Καβάλα: Μια άγνωστη αεροπορική ιστορία μέσα από μια αεροφωτογραφία του 1916 (φωτ.)
26/02/2024 11:49
26/02/2024 11:49
«Ήταν απομεσήμερο της Πέμπτης 17ης Φεβρουαρίου 1916 (με το παλιό ημερολόγιο), όταν στον ουρανό της Καβάλας ακούστηκε ένας ασυνήθιστος θόρυβος που έρχονταν από τα ανατολικά.
»Η μέρα ηλιόλουστη, ο ουρανός χειμωνιάτικα καθαρός και όσοι μπήκαν στον κόπο να σηκώσουν το κεφάλι τους ψηλά ανταμείφθηκαν με τη θέα ενός σπάνιου επισκέπτη, ενός αεροπλάνου! Πετούσε στα 5.000 πόδια περίπου, ανοιχτά της χερσονήσου της Παναγίας (παλιά πόλη) και πλησίαζε αργά με σταθερή δυτική πορεία. Ήταν ανοιχτόχρωμο, διπλάνο, με βαμμένους μεγάλους μαύρους σταυρούς στο κάτω μέρος των πτερύγων.
»Δε σήμανε συναγερμός. Με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους η ανατολική Μακεδονία είχε γίνει κομμάτι της ελληνικής επικράτειας. Η Ελλάδα, στις αρχές του 1916 αρνούνταν πεισματικά να εμπλακεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν τυπικά ουδέτερη, οπότε η Καβάλα και η ευρύτερη περιοχή της δεν κινδύνευα από εχθρικές ενέργειες. Ή έτσι νόμιζαν…».
Η τόσο γλαφυρή αυτή περιγραφή ανήκει σε έναν άνθρωπο που τα τελευταία τριάντα χρόνια αφιέρωσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του στην ιστορική έρευνα και αναζήτηση, συγκεντρώνοντας ένα μοναδικό φωτογραφικό αρχείο, που αριθμεί σήμερα περισσότερες από 20.000 φωτογραφίες, οι περισσότερες πρωτότυπες, από τον Α' και Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και τον Ψυχρό Πόλεμο. Χωρίς να προσμετρώνται τα έγγραφα αρχεία και ντοκουμέντα.
Ο λόγος για τον εκπαιδευτικό, συγγραφέα και ερευνητή Πασχάλη Παλαβούζη, που με μια ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook, προκάλεσε τον θαυμασμό των χιλιάδων φίλων του. Ταυτόχρονα, τους έκανε κοινωνούς των μεγάλων αλλά άγνωστων στιγμών που έζησε η ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας και του βορειοανατολικού Αιγαίου, όταν στη διάρκεια του Α' ΠΠ έγιναν μέτωπο σημαντικών αεροπορικών επιχειρήσεων, στις οποίες συμμετείχαν Βρετανοί, Γάλοι, Αυστραλιανοί, Νεοζηλανδοί, Καναδοί, Σέρβοι, Έλληνες Γερμανοί, Τούρκοι, Βούλγαροι και Αυστροούγγροι πιλότοι.
Η περιγραφή του συνοδεύονταν από μια σειρά καταπληκτικών αεροφωτογραφιών που αποτύπωναν τον κόλπο και την πόλη της Καβάλας το 1916. Αναμφισβήτητα επρόκειτο για την πρώτη αεροφωτογραφία της Καβάλας.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Παλαβούζης επισημαίνει πως η εμφάνιση εκείνου του αεροπλάνου ουδόλως ανησύχησε τον ντόπιο πληθυσμό παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα κατασκοπευτικό αεροπλάνο, που σε αυτή την αναγνωριστική πτήση του επιχείρησε να φωτογραφίσει οχυρωματικά σημεία και έργα, συγκεντρώσεις στρατευμάτων, παρουσία πλοίων στο λιμάνι. Όπως τονίζει ο ίδιος, «οι ποικίλες δραστηριότητες στο πολύβουο λιμάνι συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση καθώς τρία ατμόπλοια περίμεναν αρόδου να εξυπηρετηθούν. Τα δύο από αυτά φόρτωναν καπνά…».
Το αεροπλάνο διέγραψε έναν ανοιχτό κύκλο και μόνον οι πολύ παρατηρητικοί διέκριναν -τόσο στον ερχομό όσο και κατά την επιστροφή του, μια ανθρώπινη φιγούρα να σκύβει στα πλαϊνά της ατράκτου για λίγα λεπτά. Η ανθρώπινη φιγούρα, σύμφωνα με τον κ. Παλαβούζη, δεν ήταν άλλος από τον παρατηρητή του αεροπλάνου, υπολοχαγό Hermann Stutzer της Γερμανικής Μοίρας Στρατιωτικής Συνεργασίας 57 (Feldflieger Abteilung 57 - FFA57).
Αξίζει να τονιστεί ότι σε αυτού του τύπου τα διθέσια κατασκοπευτικά αεροπλάνα, ο παρατηρητής ήταν ο φωτογράφος και ήταν πάντα αξιωματικός, ενώ ο πιλότος ήταν πάντα υπαξιωματικός καθώς ήταν αυτός που απλώς το οδηγούσε.
«Ο Stutzer, το μεσημέρι της 17ης Φεβρουαρίου 1916», σημειώνει ο κ. Παλαβούζης, «αποτύπωσε σε μεγάλες γυάλινες πλάκες την πόλη της Καβάλας, σημαντικό εμπορικό - οικονομικό κέντρο της εποχής και έδρα του ισχυρού Δ΄ Σώματος Στρατού. Είχε περάσει επιτυχώς τη Σχολή Παρατηρητών του Βερολίνου και γνώριζε καλά πως για να είναι αποτελεσματική η αεροφωτογράφιση απαιτούνταν σταθερό χέρι, υπομονή και επιμονή ανεξάρτητα από τις συνθήκες πτήσης. Η ώρα που είχε επιλεχτεί δεν ήταν τυχαία, το μεσημέρι οι σκιές στο έδαφος ήταν οι ελάχιστες δυνατές, οπότε τα αντικείμενα θα ήταν ξεκάθαρα».
Η εμπειρία του Stutzer έδωσε τις πρώτες πετυχημένες αεροφωτογραφίες της Καβάλας. Σε επόμενες πτήσεις που ακολούθησαν, αυτός και ο συνάδελφός του υπολοχαγός Schrader πετώντας με τα Albatros B.IΙ της Μοίρας φωτογράφισαν όλες τις οχυρώσεις γύρω από την Καβάλα, την πόλη της Καβάλας εκ νέου, την αγγλική βάση στον Σταυρό Θεσσαλονίκης και τη σιδηροδρομική γέφυρα στο Παρανέστι της Δράμας. Δηλαδή, όλους τους πρωτεύοντες στόχους μιας πιθανής προέλασης στα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας.
Όπως εξηγεί ο Καβαλιώτης συλλέκτης και ερευνητής, «η πτήση της 17ης Φεβρουαρίου 1916 δεν ήταν η πρώτη πάνω από την πόλη. Είχαν προηγηθεί διελεύσεις διθέσιων αναγνωριστικών αεροπλάνων μιας άλλης Μοίρας, της FFA-1, που είχε εγκατασταθεί από τις αρχές Ιανουαρίου στην περιοχή της Ξάνθης. Τα Albatros B.ΙΙ αυτής της Μοίρας είχαν ήδη πραγματοποιήσει παράτολμες αναγνωριστικές πτήσεις στα όρια της ακτίνας δράσης τους, φτάνοντας μέχρι και τις βορειονατολικές παρυφές της Θεσσαλονίκης».
«Η τύχη δεν ήταν πάντα με το μέρος τους», συνεχίζει ο κ. Παλαβούζηες, «στις 12 Ιανουαρίου 1916, χάθηκε ένα Albatros B.II της FFA-1 στη θαλάσσια περιοχή του Ορφανού. Είχε απογειωθεί νωρίς το πρωί από την Ξάνθη με κατεύθυνση την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη. Περίπου στις 11:15 κι ενώ το αεροπλάνο επέστρεφε, αγγλικός σταθμός παρατήρησης στην περιοχή του Σταυρού εντόπισε μια έκρηξη στο αεροπλάνο, συνεπεία της οποίας αυτό συνετρίβη στη θάλασσα. Λόγω καθυστερημένης αναφοράς του συμβάντος και τρικυμίας δεν πραγματοποιήθηκε αποστολή έρευνας και διάσωσης. Το πλήρωμα του Albatros, υπολοχαγοί Herbert von Chappuis (χειριστής) και Georg Trenkmann (παρατηρητής) χάθηκαν για πάντα στα παγωμένα νερά του Ορφανού».
Η ασυνήθιστη και πρωτόγνωρη για την περιοχή αεροπορική δράση τις πρώτες εβδομάδες του 1916, αποτέλεσε αντικείμενο ανταπόκρισης του τότε δημοσιογράφου της εφημερίδας «Ακρόπολις» Δημητρίου Γρυμάνη, ο οποίος σε άρθρο του στις 16 Ιανουαρίου 1916, με τίτλο: «ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΑΝΩΘΕΝ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΛΑΣ» ανέφερε μεταξύ άλλων: «Η πόλις μας ήταν η μόνη μακεδονική πόλις που δεν είχε ακόμα αντιληφθή πόσον κοντά ευρίσκεται το Βαλκανικόν πεδίον του πολέμου, δεν εβλέπαμε ούτε Αγγλογάλλους, ούτε εναερίους μάχας, ούτε βομβαρδισμούς, μόνον κάπου κάπου μας επισκέπτετο κανείς αγγλικός πρόσκοπος [σημ: κάποιο αγγλικό πλοίο], ο οποίος μας εγκατέλειπεν πάλιν πριν προφθάσωμεν να τον καμαρώσωμεν. Τας τελευταίας όμως ημέρας και εντεύθεν των εορτών άλλαξαν λίγο τα πράγματα, οι φίλοι μας οι Γερμανοβούλγαροι μας ενεθυμήθηκαν και αι επισκέψεις άρχισαν αθρόαι.
»Γερμανικά ή βουλγαρικά αεροπλάνα εμφανιζόμενα εξ ανατολών διασχίζουν τον ορίζοντά μας, ίπτανται άνωθεν των φρουρίων μας και φεύγουν προς δυσμάς, προς την διεύθυνσιν δηλαδή «Ελευθερών, Τσάγεζι, κόλπον του Ορφανού» επιστρέφουν μετ' ολίγας ώρας και εξαφανίζονται προς το σημείον από το οποίον και ενεφανίσθησαν. Φαίνεται ότι οι Γερμανοί ίδρυσαν αεροδρόμιον εις Ξάνθην όπως δύνανται και να κατοπτεύουν τους Αγγλογάλλους εις την ανατολικήν Μακεδονίαν».
«Οι πτήσεις των Γερμανών (και λίγο αργότερα Γάλλων και Άγγλων) αεροπόρων πάνω από την πόλη της Καβάλας στις αρχές του 1916 αποτέλεσαν το προοίμιο μιας εντυπωσιακής εναέριας αντιπαράθεσης που έλαβε χώρα μεταξύ 1916 και 1918. Ο πόλεμος πλησίαζε γοργά. Δυστυχώς, οι ντόπιοι πληθυσμοί της ανατολικής Μακεδονίας επρόκειτο σύντομα να "γευτούν" το πικρό φρούτο της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής» καταλήγει ο κ. Παλαβούζης.
«Ήταν απομεσήμερο της Πέμπτης 17ης Φεβρουαρίου 1916 (με το παλιό ημερολόγιο), όταν στον ουρανό της Καβάλας ακούστηκε ένας ασυνήθιστος θόρυβος που έρχονταν από τα ανατολικά.
»Η μέρα ηλιόλουστη, ο ουρανός χειμωνιάτικα καθαρός και όσοι μπήκαν στον κόπο να σηκώσουν το κεφάλι τους ψηλά ανταμείφθηκαν με τη θέα ενός σπάνιου επισκέπτη, ενός αεροπλάνου! Πετούσε στα 5.000 πόδια περίπου, ανοιχτά της χερσονήσου της Παναγίας (παλιά πόλη) και πλησίαζε αργά με σταθερή δυτική πορεία. Ήταν ανοιχτόχρωμο, διπλάνο, με βαμμένους μεγάλους μαύρους σταυρούς στο κάτω μέρος των πτερύγων.
»Δε σήμανε συναγερμός. Με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους η ανατολική Μακεδονία είχε γίνει κομμάτι της ελληνικής επικράτειας. Η Ελλάδα, στις αρχές του 1916 αρνούνταν πεισματικά να εμπλακεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν τυπικά ουδέτερη, οπότε η Καβάλα και η ευρύτερη περιοχή της δεν κινδύνευα από εχθρικές ενέργειες. Ή έτσι νόμιζαν…».
Η τόσο γλαφυρή αυτή περιγραφή ανήκει σε έναν άνθρωπο που τα τελευταία τριάντα χρόνια αφιέρωσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του στην ιστορική έρευνα και αναζήτηση, συγκεντρώνοντας ένα μοναδικό φωτογραφικό αρχείο, που αριθμεί σήμερα περισσότερες από 20.000 φωτογραφίες, οι περισσότερες πρωτότυπες, από τον Α' και Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και τον Ψυχρό Πόλεμο. Χωρίς να προσμετρώνται τα έγγραφα αρχεία και ντοκουμέντα.
Ο λόγος για τον εκπαιδευτικό, συγγραφέα και ερευνητή Πασχάλη Παλαβούζη, που με μια ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook, προκάλεσε τον θαυμασμό των χιλιάδων φίλων του. Ταυτόχρονα, τους έκανε κοινωνούς των μεγάλων αλλά άγνωστων στιγμών που έζησε η ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας και του βορειοανατολικού Αιγαίου, όταν στη διάρκεια του Α' ΠΠ έγιναν μέτωπο σημαντικών αεροπορικών επιχειρήσεων, στις οποίες συμμετείχαν Βρετανοί, Γάλοι, Αυστραλιανοί, Νεοζηλανδοί, Καναδοί, Σέρβοι, Έλληνες Γερμανοί, Τούρκοι, Βούλγαροι και Αυστροούγγροι πιλότοι.
Η περιγραφή του συνοδεύονταν από μια σειρά καταπληκτικών αεροφωτογραφιών που αποτύπωναν τον κόλπο και την πόλη της Καβάλας το 1916. Αναμφισβήτητα επρόκειτο για την πρώτη αεροφωτογραφία της Καβάλας.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Παλαβούζης επισημαίνει πως η εμφάνιση εκείνου του αεροπλάνου ουδόλως ανησύχησε τον ντόπιο πληθυσμό παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα κατασκοπευτικό αεροπλάνο, που σε αυτή την αναγνωριστική πτήση του επιχείρησε να φωτογραφίσει οχυρωματικά σημεία και έργα, συγκεντρώσεις στρατευμάτων, παρουσία πλοίων στο λιμάνι. Όπως τονίζει ο ίδιος, «οι ποικίλες δραστηριότητες στο πολύβουο λιμάνι συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση καθώς τρία ατμόπλοια περίμεναν αρόδου να εξυπηρετηθούν. Τα δύο από αυτά φόρτωναν καπνά…».
Το αεροπλάνο διέγραψε έναν ανοιχτό κύκλο και μόνον οι πολύ παρατηρητικοί διέκριναν -τόσο στον ερχομό όσο και κατά την επιστροφή του, μια ανθρώπινη φιγούρα να σκύβει στα πλαϊνά της ατράκτου για λίγα λεπτά. Η ανθρώπινη φιγούρα, σύμφωνα με τον κ. Παλαβούζη, δεν ήταν άλλος από τον παρατηρητή του αεροπλάνου, υπολοχαγό Hermann Stutzer της Γερμανικής Μοίρας Στρατιωτικής Συνεργασίας 57 (Feldflieger Abteilung 57 - FFA57).
Αξίζει να τονιστεί ότι σε αυτού του τύπου τα διθέσια κατασκοπευτικά αεροπλάνα, ο παρατηρητής ήταν ο φωτογράφος και ήταν πάντα αξιωματικός, ενώ ο πιλότος ήταν πάντα υπαξιωματικός καθώς ήταν αυτός που απλώς το οδηγούσε.
«Ο Stutzer, το μεσημέρι της 17ης Φεβρουαρίου 1916», σημειώνει ο κ. Παλαβούζης, «αποτύπωσε σε μεγάλες γυάλινες πλάκες την πόλη της Καβάλας, σημαντικό εμπορικό - οικονομικό κέντρο της εποχής και έδρα του ισχυρού Δ΄ Σώματος Στρατού. Είχε περάσει επιτυχώς τη Σχολή Παρατηρητών του Βερολίνου και γνώριζε καλά πως για να είναι αποτελεσματική η αεροφωτογράφιση απαιτούνταν σταθερό χέρι, υπομονή και επιμονή ανεξάρτητα από τις συνθήκες πτήσης. Η ώρα που είχε επιλεχτεί δεν ήταν τυχαία, το μεσημέρι οι σκιές στο έδαφος ήταν οι ελάχιστες δυνατές, οπότε τα αντικείμενα θα ήταν ξεκάθαρα».
Η εμπειρία του Stutzer έδωσε τις πρώτες πετυχημένες αεροφωτογραφίες της Καβάλας. Σε επόμενες πτήσεις που ακολούθησαν, αυτός και ο συνάδελφός του υπολοχαγός Schrader πετώντας με τα Albatros B.IΙ της Μοίρας φωτογράφισαν όλες τις οχυρώσεις γύρω από την Καβάλα, την πόλη της Καβάλας εκ νέου, την αγγλική βάση στον Σταυρό Θεσσαλονίκης και τη σιδηροδρομική γέφυρα στο Παρανέστι της Δράμας. Δηλαδή, όλους τους πρωτεύοντες στόχους μιας πιθανής προέλασης στα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας.
Όπως εξηγεί ο Καβαλιώτης συλλέκτης και ερευνητής, «η πτήση της 17ης Φεβρουαρίου 1916 δεν ήταν η πρώτη πάνω από την πόλη. Είχαν προηγηθεί διελεύσεις διθέσιων αναγνωριστικών αεροπλάνων μιας άλλης Μοίρας, της FFA-1, που είχε εγκατασταθεί από τις αρχές Ιανουαρίου στην περιοχή της Ξάνθης. Τα Albatros B.ΙΙ αυτής της Μοίρας είχαν ήδη πραγματοποιήσει παράτολμες αναγνωριστικές πτήσεις στα όρια της ακτίνας δράσης τους, φτάνοντας μέχρι και τις βορειονατολικές παρυφές της Θεσσαλονίκης».
«Η τύχη δεν ήταν πάντα με το μέρος τους», συνεχίζει ο κ. Παλαβούζηες, «στις 12 Ιανουαρίου 1916, χάθηκε ένα Albatros B.II της FFA-1 στη θαλάσσια περιοχή του Ορφανού. Είχε απογειωθεί νωρίς το πρωί από την Ξάνθη με κατεύθυνση την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη. Περίπου στις 11:15 κι ενώ το αεροπλάνο επέστρεφε, αγγλικός σταθμός παρατήρησης στην περιοχή του Σταυρού εντόπισε μια έκρηξη στο αεροπλάνο, συνεπεία της οποίας αυτό συνετρίβη στη θάλασσα. Λόγω καθυστερημένης αναφοράς του συμβάντος και τρικυμίας δεν πραγματοποιήθηκε αποστολή έρευνας και διάσωσης. Το πλήρωμα του Albatros, υπολοχαγοί Herbert von Chappuis (χειριστής) και Georg Trenkmann (παρατηρητής) χάθηκαν για πάντα στα παγωμένα νερά του Ορφανού».
Η ασυνήθιστη και πρωτόγνωρη για την περιοχή αεροπορική δράση τις πρώτες εβδομάδες του 1916, αποτέλεσε αντικείμενο ανταπόκρισης του τότε δημοσιογράφου της εφημερίδας «Ακρόπολις» Δημητρίου Γρυμάνη, ο οποίος σε άρθρο του στις 16 Ιανουαρίου 1916, με τίτλο: «ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΑΝΩΘΕΝ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΛΑΣ» ανέφερε μεταξύ άλλων: «Η πόλις μας ήταν η μόνη μακεδονική πόλις που δεν είχε ακόμα αντιληφθή πόσον κοντά ευρίσκεται το Βαλκανικόν πεδίον του πολέμου, δεν εβλέπαμε ούτε Αγγλογάλλους, ούτε εναερίους μάχας, ούτε βομβαρδισμούς, μόνον κάπου κάπου μας επισκέπτετο κανείς αγγλικός πρόσκοπος [σημ: κάποιο αγγλικό πλοίο], ο οποίος μας εγκατέλειπεν πάλιν πριν προφθάσωμεν να τον καμαρώσωμεν. Τας τελευταίας όμως ημέρας και εντεύθεν των εορτών άλλαξαν λίγο τα πράγματα, οι φίλοι μας οι Γερμανοβούλγαροι μας ενεθυμήθηκαν και αι επισκέψεις άρχισαν αθρόαι.
»Γερμανικά ή βουλγαρικά αεροπλάνα εμφανιζόμενα εξ ανατολών διασχίζουν τον ορίζοντά μας, ίπτανται άνωθεν των φρουρίων μας και φεύγουν προς δυσμάς, προς την διεύθυνσιν δηλαδή «Ελευθερών, Τσάγεζι, κόλπον του Ορφανού» επιστρέφουν μετ' ολίγας ώρας και εξαφανίζονται προς το σημείον από το οποίον και ενεφανίσθησαν. Φαίνεται ότι οι Γερμανοί ίδρυσαν αεροδρόμιον εις Ξάνθην όπως δύνανται και να κατοπτεύουν τους Αγγλογάλλους εις την ανατολικήν Μακεδονίαν».
«Οι πτήσεις των Γερμανών (και λίγο αργότερα Γάλλων και Άγγλων) αεροπόρων πάνω από την πόλη της Καβάλας στις αρχές του 1916 αποτέλεσαν το προοίμιο μιας εντυπωσιακής εναέριας αντιπαράθεσης που έλαβε χώρα μεταξύ 1916 και 1918. Ο πόλεμος πλησίαζε γοργά. Δυστυχώς, οι ντόπιοι πληθυσμοί της ανατολικής Μακεδονίας επρόκειτο σύντομα να "γευτούν" το πικρό φρούτο της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής» καταλήγει ο κ. Παλαβούζης.
ΣΧΟΛΙΑ