Κ. Φουντουλάκης: Γιατί αυξήθηκε η κατάθλιψη στην Ελλάδα και διεθνώς
19/04/2024 14:08
19/04/2024 14:08
Πριν από λίγες ημέρες η Ευρωπαϊκή Εταιρία Νευρο-Ψυχοφαρμακολογίας (European College of Neuropsychopharmacology - ECNP) ανακοίνωσε πως απονέμει το βραβείο ECNP CITATION AWARD 2024 στον καθηγητή του ΑΠΘ και διευθυντή της Γ Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, Κωνσταντίνο Φουντουλάκη.
Η διεθνής μελέτη με επικεφαλής τον ίδιο, για την κατάθλιψη στην εποχή της πανδημίας, που δημοσιεύτηκε το 2022 με 55.589 συμμετέχοντες από 40 χώρες, είχε τις περισσότερες βιβλιογραφικές αναφορές από κάθε άλλη στο περιοδικό της Επιστημονικής Εταιρείας, κατά την τελευταία διετία.
Ο καθηγητής Φουντουλάκης άλλωστε είχε καταταχθεί για το έτος 2023 στο ανώτερο 0,5% όλων των επιστημόνων όλων των εποχών από την κατάταξη του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ και πρώτος με βάση την κατάταξη αυτή στην Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ.
Η συγκεκριμένη μελέτη προσδιόριζε την επίπτωση της κατάθλιψης στον γενικό πληθυσμό, σε επίπεδα που έπειτα από επεξεργασία κυμαίνονται από 10% ως 12% ενώ καταδείκνυε πως ένα στα τρία άτομα με ιστορικό ψυχικής νόσου υποτροπίασαν και επανεμφάνισαν κατάθλιψη κατά την περίοδο της πανδημίας και των περιορισμών μετακίνησης.
Δύο χρόνια μετά, ενώ έχουμε αφήσει πίσω μας την οξεία φάση της πανδημίας, ο καθηγητής μιλάει στο iatronet.gr για πόσο αυτή επηρέασε την αύξηση της κατάθλιψης στον πληθυσμό και τι έχει αφήσει πίσω της. Επισημαίνει πως η πανδημία επιτάχυνε περαιτέρω μια προϊούσα αύξηση των ψυχικών διαταραχών, που παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο - και στην Ελλάδα - από τις αρχές του 21ου αιώνα.
Παράλληλα, επιχειρεί μια πολιτικο-κοινωνικο-οικονομική προσέγγιση για τις αιτίες αυτής της αύξησης, που σύμφωνα με την οπτική του είναι βαθύτερες και δεν περιορίζονται σε παράγοντες όπως η πανδημία ή η οικονομική κρίση.
Η προϊούσα επιδείνωση της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, που παρατηρείται την τελευταία 20ετία δεν μπορεί να ερμηνευτεί με απόλυτη σαφήνεια, αναφέρει ο κ. Φουντουλάκης. Σύμφωνα με την προσέγγισή του, είναι πιθανό να οφείλεται και στην αλλαγή όλων των παραμέτρων της κοινωνίας, του θεσμού της οικογένειας και οικονομικών παραγόνων.
"Η Ελλάδα για πάρα πολλά χρόνια βρισκόταν στην πλεονεκτική θέση να συνδυάζει όλα τα πλεονεκτήματα της δύσης με όλα τα πλεονεκτήματα της ανατολής. Σήμερα δυτικοποιούμαστε σε πολύ μεγάλο βαθμό, αλλά αυτό είναι ασύμμετρο και ατελές, τελικά μπορεί να βρεθούμε με το άθροισμα των μειονεκτημάτων τόσο της δύσης όσο και της ανατολής. Αυτό είναι ένα καμπανάκι", παρατηρεί και συμπληρώνει: "η οικογένεια γίνεται όλο και πιο μικρή, πιο πυρηνική, αποδυναμώνεται ο κοινωνικός ιστός παραδοσιακού τύπου, στον οποίο η Ελλάδα βασίστηκε διαχρονικά. Την ώρα που αυτός ο ιστός καταρρέει, δεν φαίνεται να μπορούμε να αναπτύξουμε τον κοινωνικό ιστό δυτικού τύπου, που βασίζεται κυρίως στην κοινότητα και όχι τόσο στην οικογένεια".
Τα αποτελέσματα αυτού του μετασχηματισμού, κατά τον καθηγητή, φαίνονται σε πολλά πεδία: "Το βλέπουμε στη βία των ανηλίκων, όπου η οικογένεια αδυνατεί να παίξει τον ρόλο της, γιατί έχει σχεδόν απονομιμοποιηθεί ο γονέας στη δυνατότητά του να καθοδηγήσει και να πειθαρχίσει το παιδί", σημειώνει και προσθέτει: "Σήμερα, βλέπουμε ότι κανένα δυτικό πανεπιστήμιο, και πολύ σύντομα και τα ελληνικά, δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς υπηρεσία ψυχολογικής στήριξης και συμβουλευτικής. Για θέματα που κατά το παρελθόν τα θεωρούσαμε χωρίς ιδιαίτερη αξία, π.χ. να χάσει ο φοιτητής ένα μάθημα ή να χαλάσει ένας δεσμός, σήμερα αναζητούν συμβουλευτική. Ήταν μάλλον αδιανόητα αυτά πριν από 30 - 40 χρόνια".
Ο ίδιος σημειώνει ότι αυτό δεν αποτελεί Ελληνικό αλλά παγκόσμιο φαινόμενο, και αποδίδει εν μέρει τα φαινόμενα αυτά σε ένα κενό κανόνων που αφήνουν αυτές οι κοινωνικές αλλαγές, με τα social media να γεμίζουν κάποια κενά και να δημιουργούν δικούς τους κανόνες. Όπως επισημαίνει, αν τα κοινωνικά δίκτυα ερχόταν στη δεκαετία του 1950 θα αναπτυσσόταν και θα λειτουργούσαν σε πολύ διαφορετικό πλαίσιο επειδή δεν θα έβρισκαν αυτό το κενό. Σήμερα πολλοί παράγοντες φαίνεται να αλληλεπιδρούν και να οδηγούν στην αύξηση της ψυχικής ευαλωττότητας που παρατηρείται.
Η μεταβατική και πολύπλοκη αυτή κοινωνική κατάσταση δοκιμάστηκε κατά τη διάρκεια τα πανδημίας, όταν χρειαζόταν ένας υποστηρικτικός κοινωνικός ιστός, ο οποίος σήμερα είναι αποδυναμωμένος στη δύση, και φυσικά και στην Ελλάδα. Σε αντιπαραβολή, στις ασιατικές χώρες φαίνεται να εμφανίστηκε μια νέα αυταρχικότητα στην κοινωνία, με σχεδόν ακραίου τύπου εκδηλώσεις. Ο επιπολασμός της κατάθλιψης, που το 2000 υπολογιζόταν στο 4,5% (3% στους άνδρες και 6% στις γυναίκες), έφτασε στα διψήφια ποσοστά του 10% με 12% στην περίοδο της πανδημίας, όπως έδειξε η μελέτη. Αυτό, ωστόσο, δεν συνέβη ξαφνικά και απότομα, ούτε είχε ως μοναδική αιτία την πανδημία.
"Το 4,5%, που υπήρχε ως κλασική γνώση στις αρχές του αιώνα, είναι σήμερα εκτός πραγματικότητας. Από το 2010 και μετά -πριν από την πανδημία- φαινόταν να ανεβαίνει στο 6%, στο 7% και στο 8%, δηλαδή έφτασε στην πανδημία σε διψήφιο νούμερο, αφού προηγουμένως είχε περάσει από το 8%", διευκρινίζει ο κ. Φουντουλάκης.
Ο ίδιος θεωρεί πως κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης δεν υπήρξε πολύ σημαντική και μακροχρόνια ψυχολογική επιβάρυνση του πληθυσμού με την έννοια της ψυχικής διαταραχής αυτής καθαυτής. Όπως και η οικονομική κρίση, προκάλεσε δυσφορία και σημαντικότατο στρες, αλλά περιορίστηκε σε καταστάσεις που σε σημαντικό βαθμό ήταν αντιστρεπτές, αναφέρει.
"Το σημαντικότερο εύρημα της μελέτης ήταν πως μεγάλο ποσοστό ατόμων με ιστορικό ψυχικών διαταραχών υποτροπίασαν", σημειώνει ο καθηγητής, διευκρινίζοντας πως σήμερα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί τι έχει αφήσει η πανδημία πίσω της. "Είμαστε σε μεταβατική φάση και γι’ αυτό δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πού βρισκόμαστε, αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι είμαστε σίγουρα πολύ πάνω από το 4,5% που είχαμε ως κλασική γνώση", τονίζει και προσθέτει: "Σε όλο το διάστημα της τελευταίας 20ετίας, και πριν και μετά την πανδημία, υπάρχει μια γενικότερη αύξηση των ψυχικών διαταραχών, κυρίως της κατάθλιψης, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, αλλά μόνο εν μέρει, και στο ότι οι νέες γενιές μεγαλώνουν χωρίς οδηγό και κανόνες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν εύκολα να δομήσουν εσωτερικά πρότυπα συμπεριφοράς".
Πηγή: iatronet.gr
Πριν από λίγες ημέρες η Ευρωπαϊκή Εταιρία Νευρο-Ψυχοφαρμακολογίας (European College of Neuropsychopharmacology - ECNP) ανακοίνωσε πως απονέμει το βραβείο ECNP CITATION AWARD 2024 στον καθηγητή του ΑΠΘ και διευθυντή της Γ Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, Κωνσταντίνο Φουντουλάκη.
Η διεθνής μελέτη με επικεφαλής τον ίδιο, για την κατάθλιψη στην εποχή της πανδημίας, που δημοσιεύτηκε το 2022 με 55.589 συμμετέχοντες από 40 χώρες, είχε τις περισσότερες βιβλιογραφικές αναφορές από κάθε άλλη στο περιοδικό της Επιστημονικής Εταιρείας, κατά την τελευταία διετία.
Ο καθηγητής Φουντουλάκης άλλωστε είχε καταταχθεί για το έτος 2023 στο ανώτερο 0,5% όλων των επιστημόνων όλων των εποχών από την κατάταξη του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ και πρώτος με βάση την κατάταξη αυτή στην Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ.
Η συγκεκριμένη μελέτη προσδιόριζε την επίπτωση της κατάθλιψης στον γενικό πληθυσμό, σε επίπεδα που έπειτα από επεξεργασία κυμαίνονται από 10% ως 12% ενώ καταδείκνυε πως ένα στα τρία άτομα με ιστορικό ψυχικής νόσου υποτροπίασαν και επανεμφάνισαν κατάθλιψη κατά την περίοδο της πανδημίας και των περιορισμών μετακίνησης.
Δύο χρόνια μετά, ενώ έχουμε αφήσει πίσω μας την οξεία φάση της πανδημίας, ο καθηγητής μιλάει στο iatronet.gr για πόσο αυτή επηρέασε την αύξηση της κατάθλιψης στον πληθυσμό και τι έχει αφήσει πίσω της. Επισημαίνει πως η πανδημία επιτάχυνε περαιτέρω μια προϊούσα αύξηση των ψυχικών διαταραχών, που παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο - και στην Ελλάδα - από τις αρχές του 21ου αιώνα.
Παράλληλα, επιχειρεί μια πολιτικο-κοινωνικο-οικονομική προσέγγιση για τις αιτίες αυτής της αύξησης, που σύμφωνα με την οπτική του είναι βαθύτερες και δεν περιορίζονται σε παράγοντες όπως η πανδημία ή η οικονομική κρίση.
Η προϊούσα επιδείνωση της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, που παρατηρείται την τελευταία 20ετία δεν μπορεί να ερμηνευτεί με απόλυτη σαφήνεια, αναφέρει ο κ. Φουντουλάκης. Σύμφωνα με την προσέγγισή του, είναι πιθανό να οφείλεται και στην αλλαγή όλων των παραμέτρων της κοινωνίας, του θεσμού της οικογένειας και οικονομικών παραγόνων.
"Η Ελλάδα για πάρα πολλά χρόνια βρισκόταν στην πλεονεκτική θέση να συνδυάζει όλα τα πλεονεκτήματα της δύσης με όλα τα πλεονεκτήματα της ανατολής. Σήμερα δυτικοποιούμαστε σε πολύ μεγάλο βαθμό, αλλά αυτό είναι ασύμμετρο και ατελές, τελικά μπορεί να βρεθούμε με το άθροισμα των μειονεκτημάτων τόσο της δύσης όσο και της ανατολής. Αυτό είναι ένα καμπανάκι", παρατηρεί και συμπληρώνει: "η οικογένεια γίνεται όλο και πιο μικρή, πιο πυρηνική, αποδυναμώνεται ο κοινωνικός ιστός παραδοσιακού τύπου, στον οποίο η Ελλάδα βασίστηκε διαχρονικά. Την ώρα που αυτός ο ιστός καταρρέει, δεν φαίνεται να μπορούμε να αναπτύξουμε τον κοινωνικό ιστό δυτικού τύπου, που βασίζεται κυρίως στην κοινότητα και όχι τόσο στην οικογένεια".
Τα αποτελέσματα αυτού του μετασχηματισμού, κατά τον καθηγητή, φαίνονται σε πολλά πεδία: "Το βλέπουμε στη βία των ανηλίκων, όπου η οικογένεια αδυνατεί να παίξει τον ρόλο της, γιατί έχει σχεδόν απονομιμοποιηθεί ο γονέας στη δυνατότητά του να καθοδηγήσει και να πειθαρχίσει το παιδί", σημειώνει και προσθέτει: "Σήμερα, βλέπουμε ότι κανένα δυτικό πανεπιστήμιο, και πολύ σύντομα και τα ελληνικά, δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς υπηρεσία ψυχολογικής στήριξης και συμβουλευτικής. Για θέματα που κατά το παρελθόν τα θεωρούσαμε χωρίς ιδιαίτερη αξία, π.χ. να χάσει ο φοιτητής ένα μάθημα ή να χαλάσει ένας δεσμός, σήμερα αναζητούν συμβουλευτική. Ήταν μάλλον αδιανόητα αυτά πριν από 30 - 40 χρόνια".
Ο ίδιος σημειώνει ότι αυτό δεν αποτελεί Ελληνικό αλλά παγκόσμιο φαινόμενο, και αποδίδει εν μέρει τα φαινόμενα αυτά σε ένα κενό κανόνων που αφήνουν αυτές οι κοινωνικές αλλαγές, με τα social media να γεμίζουν κάποια κενά και να δημιουργούν δικούς τους κανόνες. Όπως επισημαίνει, αν τα κοινωνικά δίκτυα ερχόταν στη δεκαετία του 1950 θα αναπτυσσόταν και θα λειτουργούσαν σε πολύ διαφορετικό πλαίσιο επειδή δεν θα έβρισκαν αυτό το κενό. Σήμερα πολλοί παράγοντες φαίνεται να αλληλεπιδρούν και να οδηγούν στην αύξηση της ψυχικής ευαλωττότητας που παρατηρείται.
Η μεταβατική και πολύπλοκη αυτή κοινωνική κατάσταση δοκιμάστηκε κατά τη διάρκεια τα πανδημίας, όταν χρειαζόταν ένας υποστηρικτικός κοινωνικός ιστός, ο οποίος σήμερα είναι αποδυναμωμένος στη δύση, και φυσικά και στην Ελλάδα. Σε αντιπαραβολή, στις ασιατικές χώρες φαίνεται να εμφανίστηκε μια νέα αυταρχικότητα στην κοινωνία, με σχεδόν ακραίου τύπου εκδηλώσεις. Ο επιπολασμός της κατάθλιψης, που το 2000 υπολογιζόταν στο 4,5% (3% στους άνδρες και 6% στις γυναίκες), έφτασε στα διψήφια ποσοστά του 10% με 12% στην περίοδο της πανδημίας, όπως έδειξε η μελέτη. Αυτό, ωστόσο, δεν συνέβη ξαφνικά και απότομα, ούτε είχε ως μοναδική αιτία την πανδημία.
"Το 4,5%, που υπήρχε ως κλασική γνώση στις αρχές του αιώνα, είναι σήμερα εκτός πραγματικότητας. Από το 2010 και μετά -πριν από την πανδημία- φαινόταν να ανεβαίνει στο 6%, στο 7% και στο 8%, δηλαδή έφτασε στην πανδημία σε διψήφιο νούμερο, αφού προηγουμένως είχε περάσει από το 8%", διευκρινίζει ο κ. Φουντουλάκης.
Ο ίδιος θεωρεί πως κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης δεν υπήρξε πολύ σημαντική και μακροχρόνια ψυχολογική επιβάρυνση του πληθυσμού με την έννοια της ψυχικής διαταραχής αυτής καθαυτής. Όπως και η οικονομική κρίση, προκάλεσε δυσφορία και σημαντικότατο στρες, αλλά περιορίστηκε σε καταστάσεις που σε σημαντικό βαθμό ήταν αντιστρεπτές, αναφέρει.
"Το σημαντικότερο εύρημα της μελέτης ήταν πως μεγάλο ποσοστό ατόμων με ιστορικό ψυχικών διαταραχών υποτροπίασαν", σημειώνει ο καθηγητής, διευκρινίζοντας πως σήμερα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί τι έχει αφήσει η πανδημία πίσω της. "Είμαστε σε μεταβατική φάση και γι’ αυτό δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πού βρισκόμαστε, αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι είμαστε σίγουρα πολύ πάνω από το 4,5% που είχαμε ως κλασική γνώση", τονίζει και προσθέτει: "Σε όλο το διάστημα της τελευταίας 20ετίας, και πριν και μετά την πανδημία, υπάρχει μια γενικότερη αύξηση των ψυχικών διαταραχών, κυρίως της κατάθλιψης, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, αλλά μόνο εν μέρει, και στο ότι οι νέες γενιές μεγαλώνουν χωρίς οδηγό και κανόνες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν εύκολα να δομήσουν εσωτερικά πρότυπα συμπεριφοράς".
Πηγή: iatronet.gr
ΣΧΟΛΙΑ