Η μεγαλύτερη μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης του 20ου αιώνα
06/01/2021 22:00
06/01/2021 22:00
Η επιχωμάτωση της ανατολικής δαντελωτής ακτής του Θερμαϊκού και η δημιουργία της νέας παραλίας είναι το θέμα ενός σημαντικού αφιερώματος στο νέο τεύχος (74) του περιοδικού «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ» που εκδίδεται από την Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος.
Την εμπειρία του ως μαθητής από το πως ήταν το σχολείο του πριν την επιχωμάτωση, αφηγείται με γλαφυρό τρόπο στο δικό του κείμενο με τίτλο «Ο Εμπράρ, το ’30, το ’60 και το μέλλον» ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης:
«Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, στο Γυμνάσιό μας, το Πέμπτο Αρρένων στην Κριεζώτου, η αυλή έβγαινε ως τη θάλασσα. Και το κύμα, όταν αφιέρωνε ο Βαρδάρης, σαλτάριζε με αντεπιθέσεις και εισέβαλλε μέσα στον περίβολο. Η αυλή αυτή είχε μήκος γύρω στα εκατό μέτρα από το κτίσμα ως το νερό, και πλάτος γύρω στα πενήντα. Μερικές φορές στα διαλείμματα πηγαίναμε εκεί που σκάει ο φλοίσβος και βάζαμε τούβλα: μπαίνανε μέσα στις τρύπες σαλιάρες και γοβιοί και τους πιάναμε…».
Συμπέρασμα από τον ίδιο:
«Πριν, στο ’30, με τους πρόσφυγες και τις παραγκο-συνοικίες, αλλά και στη δεκαετία του ’60, κυρίως, ό,τι συνέβη με την επέκταση της παραλίας, την παραλιακή, το τραμ, τη λεωφόρο των Εξοχών και την αναπόφευκτη αντιπαροχή (χωρίς αισθητικούς πολεοδομικούς όρους) είχε σχεδόν τη μορφή κυκλώνα. Ο εργολαβισμός, η αγραμματοσύνη, αλλά και ο κυνισμός της πολιτείας συνεργάστηκαν με ενθουσιασμό για να κατεδαφίσουν τα ξερά μαζί με τα χλωρά, τα διατηρητέα μαζί με τα καταστρεπτέα, τις έξοχες βίλες μαζί με τα κιτσαριά. Όποιον πήρε ο Χάρος».
Διαχρονικοί μάρτυρες
Ο Χρίστος Ζαφείρης στο δικό του κείμενο με τίτλο «Όταν οι παραθαλάσσιοι ‘πύργοι’ των Εξοχών έγιναν ενδοχώρα…», σημειώνει:
«Η σταδιακή επιχωμάτωση της ανατολικής ακτής άρχισε το 1947 πάνω σε μελέτη που είχε συνταχθεί προπολεμικά, το 1939, και ως το 1950 μπαζώθηκε το τμήμα από το Βασιλικό Θέατρο ως την οδό Ευζώνων. Μεσολάβησε μία τριετία διακοπής και οι εργασίες επιχωμάτωσης συνεχίστηκαν τμηματικά από το 1953 ως το 1961, ολοκληρώνοντας ένα μεγάλο τμήμα ως τον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο και το σημερινό Λαογραφικό Μουσείο».
«Η επέκταση της παραλίας και η τελευταία αναβάθμισή της έδωσε διέξοδο στην αναψυχή των Θεσσαλονικέων και στον κυκλοφοριακό φόρτο που εντάθηκε τις επόμενες δεκαετίες, αλλά στέρησε από την πόλη τη γραφικότητα και την παραδοσιακή ακτογραμμή με τα παλιά αρχοντικά της ανατολικής ακτής του όρμου του Θερμαϊκού» εκτιμά ο ίδιος και προσθέτει:
«Όσα σώθηκαν από την κατεδάφιση, αποσύρθηκαν στην ενδοχώρα, μακριά από τη θαλασσινή αύρα και ανάμεσα στις οχταώροφες πολυκατοικίες, ως διαχρονικοί μάρτυρες της μεγάλης πολεοδομικής μεταμόρφωσης της Θεσσαλονίκης».
Το μη χείρον…
«Η επιχωμάτωση του παραλιακού μετώπου σε όλο το μήκος της συνοικίας επέφερε την απώλεια της γραφικής εικόνας των Εξοχών προς τη θάλασσα, που είχε σχηματιστεί στα χρόνια της μετάβασης από τον 19ο στον 20ό αιώνα», γράφει στο κείμενο του με τίτλο «Από την Παλιά Παραλία στη Νέα» ο Γιάννης Επαμεινώνδας.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο «η κατασκευή της Νέας Παραλίας και της λεωφόρου Κέννεντυ (σημ. Μεγάλου Αλεξάνδρου) απέδωσε στην πόλη μια εκτεταμένη ζώνη πρασίνου και περιπάτου και έναν μεγάλο άξονα οδικής κυκλοφορίας ως έξοδο προς τα νότια περίχωρα και το αεροδρόμιο».
«Παρόμοιες επιχωματώσεις και διαμορφώσεις παράλιων μετώπων -για λιμενικές, κυκλοφοριακές ή αθλητικές χρήσεις- έχουν εκτελέσει πολλές μεσογειακές πόλεις, με πιο κοντινό και συναφές παράδειγμα τη Σμύρνη. Χειρότερη περίπτωση είναι εκείνη της Γένοβας, στην οποία έχει κατασκευαστεί μια υπερυψωμένη λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας ακριβώς πάνω στην ακτογραμμή της παλιάς πόλης. Το μη χείρον…».
«Στην πραγματικότητα, υπογραμμίζει», οι κατοικίες δεν είχαν ποτέ την κύρια όψη τους στην πλευρά της ακτής, κι αυτό, σε συνδυασμό με την ύπαρξη άλλων χρήσεων -εργοστασίων, καρνάγιων, προβλητών- είχε ως αποτέλεσμα να μη διαμορφωθεί ενιαίο κτιριακό μέτωπο πάνω στη θάλασσα. Επιπλέον, η ανυπαρξία παραλιακού δρόμου δεν επέτρεπε στην πράξη τη θέαση της συνοικίας παρά μόνο από πλεούμενα. Η καταστροφή, όμως, αυτής της -έστω και εξιδανικευμένης- εικόνας θα άνοιγε, σε συνδυασμό με τη μεταπολεμική έξαρση της ανοικοδόμησης, τον δρόμο για τη συστηματική κατεδάφιση των παλιών αρχοντικών».
«Το αμήχανο μειδίαμα και η μνημοσύνη» είναι ο τίτλος του τέταρτου κειμένου του αφιερώματος που υπογράφει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, ο οποίος μεταξύ άλλων παρατηρεί:
«Η Θεσσαλονίκη βούτηξε στον 20ό αιώνα με περίσσια αυτοπεποίθηση, ως ζωτικό σταυροδρόμι της ιστορίας και των πολιτισμών, και βρέθηκε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα αντιμέτωπη με διαδοχικά αδιέξοδα. Παραδόξως, ενώ το πεδίο του βλέμματος απλωνόταν, οι ορίζοντές της σταδιακά στένευαν, θαρρεί κανείς για να χωρέσει σε ένα κοστούμι στενότερο από ό, τι της ταίριαζε. Καθώς, μάλιστα, το έργο ακολούθησε παράλληλη πορεία με την αντιπαροχή που ισοπέδωσε την εκλεκτική αρχιτεκτονική μέσα από τη μαζική, απρόσωπη εργολαβία της πολυκατοικίας, οι χιλιάδες τόνοι μπάζων που προέκυψαν από κατεδαφίσεις και εκσκαφές θεμελίων μεταφέρθηκαν στην παράλια ζώνη ως πρώτη ύλη επιχωμάτωσης».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 03.01.2021Η επιχωμάτωση της ανατολικής δαντελωτής ακτής του Θερμαϊκού και η δημιουργία της νέας παραλίας είναι το θέμα ενός σημαντικού αφιερώματος στο νέο τεύχος (74) του περιοδικού «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ» που εκδίδεται από την Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος.
Την εμπειρία του ως μαθητής από το πως ήταν το σχολείο του πριν την επιχωμάτωση, αφηγείται με γλαφυρό τρόπο στο δικό του κείμενο με τίτλο «Ο Εμπράρ, το ’30, το ’60 και το μέλλον» ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης:
«Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, στο Γυμνάσιό μας, το Πέμπτο Αρρένων στην Κριεζώτου, η αυλή έβγαινε ως τη θάλασσα. Και το κύμα, όταν αφιέρωνε ο Βαρδάρης, σαλτάριζε με αντεπιθέσεις και εισέβαλλε μέσα στον περίβολο. Η αυλή αυτή είχε μήκος γύρω στα εκατό μέτρα από το κτίσμα ως το νερό, και πλάτος γύρω στα πενήντα. Μερικές φορές στα διαλείμματα πηγαίναμε εκεί που σκάει ο φλοίσβος και βάζαμε τούβλα: μπαίνανε μέσα στις τρύπες σαλιάρες και γοβιοί και τους πιάναμε…».
Συμπέρασμα από τον ίδιο:
«Πριν, στο ’30, με τους πρόσφυγες και τις παραγκο-συνοικίες, αλλά και στη δεκαετία του ’60, κυρίως, ό,τι συνέβη με την επέκταση της παραλίας, την παραλιακή, το τραμ, τη λεωφόρο των Εξοχών και την αναπόφευκτη αντιπαροχή (χωρίς αισθητικούς πολεοδομικούς όρους) είχε σχεδόν τη μορφή κυκλώνα. Ο εργολαβισμός, η αγραμματοσύνη, αλλά και ο κυνισμός της πολιτείας συνεργάστηκαν με ενθουσιασμό για να κατεδαφίσουν τα ξερά μαζί με τα χλωρά, τα διατηρητέα μαζί με τα καταστρεπτέα, τις έξοχες βίλες μαζί με τα κιτσαριά. Όποιον πήρε ο Χάρος».
Διαχρονικοί μάρτυρες
Ο Χρίστος Ζαφείρης στο δικό του κείμενο με τίτλο «Όταν οι παραθαλάσσιοι ‘πύργοι’ των Εξοχών έγιναν ενδοχώρα…», σημειώνει:
«Η σταδιακή επιχωμάτωση της ανατολικής ακτής άρχισε το 1947 πάνω σε μελέτη που είχε συνταχθεί προπολεμικά, το 1939, και ως το 1950 μπαζώθηκε το τμήμα από το Βασιλικό Θέατρο ως την οδό Ευζώνων. Μεσολάβησε μία τριετία διακοπής και οι εργασίες επιχωμάτωσης συνεχίστηκαν τμηματικά από το 1953 ως το 1961, ολοκληρώνοντας ένα μεγάλο τμήμα ως τον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο και το σημερινό Λαογραφικό Μουσείο».
«Η επέκταση της παραλίας και η τελευταία αναβάθμισή της έδωσε διέξοδο στην αναψυχή των Θεσσαλονικέων και στον κυκλοφοριακό φόρτο που εντάθηκε τις επόμενες δεκαετίες, αλλά στέρησε από την πόλη τη γραφικότητα και την παραδοσιακή ακτογραμμή με τα παλιά αρχοντικά της ανατολικής ακτής του όρμου του Θερμαϊκού» εκτιμά ο ίδιος και προσθέτει:
«Όσα σώθηκαν από την κατεδάφιση, αποσύρθηκαν στην ενδοχώρα, μακριά από τη θαλασσινή αύρα και ανάμεσα στις οχταώροφες πολυκατοικίες, ως διαχρονικοί μάρτυρες της μεγάλης πολεοδομικής μεταμόρφωσης της Θεσσαλονίκης».
Το μη χείρον…
«Η επιχωμάτωση του παραλιακού μετώπου σε όλο το μήκος της συνοικίας επέφερε την απώλεια της γραφικής εικόνας των Εξοχών προς τη θάλασσα, που είχε σχηματιστεί στα χρόνια της μετάβασης από τον 19ο στον 20ό αιώνα», γράφει στο κείμενο του με τίτλο «Από την Παλιά Παραλία στη Νέα» ο Γιάννης Επαμεινώνδας.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο «η κατασκευή της Νέας Παραλίας και της λεωφόρου Κέννεντυ (σημ. Μεγάλου Αλεξάνδρου) απέδωσε στην πόλη μια εκτεταμένη ζώνη πρασίνου και περιπάτου και έναν μεγάλο άξονα οδικής κυκλοφορίας ως έξοδο προς τα νότια περίχωρα και το αεροδρόμιο».
«Παρόμοιες επιχωματώσεις και διαμορφώσεις παράλιων μετώπων -για λιμενικές, κυκλοφοριακές ή αθλητικές χρήσεις- έχουν εκτελέσει πολλές μεσογειακές πόλεις, με πιο κοντινό και συναφές παράδειγμα τη Σμύρνη. Χειρότερη περίπτωση είναι εκείνη της Γένοβας, στην οποία έχει κατασκευαστεί μια υπερυψωμένη λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας ακριβώς πάνω στην ακτογραμμή της παλιάς πόλης. Το μη χείρον…».
«Στην πραγματικότητα, υπογραμμίζει», οι κατοικίες δεν είχαν ποτέ την κύρια όψη τους στην πλευρά της ακτής, κι αυτό, σε συνδυασμό με την ύπαρξη άλλων χρήσεων -εργοστασίων, καρνάγιων, προβλητών- είχε ως αποτέλεσμα να μη διαμορφωθεί ενιαίο κτιριακό μέτωπο πάνω στη θάλασσα. Επιπλέον, η ανυπαρξία παραλιακού δρόμου δεν επέτρεπε στην πράξη τη θέαση της συνοικίας παρά μόνο από πλεούμενα. Η καταστροφή, όμως, αυτής της -έστω και εξιδανικευμένης- εικόνας θα άνοιγε, σε συνδυασμό με τη μεταπολεμική έξαρση της ανοικοδόμησης, τον δρόμο για τη συστηματική κατεδάφιση των παλιών αρχοντικών».
«Το αμήχανο μειδίαμα και η μνημοσύνη» είναι ο τίτλος του τέταρτου κειμένου του αφιερώματος που υπογράφει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, ο οποίος μεταξύ άλλων παρατηρεί:
«Η Θεσσαλονίκη βούτηξε στον 20ό αιώνα με περίσσια αυτοπεποίθηση, ως ζωτικό σταυροδρόμι της ιστορίας και των πολιτισμών, και βρέθηκε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα αντιμέτωπη με διαδοχικά αδιέξοδα. Παραδόξως, ενώ το πεδίο του βλέμματος απλωνόταν, οι ορίζοντές της σταδιακά στένευαν, θαρρεί κανείς για να χωρέσει σε ένα κοστούμι στενότερο από ό, τι της ταίριαζε. Καθώς, μάλιστα, το έργο ακολούθησε παράλληλη πορεία με την αντιπαροχή που ισοπέδωσε την εκλεκτική αρχιτεκτονική μέσα από τη μαζική, απρόσωπη εργολαβία της πολυκατοικίας, οι χιλιάδες τόνοι μπάζων που προέκυψαν από κατεδαφίσεις και εκσκαφές θεμελίων μεταφέρθηκαν στην παράλια ζώνη ως πρώτη ύλη επιχωμάτωσης».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 03.01.2021
ΣΧΟΛΙΑ