ΚΟΙΝΩΝΙΑ

«Καρφιά» Μόσιαλου για την εισήγηση εμβολιασμού των 30-59 ετών με τέταρτη δόση κατά του κορονοϊού

«Οι αποφάσεις δημόσιας υγείας και οι ιατρικές αποφάσεις πρέπει να βασίζονται στην τεκμηρίωση και στη συστηματική ανάλυση των δεδομένων», υπενθυμίζει ο καθηγητής του LSE

 23/06/2022 23:52

«Καρφιά» Μόσιαλου για την εισήγηση εμβολιασμού των 30-59 ετών με τέταρτη δόση κατά του κορονοϊού
Φωτογραφία αρχείου

Η εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών για τη χορήγηση της δεύτερης αναμνηστικής δόσης (σ.σ. συνολικά 4ης) εμβολίου κατά του κορονοϊού σε όσα άτομα ηλικίας 30-59 ετών το επιθυμούν, παρότι δεν ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, «δεν συνοδεύεται από την αναγκαία τεκμηρίωση», ξεκαθαρίζει ο καθηγητής Πολιτικής Υγείας του London School of Economics, Ηλίας Μόσιαλος, με ανάρτησή του.

Όπως παρατηρεί ο κ. Μόσιαλος, «η ίδια η επιτροπή επισημαίνει ‘ότι δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή επαρκή επιστημονικά δεδομένα για το πρόσθετο όφελος που θα προσφέρει μια δεύτερη αναμνηστική δόση με τα υπάρχοντα εμβόλια» και «Εφόσον δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα τότε δεν θα έπρεπε να γίνει και η σχετική εισήγηση αυτή τη χρονική περίοδο», συνεχίζει ο καθηγητής.

«Ορισμένοι επισήμαναν ότι θα μπορούν να κάνουν την τέταρτη δόση όσοι φοβούνται. Αυτός βέβαια δεν είναι επαρκής λόγος για να δικαιολογηθεί μια πολιτική, ειδικά όταν δεν υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση», εξηγεί ακολούθως ο κ. Μόσιαλος και διατρανώνει προς πάσα κατεύθυνση ότι «οι αποφάσεις δημόσιας υγείας και οι ιατρικές αποφάσεις πρέπει να βασίζονται στην τεκμηρίωση και στη συστηματική ανάλυση των δεδομένων».

Κατόπιν ο ίδιος επισημαίνει την ανάγκη η Ελλάδα να αποκτήσει επαρκή στοιχεία για το ποσοστό των πολιτών που έχουν επαρκή ανοσοπροστασία και προτείνει «τυχαίες δειγματοληψίες στο γενικό πληθυσμό», οι οποίες θα συμβάλλουν στο να «βγάλουμε ασφαλέστερα συμπεράσματα για τις πιθανές επιπτώσεις της πανδημίας τους επόμενους μήνες αλλά και για την αναγκαιότητα των αναμνηστικών δόσεων».

Τέλος, ο Η. Μόσιαλος αναφέρεται στην αποτελεσματικότητα των υπαρχόντων εμβολίων κατά της COVID-19, σημειώνοντας ότι «εξακολουθούν να είναι πολύ αποτελεσματικά όσον αφορά στην αποτροπή της σοβαρής νόσησης», αλλά «δεν είναι πολύ αποτελεσματικά πλέον όσον αφορά στην αποτροπή της ήπιας λοίμωξης και των επαναλοιμώξεων. Και αυτό ισχύει κυρίως για τις υποπαραλλαγές Β4 και Β5 της Όμικρον».

Η εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών για τη χορήγηση της δεύτερης αναμνηστικής δόσης (σ.σ. συνολικά 4ης) εμβολίου κατά του κορονοϊού σε όσα άτομα ηλικίας 30-59 ετών το επιθυμούν, παρότι δεν ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, «δεν συνοδεύεται από την αναγκαία τεκμηρίωση», ξεκαθαρίζει ο καθηγητής Πολιτικής Υγείας του London School of Economics, Ηλίας Μόσιαλος, με ανάρτησή του.

Όπως παρατηρεί ο κ. Μόσιαλος, «η ίδια η επιτροπή επισημαίνει ‘ότι δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή επαρκή επιστημονικά δεδομένα για το πρόσθετο όφελος που θα προσφέρει μια δεύτερη αναμνηστική δόση με τα υπάρχοντα εμβόλια» και «Εφόσον δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα τότε δεν θα έπρεπε να γίνει και η σχετική εισήγηση αυτή τη χρονική περίοδο», συνεχίζει ο καθηγητής.

«Ορισμένοι επισήμαναν ότι θα μπορούν να κάνουν την τέταρτη δόση όσοι φοβούνται. Αυτός βέβαια δεν είναι επαρκής λόγος για να δικαιολογηθεί μια πολιτική, ειδικά όταν δεν υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση», εξηγεί ακολούθως ο κ. Μόσιαλος και διατρανώνει προς πάσα κατεύθυνση ότι «οι αποφάσεις δημόσιας υγείας και οι ιατρικές αποφάσεις πρέπει να βασίζονται στην τεκμηρίωση και στη συστηματική ανάλυση των δεδομένων».

Κατόπιν ο ίδιος επισημαίνει την ανάγκη η Ελλάδα να αποκτήσει επαρκή στοιχεία για το ποσοστό των πολιτών που έχουν επαρκή ανοσοπροστασία και προτείνει «τυχαίες δειγματοληψίες στο γενικό πληθυσμό», οι οποίες θα συμβάλλουν στο να «βγάλουμε ασφαλέστερα συμπεράσματα για τις πιθανές επιπτώσεις της πανδημίας τους επόμενους μήνες αλλά και για την αναγκαιότητα των αναμνηστικών δόσεων».

Τέλος, ο Η. Μόσιαλος αναφέρεται στην αποτελεσματικότητα των υπαρχόντων εμβολίων κατά της COVID-19, σημειώνοντας ότι «εξακολουθούν να είναι πολύ αποτελεσματικά όσον αφορά στην αποτροπή της σοβαρής νόσησης», αλλά «δεν είναι πολύ αποτελεσματικά πλέον όσον αφορά στην αποτροπή της ήπιας λοίμωξης και των επαναλοιμώξεων. Και αυτό ισχύει κυρίως για τις υποπαραλλαγές Β4 και Β5 της Όμικρον».

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία