Η σκηνοθέτης Ιώ Βουλγαράκη βάζει… «Πυρκαγιές» στο ΚΘΒΕ και μιλά γι’ αυτό στο makthes.gr
02/02/2019 11:00
02/02/2019 11:00
Μεγάλα, λαδί, χαμαιλεοντικού χρώματος, πανέξυπνα μάτια, ζωντανό βλέμμα, καθαρό πρόσωπο, ψηλή ευθυτενής κορμοστασιά. Η σκηνοθέτης Ιώ Βουλγαράκη, μόλις στα 33 της χρόνια, έχοντας στο ενεργητικό της ήδη αρκετές αξιόλογες θεατρικές δουλειές, διαψεύδει από την πρώτη στιγμή τη συνήθη καλλιτεχνική προκατάληψη ότι νέα και ωραία γυναίκα = ατάλαντος άνθρωπος. «Το ότι είμαι γυναίκα σκηνοθέτης είναι... τραγωδία!», λέει και γελάμε κι οι δυο.
«Πιστεύω ότι το θέμα του φύλου είναι ένα ανομολόγητο ταμπού στη σκηνοθεσία. Για παράδειγμα πολλές φορές ακούμε πόσες γυναίκες συμμετέχουν σε ένα φεστιβάλ. Έχει συζητήσει ποτέ κανείς πόσοι είναι οι άντρες; Ως προς όλο αυτό μπήκα με αφέλεια στο θέατρο. Δεν είχα ποτέ σκεφτεί ότι στον καλλιτεχνικό χώρο, που είναι πιο ελεύθερος, θα ήταν ένα ζήτημα. Όσο περνάνε όμως τα χρόνια, διαπιστώνω συχνά ότι υπάρχουν πράγματα στη δουλειά τα οποία πρέπει να τα κερδίσεις με έναν τρόπο που αν ήσουν άντρας δεν θα χρειαζόταν. Δεν μιλάω για την πρόβα και τη δημιουργική διαδικασία, δεν το έχω συναντήσει ποτέ αυτό εκεί. Πιο πολύ αναφέρομαι σε άλλους τομείς, όπως η προβολή ή η ‘λάντζα’ της δουλειάς», λέει στο makthes.gr.
Ήρθε στο ραντεβού σε κεντρικό καφέ της Θεσσαλονίκης φορώντας δύο σκουλαρίκια- τεράστια ασημένια φύλλα, ντυμένη άνετα και απλά, λίγο πριν οδεύσει προς το Βασιλικό Θέατρο για τις τελευταίες δοκιμές της παράστασης «Πυρκαγιές», που σκηνοθετεί και αρχίζει απόψε. Πρόκειται επί της ουσίας για την πρώτη πρεμιέρα του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος το 2019 με τις σκηνές του σε πλήρη λειτουργία, αφού προηγήθηκε ένας μήνας κινητοποιήσεων των ηθοποιών που είχαν ως συνέπεια την ακύρωση της αρχικής πρεμιέρας του έργου. «Είχα την τύχη να έχω έναν θίασο που ανεξάρτητα από τις διαφορετικές απόψεις και την αναταραχή, στήριξε με εκπληκτική πίστη αυτή τη δουλειά. Αυτό δεν είναι αυτονόητο σε μια τέτοια συνθήκη. Είμαι ευγνώμων που η ομάδα των ηθοποιών και των συνεργατών που είχα δεν έχασε τη βούληση και την πίστη της κι έτσι δεν διαλύθηκε η δημιουργική διαδικασία», τονίζει η σκηνοθέτης .
Δεν θέλει να πει πολλά για τις κινητοποιήσεις των ηθοποιών. «Είναι ένα σύμπλοκο πράγμα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως θεωρώ ασύλληπτο το να κλείνει ένα θέατρο. Δεν είμαι εμπλεκόμενη από καμία πλευρά, ούτε από αυτούς που διεκδικούν ούτε από εκείνους που πρέπει να το αντιμετωπίσουν, απλώς πιστεύω ότι όσο και όπου κι αν φτάνουν τα πράγματα, πρέπει το θέατρο να προστατευθεί γιατί είναι ένα δημόσιο αγαθό, αλλά και ένας ιστός με τον κόσμο. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο, δεν γνωρίζω τι είδους βήματα πρέπει να γίνουν. Συνειδητά προσπαθούσα να διαβάζω για να καταλαβαίνω τι γίνεται, αλλά απείχα από τον τρόπο που οι άνθρωποι συζητάνε, αποφασίζουν, πείθουν ο ένας τον άλλον, διαφωνούν και μεταξύ τους και με τη διοίκηση», επισημαίνει.
Είχε πάντως την ευκαιρία να εισαχθεί έστω στο ελάχιστο σε ένα… «εμφυλιοπολεμικό» κλίμα. Ένα τέτοιο, αλλά ασφαλώς πολύ μεγαλύτερης έντασης, περιγράφει και το έργο του ελληνοκαναδού Ουαζντί Μουαουάντ, το οποίο σκηνοθετεί. Το κείμενο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα από τις εσωτερικές συρράξεις που ρήμαξαν τον Λίβανο για να μιλήσει για τις πιο σκοτεινές και παράλογες περιοχές της ανθρώπινης φύσης. Η υπόθεση στρέφεται γύρω από δύο δίδυμα αδέλφια, στα οποία παραδίδεται ένας φάκελος με τις τελευταίες επιθυμίες της μητέρας τους. Ανατρέποντας το παρόν των δύο παιδιών εκείνη τους ζητά να αναζητήσουν έναν πατέρα, τον οποίο νόμιζαν νεκρό και έναν αδελφό που δεν γνώριζαν την ύπαρξή του. Με φόντο την τραγική ιστορική πραγματικότητα του εμφυλίου πολέμου και ψάχνοντας, τα δύο αδέλφια έρχονται αντιμέτωπα με μια αποκάλυψη που ανατρέπει τα πάντα…
Η Ελλάδα είναι μια χώρα που κατά παράδοση «τρέφεται» από εσωτερική πόλωση;
Ο διχασμός είναι παντού και είμαστε πάντα έτοιμοι να φαγωθούμε για όλα, τώρα με το μακεδονικό, πριν με το δημοψήφισμα και πάει λέγοντας. Δεν ξέρω γιατί μας συμβαίνει αυτό. Μάλλον, όπως λέει και το έργο, πρέπει να σπάσουμε το νήμα. Κάπως πρέπει να έρθει μια γενιά και να κάνει τη διαφορά, να αποβάλει από την κληρονομιά της τον θυμό και να αντιμετωπίσει τα ζητήματα πιο ψύχραιμα, πιο αργά και σε βάθος. Σίγουρα, κάτι που ευθύνεται για όλο αυτό είναι ότι στη διαπαιδαγώγησή μας κυριαρχεί ένα κράμα υπερηφάνειας και ενοχής. Άρα είμαστε είτε ήρωες, είτε θύματα κι αυτό είναι μια τάση στην ελληνική κοινωνία και πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να σταματήσει.
Ο Μουαουάντ δεν είναι ένας γνωστός στην Ελλάδα συγγραφέας. Πώς θα τον χαρακτηρίζατε και πώς προέκυψε η παράσταση;
Αρχίζει να γίνεται γνωστός τα τελευταία χρόνια. Είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Τον θεωρώ έναν σύγχρονο κλασικό. Δεν κρύβω ότι δεν γνώριζα το έργο του. Ήταν μια πρόταση του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚΘΒΕ Γιάννη Αναστασάκη και τον ευχαριστώ πολύ θερμά γι’ αυτό. Όταν διάβασα για πρώτη φορά το έργο δεν πίστευα ότι κάποιος σήμερα γράφει έτσι. Για μένα το σημαντικότερο στο έργο του είναι ότι διαχειρίζεται με έναν τρόπο το αιώνιο, δηλαδή γράφει ένα έργο μνήμης. Πατάει πολύ στο παρελθόν το δικό του και της χώρας του, αλλά χωρίς να περιορίζεται καθόλου σε μια ιστορική συγκυρία. Μέσα στο συγκεκριμένο κείμενο δεν αναφέρει καν το όνομα Λίβανος. Με αυτή την έννοια διαχειρίζεται το αιώνιο, δηλαδή δημιουργεί πραγματικά ένα έργο τέχνης που τα μεγέθη του και τα θέματα που ανοίγει θυμίζουν τραγωδία με όρους σημερινούς.
Πώς μπορεί να μιλήσει αυτό το έργο στην ελληνική κοινωνία;
Θεωρώ ότι είναι κοντά σε κάθε κοινωνία που αυτή τη στιγμή πρέπει να διαχειριστεί την αυτογνωσία και την ταυτότητά της. Στην πραγματικότητα ο συγγραφέας θέτει το θέμα της ευθύνης που έχουμε ο ένας απέναντι στον άλλο και άρα απέναντι στη ζωή. Νομίζω ότι μέσα σε όλο αυτό το χάος που περνάει η Ευρώπη και ο κόσμος, αυτό το ζήτημα μας αφορά όλους και όχι μόνο την ελληνική κοινωνία. Είναι ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα, το οποίο θίγεται μέσα από μια προσωπική ιστορία. Το σπουδαίο είναι πως δεν το κάνει γράφοντας ένα προφανές κείμενο. Φτιάχνει μια προσωπική ιστορία δύο παιδιών που καλούνται να ανακαλύψουν μια καταγωγή την οποία αγνοούσαν και αυτό είναι ένας τρόπος να μιλήσεις για το θέμα της ευθύνης και της ταυτότητας. Για μένα ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι το κέντρο της παράστασης. Αυτό με το οποίο συνδέθηκα από την πρώτη στιγμή είναι η διαδρομή των δύο παιδιών για να βρουν ποιοι είναι, κάτι πολύ επώδυνο. Αυτή η υπαρξιακή αναμέτρηση με συγκινεί πολύ και μας αφορά όλους.
Αφιερώνετε την παράσταση στον λιθουανό σκηνοθέτη Εϊμούντας Νεκρόσιους. Πόσο σας έχει επηρεάσει;
Τόλμησα να το κάνω σχεδόν κοκκινίζοντας. Είναι ένας δημιουργός που μ’ έχει καθορίσει. Τον αγάπησα πολύ. Κάποιοι άνθρωποι είναι δάσκαλοί μας ερήμην τους και όταν φεύγουν από τη ζωή νιώθεις ότι χάνεται ένας δικός σου άνθρωπος. Έζησα πολλά χρόνια στη Ρωσία και σπούδασα στην ίδια ακαδημία που ήταν κι εκείνος, πολύ μετά από εκείνον και χωρίς να τον συναναστραφώ. Οπότε όταν συνέπεσε η πρώτη φάση των προβών με τον πρόωρο και αναπάντεχο θάνατό του, αισθάνθηκα ότι πρέπει να το κάνω αυτό γιατί ήμουν σε μια μυστική συνομιλία μαζί του. Πιστεύω ότι είναι σπουδαίο πράγμα να θαυμάζουμε και να τιμούμε αυτούς που θαυμάζουμε και επίσης, αν γίνεται, να είμαστε μαθητές για πάντα. Οι σπουδαιότεροι καλλιτέχνες που γνώρισα δεν ήταν ποτέ εκτός μαθητείας ακόμη και στα βαθιά τους γεράματα.
Γιατί επιλέξατε τη Ρωσία για τις σπουδές σας;
Με οδήγησε εκεί ένα καθαρό ένστικτο. Δεν είχε κάποια λογική. Εκεί οι άνθρωποι εκπαιδεύονται για να κάνουν τέχνη με έναν τρόπο που με αφορά πολύ. Η Ρωσία είναι η χώρα που γέννησε το θέατρο συνόλου, το οποίο για μένα είναι πιο επιτακτικό ζητούμενο από μια μεμονωμένη σπουδαία ερμηνεία. Αυτό είναι μια ολόκληρη λειτουργία και ένας ολόκληρος τρόπος δουλειάς στον οποίο πρέπει να εκπαιδευτείς. Έπειτα, ο λαός αντιμετωπίζει την τέχνη ως έναν τρόπο ζωής και όχι ως κάτι προς κατανάλωση. Σαφώς υπάρχουν πάρα πολλά σημεία στον πλανήτη όπου μπορεί κανείς να πάει και να πάρει πολλά εφόδια, αλλά το ζήτημα είναι τι ψάχνει κανείς. Είμαι πολύ ευτυχής γιατί πήγα εκεί όπου έπρεπε να πάω.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Το καλοκαίρι θα σκηνοθετήσω τον «Αγαμέμνονα» στην Επίδαυρο. Το Εθνικό Θέατρο θα ανεβάσει την Ορέστεια με τα τρία μέρη της σκηνοθετημένα από τρεις διαφορετικές γυναίκες σκηνοθέτιδες. Η Λίλλυ Μελεμέ θα σκηνοθετήσει τις «Χοηφόρους» και η Γεωργία Μαυραγάνη τις «Ευμενίδες».
INFO
Βασιλικό Θέατρο
Πρεμιέρα: Απόψε Σάββατο 2 Φεβρουαρίου
Παίζουν: Μάρκος Γέττος, Δανάη Ευθυμιάδη, Ελένη Θυμιοπούλου, Νίκος Καπέλιος, Γιώργος Καύκας, Δημήτρης Κοτζιάς, Ανδρέας Κουτσουρέλης, Ευσταθία Λαγιόκαππα, Ντίνα Μιχαηλίδου, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Κώστας Σαντάς, Εύη Σαρμή, Δημήτρης Σιακάρας, Χρίστος Στυλιανού, Ορέστης Χαλκιάς, Κωνσταντίνος Χατζησάββας
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 6μμ, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 8.30μμ και Κυριακή στις 7μμ
Μεγάλα, λαδί, χαμαιλεοντικού χρώματος, πανέξυπνα μάτια, ζωντανό βλέμμα, καθαρό πρόσωπο, ψηλή ευθυτενής κορμοστασιά. Η σκηνοθέτης Ιώ Βουλγαράκη, μόλις στα 33 της χρόνια, έχοντας στο ενεργητικό της ήδη αρκετές αξιόλογες θεατρικές δουλειές, διαψεύδει από την πρώτη στιγμή τη συνήθη καλλιτεχνική προκατάληψη ότι νέα και ωραία γυναίκα = ατάλαντος άνθρωπος. «Το ότι είμαι γυναίκα σκηνοθέτης είναι... τραγωδία!», λέει και γελάμε κι οι δυο.
«Πιστεύω ότι το θέμα του φύλου είναι ένα ανομολόγητο ταμπού στη σκηνοθεσία. Για παράδειγμα πολλές φορές ακούμε πόσες γυναίκες συμμετέχουν σε ένα φεστιβάλ. Έχει συζητήσει ποτέ κανείς πόσοι είναι οι άντρες; Ως προς όλο αυτό μπήκα με αφέλεια στο θέατρο. Δεν είχα ποτέ σκεφτεί ότι στον καλλιτεχνικό χώρο, που είναι πιο ελεύθερος, θα ήταν ένα ζήτημα. Όσο περνάνε όμως τα χρόνια, διαπιστώνω συχνά ότι υπάρχουν πράγματα στη δουλειά τα οποία πρέπει να τα κερδίσεις με έναν τρόπο που αν ήσουν άντρας δεν θα χρειαζόταν. Δεν μιλάω για την πρόβα και τη δημιουργική διαδικασία, δεν το έχω συναντήσει ποτέ αυτό εκεί. Πιο πολύ αναφέρομαι σε άλλους τομείς, όπως η προβολή ή η ‘λάντζα’ της δουλειάς», λέει στο makthes.gr.
Ήρθε στο ραντεβού σε κεντρικό καφέ της Θεσσαλονίκης φορώντας δύο σκουλαρίκια- τεράστια ασημένια φύλλα, ντυμένη άνετα και απλά, λίγο πριν οδεύσει προς το Βασιλικό Θέατρο για τις τελευταίες δοκιμές της παράστασης «Πυρκαγιές», που σκηνοθετεί και αρχίζει απόψε. Πρόκειται επί της ουσίας για την πρώτη πρεμιέρα του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος το 2019 με τις σκηνές του σε πλήρη λειτουργία, αφού προηγήθηκε ένας μήνας κινητοποιήσεων των ηθοποιών που είχαν ως συνέπεια την ακύρωση της αρχικής πρεμιέρας του έργου. «Είχα την τύχη να έχω έναν θίασο που ανεξάρτητα από τις διαφορετικές απόψεις και την αναταραχή, στήριξε με εκπληκτική πίστη αυτή τη δουλειά. Αυτό δεν είναι αυτονόητο σε μια τέτοια συνθήκη. Είμαι ευγνώμων που η ομάδα των ηθοποιών και των συνεργατών που είχα δεν έχασε τη βούληση και την πίστη της κι έτσι δεν διαλύθηκε η δημιουργική διαδικασία», τονίζει η σκηνοθέτης .
Δεν θέλει να πει πολλά για τις κινητοποιήσεις των ηθοποιών. «Είναι ένα σύμπλοκο πράγμα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως θεωρώ ασύλληπτο το να κλείνει ένα θέατρο. Δεν είμαι εμπλεκόμενη από καμία πλευρά, ούτε από αυτούς που διεκδικούν ούτε από εκείνους που πρέπει να το αντιμετωπίσουν, απλώς πιστεύω ότι όσο και όπου κι αν φτάνουν τα πράγματα, πρέπει το θέατρο να προστατευθεί γιατί είναι ένα δημόσιο αγαθό, αλλά και ένας ιστός με τον κόσμο. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο, δεν γνωρίζω τι είδους βήματα πρέπει να γίνουν. Συνειδητά προσπαθούσα να διαβάζω για να καταλαβαίνω τι γίνεται, αλλά απείχα από τον τρόπο που οι άνθρωποι συζητάνε, αποφασίζουν, πείθουν ο ένας τον άλλον, διαφωνούν και μεταξύ τους και με τη διοίκηση», επισημαίνει.
Είχε πάντως την ευκαιρία να εισαχθεί έστω στο ελάχιστο σε ένα… «εμφυλιοπολεμικό» κλίμα. Ένα τέτοιο, αλλά ασφαλώς πολύ μεγαλύτερης έντασης, περιγράφει και το έργο του ελληνοκαναδού Ουαζντί Μουαουάντ, το οποίο σκηνοθετεί. Το κείμενο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα από τις εσωτερικές συρράξεις που ρήμαξαν τον Λίβανο για να μιλήσει για τις πιο σκοτεινές και παράλογες περιοχές της ανθρώπινης φύσης. Η υπόθεση στρέφεται γύρω από δύο δίδυμα αδέλφια, στα οποία παραδίδεται ένας φάκελος με τις τελευταίες επιθυμίες της μητέρας τους. Ανατρέποντας το παρόν των δύο παιδιών εκείνη τους ζητά να αναζητήσουν έναν πατέρα, τον οποίο νόμιζαν νεκρό και έναν αδελφό που δεν γνώριζαν την ύπαρξή του. Με φόντο την τραγική ιστορική πραγματικότητα του εμφυλίου πολέμου και ψάχνοντας, τα δύο αδέλφια έρχονται αντιμέτωπα με μια αποκάλυψη που ανατρέπει τα πάντα…
Η Ελλάδα είναι μια χώρα που κατά παράδοση «τρέφεται» από εσωτερική πόλωση;
Ο διχασμός είναι παντού και είμαστε πάντα έτοιμοι να φαγωθούμε για όλα, τώρα με το μακεδονικό, πριν με το δημοψήφισμα και πάει λέγοντας. Δεν ξέρω γιατί μας συμβαίνει αυτό. Μάλλον, όπως λέει και το έργο, πρέπει να σπάσουμε το νήμα. Κάπως πρέπει να έρθει μια γενιά και να κάνει τη διαφορά, να αποβάλει από την κληρονομιά της τον θυμό και να αντιμετωπίσει τα ζητήματα πιο ψύχραιμα, πιο αργά και σε βάθος. Σίγουρα, κάτι που ευθύνεται για όλο αυτό είναι ότι στη διαπαιδαγώγησή μας κυριαρχεί ένα κράμα υπερηφάνειας και ενοχής. Άρα είμαστε είτε ήρωες, είτε θύματα κι αυτό είναι μια τάση στην ελληνική κοινωνία και πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να σταματήσει.
Ο Μουαουάντ δεν είναι ένας γνωστός στην Ελλάδα συγγραφέας. Πώς θα τον χαρακτηρίζατε και πώς προέκυψε η παράσταση;
Αρχίζει να γίνεται γνωστός τα τελευταία χρόνια. Είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Τον θεωρώ έναν σύγχρονο κλασικό. Δεν κρύβω ότι δεν γνώριζα το έργο του. Ήταν μια πρόταση του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚΘΒΕ Γιάννη Αναστασάκη και τον ευχαριστώ πολύ θερμά γι’ αυτό. Όταν διάβασα για πρώτη φορά το έργο δεν πίστευα ότι κάποιος σήμερα γράφει έτσι. Για μένα το σημαντικότερο στο έργο του είναι ότι διαχειρίζεται με έναν τρόπο το αιώνιο, δηλαδή γράφει ένα έργο μνήμης. Πατάει πολύ στο παρελθόν το δικό του και της χώρας του, αλλά χωρίς να περιορίζεται καθόλου σε μια ιστορική συγκυρία. Μέσα στο συγκεκριμένο κείμενο δεν αναφέρει καν το όνομα Λίβανος. Με αυτή την έννοια διαχειρίζεται το αιώνιο, δηλαδή δημιουργεί πραγματικά ένα έργο τέχνης που τα μεγέθη του και τα θέματα που ανοίγει θυμίζουν τραγωδία με όρους σημερινούς.
Πώς μπορεί να μιλήσει αυτό το έργο στην ελληνική κοινωνία;
Θεωρώ ότι είναι κοντά σε κάθε κοινωνία που αυτή τη στιγμή πρέπει να διαχειριστεί την αυτογνωσία και την ταυτότητά της. Στην πραγματικότητα ο συγγραφέας θέτει το θέμα της ευθύνης που έχουμε ο ένας απέναντι στον άλλο και άρα απέναντι στη ζωή. Νομίζω ότι μέσα σε όλο αυτό το χάος που περνάει η Ευρώπη και ο κόσμος, αυτό το ζήτημα μας αφορά όλους και όχι μόνο την ελληνική κοινωνία. Είναι ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα, το οποίο θίγεται μέσα από μια προσωπική ιστορία. Το σπουδαίο είναι πως δεν το κάνει γράφοντας ένα προφανές κείμενο. Φτιάχνει μια προσωπική ιστορία δύο παιδιών που καλούνται να ανακαλύψουν μια καταγωγή την οποία αγνοούσαν και αυτό είναι ένας τρόπος να μιλήσεις για το θέμα της ευθύνης και της ταυτότητας. Για μένα ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι το κέντρο της παράστασης. Αυτό με το οποίο συνδέθηκα από την πρώτη στιγμή είναι η διαδρομή των δύο παιδιών για να βρουν ποιοι είναι, κάτι πολύ επώδυνο. Αυτή η υπαρξιακή αναμέτρηση με συγκινεί πολύ και μας αφορά όλους.
Αφιερώνετε την παράσταση στον λιθουανό σκηνοθέτη Εϊμούντας Νεκρόσιους. Πόσο σας έχει επηρεάσει;
Τόλμησα να το κάνω σχεδόν κοκκινίζοντας. Είναι ένας δημιουργός που μ’ έχει καθορίσει. Τον αγάπησα πολύ. Κάποιοι άνθρωποι είναι δάσκαλοί μας ερήμην τους και όταν φεύγουν από τη ζωή νιώθεις ότι χάνεται ένας δικός σου άνθρωπος. Έζησα πολλά χρόνια στη Ρωσία και σπούδασα στην ίδια ακαδημία που ήταν κι εκείνος, πολύ μετά από εκείνον και χωρίς να τον συναναστραφώ. Οπότε όταν συνέπεσε η πρώτη φάση των προβών με τον πρόωρο και αναπάντεχο θάνατό του, αισθάνθηκα ότι πρέπει να το κάνω αυτό γιατί ήμουν σε μια μυστική συνομιλία μαζί του. Πιστεύω ότι είναι σπουδαίο πράγμα να θαυμάζουμε και να τιμούμε αυτούς που θαυμάζουμε και επίσης, αν γίνεται, να είμαστε μαθητές για πάντα. Οι σπουδαιότεροι καλλιτέχνες που γνώρισα δεν ήταν ποτέ εκτός μαθητείας ακόμη και στα βαθιά τους γεράματα.
Γιατί επιλέξατε τη Ρωσία για τις σπουδές σας;
Με οδήγησε εκεί ένα καθαρό ένστικτο. Δεν είχε κάποια λογική. Εκεί οι άνθρωποι εκπαιδεύονται για να κάνουν τέχνη με έναν τρόπο που με αφορά πολύ. Η Ρωσία είναι η χώρα που γέννησε το θέατρο συνόλου, το οποίο για μένα είναι πιο επιτακτικό ζητούμενο από μια μεμονωμένη σπουδαία ερμηνεία. Αυτό είναι μια ολόκληρη λειτουργία και ένας ολόκληρος τρόπος δουλειάς στον οποίο πρέπει να εκπαιδευτείς. Έπειτα, ο λαός αντιμετωπίζει την τέχνη ως έναν τρόπο ζωής και όχι ως κάτι προς κατανάλωση. Σαφώς υπάρχουν πάρα πολλά σημεία στον πλανήτη όπου μπορεί κανείς να πάει και να πάρει πολλά εφόδια, αλλά το ζήτημα είναι τι ψάχνει κανείς. Είμαι πολύ ευτυχής γιατί πήγα εκεί όπου έπρεπε να πάω.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Το καλοκαίρι θα σκηνοθετήσω τον «Αγαμέμνονα» στην Επίδαυρο. Το Εθνικό Θέατρο θα ανεβάσει την Ορέστεια με τα τρία μέρη της σκηνοθετημένα από τρεις διαφορετικές γυναίκες σκηνοθέτιδες. Η Λίλλυ Μελεμέ θα σκηνοθετήσει τις «Χοηφόρους» και η Γεωργία Μαυραγάνη τις «Ευμενίδες».
INFO
Βασιλικό Θέατρο
Πρεμιέρα: Απόψε Σάββατο 2 Φεβρουαρίου
Παίζουν: Μάρκος Γέττος, Δανάη Ευθυμιάδη, Ελένη Θυμιοπούλου, Νίκος Καπέλιος, Γιώργος Καύκας, Δημήτρης Κοτζιάς, Ανδρέας Κουτσουρέλης, Ευσταθία Λαγιόκαππα, Ντίνα Μιχαηλίδου, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Κώστας Σαντάς, Εύη Σαρμή, Δημήτρης Σιακάρας, Χρίστος Στυλιανού, Ορέστης Χαλκιάς, Κωνσταντίνος Χατζησάββας
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 6μμ, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 8.30μμ και Κυριακή στις 7μμ
ΣΧΟΛΙΑ