ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Η Βόρεια Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρότατο θέμα ξηρασίας

Η στάθμη του νερού σε λίμνες και ποτάμια έχει μειωθεί αισθητά- Σοβαρό το πρόβλημα στη Θράκη

 06/08/2024 07:00

Η Βόρεια Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρότατο θέμα ξηρασίας

Σοφία Χριστοφορίδου

Οι επιστήμονες που παρακολουθούν το φαινόμενο ξέρουν ότι φέτος είναι η τρίτη κατά σειρά χρονιά που το ύψος βροχής είναι μειωμένο στη χώρα μας. Μια από αυτούς είναι η καθηγήτρια στο τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος του ΔΠΘ Αλεξάνδρα Γκεμιτζή. Όπως επισημαίνει στη «ΜτΚ» το πρόβλημα είναι οξύτατο στην Κρήτη και στη Θράκη, αλλά και σε όλη την Ανατολική Ελλάδα. η Ανατολική Πελοπόννησος, η Ανατολική Αττική. Για την Κεντρική Μακεδονία τα δορυφορικά δεδομένα δείχνουν επίσης ότι πλήττεται από ξηρασία, αν και σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με τη Θράκη, όπου οι βροχοπτώσεις ήταν 30%-40% κάτω από τον μακροχρόνιο μέσο όρο. «Εφόσον είμαστε στον τρίτο χρόνο με τόσο μειωμένες βροχοπτώσεις, πλέον έχει αρχίσει να γίνεται εμφανές παντού. Τα ρέματα και τα ποτάμια που είχαν ροή το καλοκαίρι τώρα δεν έχουν τίποτα. Για παράδειγμα ο Κομψάτος και ο Φιλουρής έχουν πάρα πολύ μειωμένη ροή. Στον Έβρο έχει εισχωρήσει το θαλασσινό, στον Νέστο αναφέρονται μειωμένες ποσότητες και προβλήματα από τη ΔΕΗ. Γενικότερα όταν και η Βουλγαρία έχει προβλήματα ξηρασίας, επηρεάζονται και τα διασυνοριακά ποτάμια».

«Όλα τα ποτάμια που έρχονται από τη Βουλγαρία έχουν χαμηλή ροή φέτος» διαπιστώνει ο γενικός γραμματέας φυσικού περιβάλλοντος και υδάτων Πέτρος Βαρελίδης, φέρνοντας ως παράδειγμα τον Έβρο, που «φέτος έχει το μισό από το ελάχιστο που είχε, αλλά επειδή οι αρδευτικές ανάγκες και από τα δύο πλευρές των συνόρων παραμένουν σταθερές αυτό τελικά αφήνει πολύ λίγο νερό στο ποτάμι».

«Ήταν ένας ξηρός και θερμός χειμώνας για τις περισσότερες περιοχές της χώρας, αλλά και ιδιαίτερα για την Βόρεια Ελλάδα. Οι μεγαλύτερες αποκλίσεις τον χειμώνα που μας πέρασε σημειώθηκαν στη Βόρεια Ελλάδα, στις περιοχές της Ανατολικής Θράκης, αλλά και στα νησιά του Βορείου Αιγαίου Τον Φεβρουάριο που μας πέρασε τα ύψη βροχόπτωσης ήταν περίπου στο μισό, των κανονικών χειμώνων. Η Βόρεια Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρότατα θέματα ξηρασίας εδώ και αρκετούς μήνες» τονίζει μιλώντας στη «ΜτΚ» ο Αθανάσιος Λουκάς, καθηγητής ΑΠΘ καθηγητής στο τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, με εξειδίκευση στη διαχείριση υδατικών πόρων.

Λιγότερο χιόνι το χειμώνα, σημαίνει ξηρασία το καλοκαίρι

Το πρόβλημα της ξηρασίας μπορεί να γίνεται αισθητό το καλοκαίρι, αλλά η αφετηρία του είναι τον χειμώνα, με την έλλειψη βροχών, αλλά κυρίως χιονοπτώσεων, καθώς τα χιόνια είναι αυτά που αναπληρώνουν τον υδροφόρο ορίζοντα ομαλά, ενώ με τη δυνατή βροχή το νερό φεύγει γρήγορα προς τη θάλασσα.

«Στις βόρειες και ορεινές περιοχές της χώρας, αλλά και στη Βουλγαρία και τη Βόρεια Μακεδονία, δεν είχαμε σημαντικές χιονοπτώσεις. Αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν άμεσα τους υδατικούς πόρους στην χώρα μας συνολικά, και ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα που οι περισσότεροι υδατικοί πόροι είναι διασυνοριακοί. Αυτή η κατάσταση της θερμοκρασίας και της υετόπτωσης εξηγεί φαινόμενα όπως η πλήρης αποξήρανση της Πικρολίμνη και η μεγάλη πτώση της στάθμης στη Δοϊράνη, στις Πρέσπες και στην Κερκίνη» σημειώνει κ. Λουκάς .

«Λόγω της έλλειψης του χιονιού η στάθμη του νερού στη Δοϊράνη έχει πέσει πάνω από ένα μέτρο, στον Αγγίτη που είναι παραπόταμος του Στρυμόνα έχει μειωθεί από 50% μέχρι 80%. Σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα έχουμε έχουμε σοβαρά προβλήματα διότι χρησιμοποιούμε κυρίως επιφανειακά ύδατα για άρδευση» τονίζει στη «ΜτΚ» ο Σπύρος Μάμαλης, πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ και καθηγητής στο ΔΠΘ.

«Η μείωση ή εξαφάνιση του νερού στους ταμιευτήρες, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, οφείλεται κυρίως στη έλλειψη χιονοπτώσεων. Βλέπουμε μια πολύ σημαντική μείωση των ημερών χιονόπτωσης και χιονοκάλυψης στα ορεινά της Δυτικής Μακεδονίας και της Κεντρικής Ανατολικής Μακεδονίας. Το πρόβλημα το ξέραμε εδώ και πάνω από δέκα χρόνια. Μας το λέγανε τα προγνωστικά μοντέλα ότι ένα hot spot της κλιματικής αλλαγής είναι τα Βαλκάνια. Στη χώρα μας επηρεάζεται κυρίως η Βόρεια Ελλάδα από την άνοδο της θερμοκρασίας. Το ξέραμε ότι θα μειωθούν οι χιονοπτώσεις, άρα θα έπρεπε να είχαν προβλεφθεί και ότι οι ταμιευτήρες δεν θα γεμίζουν τόσο όσο γέμιζαν στο παρελθόν» εξηγεί στη «ΜτΚ» ο Δρ. Σταύρος Ντάφης, ερευνητής στο Ινστιτούτο Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.

Εάν επιβεβαιωθεί ότι θα ζήσουμε το απαισιόδοξο σενάριο εξέλιξης της κλιματικής αλλαγής, όχι μόνο θα συνεχίσει να ανεβαίνει η θερμοκρασία αλλά θα μειωθούν περαιτέρω οι χιονοπτώσεις στη χώρα μας, εκτιμά ο κ. Ντάφης. «Θα εντοπίζουμε χιόνια σε όλο ένα και μεγαλύτερα υψόμετρα και σε όλο ένα μικρότερες περιόδους μέσα στο έτος. Αυτό σημαίνει λιγότερο διαθέσιμο νερό για τους ταμιευτήρες, φυσικούς και τεχνητούς».

Να προετοιμαστούμε, ψυχολογικά ότι θα πούμε το νερό νεράκι; «Όχι, αν κάνουμε τα έργα που πρέπει, όπως κάναμε μετά το 1994, στην Αθήνα» απαντά ο κ. Ντάφης. «Αν όμως συνεχίσουμε χωρίς να κάνουμε τίποτα, το πρόβλημα θα ενταθεί. Δεν λέμε ότι τα επόμενα 10 χρόνια ή 20 χρόνια κάποιοι χειμώνας δεν θα δώσουν σποραδικά αρκετές χιονοπτώσεις, που θα μετριάσουν το πρόβλημα της λειψυδρίας. Αλλά σαν τάση αυτό το πρόβλημα θα συνεχιστεί και θα ενταθεί. Πρέπει να δούμε πώς μπορούμε να συγκρατήσουμε κάποια από τα νερά που πέφτουν έντονα».

nero-vrysis.jpg



Στόχος σε 2-3 χρόνια να έχει λυθεί το πρόβλημα

«Λόγω των έργων υποδομής τα τελευταία χρόνια η πίεση στην ύδρευση, είναι μικρότερη από ό,τι ήταν 15-20 χρόνια πριν. Όμως σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας υπήρχε πάντα λειψυδρία- σε ορισμένες περιπτώσεις λόγω στρεβλής διαχείρισης του νερού, σε άλλες λόγω της υποδοχής πολύ μεγάλου αριθμού τουριστών που αυξάνει τη ζήτηση», υποστηρίζει ο γ.γ. Υδάτων του ΥΠΕΝ, σχολιάζοντας ότι «το πρόβλημα είναι ότι αυτοί που έχουν την ευθύνη για το πόσιμο νερό, οι Δήμοι και οι ΔΕΥΑ θυμούνται το πρόβλημα το Μάιο και το ξεχνάν τον Σεπτέμβριο».

Το ερώτημα είναι τι κάνει η πολιτεία για αυτό, γιατί όπως και ο ίδιος παραδέχεται «είναι ένα δομικό πρόβλημα και μας κοστίζει πολύ περισσότερο όταν το αντιμετωπίζουμε πυροσβεστικά. Εμείς θέλουμε μεσοπρόθεσμα, δηλαδή στα επόμενα δύο με τρία χρόνια να έχει λυθεί το πρόβλημα αυτό, ως επί το πλείστον. Πάντα θα χρειάζεσαι και έκτακτές λύσεις, αλλά αυτές πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο δυνατό».

Το υπουργείο Περιβάλλοντος ανέθεσε μια προκαταρκτική μελέτη για να χαρτογραφήσει το πρόβλημα στα νησιά του Αιγαίου, «την οποία θα πρέπει να διευρύνουμε, ώστε να συμπεριλάβει όλη την Ελλάδα, γιατί το πρόβλημα δυστυχώς δεν είναι μόνο στο Αιγαίο. Αυτή τη στιγμή ξέρουμε ποιες περιοχές έχουν πρόβλημα, αλλά δεν έχουμε ιεράρχηση για το πού πρέπει να παρέμβουμε πρώτα. Θα πρέπει να κάνουμε ένα επιχειρησιακό σχέδιο και όχι απλώς ένα σχέδιο κατευθύνσεων, να εντοπίσουμε ποιες περιοχές έχουν προτεραιότητα και στην κάθε μία ξεχωριστά ποια είναι η φύση του προβλήματος και να χρηματοδοτήσουμε το αντίστοιχο έργο που θα έχει το βέλτιστο αποτέλεσμα. Γιατί τώρα η αίσθηση μας είναι ότι τα έργα γίνονται αποσπασματικά και κάπως τυχαία» παραδέχεται ο κ. Βαρελίδης. Ο στόχος του υπουργείου Περιβάλλοντος είναι τα επόμενα δύο-τρία χρόνια «να προχωρήσουμε και στο σχεδιασμό, αλλά και στην υλοποίηση του σχεδιασμού, δηλαδή να γίνουν αυτά τα έργα, έτσι ώστε τα επόμενα καλοκαίρια να μας βρουν σε πολύ καλύτερη θέση».


-----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σπύρος Μάμαλης, πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ

Με σωστά αρδευτικά δίκτυα θα εξοικονομήσουμε 20% του νερού

Ο αγροτικός τομέας στη χώρα μας αλλά και διεθνώς καταναλώνει γύρω στο 80% του χρησιμοποιούμενου ύδατος. Στο υδατικό διαμέρισμα Μακεδονίας το ποσοστό αυτό φτάνει το 85%. Το νερό προέρχεται εξίσου από τα επιφανειακά ύδατα (360. εκατ. κ.μ.), κυρίως τον ποταμό Αξιό, όσο και από ιδιωτικές γεωτρήσεις (389 εκατ. κ.μ). Με δεδομένο τον όγκο της κατανάλωσης οι απώλειες νερού από τα δίκτυα αποτελούν τεράστιο πρόβλημα. «Στην Ελλάδα χάνεται 40% με 50% του ύδατος από απώλειες είτε στο αρδευτικό δίκτυο, είτε στο δίκτυο ύδρευσης, είτε λόγω εξάτμισης από τα επιφανειακά, όταν το αποδεκτό όριο παγκοσμίως είναι γύρω στο 20% και στην Βόρεια Ευρώπη έχουμε γύρω στο 15%. Μπορούμε να εξοικονομήσουμε ένα 20% με σωστά δίκτυα και με έργα υποδομής» τονίζει στη «ΜτΚ» ο Σπύρος Μάμαλης πρόεδρος του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.

Το 2021 ανακοινώθηκε ένα τεράστιο πρόγραμμα αρδευτικών έργων ύψους άνω των 4 δισ. ευρώ με την ονομασία «Ύδωρ 2.0», που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και από εθνικά προγράμματα. Σκοπός του προγράμματος ήταν η άρδευση περισσότερων από 1,3 εκατ. στρεμμάτων, η μείωση των απωλειών και η ορθολογικότερη διαχείριση του νερού. Τρία χρόνια μετά ο κ. Μάμαλης παρατηρεί ότι «είμαστε σε πολύ πρώιμο στάδιο, δυστυχώς δεν υπήρχε ωρίμαση ούτε των μελετών, ούτε των έργων, ούτε των ΣΔΙΤ τα οποία φιλοδοξούσε η τότε πολιτική ηγεσία να κάνει».

potisma.jpg


Ένα άλλο πεδίο εξοικονόμησης νερού, στο οποίο δίνει έμφαση και η Ε.Ε., είναι η στροφή σε καλλιέργειες που έχουν μικρότερες ανάγκες σε νερό. «Ούτε αυτό προχώρησε. Το αντίθετο, υπάρχουν τεράστιες καθυστερήσεις στην εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, στην παροχή γνώσης στους αγρότες, ώστε να γίνουν πιο παραγωγικοί και πιο αποδοτικοί όσον αφορά τους πόρους, με αποτέλεσμα να δημιουργούν όλα αυτά τα προβλήματα. Αν τα είχαμε κάνει αυτά από τότε που μας τα είχε επιβάλλει η ΕΕ, τώρα θα είμαστε σε μια πολύ καλύτερη θέση. Δεν τα κάναμε όμως, αργούμε χαρακτηριστικά».

Οι επιστήμονες που παρακολουθούν το φαινόμενο ξέρουν ότι φέτος είναι η τρίτη κατά σειρά χρονιά που το ύψος βροχής είναι μειωμένο στη χώρα μας. Μια από αυτούς είναι η καθηγήτρια στο τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος του ΔΠΘ Αλεξάνδρα Γκεμιτζή. Όπως επισημαίνει στη «ΜτΚ» το πρόβλημα είναι οξύτατο στην Κρήτη και στη Θράκη, αλλά και σε όλη την Ανατολική Ελλάδα. η Ανατολική Πελοπόννησος, η Ανατολική Αττική. Για την Κεντρική Μακεδονία τα δορυφορικά δεδομένα δείχνουν επίσης ότι πλήττεται από ξηρασία, αν και σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με τη Θράκη, όπου οι βροχοπτώσεις ήταν 30%-40% κάτω από τον μακροχρόνιο μέσο όρο. «Εφόσον είμαστε στον τρίτο χρόνο με τόσο μειωμένες βροχοπτώσεις, πλέον έχει αρχίσει να γίνεται εμφανές παντού. Τα ρέματα και τα ποτάμια που είχαν ροή το καλοκαίρι τώρα δεν έχουν τίποτα. Για παράδειγμα ο Κομψάτος και ο Φιλουρής έχουν πάρα πολύ μειωμένη ροή. Στον Έβρο έχει εισχωρήσει το θαλασσινό, στον Νέστο αναφέρονται μειωμένες ποσότητες και προβλήματα από τη ΔΕΗ. Γενικότερα όταν και η Βουλγαρία έχει προβλήματα ξηρασίας, επηρεάζονται και τα διασυνοριακά ποτάμια».

«Όλα τα ποτάμια που έρχονται από τη Βουλγαρία έχουν χαμηλή ροή φέτος» διαπιστώνει ο γενικός γραμματέας φυσικού περιβάλλοντος και υδάτων Πέτρος Βαρελίδης, φέρνοντας ως παράδειγμα τον Έβρο, που «φέτος έχει το μισό από το ελάχιστο που είχε, αλλά επειδή οι αρδευτικές ανάγκες και από τα δύο πλευρές των συνόρων παραμένουν σταθερές αυτό τελικά αφήνει πολύ λίγο νερό στο ποτάμι».

«Ήταν ένας ξηρός και θερμός χειμώνας για τις περισσότερες περιοχές της χώρας, αλλά και ιδιαίτερα για την Βόρεια Ελλάδα. Οι μεγαλύτερες αποκλίσεις τον χειμώνα που μας πέρασε σημειώθηκαν στη Βόρεια Ελλάδα, στις περιοχές της Ανατολικής Θράκης, αλλά και στα νησιά του Βορείου Αιγαίου Τον Φεβρουάριο που μας πέρασε τα ύψη βροχόπτωσης ήταν περίπου στο μισό, των κανονικών χειμώνων. Η Βόρεια Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρότατα θέματα ξηρασίας εδώ και αρκετούς μήνες» τονίζει μιλώντας στη «ΜτΚ» ο Αθανάσιος Λουκάς, καθηγητής ΑΠΘ καθηγητής στο τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, με εξειδίκευση στη διαχείριση υδατικών πόρων.

Λιγότερο χιόνι το χειμώνα, σημαίνει ξηρασία το καλοκαίρι

Το πρόβλημα της ξηρασίας μπορεί να γίνεται αισθητό το καλοκαίρι, αλλά η αφετηρία του είναι τον χειμώνα, με την έλλειψη βροχών, αλλά κυρίως χιονοπτώσεων, καθώς τα χιόνια είναι αυτά που αναπληρώνουν τον υδροφόρο ορίζοντα ομαλά, ενώ με τη δυνατή βροχή το νερό φεύγει γρήγορα προς τη θάλασσα.

«Στις βόρειες και ορεινές περιοχές της χώρας, αλλά και στη Βουλγαρία και τη Βόρεια Μακεδονία, δεν είχαμε σημαντικές χιονοπτώσεις. Αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν άμεσα τους υδατικούς πόρους στην χώρα μας συνολικά, και ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα που οι περισσότεροι υδατικοί πόροι είναι διασυνοριακοί. Αυτή η κατάσταση της θερμοκρασίας και της υετόπτωσης εξηγεί φαινόμενα όπως η πλήρης αποξήρανση της Πικρολίμνη και η μεγάλη πτώση της στάθμης στη Δοϊράνη, στις Πρέσπες και στην Κερκίνη» σημειώνει κ. Λουκάς .

«Λόγω της έλλειψης του χιονιού η στάθμη του νερού στη Δοϊράνη έχει πέσει πάνω από ένα μέτρο, στον Αγγίτη που είναι παραπόταμος του Στρυμόνα έχει μειωθεί από 50% μέχρι 80%. Σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα έχουμε έχουμε σοβαρά προβλήματα διότι χρησιμοποιούμε κυρίως επιφανειακά ύδατα για άρδευση» τονίζει στη «ΜτΚ» ο Σπύρος Μάμαλης, πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ και καθηγητής στο ΔΠΘ.

«Η μείωση ή εξαφάνιση του νερού στους ταμιευτήρες, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, οφείλεται κυρίως στη έλλειψη χιονοπτώσεων. Βλέπουμε μια πολύ σημαντική μείωση των ημερών χιονόπτωσης και χιονοκάλυψης στα ορεινά της Δυτικής Μακεδονίας και της Κεντρικής Ανατολικής Μακεδονίας. Το πρόβλημα το ξέραμε εδώ και πάνω από δέκα χρόνια. Μας το λέγανε τα προγνωστικά μοντέλα ότι ένα hot spot της κλιματικής αλλαγής είναι τα Βαλκάνια. Στη χώρα μας επηρεάζεται κυρίως η Βόρεια Ελλάδα από την άνοδο της θερμοκρασίας. Το ξέραμε ότι θα μειωθούν οι χιονοπτώσεις, άρα θα έπρεπε να είχαν προβλεφθεί και ότι οι ταμιευτήρες δεν θα γεμίζουν τόσο όσο γέμιζαν στο παρελθόν» εξηγεί στη «ΜτΚ» ο Δρ. Σταύρος Ντάφης, ερευνητής στο Ινστιτούτο Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.

Εάν επιβεβαιωθεί ότι θα ζήσουμε το απαισιόδοξο σενάριο εξέλιξης της κλιματικής αλλαγής, όχι μόνο θα συνεχίσει να ανεβαίνει η θερμοκρασία αλλά θα μειωθούν περαιτέρω οι χιονοπτώσεις στη χώρα μας, εκτιμά ο κ. Ντάφης. «Θα εντοπίζουμε χιόνια σε όλο ένα και μεγαλύτερα υψόμετρα και σε όλο ένα μικρότερες περιόδους μέσα στο έτος. Αυτό σημαίνει λιγότερο διαθέσιμο νερό για τους ταμιευτήρες, φυσικούς και τεχνητούς».

Να προετοιμαστούμε, ψυχολογικά ότι θα πούμε το νερό νεράκι; «Όχι, αν κάνουμε τα έργα που πρέπει, όπως κάναμε μετά το 1994, στην Αθήνα» απαντά ο κ. Ντάφης. «Αν όμως συνεχίσουμε χωρίς να κάνουμε τίποτα, το πρόβλημα θα ενταθεί. Δεν λέμε ότι τα επόμενα 10 χρόνια ή 20 χρόνια κάποιοι χειμώνας δεν θα δώσουν σποραδικά αρκετές χιονοπτώσεις, που θα μετριάσουν το πρόβλημα της λειψυδρίας. Αλλά σαν τάση αυτό το πρόβλημα θα συνεχιστεί και θα ενταθεί. Πρέπει να δούμε πώς μπορούμε να συγκρατήσουμε κάποια από τα νερά που πέφτουν έντονα».

nero-vrysis.jpg



Στόχος σε 2-3 χρόνια να έχει λυθεί το πρόβλημα

«Λόγω των έργων υποδομής τα τελευταία χρόνια η πίεση στην ύδρευση, είναι μικρότερη από ό,τι ήταν 15-20 χρόνια πριν. Όμως σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας υπήρχε πάντα λειψυδρία- σε ορισμένες περιπτώσεις λόγω στρεβλής διαχείρισης του νερού, σε άλλες λόγω της υποδοχής πολύ μεγάλου αριθμού τουριστών που αυξάνει τη ζήτηση», υποστηρίζει ο γ.γ. Υδάτων του ΥΠΕΝ, σχολιάζοντας ότι «το πρόβλημα είναι ότι αυτοί που έχουν την ευθύνη για το πόσιμο νερό, οι Δήμοι και οι ΔΕΥΑ θυμούνται το πρόβλημα το Μάιο και το ξεχνάν τον Σεπτέμβριο».

Το ερώτημα είναι τι κάνει η πολιτεία για αυτό, γιατί όπως και ο ίδιος παραδέχεται «είναι ένα δομικό πρόβλημα και μας κοστίζει πολύ περισσότερο όταν το αντιμετωπίζουμε πυροσβεστικά. Εμείς θέλουμε μεσοπρόθεσμα, δηλαδή στα επόμενα δύο με τρία χρόνια να έχει λυθεί το πρόβλημα αυτό, ως επί το πλείστον. Πάντα θα χρειάζεσαι και έκτακτές λύσεις, αλλά αυτές πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο δυνατό».

Το υπουργείο Περιβάλλοντος ανέθεσε μια προκαταρκτική μελέτη για να χαρτογραφήσει το πρόβλημα στα νησιά του Αιγαίου, «την οποία θα πρέπει να διευρύνουμε, ώστε να συμπεριλάβει όλη την Ελλάδα, γιατί το πρόβλημα δυστυχώς δεν είναι μόνο στο Αιγαίο. Αυτή τη στιγμή ξέρουμε ποιες περιοχές έχουν πρόβλημα, αλλά δεν έχουμε ιεράρχηση για το πού πρέπει να παρέμβουμε πρώτα. Θα πρέπει να κάνουμε ένα επιχειρησιακό σχέδιο και όχι απλώς ένα σχέδιο κατευθύνσεων, να εντοπίσουμε ποιες περιοχές έχουν προτεραιότητα και στην κάθε μία ξεχωριστά ποια είναι η φύση του προβλήματος και να χρηματοδοτήσουμε το αντίστοιχο έργο που θα έχει το βέλτιστο αποτέλεσμα. Γιατί τώρα η αίσθηση μας είναι ότι τα έργα γίνονται αποσπασματικά και κάπως τυχαία» παραδέχεται ο κ. Βαρελίδης. Ο στόχος του υπουργείου Περιβάλλοντος είναι τα επόμενα δύο-τρία χρόνια «να προχωρήσουμε και στο σχεδιασμό, αλλά και στην υλοποίηση του σχεδιασμού, δηλαδή να γίνουν αυτά τα έργα, έτσι ώστε τα επόμενα καλοκαίρια να μας βρουν σε πολύ καλύτερη θέση».


-----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σπύρος Μάμαλης, πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ

Με σωστά αρδευτικά δίκτυα θα εξοικονομήσουμε 20% του νερού

Ο αγροτικός τομέας στη χώρα μας αλλά και διεθνώς καταναλώνει γύρω στο 80% του χρησιμοποιούμενου ύδατος. Στο υδατικό διαμέρισμα Μακεδονίας το ποσοστό αυτό φτάνει το 85%. Το νερό προέρχεται εξίσου από τα επιφανειακά ύδατα (360. εκατ. κ.μ.), κυρίως τον ποταμό Αξιό, όσο και από ιδιωτικές γεωτρήσεις (389 εκατ. κ.μ). Με δεδομένο τον όγκο της κατανάλωσης οι απώλειες νερού από τα δίκτυα αποτελούν τεράστιο πρόβλημα. «Στην Ελλάδα χάνεται 40% με 50% του ύδατος από απώλειες είτε στο αρδευτικό δίκτυο, είτε στο δίκτυο ύδρευσης, είτε λόγω εξάτμισης από τα επιφανειακά, όταν το αποδεκτό όριο παγκοσμίως είναι γύρω στο 20% και στην Βόρεια Ευρώπη έχουμε γύρω στο 15%. Μπορούμε να εξοικονομήσουμε ένα 20% με σωστά δίκτυα και με έργα υποδομής» τονίζει στη «ΜτΚ» ο Σπύρος Μάμαλης πρόεδρος του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.

Το 2021 ανακοινώθηκε ένα τεράστιο πρόγραμμα αρδευτικών έργων ύψους άνω των 4 δισ. ευρώ με την ονομασία «Ύδωρ 2.0», που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και από εθνικά προγράμματα. Σκοπός του προγράμματος ήταν η άρδευση περισσότερων από 1,3 εκατ. στρεμμάτων, η μείωση των απωλειών και η ορθολογικότερη διαχείριση του νερού. Τρία χρόνια μετά ο κ. Μάμαλης παρατηρεί ότι «είμαστε σε πολύ πρώιμο στάδιο, δυστυχώς δεν υπήρχε ωρίμαση ούτε των μελετών, ούτε των έργων, ούτε των ΣΔΙΤ τα οποία φιλοδοξούσε η τότε πολιτική ηγεσία να κάνει».

potisma.jpg


Ένα άλλο πεδίο εξοικονόμησης νερού, στο οποίο δίνει έμφαση και η Ε.Ε., είναι η στροφή σε καλλιέργειες που έχουν μικρότερες ανάγκες σε νερό. «Ούτε αυτό προχώρησε. Το αντίθετο, υπάρχουν τεράστιες καθυστερήσεις στην εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, στην παροχή γνώσης στους αγρότες, ώστε να γίνουν πιο παραγωγικοί και πιο αποδοτικοί όσον αφορά τους πόρους, με αποτέλεσμα να δημιουργούν όλα αυτά τα προβλήματα. Αν τα είχαμε κάνει αυτά από τότε που μας τα είχε επιβάλλει η ΕΕ, τώρα θα είμαστε σε μια πολύ καλύτερη θέση. Δεν τα κάναμε όμως, αργούμε χαρακτηριστικά».

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία