον κάνουν να αισθάνεται πως στον ΠΑΟΚ και τη Θεσσαλονίκη βρήκε, επιτέλους, το λιμάνι του.
Κατάγεσαι από μία πολύ μικρή χώρα που δεν ανήκει στις παραδοσιακές δυνάμεις του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Τι ήταν αυτό που σε τράβηξε στα παρκέ;
«Όταν ήμουν μικρός έπαιζα ταυτόχρονα ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Μου άρεσαν και τα δύο. Κάποια στιγμή αποφάσισα να επικεντρωθώ στο μπάσκετ και σίγουρα η απόφασή μου είχε σχέση με το ότι ο πατέρας μου ήταν μπασκετμπολίστας. Είχα λοιπόν τις παραστάσεις από την οικογένειά μου».
Μεγαλώνοντας είχες κάποιο πρότυπο σε ό,τι αφορά στο μπάσκετ;
«Εκτός από τον πατέρα μου, που ήταν, γενικά, το πρότυπό μου στη ζωή, παρακολουθούσα και κάποιους παίκτες που ξεχώριζαν στην ισλανδική λίγκα, Ισλανδούς και ξένους. Όχι όμως κάποιο μεγάλο όνομα που θα ήξερε ο κόσμος αν το ανέφερα. Σε ό,τι αφορά το στιλ παιχνιδιού, μπορώ να πω ότι ο αγαπημένος μου παίκτης ήταν ο Στιβ Νας, μολονότι δεν είχα τη δυνατότητα να παρακολουθώ συστηματικά ΝΒΑ. Θα σου έλεγα πάντως ότι ανεξάρτητα από το ποιους θαύμαζα, προσπαθούσα πάντα να έχω το δικό μου στιλ».
Ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη όταν άκουσες ότι ο ΠΑΟΚ ενδιαφέρεται για σένα;
«Ο ατζέντης μου είναι Έλληνας, οπότε άκουγα πάντα πράγματα που είχαν να κάνουν με την Ελλάδα, χωρίς βέβαια να παρακολουθώ το ελληνικό πρωτάθλημα. Όταν έμαθα για την πρόταση του ΠΑΟΚ δεν ξαφνιάστηκα, ακριβώς για τον λόγο που προανέφερα. Έχοντας Έλληνα μάνατζερ ήξερα ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να δεχτώ πρόταση από κάποιο ελληνικό κλαμπ. Είχα αγωνιστεί μάλιστα κόντρα στον ΠΑΟΚ, όπως και απέναντι σε άλλες δύο ελληνικές ομάδες, το Περιστέρι και τον Ιωνικό. Είχα λοιπόν μία εικόνα σχετικά με το μπάσκετ στην Ελλάδα».
Πριν έρθεις στην Ελλάδα έπαιξες μπάσκετ στις ΗΠΑ, στη Γαλλία, στη Λιθουανία, στην Ιταλία, στη Σουηδία και το Βέλγιο. Πώς έζησες όλο αυτό το ταξίδι; Ήταν δύσκολη υπόθεση η διαρκής αλλαγή περιβάλλοντος;
«Όπως το είπες. Τι ταξίδι κι αυτό! Δεν είναι εύκολο να αλλάζεις τόσο συχνά περιβάλλον και να πρέπει να προσαρμόζεσαι στην κουλτούρα, τις συνήθειες, τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας. Η δουλειά γίνεται ακόμη δυσκολότερη όταν κάνεις οικογένεια. Αυτή πάντως είναι και το στήριγμά μου. Η γυναίκα μου με βοήθησε πολύ να αντεπεξέλθω σε όλες αυτές τις αλλαγές. Το να ταξιδεύεις και να γνωρίζεις νέες χώρες και νέους ανθρώπους είναι βέβαια πολύ γοητευτικό. Σου χαρίζει φοβερές εμπειρίες, σε κάνει πληρέστερο άνθρωπο. Δεν μετανιώνω λοιπόν για την έως τώρα πορεία μου. Το ταξίδι ήταν πολύ ενδιαφέρον».
Η εμπειρία στις ΗΠΑ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μπασκετικού σου προφίλ;
«Στην αρχή ήταν δύσκολα. Ήμουν πολύ νέος και δεν μιλούσα καλά αγγλικά. Ήταν όμως σημαντική εμπειρία. Στην Αμερική όλα είναι διαφορετικά. Το ίδιο το μπάσκετ είναι διαφορετικό. Έμαθα πολλά πράγματα στη χώρα που γέννησε το μπάσκετ αλλά δεν μπορώ να πω ότι εκεί διαμορφώθηκε το μπασκετικό μου στιλ. Ακολούθησε άλλωστε μία πολύχρονη καριέρα στην Ευρώπη».
Οι φίλοι του ΠΑΟΚ σε συγκρίνουν με τον Τζον Κόρφα, έναν από τους θρύλους της κορυφαίας ομάδας στην ιστορία του κλαμπ. Τι συναισθήματα σού προκαλεί αυτή η σύγκριση;
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν γνώριζα τον Τζον Κόρφα πριν έρθω στη Θεσσαλονίκη αλλά πριν από λίγο καιρό μού μίλησαν για εκείνον και είδα κάποια βίντεο από παλιούς αγώνες του ΠΑΟΚ. Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν ένας σπουδαίος πόιντ γκαρντ με πολύ ιδιαίτερο στιλ. Αυτό το σουτ με το ένα χέρι, για παράδειγμα, ήταν κάτι που τον έκανε να ξεχωρίζει. Η σύγκριση με έναν τόσο σημαντικό παίκτη, έναν από τους θρύλους του ΠΑΟΚ, είναι ιδιαίτερα τιμητική για μένα. Είμαι λοιπόν χαρούμενος που οι φίλοι της ομάδας με συγκρίνουν με εκείνον. Ταυτόχρονα, η σύγκριση αυτή αποτελεί και μία μεγάλη ευθύνη, αφού μιλάμε για έναν παίκτη που έγραψε ιστορία. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος έχει υψηλές απαιτήσεις από μένα».
Ο Τζον Κόρφας ήταν εξαιρετικός οργανωτής και πασέρ αλλά όταν χρειαζόταν μπορούσε να αναλάβει και τον ρόλο του σκόρερ. Εσύ ποιον από τους δύο ρόλους προτιμάς;
«Παρά τις όποιες ομοιότητες, κάθε παίκτης έχει το δικό του στιλ και τη δική του προσωπικότητα. Εγώ δεν έχω κάποια προτίμηση. Είμαι ένας γκαρντ που μπορεί να παίξει και τους δύο ρόλους. Είμαι πάντα έτοιμος να κάνω αυτό που ζητά ο προπονητής, δηλαδή αυτό που χρειάζεται η ομάδα. Μπορώ στη διάρκεια του ίδιου αγώνα να λειτουργήσω και ως πόιντ και ως σούτινγκ γκαρντ. Η ευελιξία είναι σημαντική γιατί σού επιτρέπει να είσαι χρήσιμος σε όλες τις πτυχές, σε όλο το φάσμα του παιχνιδιού».
Οι διαφορές είναι σημαντικές και εντός της Ευρώπης. Πόσο έντονα τις βίωσες παίζοντας σε έξι διαφορετικές χώρες;
«Πράγματι, το ευρωπαϊκό μπάσκετ έχει πολλές εκδοχές. Στη Λιθουανία και στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το παιχνίδι είναι πιο οργανωμένο. Ο ρυθμός είναι πιο αργός και οι άμυνες πιο σκληρές. Η τακτική και η πειθαρχία παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Σε άλλες χώρες το μπάσκετ είναι πιο γρήγορο, πιο ελεύθερο. Μου αρέσει η δουλειά που γίνεται στον ΠΑΟΚ και μέσα από αυτήν βελτιώνομαι κι εγώ, σε ατομικό επίπεδο».
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνιστική αρετή του ΠΑΟΚ και μέχρι πού μπορεί να φτάσει φέτος;
«Πάνω απ' όλα είμαστε οικογένεια, μία πολύ όμορφη παρέα που προσπαθεί να εκπληρώσει έναν κοινό στόχο. Ο κόουτς έχει φτιάξει ένα πολύ δεμένο γκρουπ κι αυτό είναι το μεγαλύτερό μας πλεονέκτημα. Στην αρχή δεν ήταν εύκολο για μένα. Δούλεψα όμως πολύ με τον κόουτς, κατάλαβα τι θέλει από μένα και από ένα σημείο και μετά τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.
Η ομάδα έχει φέτος αρκετούς νέους παίκτες και χρειάζεται χρόνο για να δείξει το μέγιστο των δυνατοτήτων της. Έχουμε ταλέντο και όρεξη για δουλειά και πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε. Ο αρχικός στόχος είναι να είμαστε στην πρώτη εξάδα αλλά θα κυνηγήσουμε το καλύτερο δυνατό μέχρι το τελευταίο ματς της σεζόν».
Μετά από τόσες αλλαγές, είσαι έτοιμος να ρίξεις άγκυρα και αν ναι, η Θεσσαλονίκη μπορεί να γίνει το λιμάνι σου;
«Έχω ταξιδέψει πολύ και έζησα ωραίες εμπειρίες αλλά έχω πια οικογένεια και μάλλον ήρθε η ώρα να βρω ένα σταθερό λιμάνι. Όπως είπα και πριν ο ΠΑΟΚ είναι μία πολύ ωραία παρέα και εύκολα θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να βρίσκεται εδώ και τα επόμενα χρόνια. Αυτό που ζω στον ΠΑΟΚ δεν μοιάζει με τις προηγούμενες εμπειρίες μου στο εξωτερικό. Πουθενά δεν ήταν όπως εδώ. Μου αρέσει πάντως και ο τρόπος ζωής, πέρα από το μπάσκετ. Εγώ και η οικογένειά μου απολαμβάνουμε τη ζωή στην Ελλάδα».
Τι είναι αυτό που σου αρέσει και τι σε ενοχλεί στον ελληνικό τρόπο ζωής;
«Αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι η ατμόσφαιρα στην πόλη, η εξωστρέφεια. Η ζεστασιά με την οποία σε αντιμετωπίζει ο κόσμος. Σε κάνει να νιώθεις όμορφα, δεν αισθάνεσαι ξένος. Δεν το συναντάς συχνά αυτό όταν φεύγεις μακριά από τη χώρα σου. Οι Έλληνες είναι «ζεστοί» άνθρωποι. Δεν με ενοχλούν πολλά πράγματα.
Εντάξει, είναι λίγο τρελό αυτό που συμβαίνει στους δρόμους. Κάποιες φορές σκέφτεσαι ότι οι λωρίδες δεν παίζουν ρόλο. Ο καθένας οδηγεί όπου θέλει. Γενικά, οι κανόνες δεν έχουν πολύ μεγάλη σημασία. Επίσης, ως πεζός που κυκλοφορεί με την οικογένειά του, διαπιστώνω ότι πολύ λίγα αυτοκίνητα θα σταματήσουν για να περάσεις τον δρόμο, ακόμη κι αν είναι τα παιδιά μαζί σου. Όλα αυτά δεν αλλάζουν, πάντως, τη συνολική άποψη που έχω για την Ελλάδα. Το είπα και πριν, μας αρέσει η ζωή εδώ. Αν μείνω και τα επόμενα χρόνια, θα προσπαθήσω να μάθω και λίγα ελληνικά».
Η Ελλάδα πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές λόγω της οικονομικής κρίσης που εκδηλώθηκε το 2010. Λίγα χρόνια πριν, σε παρόμοια κατάσταση είχε βρεθεί η Ισλανδία. Θυμάσαι κάτι από εκείνη την περίοδο;
«Ήμουν πολύ μικρός τότε, μόλις 13 ετών, επομένως, δεν έχω τόσο έντονες μνήμες. Δεν ήταν όμως μόνον η ηλικία που με προστάτεψε. Ήταν κυρίως η οικογένεια. Μπορώ να πω ότι ήμουν προνομιούχος, γιατί η οικογένειά μου φρόντισε να μην καταλάβω τίποτα. Ήμασταν πάντα σε ένα ασφαλές και απολύτως προστατευμένο περιβάλλον και αυτό πιστώνεται ασφαλώς στους γονείς, που είχαν τη δυνατότητα να μου προσφέρουν ό,τι χρειαζόμουν».
Τον τελευταίο 1,5 μήνα βρίσκεται σε εξέλιξη η αιματηρή σύγκρουση στη Γάζα. Τι αισθάνεσαι παρακολουθώντας όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή;
«Είναι φοβερό να παρακολουθείς τις συνέπειες αυτής της σύγκρουσης, να βλέπεις την καταστροφή, τα ρεπορτάζ για τους θανάτους χιλιάδων ανθρώπων, ακόμη και μικρών παιδιών. Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ η σωστή λύση για την επίλυση της όποιας διαφοράς και αυτό είναι κάτι που έχουμε διδαχθεί από τις συγκρούσεις του παρελθόντος. Ως πατέρας έχω κι έναν επιπρόσθετο λόγο να φοβάμαι και να ανησυχώ για όσα γίνονται στον κόσμο.
Όλα αυτά που συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή είναι κι ένα μάθημα για εμάς τους Ευρωπαίους. Είμαστε τυχεροί και προνομιούχοι αλλά δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει. Ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συχνά παραπονούμαστε για ασήμαντα πράγματα. Ας κοιτάξουμε λίγο γύρω μας και ας δούμε τι συμβαίνει σε άλλα μέρη του κόσμου. Ας δούμε τη φτώχεια, τον πόνο, τους πολέμους. Τότε θα καταλάβουμε πόση δυστυχία υπάρχει εκεί έξω και ότι πολλά από τα δικά μας προβλήματα στην ουσία δεν είναι προβλήματα».
Η πολιτική είναι μέσα στα ενδιαφέροντά σου;
«Όχι ιδιαίτερα. Έφυγα μικρός από την Ισλανδία και αφοσιώθηκα στο μπάσκετ. Όλα αυτά τα χρόνια δεν ασχολήθηκα σοβαρά με την πολιτική, δεν πήγαινα καν να ψηφίσω στις εκλογές της πατρίδας μου. Ποιος ξέρει; Ίσως το κάνω όταν επιστρέψω στην Ισλανδία, μετά το τέλος της καριέρας μου».
Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε δέκα χρόνια από τώρα, όταν θα έχεις αποσυρθεί; Θα συνεχίσεις να ασχολείσαι με το μπάσκετ;
«Δεν μπορώ να ξέρω πώς ακριβώς θα είναι τα πράγματα σε δέκα χρόνια από σήμερα αλλά θα ήθελα να ασχοληθώ και με κάτι άλλο, αξιοποιώντας όσα βίωσα χάρη στο μπάσκετ. Θα ήθελα, για παράδειγμα, να κάνω ένα μάστερ στον τομέα της διαχείρισης ανθρώπινων πόρων. Ταξιδεύοντας και ζώντας σε πολλές χώρες και διαφορετικά περιβάλλοντα γνώρισα ανθρώπους με διαφορετικό υπόβαθρο, έμαθα να επικοινωνώ, να προσαρμόζομαι, να κάνω φίλους. Όλη αυτή η συσσωρευμένη εμπειρία θα μου ήταν πολύ χρήσιμη στον τομέα που προανέφερα. Για την ώρα, πάντως, είμαι απολύτως αφοσιωμένος στο μπάσκετ».
ΣΧΟΛΙΑ