ΑΠΟΨΕΙΣ

Και να 'σου ξαφνικά ο… Γεωργούλης

Η υπόθεση Γεωργούλη έσκασε ως κεραυνός εν αιθρία στο ήδη ταραγμένο και εν πολλοίς υποκριτικό προεκλογικό σκηνικό που υπάρχει γύρω μας με εκατέρωθεν εκτοξεύσεις λάσπης στον ανεμιστήρα να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη

 23/04/2023 20:00

Και να 'σου ξαφνικά ο… Γεωργούλης

Μιχάλης Αλεξανδρίδης

Η υπόθεση Γεωργούλη που έσκασε ξαφνικά την Δευτέρα του Πάσχα, όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ κι αυτό που έπαθε φέρνει στο νου πολλών τη γνωστή λαϊκή ρήση «όλα εδώ πληρώνονται».

Σαν τώρα θυμάμαι τις κατηγορίες για την ΝΔ, που στιγματιζόταν ως « το κόμμα των παιδόφιλων» με αφορμή τα άθλια-εγκληματικά περιστατικά με την 12χρονη στον Κολωνό ή τις παλιότερες επιθέσεις λάσπης του τύπου «όποιον πάρει ο χάρος» με αφορμή τον Λιγνάδη, τον Γεωργιάδη, κλπ.

Τότε όσοι ψελλίζαμε πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει συλλογική πολιτική ευθύνη για μία εγκληματική ποινική ενέργεια ενός στελέχους οποιουδήποτε κόμματος μας επέκριναν ότι προσπαθούμε να «ξεπλύνουμε» τους παιδοβιαστές, τους προαγωγούς, τους βιαστές.

Αγνοούσαν οι άνθρωποι πως πάμπολλες φορές στη ζωή ισχύει η γνωστή ρήση «πρόσεξε τι κοροϊδεύεις γιατί είναι πολύ πιθανό να το λουστείς».

Και ήρθε η περίπτωση Γεωργούλη να το επιβεβαιώσει αυτό για άλλη μια φορά με δραματικό μάλιστα τρόπο.

Δεν ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν πως όλοι ίδιοι είναι. Γνωρίζω πολύ καλά ότι ο πολιτικός χώρος και οι κοινωνικές ομάδες που εκφράζει κατά προτεραιότητα ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα ισότητας των δύο φύλων, ατομικών δικαιωμάτων, καταπολέμησης κάθε είδους διακρίσεων.

Άλλωστε από τα φοιτητικά μου χρόνια θυμάμαι πως τα στελέχη του εν λόγω χώρου ήτανε μπροστάρηδες -και κυρίως μπροστάρισσες- στον αγώνα για την χειραφέτηση των γυναικών, και την προώθηση των αιτημάτων του φεμινιστικού κινήματος και όλων των σεξουαλικών «μειονοτήτων».

Αυτό όμως δεν τους δίνει κανένα δικαίωμα να πιστεύουν ή έστω να διαλαλούν για προπαγανδιστικούς λόγους πως όποιοι δεν είναι ταυτισμένοι μαζί τους είναι ευεπίφοροι ή εν πάση περιπτώσει ανεκτικοί σε θέματα βιαστών, κακοποιητών μαστροπών, παιδόφιλων.

Έτσι, η υπόθεση Γεωργούλη έσκασε ως κεραυνός εν αιθρία στο ήδη ταραγμένο και εν πολλοίς υποκριτικό προεκλογικό σκηνικό που υπάρχει γύρω μας με εκατέρωθεν εκτοξεύσεις λάσπης στον ανεμιστήρα να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.

Καταλαβαίνω απόλυτα τα στελέχη εκείνα του ΣΥΡΙΖΑ που αναστατωμένα από το ουρανό που έπεσε στο κεφάλι τους πριν ψάξουν να βρουν λεπτομέρειες έσπευσαν να αποδώσουν την κατηγορία και την αποκάλυψη της ιστορίας σε σκευωρία των πολιτικών τους αντιπάλων ενόψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών.


Το «γιατί τώρα;» φαινόταν εξαρχής να είναι «εύλογο» ερώτημα για όσους δεν ξέρουν ή δεν περιμένουν να μάθουν πώς δουλεύει η βελγική δικαιοσύνη, πότε έγινε η καταγγελία, τι στοιχεία υπάρχουν στον φάκελο και ποια είναι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.

Έτσι, θεωρώντας πως δέχονται λάσπη άρχισαν να την επιστρέφουν προς τα πίσω... πολλαπλάσια μιλώντας για σκευωρία. Όσο όμως το κουβάρι ξετυλιγόταν και αποκαλύπτονταν τα πραγματικά περιστατικά, τότε ο κάθε κατεργάρης ήθελε δεν ήθελε έπρεπε να καθίσει στον πάγκο του.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σύντομα συνειδητοποίησε το λάθος της τυφλής αντίδρασης και ανέκρουσε πρύμναν, ξεκαθαρίζοντας σε όλους τους τόνους ότι είναι με το θύμα και όχι με τον θύτη. Το κακό όμως είχε γίνει.

Η σκιά που είχε δημιουργηθεί από τους συνήθεις… χαζούς, που πούλησαν κομματικό πατριωτισμό έκαναν την ζημιά. Ας πρόσεχαν και κυρίως ας συνειδητοποιήσουν πως οι ποινικά κολάσιμες ή έστω διερευνόμενες ενέργειες έχουν ονοματεπώνυμο και δεν ενοχοποιούν συλλογικότητες.

Το σημαντικότερο ωστόσο συμπέρασμα από αυτήν την ιστορία, είναι πως δικαιώνονται όσοι υποστήριζαν -συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου σε αυτήν την κατηγορία- ότι εφόσον αποδεχόμαστε να πάμε στις εκλογές χωρίς να συζητάμε για πολιτικές και για προγράμματα, αλλά περιοριζόμαστε σε συγκριτικές αναφορές για πρόσωπα και τις ζωές τους, θα καταντήσουμε να παρακολουθούμε αμήχανα από κλειδαρότρυπες και…Predator.

Η περίπτωση, όμως του δημοφιλούς ηθοποιού που κάποιοι ακριβώς γι’ αυτό και μόνο το λόγο έστειλαν στην Ευρωβουλή, δεν αναδεικνύει μονάχα τα κακώς κείμενα της πολιτικής ζωής, αλλά και το πώς τα στερεότυπα ζουν και βασιλεύουν και δε μας αφήνουν να γίνουμε ποτέ άνθρωποι.

Οι παλιότεροι -και εδώ βάζω μέσα τον εαυτό μου- ακόμα και όταν ξεχωρίζουμε απόλυτα και αδιαπραγμάτευτα το καλό από το κακό και δε βρίσκουμε κανένα ελαφρυντικό στους δράστες, μεγαλώσαμε (κακώς) με κάποια πολύ βαθιά ριζωμένα στερεότυπα όπως το ότι ο νέος, ωραίος, πλούσιος, δημοφιλής κλπ δεν έχει «ανάγκη να βιάσει».

Και αυτό γιατί οι περισσότεροι Έλληνες την έννοια «κουλτούρα του βιασμού» ή δεν την έχουμε ακούσει ποτέ ή τη θεωρούμε κάτι ξενόφερτο που μουρμουράνε οι ακτιβιστές και οι φεμινίστριες. Και εδώ είναι το συλλογικό μας έγκλημα. Γιατί αδυνατώντας να κατανοήσουμε βαθιά μέσα μας πως ο βιασμός δεν έχει να κάνει με το σεξ, αλλά με την επιβολή, την εξουσία, την αρρωστημένη έννοια του «αφεντικού», αθωώνουμε μέσα μας, στις προσωπικές μας συζητήσεις και στα καφενεία τον άντρα βιαστή που στο φτωχό μας το μυαλό, το γεμάτο στερεότυπα «δεν είχε ανάγκη» και το χειρότερο; Καταδικάζουμε το θύμα που δεν του έφταναν όσα υπέστη, φοβάται και την αντίδραση μίας κοινωνίας εξακολουθητικά πατριαρχικής, όσο και εάν κάνει βήματα προόδου.

Ας ελπίσουμε λοιπόν πως η επόμενη ημέρα να μας βρει σοφότερους άρα σίγουρα καλύτερους. Και ως πολίτες ψηφοφόρους και ως ανθρώπους μέλη μίας σύγχρονης δυτικής δημοκρατίας.


* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 23.04.2023

Η υπόθεση Γεωργούλη που έσκασε ξαφνικά την Δευτέρα του Πάσχα, όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ κι αυτό που έπαθε φέρνει στο νου πολλών τη γνωστή λαϊκή ρήση «όλα εδώ πληρώνονται».

Σαν τώρα θυμάμαι τις κατηγορίες για την ΝΔ, που στιγματιζόταν ως « το κόμμα των παιδόφιλων» με αφορμή τα άθλια-εγκληματικά περιστατικά με την 12χρονη στον Κολωνό ή τις παλιότερες επιθέσεις λάσπης του τύπου «όποιον πάρει ο χάρος» με αφορμή τον Λιγνάδη, τον Γεωργιάδη, κλπ.

Τότε όσοι ψελλίζαμε πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει συλλογική πολιτική ευθύνη για μία εγκληματική ποινική ενέργεια ενός στελέχους οποιουδήποτε κόμματος μας επέκριναν ότι προσπαθούμε να «ξεπλύνουμε» τους παιδοβιαστές, τους προαγωγούς, τους βιαστές.

Αγνοούσαν οι άνθρωποι πως πάμπολλες φορές στη ζωή ισχύει η γνωστή ρήση «πρόσεξε τι κοροϊδεύεις γιατί είναι πολύ πιθανό να το λουστείς».

Και ήρθε η περίπτωση Γεωργούλη να το επιβεβαιώσει αυτό για άλλη μια φορά με δραματικό μάλιστα τρόπο.

Δεν ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν πως όλοι ίδιοι είναι. Γνωρίζω πολύ καλά ότι ο πολιτικός χώρος και οι κοινωνικές ομάδες που εκφράζει κατά προτεραιότητα ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα ισότητας των δύο φύλων, ατομικών δικαιωμάτων, καταπολέμησης κάθε είδους διακρίσεων.

Άλλωστε από τα φοιτητικά μου χρόνια θυμάμαι πως τα στελέχη του εν λόγω χώρου ήτανε μπροστάρηδες -και κυρίως μπροστάρισσες- στον αγώνα για την χειραφέτηση των γυναικών, και την προώθηση των αιτημάτων του φεμινιστικού κινήματος και όλων των σεξουαλικών «μειονοτήτων».

Αυτό όμως δεν τους δίνει κανένα δικαίωμα να πιστεύουν ή έστω να διαλαλούν για προπαγανδιστικούς λόγους πως όποιοι δεν είναι ταυτισμένοι μαζί τους είναι ευεπίφοροι ή εν πάση περιπτώσει ανεκτικοί σε θέματα βιαστών, κακοποιητών μαστροπών, παιδόφιλων.

Έτσι, η υπόθεση Γεωργούλη έσκασε ως κεραυνός εν αιθρία στο ήδη ταραγμένο και εν πολλοίς υποκριτικό προεκλογικό σκηνικό που υπάρχει γύρω μας με εκατέρωθεν εκτοξεύσεις λάσπης στον ανεμιστήρα να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.

Καταλαβαίνω απόλυτα τα στελέχη εκείνα του ΣΥΡΙΖΑ που αναστατωμένα από το ουρανό που έπεσε στο κεφάλι τους πριν ψάξουν να βρουν λεπτομέρειες έσπευσαν να αποδώσουν την κατηγορία και την αποκάλυψη της ιστορίας σε σκευωρία των πολιτικών τους αντιπάλων ενόψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών.


Το «γιατί τώρα;» φαινόταν εξαρχής να είναι «εύλογο» ερώτημα για όσους δεν ξέρουν ή δεν περιμένουν να μάθουν πώς δουλεύει η βελγική δικαιοσύνη, πότε έγινε η καταγγελία, τι στοιχεία υπάρχουν στον φάκελο και ποια είναι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.

Έτσι, θεωρώντας πως δέχονται λάσπη άρχισαν να την επιστρέφουν προς τα πίσω... πολλαπλάσια μιλώντας για σκευωρία. Όσο όμως το κουβάρι ξετυλιγόταν και αποκαλύπτονταν τα πραγματικά περιστατικά, τότε ο κάθε κατεργάρης ήθελε δεν ήθελε έπρεπε να καθίσει στον πάγκο του.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σύντομα συνειδητοποίησε το λάθος της τυφλής αντίδρασης και ανέκρουσε πρύμναν, ξεκαθαρίζοντας σε όλους τους τόνους ότι είναι με το θύμα και όχι με τον θύτη. Το κακό όμως είχε γίνει.

Η σκιά που είχε δημιουργηθεί από τους συνήθεις… χαζούς, που πούλησαν κομματικό πατριωτισμό έκαναν την ζημιά. Ας πρόσεχαν και κυρίως ας συνειδητοποιήσουν πως οι ποινικά κολάσιμες ή έστω διερευνόμενες ενέργειες έχουν ονοματεπώνυμο και δεν ενοχοποιούν συλλογικότητες.

Το σημαντικότερο ωστόσο συμπέρασμα από αυτήν την ιστορία, είναι πως δικαιώνονται όσοι υποστήριζαν -συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου σε αυτήν την κατηγορία- ότι εφόσον αποδεχόμαστε να πάμε στις εκλογές χωρίς να συζητάμε για πολιτικές και για προγράμματα, αλλά περιοριζόμαστε σε συγκριτικές αναφορές για πρόσωπα και τις ζωές τους, θα καταντήσουμε να παρακολουθούμε αμήχανα από κλειδαρότρυπες και…Predator.

Η περίπτωση, όμως του δημοφιλούς ηθοποιού που κάποιοι ακριβώς γι’ αυτό και μόνο το λόγο έστειλαν στην Ευρωβουλή, δεν αναδεικνύει μονάχα τα κακώς κείμενα της πολιτικής ζωής, αλλά και το πώς τα στερεότυπα ζουν και βασιλεύουν και δε μας αφήνουν να γίνουμε ποτέ άνθρωποι.

Οι παλιότεροι -και εδώ βάζω μέσα τον εαυτό μου- ακόμα και όταν ξεχωρίζουμε απόλυτα και αδιαπραγμάτευτα το καλό από το κακό και δε βρίσκουμε κανένα ελαφρυντικό στους δράστες, μεγαλώσαμε (κακώς) με κάποια πολύ βαθιά ριζωμένα στερεότυπα όπως το ότι ο νέος, ωραίος, πλούσιος, δημοφιλής κλπ δεν έχει «ανάγκη να βιάσει».

Και αυτό γιατί οι περισσότεροι Έλληνες την έννοια «κουλτούρα του βιασμού» ή δεν την έχουμε ακούσει ποτέ ή τη θεωρούμε κάτι ξενόφερτο που μουρμουράνε οι ακτιβιστές και οι φεμινίστριες. Και εδώ είναι το συλλογικό μας έγκλημα. Γιατί αδυνατώντας να κατανοήσουμε βαθιά μέσα μας πως ο βιασμός δεν έχει να κάνει με το σεξ, αλλά με την επιβολή, την εξουσία, την αρρωστημένη έννοια του «αφεντικού», αθωώνουμε μέσα μας, στις προσωπικές μας συζητήσεις και στα καφενεία τον άντρα βιαστή που στο φτωχό μας το μυαλό, το γεμάτο στερεότυπα «δεν είχε ανάγκη» και το χειρότερο; Καταδικάζουμε το θύμα που δεν του έφταναν όσα υπέστη, φοβάται και την αντίδραση μίας κοινωνίας εξακολουθητικά πατριαρχικής, όσο και εάν κάνει βήματα προόδου.

Ας ελπίσουμε λοιπόν πως η επόμενη ημέρα να μας βρει σοφότερους άρα σίγουρα καλύτερους. Και ως πολίτες ψηφοφόρους και ως ανθρώπους μέλη μίας σύγχρονης δυτικής δημοκρατίας.


* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 23.04.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία