Και οι δύο πέτυχαν αυτό που ήθελαν
Είναι γεγονός πως μετά τις ευρωεκλογές και τις περιφερειακές εκλογές, ο νικητής των επικείμενων εθνικών εκλογών ήταν ήδη γνωστός. Η Νέα Δημοκρατία με μία διαφορά ασφαλείας 9,3 μονάδων δεν άφηνε κανένα περιθώριο ελπίδας στον ΣΥΡΙΖΑ.
Συνεπώς, ο μοναδικός στρατηγικός στόχος του Κ. Μητσοτάκη ήταν η επίτευξη της αυτοδυναμίας. Με αυτόν το στόχο χάραξε την τακτική του, που κατά βάση ήταν συντηρητική.
Δηλαδή, ήθελε να κρατήσει χαμηλούς τους τόνους της αντιπαράθεσης, ώστε να αποφύγει την πόλωση και το διχαστικό λόγο. Επιπλέον, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας γνώριζε πως απευθυνόταν κυρίως σε ένα κεντρώο μετριοπαθές ακροατήριο, που αποστρεφόταν τους οξείς τόνους. Άρα, μία υποτονική προεκλογική εκστρατεία ήταν μονόδρομος για τη Νέα Δημοκρατία.
Αλλά ο αρχηγός της παράταξης είχε να αποφύγει κι έναν άλλο σκόπελο. Το λάθος. Δηλαδή μια πρόταση, μια έκφραση, που θα ερμηνεύονταν αμφίσημα και θα έδιναν το δικαίωμα στην προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ να εκμεταλλευθεί το γεγονός.
Έτσι, η Νέα Δημοκρατία έπαιξε με το χρόνο, σαν τις ομάδες που έχοντας αποκτήσει ένα σκορ ασφαλείας περιμένουν το διαιτητή να σφυρίξει τη λήξη του αγώνα.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η τακτική αυτή αποδείχθηκε ορθή. Η Νέα Δημοκρατία κατέκτησε την πολυπόθητη αυτοδυναμία κι έτσι η χώρα απέφυγε τις περιπέτειες.
Από την άλλη πλευρά ο Α. Τσίπρας βρισκόταν προ του φάσματος της συντριβής. Η προϊστορία έδειχνε πως η διαφορά των ευρωεκλογών διευρυνόταν στις εθνικές εκλογές που ακολουθούσαν -πλην της περιπτώσεως των εκλογών του 2000.
Συνεπώς, ο Α.Τσίπρας κάτι έπρεπε να κάνει. Πήρε το παιχνίδι επάνω του και επεδίωξε να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του κόμματός του.
Προς τούτο είχε μόνο μία επιλογή. Την κατά μέτωπο επίθεση στον Κ. Μητσοτάκη και την εκφορά ενός πολωτικού λόγου. Άλλωστε, αυτό ήταν ένα παιχνίδι που ήξερε να το παίζει άριστα εδώ και πολλά χρόνια.
Συγχρόνως, επεδίωξε να ανακατώσει την τράπουλα και ό,τι «καθίσει». Ούτως ή άλλως χαμένος ήταν.
Έτσι αυτοπροσκλήθηκε στον τηλεοπτικό σταθμό «Σκάι» και με έναν λόγο επιθετικό και οξύ -παίζοντας εκτός έδρας, όπως δήλωναν συνεργάτες του- κέρδισε αναμφίβολα τις εντυπώσεις στο ακροατήριο, στο οποίο ήθελε να απευθυνθεί.
Καλλιέργησε μέχρι την τελευταία στιγμή τα αντιδεξιά σύνδρομα που εξακολουθούν και υπάρχουν σε μια κατηγορία πολιτών, που έχει την πολιτική καταγωγή της στο άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ.
Κρίνοντας και εδώ εκ του αποτελέσματος, μπορούμε να πούμε πως το 31,5% που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια προσωπική επιτυχία του Α. Τσίπρα. Η τελική διαφορά των 8 μονάδων με την οποία ηττήθηκε είναι σημαντική μεν, όμως θα πρέπει να συγκριθεί με την αναμενόμενη, σχεδόν απ’ όλους, ήττα με διψήφιο ποσοστό.
Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο αδιαμφισβήτητος δεύτερος πόλος του νέου δικομματισμού. Και αυτό οφείλεται αποκλειστικά στον Αλέξη Τσίπρα.
Παρατηρούμε λοιπόν πως οι δύο βασικοί μονομάχοι, αν και είχαν εντελώς αντίθετους στόχους, εντούτοις η προσπάθειά τους στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία.
Απέδειξαν και οι δύο πως διαθέτουν ηγετικά προσόντα, που ουδείς μπορεί να τους τα αμφισβητήσει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14 Ιουλίου 2019