Η κυρά του Δέλτα - 40 χρόνια άγρυπνη φρουρός στις ακριτικές καλύβες του Έβρου
10/11/2021 07:00
10/11/2021 07:00
Σαράντα χρόνια άγρυπνη φρουρός, 40 χρόνια μέρα και νύχτα, με κρύο ή ζέστη, η Άρτεμις Παπακωστίδου βρίσκεται στο φτωχικό της καλύβι στο ακριτικό Δέλτα, στον ποταμό Έβρο. Παρουσία αγέρωχη, περήφανη και φιλική στέκει όλα αυτά τα χρόνια στις όχθες του ποταμού ζώντας μια ζωή απαλλαγμένη από τις περισσότερες ανέσεις που ορίζουν το σύγχρονο κόσμο, αλλά και διατηρώντας με ανιδιοτέλεια ζωντανό το ελληνικό στίγμα, εκεί, στο τελευταίο σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Πρόσφατα, για αυτή τη μακρόχρονη και σημαντική παρουσία της, ο σύλλογος «Αινήσιο Δέλτα», έπειτα από πρόταση της δημοσιογράφου και υπεύθυνης του γραφείου Τύπου, Μελαχροινής Μαρτίδου, προχώρησε στη συμβολική απονομή του τίτλου «Κυρά του Δέλτα».
Η ιστορία της όμως ξεκινά όταν νεαρή ακόμη, 25 χρονών, παντρεύεται τον άντρα της, το Νίκο. Η ίδια με καταγωγή από το Φυλαχτό του Έβρου, ορεινό χωριό, δεν είχε καμία σχέση με τη θάλασσα, αλλά όλα φαίνεται πως αλλάζουν με το γάμο της. «Ο άντρας μου είναι ψαράς από τα Λουτρά, τον ακολούθησα μέχρι εδώ κι έτσι άρχισα να μπαίνω κι εγώ στη βάρκα, άρχισα να αγαπώ κι εγώ το νερό και τη θάλασσα», αναφέρει η κυρία Παπακωστίδου μιλώντας στο makthes.gr.
Με μια βάρκα, μια μηχανή, τα δίχτυα και την υπομονή για σύνεργά τους, το ζευγάρι έχτισε τη ζωή του δίπλα στον ποταμό, σε μια καλύβα από τσίγκους. Και στην καλύβα αυτή γέννησαν και μεγάλωσαν για κάποια χρόνια τις δύο κόρες τους, για όσο καιρό ήταν αυτό εύκολο βέβαια. «Για 6-7 χρόνια που ήταν μικρά τα παιδιά πηγαινοερχόμασταν στο χωριό, στα Λουτρά. Εκεί ήταν τότε και οι παππούδες και βοηθούσαν. Τα καλοκαίρια ήταν συνέχεια μαζί μας, ήξεραν και έκαναν μάλιστα και τη δουλειά… έραβαν δίχτυα», θυμάται η ίδια τα χρόνια εκείνα, ενώ συνεχίζει να μιλάει με χαρά και καμάρι για τα τρία της εγγόνια πλέον.
Χρόνια δύσκολα, χωρίς βασικές ανέσεις, όπως το ρεύμα. «Για 25 χρόνια είχαμε γεννήτρια και παίρναμε το ρεύμα, όμως το πιο δύσκολο είναι το νερό. Το καλοκαίρι ζεσταίνεται γρήγορα στον ήλιο…το χειμώνα όμως...ξέρετε πώς είναι να πλένεσαι με μια λεκάνη νερό ζεσταμένο στην κατσαρόλα;» ρωτάει χαριτολογώντας η κυρία Παπακωστίδου, αλλά μάλλον «πολύ λίγοι θα το ξέρουν αυτό», συνεχίζει, χωρίς να βγάζει ούτε μια στιγμή στη φωνή της παράπονο ή πικρία για τις συνθήκες της ζωής τότε, ούτε και τώρα.
«Πριν λίγες μέρες έφερα και τα ξύλα για τη σόμπα, για να περάσουμε το χειμώνα», αναφέρει, ενώ για τα υπόλοιπα αγαθά του σπιτικού της και για τα καύσιμα της βάρκας πρέπει αυτή και ο σύζυγος της να πηγαινοέρχονται μισή ώρα με τη βάρκα τους και άλλη μισή ώρα με το αυτοκίνητο, μέχρι το πιο κοντινό χωριό.
Όταν όμως ερωτάται αν θα τα άφηνε όλα αυτά πίσω της για να ζήσει μια ήρεμη ζωή, όπως έχουν άλλοι άνθρωποι στην ηλικία της, η 65χρονη γεμάτη σιγουριά, απαντά «Εδώ θα μείνουμε. Δεν μπορούμε να μη βλέπουμε τη θάλασσα, τη φύση, τα πουλιά. Ξέρετε, έχουμε πανέμορφα και σπάνια πουλιά εδώ στο Δέλτα και ροζ φλαμίνγκο», εξηγεί η κυρία Παπακωστίδου, σαν να περιγράφει ένα σπάνιο θέαμα που μόλις πρωτοαντίκρισε.
Οι κίνδυνοι
Πέρα όμως από τις ομορφιές του τόπου υπάρχουν και οι κίνδυνοι με τους οποίους έχουν μάθει να ζουν εκεί. Δεν είναι λίγες οι φορές που το ζευγάρι των ψαράδων έχει έρθει αντιμέτωπο με την τουρκική πλευρά και το άγριο της πρόσωπο. Τουρκικά σκάφη βγαίνουν στα νερά του Έβρου και καταδιώκουν τις ελληνικές βάρκες, ενώ ο κύριος Νίκος, ο άντρας της, έχει δεχθεί μέχρι και πυρά.
Άλλες φορές, ο καιρός είναι αυτός που μοιάζει εχθρικός, ιδιαίτερα όταν αγριεύει το χειμώνα και τα μποφόρ χτυπούν την καλύβα, με το νερό του ποταμού να φτάνει μέχρι τα σκαλιά της. Και πάλι ούτε αυτό πτοεί την «Κυρά του Δέλτα» που έμαθε να ζει εκεί απομονωμένα, με αυτάρκεια και να ρίχνει τα δίχτυα της στα ανοιχτά για να πιάσει λογής λογής ψάρια.
Μέσα όμως στην απέραντη μοναξιά αυτού του ακριτικού τόπου, έμαθε και να ανοίγει με καλοσύνη και ανθρωπιά το σπίτι της και να στρώνει το τραπέζι της σε περαστικούς και κατατρεγμένους, όταν ερχόταν η ανάγκη. «Όταν περνούσαν οι μετανάστες το ποτάμι, βλέπαμε οικογένειες και γυναικόπαιδα. Ερχόταν η αστυνομία και μας έλεγε να βοηθήσουμε. Κι εμείς ανοίγαμε το σπίτι μας και τους ταΐζαμε ό,τι είχαμε», λέει.
Ένα παράπονο
Μόνο της παράπονο -και δεν αφορά στη δύσκολη ζωή που έχει επιλέξει να κάνει όλα αυτά τα χρόνια- η στάση του κράτους απέναντι σε αυτή και στους υπόλοιπους καλυβιέρηδες του Έβρου, που χρόνο παρά χρόνο αντιμετωπίζουν το φόβο της εκδίωξης από την περιοχή, με τις φτωχικές περιουσίες τους να κρίνονται ως παράνομες.
«Αυτές τις καλύβες τις είχαν οι παππούδες μας, τις βρήκαμε από άλλους. Δεν είναι βίλες, όπως θέλουν να λένε. Με λυπεί πολύ που το κράτος δεν σκέφτηκε ότι το μέρος αυτό δε θα υπήρχε χωρίς εμάς εδώ. Θα το είχαν πάρει οι Τούρκοι αν δεν ήμασταν εμείς», τονίζει χαρακτηριστικά.
Ενώ, κλείνοντας, για μια ακόμη φορά δηλώνει «Όσο αντέχουν τα πόδια μου δε θα φύγω από εδώ. Το αγάπησα το Δέλτα» δικαιολογώντας τον τίτλο που έλαβε ως η «Κυρά του Δέλτα».
Σαράντα χρόνια άγρυπνη φρουρός, 40 χρόνια μέρα και νύχτα, με κρύο ή ζέστη, η Άρτεμις Παπακωστίδου βρίσκεται στο φτωχικό της καλύβι στο ακριτικό Δέλτα, στον ποταμό Έβρο. Παρουσία αγέρωχη, περήφανη και φιλική στέκει όλα αυτά τα χρόνια στις όχθες του ποταμού ζώντας μια ζωή απαλλαγμένη από τις περισσότερες ανέσεις που ορίζουν το σύγχρονο κόσμο, αλλά και διατηρώντας με ανιδιοτέλεια ζωντανό το ελληνικό στίγμα, εκεί, στο τελευταίο σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Πρόσφατα, για αυτή τη μακρόχρονη και σημαντική παρουσία της, ο σύλλογος «Αινήσιο Δέλτα», έπειτα από πρόταση της δημοσιογράφου και υπεύθυνης του γραφείου Τύπου, Μελαχροινής Μαρτίδου, προχώρησε στη συμβολική απονομή του τίτλου «Κυρά του Δέλτα».
Η ιστορία της όμως ξεκινά όταν νεαρή ακόμη, 25 χρονών, παντρεύεται τον άντρα της, το Νίκο. Η ίδια με καταγωγή από το Φυλαχτό του Έβρου, ορεινό χωριό, δεν είχε καμία σχέση με τη θάλασσα, αλλά όλα φαίνεται πως αλλάζουν με το γάμο της. «Ο άντρας μου είναι ψαράς από τα Λουτρά, τον ακολούθησα μέχρι εδώ κι έτσι άρχισα να μπαίνω κι εγώ στη βάρκα, άρχισα να αγαπώ κι εγώ το νερό και τη θάλασσα», αναφέρει η κυρία Παπακωστίδου μιλώντας στο makthes.gr.
Με μια βάρκα, μια μηχανή, τα δίχτυα και την υπομονή για σύνεργά τους, το ζευγάρι έχτισε τη ζωή του δίπλα στον ποταμό, σε μια καλύβα από τσίγκους. Και στην καλύβα αυτή γέννησαν και μεγάλωσαν για κάποια χρόνια τις δύο κόρες τους, για όσο καιρό ήταν αυτό εύκολο βέβαια. «Για 6-7 χρόνια που ήταν μικρά τα παιδιά πηγαινοερχόμασταν στο χωριό, στα Λουτρά. Εκεί ήταν τότε και οι παππούδες και βοηθούσαν. Τα καλοκαίρια ήταν συνέχεια μαζί μας, ήξεραν και έκαναν μάλιστα και τη δουλειά… έραβαν δίχτυα», θυμάται η ίδια τα χρόνια εκείνα, ενώ συνεχίζει να μιλάει με χαρά και καμάρι για τα τρία της εγγόνια πλέον.
Χρόνια δύσκολα, χωρίς βασικές ανέσεις, όπως το ρεύμα. «Για 25 χρόνια είχαμε γεννήτρια και παίρναμε το ρεύμα, όμως το πιο δύσκολο είναι το νερό. Το καλοκαίρι ζεσταίνεται γρήγορα στον ήλιο…το χειμώνα όμως...ξέρετε πώς είναι να πλένεσαι με μια λεκάνη νερό ζεσταμένο στην κατσαρόλα;» ρωτάει χαριτολογώντας η κυρία Παπακωστίδου, αλλά μάλλον «πολύ λίγοι θα το ξέρουν αυτό», συνεχίζει, χωρίς να βγάζει ούτε μια στιγμή στη φωνή της παράπονο ή πικρία για τις συνθήκες της ζωής τότε, ούτε και τώρα.
«Πριν λίγες μέρες έφερα και τα ξύλα για τη σόμπα, για να περάσουμε το χειμώνα», αναφέρει, ενώ για τα υπόλοιπα αγαθά του σπιτικού της και για τα καύσιμα της βάρκας πρέπει αυτή και ο σύζυγος της να πηγαινοέρχονται μισή ώρα με τη βάρκα τους και άλλη μισή ώρα με το αυτοκίνητο, μέχρι το πιο κοντινό χωριό.
Όταν όμως ερωτάται αν θα τα άφηνε όλα αυτά πίσω της για να ζήσει μια ήρεμη ζωή, όπως έχουν άλλοι άνθρωποι στην ηλικία της, η 65χρονη γεμάτη σιγουριά, απαντά «Εδώ θα μείνουμε. Δεν μπορούμε να μη βλέπουμε τη θάλασσα, τη φύση, τα πουλιά. Ξέρετε, έχουμε πανέμορφα και σπάνια πουλιά εδώ στο Δέλτα και ροζ φλαμίνγκο», εξηγεί η κυρία Παπακωστίδου, σαν να περιγράφει ένα σπάνιο θέαμα που μόλις πρωτοαντίκρισε.
Οι κίνδυνοι
Πέρα όμως από τις ομορφιές του τόπου υπάρχουν και οι κίνδυνοι με τους οποίους έχουν μάθει να ζουν εκεί. Δεν είναι λίγες οι φορές που το ζευγάρι των ψαράδων έχει έρθει αντιμέτωπο με την τουρκική πλευρά και το άγριο της πρόσωπο. Τουρκικά σκάφη βγαίνουν στα νερά του Έβρου και καταδιώκουν τις ελληνικές βάρκες, ενώ ο κύριος Νίκος, ο άντρας της, έχει δεχθεί μέχρι και πυρά.
Άλλες φορές, ο καιρός είναι αυτός που μοιάζει εχθρικός, ιδιαίτερα όταν αγριεύει το χειμώνα και τα μποφόρ χτυπούν την καλύβα, με το νερό του ποταμού να φτάνει μέχρι τα σκαλιά της. Και πάλι ούτε αυτό πτοεί την «Κυρά του Δέλτα» που έμαθε να ζει εκεί απομονωμένα, με αυτάρκεια και να ρίχνει τα δίχτυα της στα ανοιχτά για να πιάσει λογής λογής ψάρια.
Μέσα όμως στην απέραντη μοναξιά αυτού του ακριτικού τόπου, έμαθε και να ανοίγει με καλοσύνη και ανθρωπιά το σπίτι της και να στρώνει το τραπέζι της σε περαστικούς και κατατρεγμένους, όταν ερχόταν η ανάγκη. «Όταν περνούσαν οι μετανάστες το ποτάμι, βλέπαμε οικογένειες και γυναικόπαιδα. Ερχόταν η αστυνομία και μας έλεγε να βοηθήσουμε. Κι εμείς ανοίγαμε το σπίτι μας και τους ταΐζαμε ό,τι είχαμε», λέει.
Ένα παράπονο
Μόνο της παράπονο -και δεν αφορά στη δύσκολη ζωή που έχει επιλέξει να κάνει όλα αυτά τα χρόνια- η στάση του κράτους απέναντι σε αυτή και στους υπόλοιπους καλυβιέρηδες του Έβρου, που χρόνο παρά χρόνο αντιμετωπίζουν το φόβο της εκδίωξης από την περιοχή, με τις φτωχικές περιουσίες τους να κρίνονται ως παράνομες.
«Αυτές τις καλύβες τις είχαν οι παππούδες μας, τις βρήκαμε από άλλους. Δεν είναι βίλες, όπως θέλουν να λένε. Με λυπεί πολύ που το κράτος δεν σκέφτηκε ότι το μέρος αυτό δε θα υπήρχε χωρίς εμάς εδώ. Θα το είχαν πάρει οι Τούρκοι αν δεν ήμασταν εμείς», τονίζει χαρακτηριστικά.
Ενώ, κλείνοντας, για μια ακόμη φορά δηλώνει «Όσο αντέχουν τα πόδια μου δε θα φύγω από εδώ. Το αγάπησα το Δέλτα» δικαιολογώντας τον τίτλο που έλαβε ως η «Κυρά του Δέλτα».
ΣΧΟΛΙΑ