Ιλαρά: 3 επιδημίες στην Ελλάδα με 4 θανάτους και 4.151 κρούσματα - Ποιες ηλικίες είναι πιο ευάλωτες
08/02/2024 15:45
08/02/2024 15:45
Τα επιδημιολογικά δεδομένα για την ιλαρά στην Ελλάδα κατά το διάστημα 2004 – 2023 έδωσε στη δημοσιότητα ο ΕΟΔΥ.
Να σημειωθεί πως η ιλαρά είναι υποχρεωτικώς δηλούμενο νόσημα, οπότε υπάρχουν λεπτομερή στοιχεία και από τις 3 επιδημίες που καταγράφηκαν στη χώρα μας κατά την χρονική περίοδο 2004-2023.
Και συγκεκριμένα κατά τα έτη 2005-2006, 2010-2011 και 2017-2018.
Συγκεντρωτικά και από τις τρεις, δηλώθηκαν συνολικά 4.151 κρούσματα με μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στο σύνολο της χώρας 1,92/100.000 πληθυσμού.
Η πλειοψηφία των κρουσμάτων αφορούσε Έλληνες Ρομά (56,9%), αλλά και νεαρούς ενήλικες από το γενικό πληθυσμό που ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι. Το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη επίπτωση στην ηλικιακή ομάδα 0-4 ετών. Δηλώθηκαν συνολικά 4 θάνατοι με μέση ετήσια θνητότητα 0,02%.
Συμπερασματικά ο ΕΟΔΥ καθώς παρατηρείται νέα έξαρση της ιλαράς στην Ευρώπη με χιλιάδες κρούσματα, αλλά και η σποραδικά κρούσματα (πέντε επιβεβαιωμένα) και στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κρήτη και τη Βόρεια Ελλάδα, «η επιδημιολογική επιτήρηση της νόσου και η έγκαιρη εφαρμογή εμβολιασμού αποτελούν τα πλέον ενδεδειγμένα μέτρα για τον έλεγχο της νόσου», όπως αναφέρουν οι επιστήμονες του Οργανισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται αναγκαία αφενός η εγρήγορση των επαγγελματιών υγείας και αφετέρου η εντατικοποίηση των εμβολιασμών με έμφαση στους εμβολιασμούς ειδικών πληθυσμιακών ομάδων, νεαρών εφήβων και ενηλίκων που δεν ολοκλήρωσαν τον εμβολιασμό τους στο παρελθόν, καθώς και η συνεχιζόμενη εγρήγορση των τοπικών και εθνικών αρχών.
Η ιλαρά είναι ιογενής λοίμωξη που οφείλεται στον ιό της ιλαράς. Πρόκειται για RNA ιό που ανήκει στην ομάδα των παραμυξοϊών του γένους Morbillivirus.
Διακρίνονται 3 στάδια της νόσου:
Ο χρόνος επώασης κυμαίνεται από 7-21 ημέρες (συνήθως 10-12 ημέρες από την έκθεση έως το πρόδρομο στάδιο και 14 ημέρες από την έκθεση έως την εμφάνιση του εξανθήματος).
Η νόσος μεταδίδεται από άτομο σε άτομο αερογενώς, με σταγονίδια και με άμεση επαφή με ρινικές ή φαρυγγικές εκκρίσεις ασθενών. Σπανιότερα, μεταδίδεται μέσω αντικειμένων προσφάτως μολυνθέντων με ρινοφαρυγγικές εκκρίσεις. Ο ιός της ιλαράς μπορεί να παραμείνει σε μολυσμένες επιφάνειες και στον περιβάλλοντα χώρο (σε σταγονίδια) μέχρι 2 ώρες μετά την αποχώρηση του ασθενούς. Η ιλαρά παρουσιάζει πολύ υψηλή μεταδοτικότητα με ποσοστό δευτερογενούς προσβολής έως 90% μεταξύ επίνοσων ατόμων (π.χ. ατόμων που δεν έχουν ανοσοποιηθεί). Για να σταματήσει η μετάδοση της νόσου απαιτείται ανοσία του πληθυσμού σε ποσοστό μεγαλύτερο του 95% [9].
Η μετάδοση γίνεται 4 ημέρες πριν την έκθυση του εξανθήματος έως 4 ημέρες μετά. Τα κρούσματα ιλαράς εμφανίζονται συνήθως στο τέλος του χειμώνα και στην αρχή της άνοιξης και η νόσος είναι πιο σοβαρή σε βρέφη και ενήλικες κυρίως λόγω επιπλοκών.
Η ιλαρά παραμένει μια σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως, με περίπου 9,7 εκατομμύρια περιστατικά και περισσότερους από 140.000 θανάτους το 2018, κυρίως σε παιδιά <5 ετών, παρά την ύπαρξη ασφαλών και αποτελεσματικών εμβολίων .
Η ιλαρά αποτελεί νόσο-στόχο του Π.Ο.Υ. προς εξάλειψη. Το νέο παγκόσμιο στρατηγικό πλαίσιο του Π.Ο.Υ. 2021-2030 έχει σαν όραμα την επίτευξη και διατήρηση ενός κόσμου χωρίς ιλαρά, ερυθρά και σύνδρομο συγγενούς ερυθράς.
Κατά την χρονική περίοδο 2004-2023, εκδηλώθηκαν τρεις επιδημίες ιλαράς στη χώρα μας κατά τα έτη 2005-2006, 2010-2011 και 2017-2018 και δηλώθηκαν μέσω του συστήματος υποχρεωτικής δήλωσης στο Τμήμα Νοσημάτων που προλαμβάνονται με εμβολιασμό και συγγενών λοιμώξεων του ΕΟΔΥ, συνολικά 4.151 κρούσματα ιλαράς.
Συγκεκριμένα, η πρώτη επιδημία κορυφώθηκε το έτος 2006 με 518 δηλωθέντα κρούσματα και μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 4,71/100.000 πληθυσμού.
Η δεύτερη επιδημία, περιορισμένης έκτασης, εκδηλώθηκε το έτος 2010 με 149 δηλωθέντα κρούσματα και μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 1,34/100.000 πληθυσμού.
Η τρίτη και μεγαλύτερης έκτασης επιδημία άρχισε το έτος 2017 με 968 δηλωθέντα κρούσματα και μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 8,99/100.000 πληθυσμού και κορυφώθηκε το επόμενο έτος με 2.291 δηλωθέντα κρούσματα και μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 21,33/100.000 πληθυσμού.
Κατά τα έτη 2021, 2022 και 2023 δε δηλώθηκε κανένα κρούσμα ιλαράς. Επισημαίνεται η πιθανότητα υποδήλωσης λόγω της πανδημίας COVID-19. Συνολικά, η μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση για την περίοδο 2004-2023 στο σύνολο της χώρας ήταν 1,92/100.000 πληθυσμού (μέση τιμή αριθμού κρουσμάτων κατ’ έτος: 207,6 , συνολικός αριθμός κρουσμάτων: 4.151).
Για την περίοδο 2004-2023, ο αριθμός των κρουσμάτων με γνωστή ηλικία και φύλο ήταν 4.109. Το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη επίπτωση στην ηλικιακή ομάδα 0-4 ετών, με μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 15,6 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμού ακολουθούμενη από την ηλικιακή ομάδα 5-14 ετών με μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 5,11 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμού.
Η μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες κυμάνθηκε από 1,96 (στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών) έως 0,01 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμού στην ηλικιακή ομάδα >64 ετών (Γράφημα 2).
H μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στους άνδρες και στις γυναίκες ήταν παραπλήσια (άνδρες: 1,95/100.000 πληθυσμού, γυναίκες: 1,86/100.000 πληθυσμού).
Από το σύνολο των δηλωθέντων κρουσμάτων για την περίοδο 2004-2023, η εθνικότητα ήταν γνωστή για 4.046 (97,5%).
Από αυτά:
• 3.583 κρούσματα (88,6%) ήταν ελληνικής υπηκοότητας:
▪ 1.261 (31,2%) ανήκαν στον γενικό πληθυσμό,
▪ 2.303 (56,9%) ήταν Έλληνες Ρομά, ▪ 19 (0,5%) ήταν Έλληνες άλλων ειδικών ομάδων και
• 463 κρούσματα (11,4%) ήταν αλλοδαπής υπηκοότητας.
Η πλειοψηφία των κρουσμάτων αφορά κυρίως σε Έλληνες Ρομά, γεγονός που υποδεικνύει ότι η ευρεία διασπορά της νόσου γίνεται σε θύλακες πληθυσμού με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη.
Κατά την περίοδο 2004-2023, το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στη Δυτική Ελλάδα (5,97/100.000) και στη Θεσσαλία (3,70/100.000). Σχετικά υψηλή ήταν η μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση και στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (2,96/100.000) και στην Πελοπόννησο (2,57/100.000). Η χαμηλότερη μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση παρουσιάστηκε στη Δυτική Μακεδονία και στην Ήπειρο (0,20/100.000 και 0,31/100.000 αντίστοιχα). Εργαστηριακά δεδομένα Κατά την περίοδο 2004-2023, το ποσοστό των εργαστηριακά επιβεβαιωμένων κρουσμάτων που δηλώθηκαν ήταν 56,7%.
Επί του συνόλου των κρουσμάτων της περιόδου 2004-2023, η εμβολιαστική κατάσταση ήταν γνωστή για τα 3.637 (87,6%). Στην πλειονότητα, τα κρούσματα ήταν ανεμβολίαστα (77,4%, 3.211/4.151). Σε 426 κρούσματα για τα οποία ήταν διαθέσιμη η πληροφορία του αριθμού των δόσεων του εμβολίου (μονοδύναμο ιλαράς ή MMR) δηλώθηκε ότι 319 (74,9%) είχαν εμβολιαστεί με μόνο μία δόση, 48 (11,3%) είχαν εμβολιαστεί με δυο δόσεις, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις ο ακριβής αριθμός των δόσεων ήταν άγνωστος.
Από το σύνολο των 4.151 κρουσμάτων ιλαράς, που δηλώθηκαν το διάστημα 2004-2023, νοσηλεύτηκαν τα 2.630 (63,36%). Συνολικά 715 κρούσματα παρουσίασαν επιπλοκές με συχνότερα δηλούμενες: πνευμονία (273), ωτίτιδα (111), ηπατίτιδα (74), αυξημένα επίπεδα τρανσαμινασών (67), βρογχιολίτιδα (59).
Αξίζει να σημειωθεί η δήλωση 6 περιπτώσεων εγκεφαλίτιδας. Κατά την επιδημική έξαρση των ετών 2017-2018, σημειώθηκαν 4 θάνατοι (2 σε κάθε έτος). Η ετήσια θνητότητα για τα έτη 2017 και 2018 ανάγεται σε 0,21% και 0,09% αντίστοιχα, ενώ η μέση θνητότητα για την περίοδο 2004-2023 είναι 0,1%. Σε όλα τα υπόλοιπα κρούσματα που καταγράφηκαν κατά την περίοδο 2004-2023, η έκβαση ήταν ίαση.
Η νόσος παρουσιάζει σχετικά χαμηλή μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στη χώρα μας κατά την περίοδο 2004-2023 (19,2/1.000.000 πληθυσμού).
Κατά την περίοδο 2004-2023 καταγράφηκαν τρεις επιδημίες ιλαράς, εκ των οποίων η πρώτη το 2005-2006, που ήταν και η πρώτη επιδημία εθνικής κλίμακας από το 1996. Η επιδημία επιβεβαίωσε τη συνεχιζόμενη κυκλοφορία του ιού ιλαράς στην Ελλάδα και ανέδειξε το ρόλο των πληθυσμών με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη, όπως οι Ρομά και οι μετανάστες.
Η επιδημία ξεκίνησε σε πληθυσμό Ρομά στη Βόρεια Ελλάδα και επεκτάθηκε σε άλλα τμήματα του πληθυσμού. Αφορούσε κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά, μετανάστες καθώς και άτομα 15-29 ετών και 30- 39 ετών από το γενικό πληθυσμό μεταξύ των οποίων υπήρχαν επίνοσοι στην ιλαρά, καθώς ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι.
Η δεύτερη επιδημία καταγράφηκε το 2010-2011. Αφετηρία της επιδημίας αποτέλεσαν κρούσματα Βουλγαρικής υπηκοότητας, που εργάζονταν εποχικά στη χώρα μας και πιθανά σχετίζονταν με τη μεγάλη επιδημία ιλαράς στη Βουλγαρία. Η πλειοψηφία των ασθενών βουλγαρικής υπηκοότητας ήταν ανεμβολίαστα παιδιά κυρίως ηλικίας 1-4 ετών.
Η επιδημία επεκτάθηκε σε άτομα Ελληνικής υπηκοότητας που ήταν Έλληνες Ρομά, στην πλειοψηφία τους ανεμβολίαστα παιδιά κυρίως ηλικίας 1-4 ετών, και Έλληνες που δεν ανήκαν σε ειδική πληθυσμιακή ομάδα, στην πλειοψηφία τους ηλικίας >20 ετών ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι.
Η τρίτη επιδημία καταγράφηκε το 2017-2018 και αφορούσε κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά, καθώς και άτομα 25-44 ετών από το γενικό πληθυσμό που ήταν επίνοσα στην ιλαρά, μεταξύ των οποίων και επαγγελματίες υγείας που ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι.
Οι επιδημίες ιλαράς στη χώρα μας υπογραμμίζουν την ανάγκη ενίσχυσης της εμβολιαστικής κάλυψης, ιδίως σε άτομα που ανήκουν σε ειδική πληθυσμιακή ομάδα, αλλά και την ολοκλήρωση του εμβολιασμού με 2 δόσεις εμβολίου ιλαράς σε επίνοσα παιδιά, εφήβους και νεαρούς ενήλικες του γενικού πληθυσμού.
Α) Προληπτικά μέτρα
Κεντρικό σημείο της στρατηγικής πρόληψης της ιλαράς είναι ο εμβολιασμός. Το εμβόλιο που κυκλοφορεί περιέχει ζώντα εξασθενημένο ιό ιλαράς, που έχει καλλιεργηθεί σε κύτταρα εμβρύου όρνιθας. Το εμβόλιο συνιστάται να γίνεται υποδόρια σε δυο δόσεις και σε κάθε περίπτωση είναι καλύτερο να δίνεται με τη μορφή τριδύναμου (ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας) ή τετραδύναμου εμβολίου (ιλαράς-ερυθράςπαρωτίτιδας-ανεμευλογιάς).
Στη χώρα μας κυκλοφορούν εμβόλια που περιέχουν τα στελέχη Edmonston (M-M-R VAX PRO) και Schwartz (PRIORIX και PRIORIX-TETRA).
Στην Ελλάδα, το εμβόλιο ιλαράς άρχισε να κυκλοφορεί στο εμπόριο στις αρχές της δεκαετίας του ’70, εντάχθηκε στο Εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών το 1981 και το 1989 εντάχθηκε ως τριπλό εμβόλιο ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας (MMR).
Το 1991 καθιερώθηκε η 2η δόση του MMR σε ηλικία 11-12 ετών και από το 1999 αυτή γίνεται σε ηλικία 4-6 ετών.
Σύμφωνα με το τρέχον Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών Παιδιών και Εφήβων 2023 συνιστώνται 2 δόσεις του εμβολίου.
Η 2η δόση συστήνεται σε ηλικία 24–47 μηνών, μπορεί όμως να χορηγηθεί και νωρίτερα, αρκεί να έχουν περάσει 4 εβδομάδες μετά την πρώτη. Και οι δύο δόσεις πρέπει να χορηγούνται μετά το 12ο μήνα ζωής.
Παιδιά και έφηβοι που δεν έχουν εμβολιασθεί με 2η δόση πρέπει να αναπληρώσουν το ταχύτερο δυνατόν.
Επίσης, σε περιόδους επιδημίας μπορεί να γίνεται εμβολιασμός με MMR από την ηλικία των 6 μηνών. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να επανεμβολιάζονται με 2 δόσεις MMR μετά την ηλικία των 12 μηνών σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα.
Το εμβόλιο εξασφαλίζει μακρόχρονη ανοσία και έχει βρεθεί ότι σε παιδιά που εμβολιάστηκαν σε ηλικία 15 μηνών, αυτή ανέρχεται σε ποσοστό 98%, ενώ αν εμβολιάστηκαν σε ηλικία 12 μηνών το ποσοστό είναι 95%.
Περίπου 2%-5% των παιδιών που εμβολιάζονται με την πρώτη δόση του εμβολίου παρουσιάζουν αποτυχία στην πρωτογενή αντισωματική απάντηση. Τα περισσότερα από τα παιδιά που δεν ανέπτυξαν αντισώματα μετά την πρώτη δόση, ανταποκρίνονται με τη δεύτερη δόση, ώστε το 99% των εμβολιασθέντων με δυο δόσεις παιδιών να παρουσιάζουν αντισωματική απάντηση ενδεικτική ανοσίας στην ιλαρά.
Στις αναπτυσσόμενες χώρες, στις οποίες η ιλαρά αποτελεί σημαντική αιτία βρεφικής θνησιμότητας, ο ΠΟΥ συστήνει γίνεται το εμβόλιο Edmonston-Zagreb με αυξημένη περιεκτικότητα σε εξασθενημένους ιούς, σε βρέφη ηλικίας 6 μηνών λόγω της αποτελεσματικότητάς του ήδη από τον 6ο μήνα της ζωής.
Η χορήγηση του εμβολίου με ζώντες εξασθενημένους ιούς αντενδείκνυται στις παρακάτω περιπτώσεις:
• Σε ασθενείς με ανοσοκαταστολή. Η HIV λοίμωξη δεν αποτελεί απόλυτη αντένδειξη
• Σε επίνοσες γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας θα πρέπει να δίνονται σαφείς οδηγίες να αποφύγουν την εγκυμοσύνη για τουλάχιστον ένα μήνα μετά τον εμβολιασμό τους με εμβόλιο MMR για τον θεωρητικό κίνδυνο πρόκλησης βλάβης στο έμβρυο
• Σε άτομα που παρουσίασαν αντίδραση υπερευαισθησίας σε προηγούμενη δόση του εμβολίου, στη ζελατίνη ή στη νεομυκίνη. Η αλλεργία στο αβγό δεν αποτελεί αντένδειξη.
• Το εμβόλιο θα πρέπει να χορηγείται τουλάχιστον 14 ημέρες πριν τη χορήγηση γ-σφαιρίνης ή μετάγγισης αίματος ή 3 μήνες μετά .
Β) Έλεγχος κρουσμάτων, φορέων, στενού περιβάλλοντος
• Δήλωση του κρούσματος στις αρμόδιες υγειονομικές αρχές
• Απομόνωση των ασθενών δεν εφαρμόζεται σε ευρεία βάση στην κοινότητα. Παιδιά με ιλαρά απομακρύνονται από το σχολείο για 4-5 ημέρες από την εμφάνιση του εξανθήματος. Αν υπάρχουν παιδιά του στενού περιβάλλοντος των κρουσμάτων με πρόδρομα καταρροϊκά φαινόμενα, πρέπει να περιορισθεί η επικοινωνία με ευπαθή άτομα, ιδίως βρέφη και εγκυμονούσες [3,4].
• Καραντίνα πρακτικά δεν εφαρμόζεται
• Ταυτόχρονη απολύμανση δεν εφαρμόζεται
• Εμβολιασμός των στενών επαφών, αν γίνει εντός 72 ωρών από την έκθεση στον ιό, προσφέρει ικανοποιητική προστασία
• Παθητική ανοσοποίηση με ανοσοσφαιρίνη (IVIG) εφαρμόζεται μέσα στις πρώτες 6 ημέρες από την έκθεση στον ιό σε ευπαθή βρέφη κάτω του έτους και έγκυες γυναίκες ή ανοσοκατασταλμένα άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του ασθενούς, που έχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών ή σε άτομα που ο εμβολιασμός αντενδείκνυται. Δόση 0,25 ml/kg βάρους σώματος (ανοσοκατασταλμένα 0,5 ml/kg βάρους σώματος) με μέγιστη δόση τα 15 ml ενδομυϊκά. Το εμβόλιο με ζώντες εξασθενημένους ιούς θα πρέπει να χορηγηθεί σε όλα τα παραπάνω άτομα που έλαβαν ανοσοσφαιρίνη, μετά από 5-6 μήνες, εκτός όσων ο εμβολιασμός αντενδείκνυται.
• Διερεύνηση των επαφών και της πηγής μόλυνσης: Θα πρέπει να γίνει έλεγχος για εντοπισμό της πηγής μόλυνσης και αναζήτηση άλλων πιθανών κρουσμάτων στο ευρύτερο περιβάλλον του ασθενούς. Οι στενές επαφές από το οικογενειακό, εργασιακό, σχολικό, κοινωνικό περιβάλλον, ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, θα πρέπει να διερευνώνται σε όλη την περίοδο μεταδοτικότητας της νόσου
• Ειδική θεραπεία ασθενών δεν εφαρμόζεται. Σε αναπτυσσόμενες χώρες και ιδίως σε παιδιά με υποθρεψία, συνιστάται η χορήγηση βιταμίνης Α για πρόληψη επιπλοκών (τύφλωση) και μείωση της θνητότητας.
Πηγή: Iatropedia.gr
05/02/2024 09:58
Τα επιδημιολογικά δεδομένα για την ιλαρά στην Ελλάδα κατά το διάστημα 2004 – 2023 έδωσε στη δημοσιότητα ο ΕΟΔΥ.
Να σημειωθεί πως η ιλαρά είναι υποχρεωτικώς δηλούμενο νόσημα, οπότε υπάρχουν λεπτομερή στοιχεία και από τις 3 επιδημίες που καταγράφηκαν στη χώρα μας κατά την χρονική περίοδο 2004-2023.
Και συγκεκριμένα κατά τα έτη 2005-2006, 2010-2011 και 2017-2018.
Συγκεντρωτικά και από τις τρεις, δηλώθηκαν συνολικά 4.151 κρούσματα με μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στο σύνολο της χώρας 1,92/100.000 πληθυσμού.
Η πλειοψηφία των κρουσμάτων αφορούσε Έλληνες Ρομά (56,9%), αλλά και νεαρούς ενήλικες από το γενικό πληθυσμό που ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι. Το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη επίπτωση στην ηλικιακή ομάδα 0-4 ετών. Δηλώθηκαν συνολικά 4 θάνατοι με μέση ετήσια θνητότητα 0,02%.
Συμπερασματικά ο ΕΟΔΥ καθώς παρατηρείται νέα έξαρση της ιλαράς στην Ευρώπη με χιλιάδες κρούσματα, αλλά και η σποραδικά κρούσματα (πέντε επιβεβαιωμένα) και στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κρήτη και τη Βόρεια Ελλάδα, «η επιδημιολογική επιτήρηση της νόσου και η έγκαιρη εφαρμογή εμβολιασμού αποτελούν τα πλέον ενδεδειγμένα μέτρα για τον έλεγχο της νόσου», όπως αναφέρουν οι επιστήμονες του Οργανισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται αναγκαία αφενός η εγρήγορση των επαγγελματιών υγείας και αφετέρου η εντατικοποίηση των εμβολιασμών με έμφαση στους εμβολιασμούς ειδικών πληθυσμιακών ομάδων, νεαρών εφήβων και ενηλίκων που δεν ολοκλήρωσαν τον εμβολιασμό τους στο παρελθόν, καθώς και η συνεχιζόμενη εγρήγορση των τοπικών και εθνικών αρχών.
Η ιλαρά είναι ιογενής λοίμωξη που οφείλεται στον ιό της ιλαράς. Πρόκειται για RNA ιό που ανήκει στην ομάδα των παραμυξοϊών του γένους Morbillivirus.
Διακρίνονται 3 στάδια της νόσου:
Ο χρόνος επώασης κυμαίνεται από 7-21 ημέρες (συνήθως 10-12 ημέρες από την έκθεση έως το πρόδρομο στάδιο και 14 ημέρες από την έκθεση έως την εμφάνιση του εξανθήματος).
Η νόσος μεταδίδεται από άτομο σε άτομο αερογενώς, με σταγονίδια και με άμεση επαφή με ρινικές ή φαρυγγικές εκκρίσεις ασθενών. Σπανιότερα, μεταδίδεται μέσω αντικειμένων προσφάτως μολυνθέντων με ρινοφαρυγγικές εκκρίσεις. Ο ιός της ιλαράς μπορεί να παραμείνει σε μολυσμένες επιφάνειες και στον περιβάλλοντα χώρο (σε σταγονίδια) μέχρι 2 ώρες μετά την αποχώρηση του ασθενούς. Η ιλαρά παρουσιάζει πολύ υψηλή μεταδοτικότητα με ποσοστό δευτερογενούς προσβολής έως 90% μεταξύ επίνοσων ατόμων (π.χ. ατόμων που δεν έχουν ανοσοποιηθεί). Για να σταματήσει η μετάδοση της νόσου απαιτείται ανοσία του πληθυσμού σε ποσοστό μεγαλύτερο του 95% [9].
Η μετάδοση γίνεται 4 ημέρες πριν την έκθυση του εξανθήματος έως 4 ημέρες μετά. Τα κρούσματα ιλαράς εμφανίζονται συνήθως στο τέλος του χειμώνα και στην αρχή της άνοιξης και η νόσος είναι πιο σοβαρή σε βρέφη και ενήλικες κυρίως λόγω επιπλοκών.
Η ιλαρά παραμένει μια σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως, με περίπου 9,7 εκατομμύρια περιστατικά και περισσότερους από 140.000 θανάτους το 2018, κυρίως σε παιδιά <5 ετών, παρά την ύπαρξη ασφαλών και αποτελεσματικών εμβολίων .
Η ιλαρά αποτελεί νόσο-στόχο του Π.Ο.Υ. προς εξάλειψη. Το νέο παγκόσμιο στρατηγικό πλαίσιο του Π.Ο.Υ. 2021-2030 έχει σαν όραμα την επίτευξη και διατήρηση ενός κόσμου χωρίς ιλαρά, ερυθρά και σύνδρομο συγγενούς ερυθράς.
Κατά την χρονική περίοδο 2004-2023, εκδηλώθηκαν τρεις επιδημίες ιλαράς στη χώρα μας κατά τα έτη 2005-2006, 2010-2011 και 2017-2018 και δηλώθηκαν μέσω του συστήματος υποχρεωτικής δήλωσης στο Τμήμα Νοσημάτων που προλαμβάνονται με εμβολιασμό και συγγενών λοιμώξεων του ΕΟΔΥ, συνολικά 4.151 κρούσματα ιλαράς.
Συγκεκριμένα, η πρώτη επιδημία κορυφώθηκε το έτος 2006 με 518 δηλωθέντα κρούσματα και μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 4,71/100.000 πληθυσμού.
Η δεύτερη επιδημία, περιορισμένης έκτασης, εκδηλώθηκε το έτος 2010 με 149 δηλωθέντα κρούσματα και μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 1,34/100.000 πληθυσμού.
Η τρίτη και μεγαλύτερης έκτασης επιδημία άρχισε το έτος 2017 με 968 δηλωθέντα κρούσματα και μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 8,99/100.000 πληθυσμού και κορυφώθηκε το επόμενο έτος με 2.291 δηλωθέντα κρούσματα και μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 21,33/100.000 πληθυσμού.
Κατά τα έτη 2021, 2022 και 2023 δε δηλώθηκε κανένα κρούσμα ιλαράς. Επισημαίνεται η πιθανότητα υποδήλωσης λόγω της πανδημίας COVID-19. Συνολικά, η μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση για την περίοδο 2004-2023 στο σύνολο της χώρας ήταν 1,92/100.000 πληθυσμού (μέση τιμή αριθμού κρουσμάτων κατ’ έτος: 207,6 , συνολικός αριθμός κρουσμάτων: 4.151).
Για την περίοδο 2004-2023, ο αριθμός των κρουσμάτων με γνωστή ηλικία και φύλο ήταν 4.109. Το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη επίπτωση στην ηλικιακή ομάδα 0-4 ετών, με μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 15,6 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμού ακολουθούμενη από την ηλικιακή ομάδα 5-14 ετών με μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 5,11 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμού.
Η μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες κυμάνθηκε από 1,96 (στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών) έως 0,01 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμού στην ηλικιακή ομάδα >64 ετών (Γράφημα 2).
H μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στους άνδρες και στις γυναίκες ήταν παραπλήσια (άνδρες: 1,95/100.000 πληθυσμού, γυναίκες: 1,86/100.000 πληθυσμού).
Από το σύνολο των δηλωθέντων κρουσμάτων για την περίοδο 2004-2023, η εθνικότητα ήταν γνωστή για 4.046 (97,5%).
Από αυτά:
• 3.583 κρούσματα (88,6%) ήταν ελληνικής υπηκοότητας:
▪ 1.261 (31,2%) ανήκαν στον γενικό πληθυσμό,
▪ 2.303 (56,9%) ήταν Έλληνες Ρομά, ▪ 19 (0,5%) ήταν Έλληνες άλλων ειδικών ομάδων και
• 463 κρούσματα (11,4%) ήταν αλλοδαπής υπηκοότητας.
Η πλειοψηφία των κρουσμάτων αφορά κυρίως σε Έλληνες Ρομά, γεγονός που υποδεικνύει ότι η ευρεία διασπορά της νόσου γίνεται σε θύλακες πληθυσμού με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη.
Κατά την περίοδο 2004-2023, το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στη Δυτική Ελλάδα (5,97/100.000) και στη Θεσσαλία (3,70/100.000). Σχετικά υψηλή ήταν η μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση και στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (2,96/100.000) και στην Πελοπόννησο (2,57/100.000). Η χαμηλότερη μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση παρουσιάστηκε στη Δυτική Μακεδονία και στην Ήπειρο (0,20/100.000 και 0,31/100.000 αντίστοιχα). Εργαστηριακά δεδομένα Κατά την περίοδο 2004-2023, το ποσοστό των εργαστηριακά επιβεβαιωμένων κρουσμάτων που δηλώθηκαν ήταν 56,7%.
Επί του συνόλου των κρουσμάτων της περιόδου 2004-2023, η εμβολιαστική κατάσταση ήταν γνωστή για τα 3.637 (87,6%). Στην πλειονότητα, τα κρούσματα ήταν ανεμβολίαστα (77,4%, 3.211/4.151). Σε 426 κρούσματα για τα οποία ήταν διαθέσιμη η πληροφορία του αριθμού των δόσεων του εμβολίου (μονοδύναμο ιλαράς ή MMR) δηλώθηκε ότι 319 (74,9%) είχαν εμβολιαστεί με μόνο μία δόση, 48 (11,3%) είχαν εμβολιαστεί με δυο δόσεις, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις ο ακριβής αριθμός των δόσεων ήταν άγνωστος.
Από το σύνολο των 4.151 κρουσμάτων ιλαράς, που δηλώθηκαν το διάστημα 2004-2023, νοσηλεύτηκαν τα 2.630 (63,36%). Συνολικά 715 κρούσματα παρουσίασαν επιπλοκές με συχνότερα δηλούμενες: πνευμονία (273), ωτίτιδα (111), ηπατίτιδα (74), αυξημένα επίπεδα τρανσαμινασών (67), βρογχιολίτιδα (59).
Αξίζει να σημειωθεί η δήλωση 6 περιπτώσεων εγκεφαλίτιδας. Κατά την επιδημική έξαρση των ετών 2017-2018, σημειώθηκαν 4 θάνατοι (2 σε κάθε έτος). Η ετήσια θνητότητα για τα έτη 2017 και 2018 ανάγεται σε 0,21% και 0,09% αντίστοιχα, ενώ η μέση θνητότητα για την περίοδο 2004-2023 είναι 0,1%. Σε όλα τα υπόλοιπα κρούσματα που καταγράφηκαν κατά την περίοδο 2004-2023, η έκβαση ήταν ίαση.
Η νόσος παρουσιάζει σχετικά χαμηλή μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στη χώρα μας κατά την περίοδο 2004-2023 (19,2/1.000.000 πληθυσμού).
Κατά την περίοδο 2004-2023 καταγράφηκαν τρεις επιδημίες ιλαράς, εκ των οποίων η πρώτη το 2005-2006, που ήταν και η πρώτη επιδημία εθνικής κλίμακας από το 1996. Η επιδημία επιβεβαίωσε τη συνεχιζόμενη κυκλοφορία του ιού ιλαράς στην Ελλάδα και ανέδειξε το ρόλο των πληθυσμών με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη, όπως οι Ρομά και οι μετανάστες.
Η επιδημία ξεκίνησε σε πληθυσμό Ρομά στη Βόρεια Ελλάδα και επεκτάθηκε σε άλλα τμήματα του πληθυσμού. Αφορούσε κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά, μετανάστες καθώς και άτομα 15-29 ετών και 30- 39 ετών από το γενικό πληθυσμό μεταξύ των οποίων υπήρχαν επίνοσοι στην ιλαρά, καθώς ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι.
Η δεύτερη επιδημία καταγράφηκε το 2010-2011. Αφετηρία της επιδημίας αποτέλεσαν κρούσματα Βουλγαρικής υπηκοότητας, που εργάζονταν εποχικά στη χώρα μας και πιθανά σχετίζονταν με τη μεγάλη επιδημία ιλαράς στη Βουλγαρία. Η πλειοψηφία των ασθενών βουλγαρικής υπηκοότητας ήταν ανεμβολίαστα παιδιά κυρίως ηλικίας 1-4 ετών.
Η επιδημία επεκτάθηκε σε άτομα Ελληνικής υπηκοότητας που ήταν Έλληνες Ρομά, στην πλειοψηφία τους ανεμβολίαστα παιδιά κυρίως ηλικίας 1-4 ετών, και Έλληνες που δεν ανήκαν σε ειδική πληθυσμιακή ομάδα, στην πλειοψηφία τους ηλικίας >20 ετών ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι.
Η τρίτη επιδημία καταγράφηκε το 2017-2018 και αφορούσε κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά, καθώς και άτομα 25-44 ετών από το γενικό πληθυσμό που ήταν επίνοσα στην ιλαρά, μεταξύ των οποίων και επαγγελματίες υγείας που ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι.
Οι επιδημίες ιλαράς στη χώρα μας υπογραμμίζουν την ανάγκη ενίσχυσης της εμβολιαστικής κάλυψης, ιδίως σε άτομα που ανήκουν σε ειδική πληθυσμιακή ομάδα, αλλά και την ολοκλήρωση του εμβολιασμού με 2 δόσεις εμβολίου ιλαράς σε επίνοσα παιδιά, εφήβους και νεαρούς ενήλικες του γενικού πληθυσμού.
Α) Προληπτικά μέτρα
Κεντρικό σημείο της στρατηγικής πρόληψης της ιλαράς είναι ο εμβολιασμός. Το εμβόλιο που κυκλοφορεί περιέχει ζώντα εξασθενημένο ιό ιλαράς, που έχει καλλιεργηθεί σε κύτταρα εμβρύου όρνιθας. Το εμβόλιο συνιστάται να γίνεται υποδόρια σε δυο δόσεις και σε κάθε περίπτωση είναι καλύτερο να δίνεται με τη μορφή τριδύναμου (ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας) ή τετραδύναμου εμβολίου (ιλαράς-ερυθράςπαρωτίτιδας-ανεμευλογιάς).
Στη χώρα μας κυκλοφορούν εμβόλια που περιέχουν τα στελέχη Edmonston (M-M-R VAX PRO) και Schwartz (PRIORIX και PRIORIX-TETRA).
Στην Ελλάδα, το εμβόλιο ιλαράς άρχισε να κυκλοφορεί στο εμπόριο στις αρχές της δεκαετίας του ’70, εντάχθηκε στο Εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών το 1981 και το 1989 εντάχθηκε ως τριπλό εμβόλιο ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας (MMR).
Το 1991 καθιερώθηκε η 2η δόση του MMR σε ηλικία 11-12 ετών και από το 1999 αυτή γίνεται σε ηλικία 4-6 ετών.
Σύμφωνα με το τρέχον Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών Παιδιών και Εφήβων 2023 συνιστώνται 2 δόσεις του εμβολίου.
Η 2η δόση συστήνεται σε ηλικία 24–47 μηνών, μπορεί όμως να χορηγηθεί και νωρίτερα, αρκεί να έχουν περάσει 4 εβδομάδες μετά την πρώτη. Και οι δύο δόσεις πρέπει να χορηγούνται μετά το 12ο μήνα ζωής.
Παιδιά και έφηβοι που δεν έχουν εμβολιασθεί με 2η δόση πρέπει να αναπληρώσουν το ταχύτερο δυνατόν.
Επίσης, σε περιόδους επιδημίας μπορεί να γίνεται εμβολιασμός με MMR από την ηλικία των 6 μηνών. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να επανεμβολιάζονται με 2 δόσεις MMR μετά την ηλικία των 12 μηνών σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα.
Το εμβόλιο εξασφαλίζει μακρόχρονη ανοσία και έχει βρεθεί ότι σε παιδιά που εμβολιάστηκαν σε ηλικία 15 μηνών, αυτή ανέρχεται σε ποσοστό 98%, ενώ αν εμβολιάστηκαν σε ηλικία 12 μηνών το ποσοστό είναι 95%.
Περίπου 2%-5% των παιδιών που εμβολιάζονται με την πρώτη δόση του εμβολίου παρουσιάζουν αποτυχία στην πρωτογενή αντισωματική απάντηση. Τα περισσότερα από τα παιδιά που δεν ανέπτυξαν αντισώματα μετά την πρώτη δόση, ανταποκρίνονται με τη δεύτερη δόση, ώστε το 99% των εμβολιασθέντων με δυο δόσεις παιδιών να παρουσιάζουν αντισωματική απάντηση ενδεικτική ανοσίας στην ιλαρά.
Στις αναπτυσσόμενες χώρες, στις οποίες η ιλαρά αποτελεί σημαντική αιτία βρεφικής θνησιμότητας, ο ΠΟΥ συστήνει γίνεται το εμβόλιο Edmonston-Zagreb με αυξημένη περιεκτικότητα σε εξασθενημένους ιούς, σε βρέφη ηλικίας 6 μηνών λόγω της αποτελεσματικότητάς του ήδη από τον 6ο μήνα της ζωής.
Η χορήγηση του εμβολίου με ζώντες εξασθενημένους ιούς αντενδείκνυται στις παρακάτω περιπτώσεις:
• Σε ασθενείς με ανοσοκαταστολή. Η HIV λοίμωξη δεν αποτελεί απόλυτη αντένδειξη
• Σε επίνοσες γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας θα πρέπει να δίνονται σαφείς οδηγίες να αποφύγουν την εγκυμοσύνη για τουλάχιστον ένα μήνα μετά τον εμβολιασμό τους με εμβόλιο MMR για τον θεωρητικό κίνδυνο πρόκλησης βλάβης στο έμβρυο
• Σε άτομα που παρουσίασαν αντίδραση υπερευαισθησίας σε προηγούμενη δόση του εμβολίου, στη ζελατίνη ή στη νεομυκίνη. Η αλλεργία στο αβγό δεν αποτελεί αντένδειξη.
• Το εμβόλιο θα πρέπει να χορηγείται τουλάχιστον 14 ημέρες πριν τη χορήγηση γ-σφαιρίνης ή μετάγγισης αίματος ή 3 μήνες μετά .
Β) Έλεγχος κρουσμάτων, φορέων, στενού περιβάλλοντος
• Δήλωση του κρούσματος στις αρμόδιες υγειονομικές αρχές
• Απομόνωση των ασθενών δεν εφαρμόζεται σε ευρεία βάση στην κοινότητα. Παιδιά με ιλαρά απομακρύνονται από το σχολείο για 4-5 ημέρες από την εμφάνιση του εξανθήματος. Αν υπάρχουν παιδιά του στενού περιβάλλοντος των κρουσμάτων με πρόδρομα καταρροϊκά φαινόμενα, πρέπει να περιορισθεί η επικοινωνία με ευπαθή άτομα, ιδίως βρέφη και εγκυμονούσες [3,4].
• Καραντίνα πρακτικά δεν εφαρμόζεται
• Ταυτόχρονη απολύμανση δεν εφαρμόζεται
• Εμβολιασμός των στενών επαφών, αν γίνει εντός 72 ωρών από την έκθεση στον ιό, προσφέρει ικανοποιητική προστασία
• Παθητική ανοσοποίηση με ανοσοσφαιρίνη (IVIG) εφαρμόζεται μέσα στις πρώτες 6 ημέρες από την έκθεση στον ιό σε ευπαθή βρέφη κάτω του έτους και έγκυες γυναίκες ή ανοσοκατασταλμένα άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του ασθενούς, που έχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών ή σε άτομα που ο εμβολιασμός αντενδείκνυται. Δόση 0,25 ml/kg βάρους σώματος (ανοσοκατασταλμένα 0,5 ml/kg βάρους σώματος) με μέγιστη δόση τα 15 ml ενδομυϊκά. Το εμβόλιο με ζώντες εξασθενημένους ιούς θα πρέπει να χορηγηθεί σε όλα τα παραπάνω άτομα που έλαβαν ανοσοσφαιρίνη, μετά από 5-6 μήνες, εκτός όσων ο εμβολιασμός αντενδείκνυται.
• Διερεύνηση των επαφών και της πηγής μόλυνσης: Θα πρέπει να γίνει έλεγχος για εντοπισμό της πηγής μόλυνσης και αναζήτηση άλλων πιθανών κρουσμάτων στο ευρύτερο περιβάλλον του ασθενούς. Οι στενές επαφές από το οικογενειακό, εργασιακό, σχολικό, κοινωνικό περιβάλλον, ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, θα πρέπει να διερευνώνται σε όλη την περίοδο μεταδοτικότητας της νόσου
• Ειδική θεραπεία ασθενών δεν εφαρμόζεται. Σε αναπτυσσόμενες χώρες και ιδίως σε παιδιά με υποθρεψία, συνιστάται η χορήγηση βιταμίνης Α για πρόληψη επιπλοκών (τύφλωση) και μείωση της θνητότητας.
Πηγή: Iatropedia.gr
ΣΧΟΛΙΑ