Η γενιά του 2006 μετρά... ήττες - Το ομιχλώδες τοπίο που κινούνται οι σημερινοί 18άρηδες
25/05/2024 08:00
25/05/2024 08:00
Οι υποψήφιοι που ετοιμάζονται να γράψουν πανελλήνιες φέτος στις 30 Μαΐου, είναι τα παιδιά που γεννήθηκαν το 2006. Δύο χρόνια μετά το Euro 2004 και την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα και έναν χρόνο μετά την νίκη της χώρας στη Eurovision. Τέσσερα χρόνια πριν τον Απρίλιο του 2010 και τo διάγγελμα στο Καστελλόριζο για την προσφυγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ. Δηλαδή, οι σημερινοί 18άρηδες όταν άρχισαν να συγκρατούν μνήμες και να καταλαβαίνουν τον κόσμο γύρω τους, η χώρα βρισκόταν ήδη σε βαθιά οικονομική κρίση και η κοινωνία βίωνε τις συνέπειες της.
Συνοπτικά, η γενιά του 2006 δεν πρόλαβε να ζήσει μεγάλες ένδοξες στιγμές και συλλογικές «νίκες» που γέμισαν περηφάνεια τη χώρα, αλλά μεγάλωσαν μέσα σε «ήττες» εθνικές και παγκόσμιες. Έμαθαν να ζουν με την κρίση, την ανασφάλεια της εργασίας στο κοινωνικό περίγυρο και στην τρυφερή περίοδο της εφηβείας βίωσαν τον περιορισμό των lockdown. Ταυτόχρονα, είναι μάρτυρες της κλιματικής αλλαγής, ενώ αποτελούν και τη γενιά που μεγάλωσε μαζί με τα social media.
Ανάμεσα στους φετινούς εξεταζόμενους των πανελληνίων είναι οι μαθητές που τα τελευταία χρόνια απασχολούν ιδιαίτερα με το bullying στα σχολεία, σε σημείο που η πολιτεία έφτασε να θεσπίσει νέα μέτρα. Είναι οι μαθητές που είδαν την παραβατικότητα και τη βία μεταξύ συνομηλίκων τους να γίνονται πρώτο θέμα στα δημοσιογραφικά μέσα και τους ειδικούς να προσπαθούν να σταματήσουν το φαινόμενο.
«Κινούνται σε μία ομίχλη»
Οι επιστήμονες χαρακτηρίζουν ομιχλώδες το τοπίο που μεγάλωσαν και κινούνται σήμερα οι 18άρηδες. Το «νέφος» που περικλείει τη ζωή τους είναι απόρροια μια σειράς κοινωνικών αλλαγών στις δεκαετίες που πέρασαν, αλλά σε μία σειρά ελλείψεων που προκλήθηκαν στον τρόπο ανατροφής και εκπαίδευσης.
«Η καινούρια γενιά βρίσκεται ανάμεσα σε δυο συμπληγάδες. Η μια είναι ένα κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον με προϊούσα χαοτικότητα και περιπλοκότητα και από την άλλη βρίσκεται η απώλεια όλων των σημείων στήριξης. Σημεία στήριξης θα ήταν η οικογένεια, που φαίνεται απούσα ή δυσλειτουργική, το σχολείο που φαίνεται να τηρεί απόσταση ενώ και οι παρέες που παραδοσιακά αποτελούσαν άλλο πυλώνα στήριξης διαλύονται» αναφέρει στη «ΜτΚ» ο Κωνσταντίνος Φουντουλάκης, καθηγητής Ψυχιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, διευθυντής στην Γ΄ Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ και εθνικός εκπρόσωπος για την Ψυχική Υγεία στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. «Μια οφθαλμοφανής διαφορά της νέας γενιάς της τελευταίας δεκαετίας ή εικοσαετίας συγκριτικά με τις παλαιότερες είναι ότι υπάρχει ένα κοινωνικό και εκπαιδευτικό περιβάλλον το παράγει μεγάλους αριθμούς από πτυχία και αποφοίτους οι οποίοι είναι σχεδόν λειτουργικά αμόρφωτοι και επαγγελματικά μη χρήσιμοι. Η μόρφωση μεγάλου αριθμού νέων είναι εξαιρετικά περιορισμένη, έχουν μικρή αίσθηση της ιστορικότητας της κοινωνίας με αποτέλεσμα να παρασύρονται από οτιδήποτε εντυπωσιακό. Πάντα αναρωτιόμουν πόσοι από τη νέα γενιά ξέρουν τι σημαίνει «γερμανοτσολιάς» και αν αναρωτήθηκαν ποτέ παρότι η λέξη υπήρξε κεντρικό πολιτικό σύνθημα κάποια στιγμή, με κύρια στόχευση τις νεαρές ηλικίες. Φαίνεται ότι μεγάλο κομμάτι των νέων κινούνται σε μια ομίχλη, και όχι με την έννοια της έλλειψης εγκυκλοπαιδικών γνώσεων. Με κάποια υπερβολή κανείς θα μπορούσε να πει ότι δεν ξέρουν ποιοι είναι, που πάνε και τι θέλουν. Κινούνται μόνο στο χθες και στο αύριο, σχεδόν με όρους 24ωρου. Δεν βλέπουν ούτε παραπέρα ούτε παραπίσω. Βλέπουν στο σήμερα και στο χθες σε ένα προσωπικό χρόνο, οπότε δεν μπορούν και να τοποθετηθούν κάπου» αναπτύσσει ο κ. Φουντουλάκης.
Η κοινωνική μόρφωση είναι ελλιπής στα νέα παιδιά, επισημαίνουν πολλοί ειδικοί, με αποτέλεσμα να έχουν συμπεριφορές απότομες και αγενείς. «Δυστυχώς φαίνεται ότι αυτή η γενιά δεν πήρε τα απαραίτητα συναισθηματικά όπλα στη φαρέτρα της προς την ενηλικίωση και για αυτό δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν τις λάθος καταστάσεις που βιώνουν. Αν ήταν σωστά κοινωνικά μορφωμένοι θα ήξεραν να τις προσπερνούν και να γλιτώνουν από αυτές» υπογραμμίζει στη «ΜτΚ» ο Λάζαρος Γρηγοριάδης, υπαστυνόμος Β’ του Τμήματος Αντιμετώπισης Παραβατικότητας Ανηλίκων της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων, που έρχεται καθημερινά σε επαφή με ανήλικα σε διαλέξεις στα σχολεία αλλά και με ανηλίκους που εμφανίζουν παραβατική συμπεριφορά. «Διακρίνεται η έλλειψη ηθικών αξιών. Πηγαίνουμε σε σχολεία και όταν ρωτάμε ποιες είναι οι ηθικές αξίες, δυσκολεύονται να απαντήσουν. Όταν τους μιλώ για αυτές, με κοιτούν με απορία. Από αυτή την αντίδραση βλέπουμε καθημερινά ότι η κοινωνική μόρφωση δεν δόθηκε σε μεγάλες δόσεις ή και καθόλου. Ενώ έχουμε ανθρώπους οπλισμένους με πολλές δεξιότητες και πτυχία, δυστυχώς υπάρχουν κενά στο ανθρώπινο επίπεδο» σημειώνει ο κ. Γρηγοριάδης.
«Το κύριο χαρακτηριστικό των νέων 18 ετών είναι ότι έχουν μεγαλώσει σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία και το διαδίκτυο είναι αδιαχώριστα μέρη της καθημερινότητάς τους. Αυτό ενδεχομένως έχει οδηγήσει σε μία γενικότερη δυσπιστία απέναντι σε παλιότερες πεποιθήσεις και αξίες (κανόνες πειθαρχίας, όρια, ρόλους, εξουσία)» στηρίζει η κοινωνιολόγος και κοινωνική ψυχολόγος - ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια Μανουσία Κυπραίου. «Οι νέοι σήμερα αποτελούν την πιο δύσπιστη γενιά που θέλει να επιβεβαιώνει και να διασταυρώνει κάθε πληροφορία που λαμβάνει. Επιπλέον, δείχνουν αποστροφή προς τις ιεραρχίες. Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτής της γενιάς είναι η ευκολία που θέλουν να κάνουν τα πράγματα. Παρουσιάζουν μια ανυπομονησία σε αυτά που θέλουν να πετύχουν ενώ επιμένουν στην ευκολία των πραγμάτων. Επίσης, ένα γενικότερο χαρακτηριστικό των νέων σήμερα είναι η τάση για συχνές αλλαγές, καθώς δεν αντέχουν τη ρουτίνα της καθημερινότητας τους, με απλά λόγια βαριούνται πολύ εύκολα. Ενδεχομένως αυτό οφείλετε ότι έχουν μεγαλώσει μέσα στις νέες τεχνολογίες, στην ταχύτητα πρόσβασης στο διαδίκτυο, στην ψηφιακή επικοινωνία και ψυχαγωγία, την πολύωρη χρήσης video games που δημιουργεί έντονη και ταχύτατη συναισθηματική υπερδιέγερση» σημειώνει η κ. Κυπραίου.
Οι σημερινοί 18άρηδες δεν έχουν μάθει να συνεργάζονται, αναφέρει στη «ΜτΚ» ο αστυνομικός υποδιευθυντής Απόστολος Καλιαμπός, ψυχολόγος της Ελληνικής Αστυνομίας και διδάκτωρ Ψυχολογίας του ΑΠΘ, σχολιάζοντας πως ίσως σε αυτό ευθύνεται και ότι δεν πρόλαβαν να ζήσουν τις μεγάλες συλλογικές χαρές της χώρας. «Έχω ρωτήσει νέα παιδιά αν χαρήκανε ποτέ όπως εμείς στο παρελθόν και όντως δεν έζησαν στιγμές ένδοξες που όλοι μαζί ήμασταν περήφανοι, έστω και τη Eurovision. Η γενιά του ‘90 πρόλαβε πολλά γεγονότα, πόσο μάλλον οι παλιότεροι που χαρήκαμε και το Eurobasket του ‘87. Πραγματικά οι σημερινοί 18άρηδες δεν έχουν κάτι να θυμούνται ότι χαρήκαμε όλοι μαζί, να θυμούνται μια λάμψη της χώρας» λέει χαρακτηριστικά ο κ. Καλιαμπός.
Ενδιαφέρουσα ήταν η τοποθέτηση του διευθυντή Παιδοψυχιατρικού Τμήματος στο «Ιπποκράτειο», Βάιου Νταφούλη, σε ημερίδα της ΕΛΑΣ για τη συγκεκριμένη γενιά. Όπως είπε η συγκεκριμένη γενιά μοιάζει να ζει σε μια παράλληλη πραγματικότητα. «Φτάσαμε στο σημείο να πλακώνονται ανήλικοι και οι υπόλοιποι να το βγάζουν βίντεο, αντί να βιώνουν συναισθηματικά τι συμβαίνει εκείνη την ώρα. Δεν νιώθουν ενοχές ενώ χτυπάνε βάναυσα ένα παιδί, δεν το βιώνουν συναισθηματικά το γεγονός. Αυτό σημαίνει ότι ζουν σε ένα παράλληλο κόσμο» εξήγησε ο κ. Νταφούλης.
Από την άλλη η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια του Κέντρου Συμβουλευτικής και Ψυχολογικής Υποστήριξης AΠΘ (ΚΕΣΥΨΥ), Άλτα Πανέρα, τονίζει ότι η συγκεκριμένη γενιά έχει και ξεχωριστά θετικά χαρακτηριστικά. «Δυσφημείται αυτή η γενιά μόνο με την ανάδειξη των περιστατικών βίας που τραβάνε την προσοχή. Αυτή η γενιά έχει δείξει ταυτόχρονα φοβερή ανθεκτικότητα σε όσα περάσαμε, αλληλοϋποστηρίζονται σε πολλές περιπτώσεις και έχουν μια άλλη αντίληψη αγκαλιάζοντας την διαφορετικότητα. Πάνε να δώσουν πανελλήνιες σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που υπομονεύεται και να περάσουν σε ένα πανεπιστήμιο που υπονομεύεται επίσης. Μοχθούν και έχουν ανθεκτικότητα» τονίζει.
Την ευαισθησία σε συγκεκριμένα ζητήματα της γενιάς αυτής, τονίζει και η κοινωνιολόγος Μανουσία Κυπραίου. «Είναι μια γενιά με αυξημένη ευαισθησία σε θέματα όπως τα περιβαλλοντικά ζητήματα, η κοινωνική δικαιοσύνη και η διαφορετικότητα των φύλων. Οι νέοι ασχολούνται περισσότερο από κάθε άλλη γενιά με κοινωνικά ζητήματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δικαιώματα στην ταυτότητα φύλου, (transgender – non binary), απαιτούν σεβασμό στην διαφορετικότητα και συμπερίληψη».
Η οικονομική κρίση
Πιάνοντας το κουβάρι από την αρχή για τους σημερινούς 18άρηδες, πέφτουμε πάνω στην οικονομική κρίση που καθόρισε τον τρόπο ανατροφής τους. «Γεννήθηκαν στο ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης, οπότε πολλά παιδιά είχαν το βίωμα μιας επιβαρυμένης οικογενειακής κατάστασης λόγω ανεργίας και αλλαγών οικονομικών τάξεων. Έζησαν το αίσθημα της δυσκολίας, της έλλειψης και του προβληματισμού των γονέων. Έπειτα, η ολοένα και αυξανόμενη ακρίβεια επέδρασσε περιορίζοντας απλές εξόδους» λέει η κ. Πανέρα.
«Η γενιά αυτή, των σημερινών νέων 18 ετών, είναι ίσως η γενιά που βίωσε περισσότερο από άλλες γενιές -ακόμα και την γενιά των millennials - τις αρνητικές επιδράσεις παγκόσμιων γεγονότων. Είναι μια γενιά που από την πρώιμη ηλικία έζησε και βίωσε κοινωνικά γεγονότα που αυξάνουν τα αρνητικά συναισθήματα, όπως στρες, άγχος, ανασφάλεια και μοναξιά. Για αυτό αυτοί που ενηλικιώνονται σήμερα αντιμετωπίζουν αυξημένα προβλήματα ψυχικής υγείας συγκριτικά με παλιότερες γενιές» τονίζει η κ. Κυπραίου.
Ο κ. Φουντουλάκης εκφράζει την άποψη ότι η οικονομική κρίση του 2010 δεν ήταν η κύρια επιρροή της διαμόρφωσης των χαρακτήρων των νέων παιδιών. Βρίσκει πιο βαθιά τις ρίζες του προβλήματος που έβγαλαν ανθούς τη δεκαετία του millennium. «Πολλοί ενοχοποιούν την οικονομική κρίση ή την πανδημία για διάφορα φαινόμενα στις ηλικίες αυτές. Η πραγματικότητα είναι ότι η χώρα πάντα είχε κάποια μορφή και κάποιου επιπέδου οικονομική κρίση και πάντα αντιμετώπιζε κοινωνικές κρίσεις διαφόρων ειδών. Δεν είναι πολύ πιθανόν αυτά να αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την εξέλιξη και τα ειδικά προβλήματα αυτής ειδικά της νέας γενιάς» σημειώνει και τονίζει πως «είναι μια προϊούσα κατάσταση που ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘80, εγκαταστάθηκε σαν στάση την δεκαετία του ‘90 και τα αποτελέσματα αρχίσαμε να τα βλέπουμε μετά το 2000. Πρόκειται για ένα διεθνές φαινόμενο αλλά στην Ελλάδα, επειδή είμαστε πάντα λιγότερο υποψιασμένοι και οργανωμένοι, είναι αρκετά πιο έντονο. Από την άλλη, υπάρχει μια αιώνια μεταβατική κατάσταση στη χώρα που πλέον έφτασε σε ένα σημείο κορεσμού, αντανακλώντας διεθνείς καταστάσεις, με την ελληνική κοινωνία και πολιτεία όμως να μην έχει τα αντανακλαστικά άλλων ανεπτυγμένων χωρών».
Η πανδημία
Ο κορονοϊός επηρέασε ολόκληρη την κοινωνία με τα lockdown και τα αποτελέσματα ήταν εμφανή γρήγορα στην ψυχολογική επίδραση των ενηλίκων. Στην ψυχολογία των ανηλίκων, η επίδραση ίσως να καθυστέρησε, όπως αναφέρουν οι ειδικοί. «Ο περιορισμός και το κλείσιμο σχολείων ήρθε σε μια τρυφερή ηλικία που το φυσικό θα ήταν να αυξηθεί η κοινωνικοποίηση, οι έξοδοι, οι πρώτες σχέσεις. Σε όλα δυσκολεύτηκαν οι συγκεκριμένοι νέοι» επισημαίνει η Άλτα Πανέρα.
Μάλιστα, όπως επισήμανε ο κ. Νταφούλης στην ημερίδα της ΕΛΑΣ, κατά την περίοδο της καραντίνας ένιωσαν πολλά αρνητικά συναισθήματα, όπως τον θυμό, έχασαν τη σταθερότητά τους, καθώς δεν πήγαιναν ούτε σχολείο και λόγω των περιορισμών «χάθηκε η δικιά τους εφηβική επαναστατικότητα».
H παραβατικότητα
Σύμφωνα με στοιχεία, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Απρίλιο συνελήφθησαν 500 ανήλικοι για περιστατικά βίας με συνομηλίκους τους, ενώ το 2023 σχηματίστηκαν συνολικά 30 δικογραφίες από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος σε βάρος ανηλίκων για αδικήματα μέσω του διαδικτύου. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν από μόνα τους την έξαρση των περιστατικών με δράστες και θύματα ανηλίκους, αποτελώντας ένα μεγάλο ζήτημα που απασχολεί το αρμόδιο υπουργείο και αναζητά μέτρα.
«Από τα πλέον προβληματικά φαινόμενα είναι αυτό της βίας των ανηλίκων, που πλέον φαίνεται να μην περιορίζεται σε υποβαθμισμένες περιοχές ή μειονοτικές ομάδες, και αυξάνεται και ανάμεσα στα κορίτσια. Λαμβάνει δε ποικίλες μορφές, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής και της λεκτικής βίας αλλά πλέον και της διαπόμπευσης και της ψυχολογικής
βίας μέσω κινητών τηλεφώνων, βίντεο καταγραφών και διαδικτύου. Προφανώς και δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, ωστόσο η θεραπεία του αποτελεί ζητούμενο. Σήμερα υπάρχουν σχολεία στα οποία οι εκπαιδευτικοί είναι σχεδόν απελπισμένοι, και οι δυνατότητες που έχουν να αλλάξουν την κατάσταση είναι μηδενικές. Η δυνατότητα πολλών σχολείων, κυρίως δημοσίων αλλά συχνά και ιδιωτικών, να υπάρξει στοιχειώδης πειθάρχηση σε βασικά πράγματα, όπως οι μαθητές να μην δέρνονται, να μην κλέβουν, να μην κάνουν μπούλινγκ είναι προβληματική» αναφέρει ο κ. Φουντουλάκης. «Και το ερώτημα φυσικά, είναι ‘ποιος φταίει’ αναρωτιέται ρητορικά «προφανώς φταίνε και οι τρεις βασικοί παράγοντες που μορφοποιούν το περιβάλλον που αναπτύσσεται η νέα γενιά. Φταίει και η κοινωνία, και το σχολείο και η οικογένεια. Φταίει ότι υπάρχει μια αίσθηση σήμερα πως πρέπει να αφήνουμε σχεδόν εντελώς χωρίς καθοδήγηση το μικρό παιδί να αυτό-αναπτυχθεί ‘ελεύθερα’, να βρει μόνο του το σωστό και όχι να του το διδάξουμε σε κάποιο βαθμό. Ένα μεγάλο ποσοστό των παιδιών δε μπορεί να το πετύχει αυτό μόνο του, χρειάζεται περισσότερα πρότυπα, διαφορετικά μπαίνει σε μια παρατεταμένη αβεβαιότητα που παρατείνει την ανωριμότητα και θέτει την ψυχολογική ωρίμανση σε κίνδυνο. Υπάρχει σοβαρότατη υποχώρηση των προτύπων ήθους, σκέψης και συμπεριφοράς και αυτό είναι φανερό στον τρόπο συμπεριφοράς των παιδιών, των εφήβων και των νεαρών ενηλίκων. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ο ανεξέλεγκτος βομβαρδισμός στο διαδίκτυο από ερεθίσματα, πολλά από τα οποία είναι ερεθιστικά, προάγουν προβληματικό τρόπο σκέψης και δεν είναι σαφές μακροπρόθεσμα πως επιδρούν, καθώς πρόκειται για σχετικά καινούριο φαινόμενο».
Το ανησυχητικό είναι ότι οι θύτες της συγκεκριμένης γενιάς όταν φτάνουν στην αστυνομία, δείχνουν αμετανόητοι. «Δυστυχώς τα περισσότερα παιδιά δεν νιώθουν ενοχές για τις παραβατικές πράξεις. Δεν νιώθουν ότι είναι έκαναν κάτι τόσο σημαντικό που θα έπρεπε τα θύματα να πάνε στην αστυνομία. Κάποιες φορές έχουν συμμάχους και τους γονείς τους, που ρίχνουν την ευθύνη στα θύματα που τόλμησαν να προχωρήσουν σε καταγγελία. Από την άλλη, υπάρχουν παιδιά που τους ενοχλεί η ταμπέλα του θύματος, το θεωρούν υποτιμητικό ότι θα τους χαρακτηρίσουν έτσι» σημειώνει ο υπαστυνόμος Β’ Λάζαρος Γρηγοριάδης.
«Υπάρχουν προβλήματα με την συμπεριφορά τους που προκύπτουν από τις κοινωνικές συνθήκες, τις τεράστιες αλλαγές αλλά και την έκθεση στη βία. Ακόμα και από την τραπ μουσική, καθώς μεταδίδει μηνύματα για εύκολο χρήμα και εύκολες χαρές που κοστίζουν σε άλλο επίπεδο» τονίζει ο αστυνομικός υποδιευθυντής Απόστολος Καλιαμπός.
Εκτός από την αύξηση των περιστατικών, η κ. Κυπραίου, παρατηρεί και τη σκληρότητά τους πλέον. «Το πιο ανησυχητικό είναι ότι η απίστευτη σκληρότητα σε όλο και περισσότερο μικρότερες ηλικίες ενώ σε πολλές περιπτώσεις εντός ή γύρω ενός θεσμοθετημένου πλαισίου προστασίας τους. Η επιθετική συμπεριφορά πολλών νέων που συχνά καταλήγει στην παραβατικότητα ενδεχομένως να αποτελεί ένα είδος εκπραξίας του συσσωρευμένου θυμού που απορρέει από τις αντιφάσεις και τις εντάσεις που ενδημούν μέσα στις οικογενειακές σχέσεις» επισημαίνει η κ. Κυπραίου.
Τα social media
Για την κοινωνική συμπεριφορά των νέων βασικός παράγοντας είναι και τα social media. Η γενιά του 2006 μεγάλωσε με την εξέλιξή τους και έχουν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό στην επικοινωνία και στις διαπροσωπικές σχέσεις τους.
«Τα social media παίζουν καίριο ρόλο καθώς σε αυτά βρίσκουν πρότυπα. Συνήθως προσελκύονται από τα λάθος πρότυπα, επειδή δεν υπάρχει η σωστή καθοδήγηση των γονέων, οι οποίοι παραδίδουν ένα κινητό στα χέρια των παιδιών και μετά δεν ασχολούνται» λέει ο κ. Γρηγοριάδης.
Η επικοινωνία από τα πληκτρολόγια, έφερε δυσκολία στις κοινωνικές και αληθινές σχέσεις εξ επαφής, επισημαίνει η κ. Πανέρα. «Έχουν δυσκολία στη δια ζώσης κοινωνικοποίηση, ενώ έχουν εξαιρετικές διαδικτυακές κοινωνικές δεξιότητες. Η χρήση των μέσων δημιουργεί μια αίσθηση αποκλεισμού και μειονεξίας. Μπαίνουν σε σύγκριση με ένα μη ρεαλιστικό και σκηνοθετημένο πρότυπο. Ωστόσο επειδή βομβαρδίζονται από αυτές τις εικόνες, δημιουργείται μια αίσθηση ότι οι άλλοι ζουν κάτι καλύτερο από εμένα».
Ως μεγεθυντή του προβλήματος χαρακτηρίζει τα social media ο κ. Φουντουλάκης, αλλά όχι ως κύρια πηγή των προβλημάτων στην συμπεριφορά των νέων. «Πρέπει να γίνει σαφές ότι τα social media είναι ένας μεγεθυντής αλλά δεν είναι κυρίως αυτά που δημιουργούν το πρόβλημα. Κατά την γνώμη μου τα social media είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος των ευθυνών της κοινωνίας και της πολιτικής, του σχολείου και της οικογένειας. Το βασικό ερώτημα είναι, τα παιδιά τα οποία συμμετέχουν σε συμμορίες, ασκούν βία, ανεβάζουν βίντεο με σκηνές βίας στα social media, γιατί να μην το κάνουν; Υπάρχει κανένας λόγος εσωτερικός ή εξωτερικός;» τονίζει, σημειώνοντας πως τα social media έχουν αρνητικές συνέπειες στις ανθρώπινες σχέσεις αυτής της γενιάς. «Στην υποβάθμιση του ρόλου της παρέας, της στήριξης των «ομοίων» δηλαδή, τα social media φαίνεται ότι έχουν παίξει ένα σημαντικό ρόλο. Όλα έχουν γίνει όλα ευκολότερα και γρηγορότερα. Ένα 20χρονο σήμερα θα μπορέσει να βρει ερωτικό σύντροφο υπερβολικά πολύ γρήγορα και υπερβολικά πολύ εύκολα, με πιθανή συνέπεια οι σχέσεις να γίνονται επιφανειακές και να μη βαθαίνουν. Αν αυτό κρατήσει μια δεκαετία μέχρι την ηλικία των 30, τότε κάλλιστα μπορεί να οδηγήσει στη μοναξιά καθώς οι κοινωνικές, διαπροσωπικές και συναισθηματικές δεξιότητες του ατόμου δεν αναπτύχθηκαν και δε θα μπορούσαν να αναπτυχθούν μέσα σε ένα σούπερ μαρκετ ή ένα fast food σχέσεων. Οι εύκολες και επιφανειακές σχέσεις δεν μαθαίνουν στα παιδιά πώς να δένονται συναισθηματικά, πως να παλεύουν για να κρατήσουν ανθρώπους στη ζωή τους. Δεν βιώνουν πραγματική απώλεια καθώς δεν υπάρχει επένδυση, δεν κλαίνε για σχέσεις, δεν ζορίζονται όπως παλιά» εξηγεί.
«Μειώνεται η συναισθηματική νοημοσύνη με τα social media» τονίζει η Μανουσία Κυπραίου «η συνεχής επικοινωνία των νέων μέσω αυτών έχει ως συνέπεια ότι μειώνεται το εκφραζόμενο συναίσθημα, δηλαδή δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ή να επικοινωνήσουν τα συναισθήματά τους όπως αυτό επιτυγχάνεται από τη φυσική αλληλεπίδραση με τους άλλους. Επίσης η εξάρτηση από τα social media αποδυναμώνει των λεκτικές δεξιότητες επικοινωνίας και την ικανότητα γραπτού λόγου».
Ένα ακόμα θέμα που θίγει η κ. Κυπραίου, είναι η ανάγκη για αυτοπροβολή και ο διακαής πόθος της αποδοχής μέσω των likes. «Η ανάγκη προβολής και αποδοχής από τους άλλους ενός εξιδανικευμένου εαυτού που συμβαίνει κυρίως στα social media – υπάρχουν και πληθώρα εφαρμογών που βοηθάνε σε αυτό – οδηγεί σε ένα αέναο κυνήγι της επιβεβαίωσης από το εξωτερικό περιβάλλον. Οι ωραιοποιημένες πτυχές του εαυτού κυρίως τον νέων οδηγεί στην κατασκευή ενός ψευδή εαυτού και την κατασκευής μιας ψεύτικης ταυτότητας εαυτού. Αυτή η τάση για τον εξιδανικευμένο εαυτό είναι πιθανό να υποβάλει τα νέα άτομα σε μια δυσάρεστη διαδικασία σύγκρισης της ζωής του με τις ζωές των άλλων, που δείχνουν πιο όμορφοι, πιο ευτυχισμένοι, πιο σημαντικοί. Χάνεται ενδεχομένως το κομμάτι της αυτογνωσίας και του ποιος είμαι πραγματικά. Μια αρνητική επίδραση των social media στα νεαρά άτομα είναι ότι μειώνονται οι κοινωνικές δεξιότητες. Οι νέοι μπορούν να δημιουργήσουν μια «ιδανική κατάσταση εαυτού», να κάνουν φιλίες χωρίς να χρειαστεί να βγουν από το ίδιο το σπίτι τους και να έρθουν σε αλληλεπίδραση με τον άλλο».
Ο ρόλος του σχολείου και η εκπαίδευση
«Η ζωή αλλάζει ραγδαία και το σχολείο παραμένει το ίδιο. Δεν γίνεται αυτό, πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της εποχής. Πρέπει να παρέμβουμε στη φιλοσοφία της εκπαίδευσης και να υπάρχει άλλο σύστημα» τονίζει για τον ρόλο του σχολείου ο Απόστολος Καλιαμπός, που παραμένει σταθερό σε μια εποχή που αλλάζουν όλα.
Οι γονείς φαίνεται σε αυτή τη γενιά να έδωσε μεγάλη βάση στην απόκτηση πτυχίων, που σε κάποιες περιπτώσεις ίσως να υπήρχε και πίεση. «Μέσα στην απομόνωση της πανδημίας, των κινητών και της χρήσης social media, η οικογένεια έριξε μεγάλο βάρος στην απαίτηση των σπουδών. Έτσι καταλήξαμε να υπάρχει μια γενιά που μόχθησε με το σχολείο, περισσότερο από τις άλλες γενιές, καθώς παλιότερα δεν υπήρχε προσδοκία να ξεκινούν Αγγλικά από το δημοτικό. Δημιουργήσαμε μια γενιά που πειθάρχησε σε εξοντωτικά προγράμματα σχολείου, φροντιστηρίων και διαβάσματος και δώσαμε ως μοναδικό μέσο χαλάρωσης το κινητό» τονίζει η Άλτα Πανέρα.
«Παλιά, ας πούμε στην δεκαετία του ‘70, όταν ένα παιδί είχε παραβατική συμπεριφορά στο σχολεί» αναφέρει ο Κωνσταντίνος Φουντουλάκης «υπήρχαν τιμωρίες τύπου αποβολής και τελικά μεταφερόταν σε ειδικά πειθαρχικά σχολεία, ακόμα και για συμπεριφορές που σήμερα θεωρούμε απολύτως φυσιολογικές και φυσικές. Σαφέστατα, με αυτή την ενέργεια απέκλειαν σε μεγάλο βαθμό το παιδί από την εκπαιδευτική διαδικασία και αυτό ήταν κρίσιμο για την πορεία του. Σήμερα, κάτι τέτοιο δεν είναι αποδεκτό, δεν συμβαίνει, όμως τα μέτρα θεραπείας των προβλημάτων αυτών είναι άλυτο ζήτημα. Το αποτέλεσμα είναι ότι εδώ και 2-3 δεκαετίες υπάρχει μια μαζική στροφή προς τα ιδιωτικά σχολεία, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, όχι για λόγους μόνο καλύτερης εκπαίδευσης, αλλά σε μεγάλο βαθμό λόγω πιο ασφαλούς και ελεγχόμενου περιβάλλοντος. Αυτό πιέζει ακόμα περισσότερο τη δημόσια εκπαίδευση η οποία φαίνεται να μη μπορεί να ορθοποδήσει. Ωστόσο το δημόσιο σχολείο αποτελεί μηχανισμό κοινωνικής κινητικότητας και ως τέτοιο συνιστά ένα από τους σοβαρότερους πυλώνες της δημοκρατίας αυτής καθαυτής. Ανεξάρτητα από τη μορφή που μπορεί να έχει (δημόσια σχολεία ή voucher), η δημόσια παρεχόμενη παιδία δε μπορεί να αφεθεί να καταρρεύσει μέσα από την αποσάθρωση του λειτουργικού της περιβάλλοντος».
Ο κ. Φουντουλάκης, αναγνωρίζει πως είναι μια δύσκολη εξίσωση η οριοθέτηση νέων κανόνων σε συνδυασμό με το σεβασμό και την ελευθερία. «Το σύστημα που έζησε η δικιά μας γενιά ήταν σχετικά καταπιεστικό και αυτό που έζησαν οι γονείς μας ακόμα πιο πολύ. Η προσπάθεια για καλύτερες συνθήκες μας οδήγησε στην αναθεώρηση των κανόνων. Οι άνθρωποι που έζησαν τους κανόνες ένιωσαν πολύ έντονη την καταπίεση από την επιβολή τους, αλλά η ανάγκη για ένα καινούριο τρόπο οριοθέτησης εμφανίζεται με πιεστικό τρόπο, αυτή τη φορά συνοδευόμενη από την υποχρέωση για σεβασμό της ελευθερίας. Δύσκολη εξίσωση για δυνατούς λύτες, ωστόσο τα εύκολα όμορφα λόγια δε φέρνουν καλύτερο μέλλον» καταλήγει.
*Μέρος του ρεπορτάζ δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 19.05.2024
Οι υποψήφιοι που ετοιμάζονται να γράψουν πανελλήνιες φέτος στις 30 Μαΐου, είναι τα παιδιά που γεννήθηκαν το 2006. Δύο χρόνια μετά το Euro 2004 και την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα και έναν χρόνο μετά την νίκη της χώρας στη Eurovision. Τέσσερα χρόνια πριν τον Απρίλιο του 2010 και τo διάγγελμα στο Καστελλόριζο για την προσφυγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ. Δηλαδή, οι σημερινοί 18άρηδες όταν άρχισαν να συγκρατούν μνήμες και να καταλαβαίνουν τον κόσμο γύρω τους, η χώρα βρισκόταν ήδη σε βαθιά οικονομική κρίση και η κοινωνία βίωνε τις συνέπειες της.
Συνοπτικά, η γενιά του 2006 δεν πρόλαβε να ζήσει μεγάλες ένδοξες στιγμές και συλλογικές «νίκες» που γέμισαν περηφάνεια τη χώρα, αλλά μεγάλωσαν μέσα σε «ήττες» εθνικές και παγκόσμιες. Έμαθαν να ζουν με την κρίση, την ανασφάλεια της εργασίας στο κοινωνικό περίγυρο και στην τρυφερή περίοδο της εφηβείας βίωσαν τον περιορισμό των lockdown. Ταυτόχρονα, είναι μάρτυρες της κλιματικής αλλαγής, ενώ αποτελούν και τη γενιά που μεγάλωσε μαζί με τα social media.
Ανάμεσα στους φετινούς εξεταζόμενους των πανελληνίων είναι οι μαθητές που τα τελευταία χρόνια απασχολούν ιδιαίτερα με το bullying στα σχολεία, σε σημείο που η πολιτεία έφτασε να θεσπίσει νέα μέτρα. Είναι οι μαθητές που είδαν την παραβατικότητα και τη βία μεταξύ συνομηλίκων τους να γίνονται πρώτο θέμα στα δημοσιογραφικά μέσα και τους ειδικούς να προσπαθούν να σταματήσουν το φαινόμενο.
«Κινούνται σε μία ομίχλη»
Οι επιστήμονες χαρακτηρίζουν ομιχλώδες το τοπίο που μεγάλωσαν και κινούνται σήμερα οι 18άρηδες. Το «νέφος» που περικλείει τη ζωή τους είναι απόρροια μια σειράς κοινωνικών αλλαγών στις δεκαετίες που πέρασαν, αλλά σε μία σειρά ελλείψεων που προκλήθηκαν στον τρόπο ανατροφής και εκπαίδευσης.
«Η καινούρια γενιά βρίσκεται ανάμεσα σε δυο συμπληγάδες. Η μια είναι ένα κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον με προϊούσα χαοτικότητα και περιπλοκότητα και από την άλλη βρίσκεται η απώλεια όλων των σημείων στήριξης. Σημεία στήριξης θα ήταν η οικογένεια, που φαίνεται απούσα ή δυσλειτουργική, το σχολείο που φαίνεται να τηρεί απόσταση ενώ και οι παρέες που παραδοσιακά αποτελούσαν άλλο πυλώνα στήριξης διαλύονται» αναφέρει στη «ΜτΚ» ο Κωνσταντίνος Φουντουλάκης, καθηγητής Ψυχιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, διευθυντής στην Γ΄ Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ και εθνικός εκπρόσωπος για την Ψυχική Υγεία στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. «Μια οφθαλμοφανής διαφορά της νέας γενιάς της τελευταίας δεκαετίας ή εικοσαετίας συγκριτικά με τις παλαιότερες είναι ότι υπάρχει ένα κοινωνικό και εκπαιδευτικό περιβάλλον το παράγει μεγάλους αριθμούς από πτυχία και αποφοίτους οι οποίοι είναι σχεδόν λειτουργικά αμόρφωτοι και επαγγελματικά μη χρήσιμοι. Η μόρφωση μεγάλου αριθμού νέων είναι εξαιρετικά περιορισμένη, έχουν μικρή αίσθηση της ιστορικότητας της κοινωνίας με αποτέλεσμα να παρασύρονται από οτιδήποτε εντυπωσιακό. Πάντα αναρωτιόμουν πόσοι από τη νέα γενιά ξέρουν τι σημαίνει «γερμανοτσολιάς» και αν αναρωτήθηκαν ποτέ παρότι η λέξη υπήρξε κεντρικό πολιτικό σύνθημα κάποια στιγμή, με κύρια στόχευση τις νεαρές ηλικίες. Φαίνεται ότι μεγάλο κομμάτι των νέων κινούνται σε μια ομίχλη, και όχι με την έννοια της έλλειψης εγκυκλοπαιδικών γνώσεων. Με κάποια υπερβολή κανείς θα μπορούσε να πει ότι δεν ξέρουν ποιοι είναι, που πάνε και τι θέλουν. Κινούνται μόνο στο χθες και στο αύριο, σχεδόν με όρους 24ωρου. Δεν βλέπουν ούτε παραπέρα ούτε παραπίσω. Βλέπουν στο σήμερα και στο χθες σε ένα προσωπικό χρόνο, οπότε δεν μπορούν και να τοποθετηθούν κάπου» αναπτύσσει ο κ. Φουντουλάκης.
Η κοινωνική μόρφωση είναι ελλιπής στα νέα παιδιά, επισημαίνουν πολλοί ειδικοί, με αποτέλεσμα να έχουν συμπεριφορές απότομες και αγενείς. «Δυστυχώς φαίνεται ότι αυτή η γενιά δεν πήρε τα απαραίτητα συναισθηματικά όπλα στη φαρέτρα της προς την ενηλικίωση και για αυτό δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν τις λάθος καταστάσεις που βιώνουν. Αν ήταν σωστά κοινωνικά μορφωμένοι θα ήξεραν να τις προσπερνούν και να γλιτώνουν από αυτές» υπογραμμίζει στη «ΜτΚ» ο Λάζαρος Γρηγοριάδης, υπαστυνόμος Β’ του Τμήματος Αντιμετώπισης Παραβατικότητας Ανηλίκων της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων, που έρχεται καθημερινά σε επαφή με ανήλικα σε διαλέξεις στα σχολεία αλλά και με ανηλίκους που εμφανίζουν παραβατική συμπεριφορά. «Διακρίνεται η έλλειψη ηθικών αξιών. Πηγαίνουμε σε σχολεία και όταν ρωτάμε ποιες είναι οι ηθικές αξίες, δυσκολεύονται να απαντήσουν. Όταν τους μιλώ για αυτές, με κοιτούν με απορία. Από αυτή την αντίδραση βλέπουμε καθημερινά ότι η κοινωνική μόρφωση δεν δόθηκε σε μεγάλες δόσεις ή και καθόλου. Ενώ έχουμε ανθρώπους οπλισμένους με πολλές δεξιότητες και πτυχία, δυστυχώς υπάρχουν κενά στο ανθρώπινο επίπεδο» σημειώνει ο κ. Γρηγοριάδης.
«Το κύριο χαρακτηριστικό των νέων 18 ετών είναι ότι έχουν μεγαλώσει σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία και το διαδίκτυο είναι αδιαχώριστα μέρη της καθημερινότητάς τους. Αυτό ενδεχομένως έχει οδηγήσει σε μία γενικότερη δυσπιστία απέναντι σε παλιότερες πεποιθήσεις και αξίες (κανόνες πειθαρχίας, όρια, ρόλους, εξουσία)» στηρίζει η κοινωνιολόγος και κοινωνική ψυχολόγος - ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια Μανουσία Κυπραίου. «Οι νέοι σήμερα αποτελούν την πιο δύσπιστη γενιά που θέλει να επιβεβαιώνει και να διασταυρώνει κάθε πληροφορία που λαμβάνει. Επιπλέον, δείχνουν αποστροφή προς τις ιεραρχίες. Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτής της γενιάς είναι η ευκολία που θέλουν να κάνουν τα πράγματα. Παρουσιάζουν μια ανυπομονησία σε αυτά που θέλουν να πετύχουν ενώ επιμένουν στην ευκολία των πραγμάτων. Επίσης, ένα γενικότερο χαρακτηριστικό των νέων σήμερα είναι η τάση για συχνές αλλαγές, καθώς δεν αντέχουν τη ρουτίνα της καθημερινότητας τους, με απλά λόγια βαριούνται πολύ εύκολα. Ενδεχομένως αυτό οφείλετε ότι έχουν μεγαλώσει μέσα στις νέες τεχνολογίες, στην ταχύτητα πρόσβασης στο διαδίκτυο, στην ψηφιακή επικοινωνία και ψυχαγωγία, την πολύωρη χρήσης video games που δημιουργεί έντονη και ταχύτατη συναισθηματική υπερδιέγερση» σημειώνει η κ. Κυπραίου.
Οι σημερινοί 18άρηδες δεν έχουν μάθει να συνεργάζονται, αναφέρει στη «ΜτΚ» ο αστυνομικός υποδιευθυντής Απόστολος Καλιαμπός, ψυχολόγος της Ελληνικής Αστυνομίας και διδάκτωρ Ψυχολογίας του ΑΠΘ, σχολιάζοντας πως ίσως σε αυτό ευθύνεται και ότι δεν πρόλαβαν να ζήσουν τις μεγάλες συλλογικές χαρές της χώρας. «Έχω ρωτήσει νέα παιδιά αν χαρήκανε ποτέ όπως εμείς στο παρελθόν και όντως δεν έζησαν στιγμές ένδοξες που όλοι μαζί ήμασταν περήφανοι, έστω και τη Eurovision. Η γενιά του ‘90 πρόλαβε πολλά γεγονότα, πόσο μάλλον οι παλιότεροι που χαρήκαμε και το Eurobasket του ‘87. Πραγματικά οι σημερινοί 18άρηδες δεν έχουν κάτι να θυμούνται ότι χαρήκαμε όλοι μαζί, να θυμούνται μια λάμψη της χώρας» λέει χαρακτηριστικά ο κ. Καλιαμπός.
Ενδιαφέρουσα ήταν η τοποθέτηση του διευθυντή Παιδοψυχιατρικού Τμήματος στο «Ιπποκράτειο», Βάιου Νταφούλη, σε ημερίδα της ΕΛΑΣ για τη συγκεκριμένη γενιά. Όπως είπε η συγκεκριμένη γενιά μοιάζει να ζει σε μια παράλληλη πραγματικότητα. «Φτάσαμε στο σημείο να πλακώνονται ανήλικοι και οι υπόλοιποι να το βγάζουν βίντεο, αντί να βιώνουν συναισθηματικά τι συμβαίνει εκείνη την ώρα. Δεν νιώθουν ενοχές ενώ χτυπάνε βάναυσα ένα παιδί, δεν το βιώνουν συναισθηματικά το γεγονός. Αυτό σημαίνει ότι ζουν σε ένα παράλληλο κόσμο» εξήγησε ο κ. Νταφούλης.
Από την άλλη η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια του Κέντρου Συμβουλευτικής και Ψυχολογικής Υποστήριξης AΠΘ (ΚΕΣΥΨΥ), Άλτα Πανέρα, τονίζει ότι η συγκεκριμένη γενιά έχει και ξεχωριστά θετικά χαρακτηριστικά. «Δυσφημείται αυτή η γενιά μόνο με την ανάδειξη των περιστατικών βίας που τραβάνε την προσοχή. Αυτή η γενιά έχει δείξει ταυτόχρονα φοβερή ανθεκτικότητα σε όσα περάσαμε, αλληλοϋποστηρίζονται σε πολλές περιπτώσεις και έχουν μια άλλη αντίληψη αγκαλιάζοντας την διαφορετικότητα. Πάνε να δώσουν πανελλήνιες σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που υπομονεύεται και να περάσουν σε ένα πανεπιστήμιο που υπονομεύεται επίσης. Μοχθούν και έχουν ανθεκτικότητα» τονίζει.
Την ευαισθησία σε συγκεκριμένα ζητήματα της γενιάς αυτής, τονίζει και η κοινωνιολόγος Μανουσία Κυπραίου. «Είναι μια γενιά με αυξημένη ευαισθησία σε θέματα όπως τα περιβαλλοντικά ζητήματα, η κοινωνική δικαιοσύνη και η διαφορετικότητα των φύλων. Οι νέοι ασχολούνται περισσότερο από κάθε άλλη γενιά με κοινωνικά ζητήματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δικαιώματα στην ταυτότητα φύλου, (transgender – non binary), απαιτούν σεβασμό στην διαφορετικότητα και συμπερίληψη».
Η οικονομική κρίση
Πιάνοντας το κουβάρι από την αρχή για τους σημερινούς 18άρηδες, πέφτουμε πάνω στην οικονομική κρίση που καθόρισε τον τρόπο ανατροφής τους. «Γεννήθηκαν στο ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης, οπότε πολλά παιδιά είχαν το βίωμα μιας επιβαρυμένης οικογενειακής κατάστασης λόγω ανεργίας και αλλαγών οικονομικών τάξεων. Έζησαν το αίσθημα της δυσκολίας, της έλλειψης και του προβληματισμού των γονέων. Έπειτα, η ολοένα και αυξανόμενη ακρίβεια επέδρασσε περιορίζοντας απλές εξόδους» λέει η κ. Πανέρα.
«Η γενιά αυτή, των σημερινών νέων 18 ετών, είναι ίσως η γενιά που βίωσε περισσότερο από άλλες γενιές -ακόμα και την γενιά των millennials - τις αρνητικές επιδράσεις παγκόσμιων γεγονότων. Είναι μια γενιά που από την πρώιμη ηλικία έζησε και βίωσε κοινωνικά γεγονότα που αυξάνουν τα αρνητικά συναισθήματα, όπως στρες, άγχος, ανασφάλεια και μοναξιά. Για αυτό αυτοί που ενηλικιώνονται σήμερα αντιμετωπίζουν αυξημένα προβλήματα ψυχικής υγείας συγκριτικά με παλιότερες γενιές» τονίζει η κ. Κυπραίου.
Ο κ. Φουντουλάκης εκφράζει την άποψη ότι η οικονομική κρίση του 2010 δεν ήταν η κύρια επιρροή της διαμόρφωσης των χαρακτήρων των νέων παιδιών. Βρίσκει πιο βαθιά τις ρίζες του προβλήματος που έβγαλαν ανθούς τη δεκαετία του millennium. «Πολλοί ενοχοποιούν την οικονομική κρίση ή την πανδημία για διάφορα φαινόμενα στις ηλικίες αυτές. Η πραγματικότητα είναι ότι η χώρα πάντα είχε κάποια μορφή και κάποιου επιπέδου οικονομική κρίση και πάντα αντιμετώπιζε κοινωνικές κρίσεις διαφόρων ειδών. Δεν είναι πολύ πιθανόν αυτά να αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την εξέλιξη και τα ειδικά προβλήματα αυτής ειδικά της νέας γενιάς» σημειώνει και τονίζει πως «είναι μια προϊούσα κατάσταση που ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘80, εγκαταστάθηκε σαν στάση την δεκαετία του ‘90 και τα αποτελέσματα αρχίσαμε να τα βλέπουμε μετά το 2000. Πρόκειται για ένα διεθνές φαινόμενο αλλά στην Ελλάδα, επειδή είμαστε πάντα λιγότερο υποψιασμένοι και οργανωμένοι, είναι αρκετά πιο έντονο. Από την άλλη, υπάρχει μια αιώνια μεταβατική κατάσταση στη χώρα που πλέον έφτασε σε ένα σημείο κορεσμού, αντανακλώντας διεθνείς καταστάσεις, με την ελληνική κοινωνία και πολιτεία όμως να μην έχει τα αντανακλαστικά άλλων ανεπτυγμένων χωρών».
Η πανδημία
Ο κορονοϊός επηρέασε ολόκληρη την κοινωνία με τα lockdown και τα αποτελέσματα ήταν εμφανή γρήγορα στην ψυχολογική επίδραση των ενηλίκων. Στην ψυχολογία των ανηλίκων, η επίδραση ίσως να καθυστέρησε, όπως αναφέρουν οι ειδικοί. «Ο περιορισμός και το κλείσιμο σχολείων ήρθε σε μια τρυφερή ηλικία που το φυσικό θα ήταν να αυξηθεί η κοινωνικοποίηση, οι έξοδοι, οι πρώτες σχέσεις. Σε όλα δυσκολεύτηκαν οι συγκεκριμένοι νέοι» επισημαίνει η Άλτα Πανέρα.
Μάλιστα, όπως επισήμανε ο κ. Νταφούλης στην ημερίδα της ΕΛΑΣ, κατά την περίοδο της καραντίνας ένιωσαν πολλά αρνητικά συναισθήματα, όπως τον θυμό, έχασαν τη σταθερότητά τους, καθώς δεν πήγαιναν ούτε σχολείο και λόγω των περιορισμών «χάθηκε η δικιά τους εφηβική επαναστατικότητα».
H παραβατικότητα
Σύμφωνα με στοιχεία, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Απρίλιο συνελήφθησαν 500 ανήλικοι για περιστατικά βίας με συνομηλίκους τους, ενώ το 2023 σχηματίστηκαν συνολικά 30 δικογραφίες από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος σε βάρος ανηλίκων για αδικήματα μέσω του διαδικτύου. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν από μόνα τους την έξαρση των περιστατικών με δράστες και θύματα ανηλίκους, αποτελώντας ένα μεγάλο ζήτημα που απασχολεί το αρμόδιο υπουργείο και αναζητά μέτρα.
«Από τα πλέον προβληματικά φαινόμενα είναι αυτό της βίας των ανηλίκων, που πλέον φαίνεται να μην περιορίζεται σε υποβαθμισμένες περιοχές ή μειονοτικές ομάδες, και αυξάνεται και ανάμεσα στα κορίτσια. Λαμβάνει δε ποικίλες μορφές, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής και της λεκτικής βίας αλλά πλέον και της διαπόμπευσης και της ψυχολογικής
βίας μέσω κινητών τηλεφώνων, βίντεο καταγραφών και διαδικτύου. Προφανώς και δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, ωστόσο η θεραπεία του αποτελεί ζητούμενο. Σήμερα υπάρχουν σχολεία στα οποία οι εκπαιδευτικοί είναι σχεδόν απελπισμένοι, και οι δυνατότητες που έχουν να αλλάξουν την κατάσταση είναι μηδενικές. Η δυνατότητα πολλών σχολείων, κυρίως δημοσίων αλλά συχνά και ιδιωτικών, να υπάρξει στοιχειώδης πειθάρχηση σε βασικά πράγματα, όπως οι μαθητές να μην δέρνονται, να μην κλέβουν, να μην κάνουν μπούλινγκ είναι προβληματική» αναφέρει ο κ. Φουντουλάκης. «Και το ερώτημα φυσικά, είναι ‘ποιος φταίει’ αναρωτιέται ρητορικά «προφανώς φταίνε και οι τρεις βασικοί παράγοντες που μορφοποιούν το περιβάλλον που αναπτύσσεται η νέα γενιά. Φταίει και η κοινωνία, και το σχολείο και η οικογένεια. Φταίει ότι υπάρχει μια αίσθηση σήμερα πως πρέπει να αφήνουμε σχεδόν εντελώς χωρίς καθοδήγηση το μικρό παιδί να αυτό-αναπτυχθεί ‘ελεύθερα’, να βρει μόνο του το σωστό και όχι να του το διδάξουμε σε κάποιο βαθμό. Ένα μεγάλο ποσοστό των παιδιών δε μπορεί να το πετύχει αυτό μόνο του, χρειάζεται περισσότερα πρότυπα, διαφορετικά μπαίνει σε μια παρατεταμένη αβεβαιότητα που παρατείνει την ανωριμότητα και θέτει την ψυχολογική ωρίμανση σε κίνδυνο. Υπάρχει σοβαρότατη υποχώρηση των προτύπων ήθους, σκέψης και συμπεριφοράς και αυτό είναι φανερό στον τρόπο συμπεριφοράς των παιδιών, των εφήβων και των νεαρών ενηλίκων. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ο ανεξέλεγκτος βομβαρδισμός στο διαδίκτυο από ερεθίσματα, πολλά από τα οποία είναι ερεθιστικά, προάγουν προβληματικό τρόπο σκέψης και δεν είναι σαφές μακροπρόθεσμα πως επιδρούν, καθώς πρόκειται για σχετικά καινούριο φαινόμενο».
Το ανησυχητικό είναι ότι οι θύτες της συγκεκριμένης γενιάς όταν φτάνουν στην αστυνομία, δείχνουν αμετανόητοι. «Δυστυχώς τα περισσότερα παιδιά δεν νιώθουν ενοχές για τις παραβατικές πράξεις. Δεν νιώθουν ότι είναι έκαναν κάτι τόσο σημαντικό που θα έπρεπε τα θύματα να πάνε στην αστυνομία. Κάποιες φορές έχουν συμμάχους και τους γονείς τους, που ρίχνουν την ευθύνη στα θύματα που τόλμησαν να προχωρήσουν σε καταγγελία. Από την άλλη, υπάρχουν παιδιά που τους ενοχλεί η ταμπέλα του θύματος, το θεωρούν υποτιμητικό ότι θα τους χαρακτηρίσουν έτσι» σημειώνει ο υπαστυνόμος Β’ Λάζαρος Γρηγοριάδης.
«Υπάρχουν προβλήματα με την συμπεριφορά τους που προκύπτουν από τις κοινωνικές συνθήκες, τις τεράστιες αλλαγές αλλά και την έκθεση στη βία. Ακόμα και από την τραπ μουσική, καθώς μεταδίδει μηνύματα για εύκολο χρήμα και εύκολες χαρές που κοστίζουν σε άλλο επίπεδο» τονίζει ο αστυνομικός υποδιευθυντής Απόστολος Καλιαμπός.
Εκτός από την αύξηση των περιστατικών, η κ. Κυπραίου, παρατηρεί και τη σκληρότητά τους πλέον. «Το πιο ανησυχητικό είναι ότι η απίστευτη σκληρότητα σε όλο και περισσότερο μικρότερες ηλικίες ενώ σε πολλές περιπτώσεις εντός ή γύρω ενός θεσμοθετημένου πλαισίου προστασίας τους. Η επιθετική συμπεριφορά πολλών νέων που συχνά καταλήγει στην παραβατικότητα ενδεχομένως να αποτελεί ένα είδος εκπραξίας του συσσωρευμένου θυμού που απορρέει από τις αντιφάσεις και τις εντάσεις που ενδημούν μέσα στις οικογενειακές σχέσεις» επισημαίνει η κ. Κυπραίου.
Τα social media
Για την κοινωνική συμπεριφορά των νέων βασικός παράγοντας είναι και τα social media. Η γενιά του 2006 μεγάλωσε με την εξέλιξή τους και έχουν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό στην επικοινωνία και στις διαπροσωπικές σχέσεις τους.
«Τα social media παίζουν καίριο ρόλο καθώς σε αυτά βρίσκουν πρότυπα. Συνήθως προσελκύονται από τα λάθος πρότυπα, επειδή δεν υπάρχει η σωστή καθοδήγηση των γονέων, οι οποίοι παραδίδουν ένα κινητό στα χέρια των παιδιών και μετά δεν ασχολούνται» λέει ο κ. Γρηγοριάδης.
Η επικοινωνία από τα πληκτρολόγια, έφερε δυσκολία στις κοινωνικές και αληθινές σχέσεις εξ επαφής, επισημαίνει η κ. Πανέρα. «Έχουν δυσκολία στη δια ζώσης κοινωνικοποίηση, ενώ έχουν εξαιρετικές διαδικτυακές κοινωνικές δεξιότητες. Η χρήση των μέσων δημιουργεί μια αίσθηση αποκλεισμού και μειονεξίας. Μπαίνουν σε σύγκριση με ένα μη ρεαλιστικό και σκηνοθετημένο πρότυπο. Ωστόσο επειδή βομβαρδίζονται από αυτές τις εικόνες, δημιουργείται μια αίσθηση ότι οι άλλοι ζουν κάτι καλύτερο από εμένα».
Ως μεγεθυντή του προβλήματος χαρακτηρίζει τα social media ο κ. Φουντουλάκης, αλλά όχι ως κύρια πηγή των προβλημάτων στην συμπεριφορά των νέων. «Πρέπει να γίνει σαφές ότι τα social media είναι ένας μεγεθυντής αλλά δεν είναι κυρίως αυτά που δημιουργούν το πρόβλημα. Κατά την γνώμη μου τα social media είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος των ευθυνών της κοινωνίας και της πολιτικής, του σχολείου και της οικογένειας. Το βασικό ερώτημα είναι, τα παιδιά τα οποία συμμετέχουν σε συμμορίες, ασκούν βία, ανεβάζουν βίντεο με σκηνές βίας στα social media, γιατί να μην το κάνουν; Υπάρχει κανένας λόγος εσωτερικός ή εξωτερικός;» τονίζει, σημειώνοντας πως τα social media έχουν αρνητικές συνέπειες στις ανθρώπινες σχέσεις αυτής της γενιάς. «Στην υποβάθμιση του ρόλου της παρέας, της στήριξης των «ομοίων» δηλαδή, τα social media φαίνεται ότι έχουν παίξει ένα σημαντικό ρόλο. Όλα έχουν γίνει όλα ευκολότερα και γρηγορότερα. Ένα 20χρονο σήμερα θα μπορέσει να βρει ερωτικό σύντροφο υπερβολικά πολύ γρήγορα και υπερβολικά πολύ εύκολα, με πιθανή συνέπεια οι σχέσεις να γίνονται επιφανειακές και να μη βαθαίνουν. Αν αυτό κρατήσει μια δεκαετία μέχρι την ηλικία των 30, τότε κάλλιστα μπορεί να οδηγήσει στη μοναξιά καθώς οι κοινωνικές, διαπροσωπικές και συναισθηματικές δεξιότητες του ατόμου δεν αναπτύχθηκαν και δε θα μπορούσαν να αναπτυχθούν μέσα σε ένα σούπερ μαρκετ ή ένα fast food σχέσεων. Οι εύκολες και επιφανειακές σχέσεις δεν μαθαίνουν στα παιδιά πώς να δένονται συναισθηματικά, πως να παλεύουν για να κρατήσουν ανθρώπους στη ζωή τους. Δεν βιώνουν πραγματική απώλεια καθώς δεν υπάρχει επένδυση, δεν κλαίνε για σχέσεις, δεν ζορίζονται όπως παλιά» εξηγεί.
«Μειώνεται η συναισθηματική νοημοσύνη με τα social media» τονίζει η Μανουσία Κυπραίου «η συνεχής επικοινωνία των νέων μέσω αυτών έχει ως συνέπεια ότι μειώνεται το εκφραζόμενο συναίσθημα, δηλαδή δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ή να επικοινωνήσουν τα συναισθήματά τους όπως αυτό επιτυγχάνεται από τη φυσική αλληλεπίδραση με τους άλλους. Επίσης η εξάρτηση από τα social media αποδυναμώνει των λεκτικές δεξιότητες επικοινωνίας και την ικανότητα γραπτού λόγου».
Ένα ακόμα θέμα που θίγει η κ. Κυπραίου, είναι η ανάγκη για αυτοπροβολή και ο διακαής πόθος της αποδοχής μέσω των likes. «Η ανάγκη προβολής και αποδοχής από τους άλλους ενός εξιδανικευμένου εαυτού που συμβαίνει κυρίως στα social media – υπάρχουν και πληθώρα εφαρμογών που βοηθάνε σε αυτό – οδηγεί σε ένα αέναο κυνήγι της επιβεβαίωσης από το εξωτερικό περιβάλλον. Οι ωραιοποιημένες πτυχές του εαυτού κυρίως τον νέων οδηγεί στην κατασκευή ενός ψευδή εαυτού και την κατασκευής μιας ψεύτικης ταυτότητας εαυτού. Αυτή η τάση για τον εξιδανικευμένο εαυτό είναι πιθανό να υποβάλει τα νέα άτομα σε μια δυσάρεστη διαδικασία σύγκρισης της ζωής του με τις ζωές των άλλων, που δείχνουν πιο όμορφοι, πιο ευτυχισμένοι, πιο σημαντικοί. Χάνεται ενδεχομένως το κομμάτι της αυτογνωσίας και του ποιος είμαι πραγματικά. Μια αρνητική επίδραση των social media στα νεαρά άτομα είναι ότι μειώνονται οι κοινωνικές δεξιότητες. Οι νέοι μπορούν να δημιουργήσουν μια «ιδανική κατάσταση εαυτού», να κάνουν φιλίες χωρίς να χρειαστεί να βγουν από το ίδιο το σπίτι τους και να έρθουν σε αλληλεπίδραση με τον άλλο».
Ο ρόλος του σχολείου και η εκπαίδευση
«Η ζωή αλλάζει ραγδαία και το σχολείο παραμένει το ίδιο. Δεν γίνεται αυτό, πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της εποχής. Πρέπει να παρέμβουμε στη φιλοσοφία της εκπαίδευσης και να υπάρχει άλλο σύστημα» τονίζει για τον ρόλο του σχολείου ο Απόστολος Καλιαμπός, που παραμένει σταθερό σε μια εποχή που αλλάζουν όλα.
Οι γονείς φαίνεται σε αυτή τη γενιά να έδωσε μεγάλη βάση στην απόκτηση πτυχίων, που σε κάποιες περιπτώσεις ίσως να υπήρχε και πίεση. «Μέσα στην απομόνωση της πανδημίας, των κινητών και της χρήσης social media, η οικογένεια έριξε μεγάλο βάρος στην απαίτηση των σπουδών. Έτσι καταλήξαμε να υπάρχει μια γενιά που μόχθησε με το σχολείο, περισσότερο από τις άλλες γενιές, καθώς παλιότερα δεν υπήρχε προσδοκία να ξεκινούν Αγγλικά από το δημοτικό. Δημιουργήσαμε μια γενιά που πειθάρχησε σε εξοντωτικά προγράμματα σχολείου, φροντιστηρίων και διαβάσματος και δώσαμε ως μοναδικό μέσο χαλάρωσης το κινητό» τονίζει η Άλτα Πανέρα.
«Παλιά, ας πούμε στην δεκαετία του ‘70, όταν ένα παιδί είχε παραβατική συμπεριφορά στο σχολεί» αναφέρει ο Κωνσταντίνος Φουντουλάκης «υπήρχαν τιμωρίες τύπου αποβολής και τελικά μεταφερόταν σε ειδικά πειθαρχικά σχολεία, ακόμα και για συμπεριφορές που σήμερα θεωρούμε απολύτως φυσιολογικές και φυσικές. Σαφέστατα, με αυτή την ενέργεια απέκλειαν σε μεγάλο βαθμό το παιδί από την εκπαιδευτική διαδικασία και αυτό ήταν κρίσιμο για την πορεία του. Σήμερα, κάτι τέτοιο δεν είναι αποδεκτό, δεν συμβαίνει, όμως τα μέτρα θεραπείας των προβλημάτων αυτών είναι άλυτο ζήτημα. Το αποτέλεσμα είναι ότι εδώ και 2-3 δεκαετίες υπάρχει μια μαζική στροφή προς τα ιδιωτικά σχολεία, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, όχι για λόγους μόνο καλύτερης εκπαίδευσης, αλλά σε μεγάλο βαθμό λόγω πιο ασφαλούς και ελεγχόμενου περιβάλλοντος. Αυτό πιέζει ακόμα περισσότερο τη δημόσια εκπαίδευση η οποία φαίνεται να μη μπορεί να ορθοποδήσει. Ωστόσο το δημόσιο σχολείο αποτελεί μηχανισμό κοινωνικής κινητικότητας και ως τέτοιο συνιστά ένα από τους σοβαρότερους πυλώνες της δημοκρατίας αυτής καθαυτής. Ανεξάρτητα από τη μορφή που μπορεί να έχει (δημόσια σχολεία ή voucher), η δημόσια παρεχόμενη παιδία δε μπορεί να αφεθεί να καταρρεύσει μέσα από την αποσάθρωση του λειτουργικού της περιβάλλοντος».
Ο κ. Φουντουλάκης, αναγνωρίζει πως είναι μια δύσκολη εξίσωση η οριοθέτηση νέων κανόνων σε συνδυασμό με το σεβασμό και την ελευθερία. «Το σύστημα που έζησε η δικιά μας γενιά ήταν σχετικά καταπιεστικό και αυτό που έζησαν οι γονείς μας ακόμα πιο πολύ. Η προσπάθεια για καλύτερες συνθήκες μας οδήγησε στην αναθεώρηση των κανόνων. Οι άνθρωποι που έζησαν τους κανόνες ένιωσαν πολύ έντονη την καταπίεση από την επιβολή τους, αλλά η ανάγκη για ένα καινούριο τρόπο οριοθέτησης εμφανίζεται με πιεστικό τρόπο, αυτή τη φορά συνοδευόμενη από την υποχρέωση για σεβασμό της ελευθερίας. Δύσκολη εξίσωση για δυνατούς λύτες, ωστόσο τα εύκολα όμορφα λόγια δε φέρνουν καλύτερο μέλλον» καταλήγει.
*Μέρος του ρεπορτάζ δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 19.05.2024
ΣΧΟΛΙΑ