Κοινωνία μειωμένων προσδοκιών, αυτοεξευτελιζόμενη
Τι θέλετε; Να μην πάρει ο συνταξιούχος 13η σύνταξη; Με ποιους είστε; Με το λαό ή με τις ελίτ; Με τους πολλούς ή με τους λίγους; Mε την Γκράβα ή με το Χάρβαρντ; Με την πρόοδο ή με την αντίδραση; Με το φως ή με το σκοτάδι; Σταθερά και απαρέγκλιτα, αυτοί είναι οι όροι του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα, όταν το θέμα φτάνει σε κάθε μορφή παροχής από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ψυχοπονιάρικοι, πρωτόγονοι, εκβιαστικοί.
Όποιος δεν είναι large με τα λεφτά των άλλων, θεωρείται «νεοφιλεύθερος» και, ως «νεοφιλεύθερος», εξοβελίζεται από τη δημόσια σφαίρα, δεν έχει δικαίωμα διά να ομιλεί. Δικαίωμα διά να ομιλούν έχουν μόνο οι «καλοί άνθρωποι» του «δώσε». Όχι μόνο μισή 13η σύνταξη. Και κανονική 13η και 14η, ακόμη και 16η όπως έδιναν κάποτε κάποια ταμεία ως επίδομα λουτροθεραπείας χωρίς λουτροθεραπεία και τώρα ψάχνουν «πού πήγαν τα κλεμμένα».
Η πιο βλακώδης ανάμεσα στις βλακώδεις συζητήσεις που ακούγαμε στα χρόνια της κρίσης είναι αυτή για το πόσες περικοπές έκανε ποιος στις συντάξεις. Η ίδια συζήτηση που επανήλθε με το πρόσφατο τηλεοπτικό σποτ του ΣΥΡΙΖΑ. Καθόλου τυχαία αφού, όπως φαίνεται, πάντα υπάρχει ένας κόσμος διατεθειμένος να την ακούσει. Η οργισμένη κυρία «ούτε που θυμάμαι πόσες φορές μου έκοψαν τη σύνταξη, πάνω από δέκα…», προφανώς δεν έχει καλή μνήμη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε δεκαπέντε περικοπές στις συντάξεις. Τις μέτρησε μία - μία η «Athens Voice» (https://www.athensvoice.gr/politics/546746_oi-15-fores-poy-o-syriza-meiose-tis-syntaxeis). Αλλά ας υποθέσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε ούτε μία μείωση. Εάν οι μειώσεις που έφεραν το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία ήταν όντως αχρείαστες, εκδικητικές και δεν συμμαζεύεται, οι «φίλοι του λαού» μπορούσαν να τις καταργήσουν με έναν νόμο και με ένα άρθρο.
Εφόσον δεν τις κατήργησαν, σημαίνει ότι τις θεωρούν απαραίτητες. Και τις δέκα. Και απλώς παίζουν με τη νοημοσύνη όσων επιτρέπουν να παίζουν με τη νοημοσύνη τους. Εάν, πάντως, θέλουν, μπορούν να ξεκινήσουν έστω και τώρα, επαναφέροντας τις διαφορές αποδοχών, τα δώρα και τα επιδόματα που κόπηκαν με τον 4051/12 και τον 4093/12, ώστε να τελειώσει η φάμπρικα των αγωγών από συνταξιούχους, που έχουν φέρει τα πινάκια των διοικητικών δικαστηρίων σε προεμφραγματική κατάσταση.
Και μια που θα μπουν στον κόπο, ας επαναφέρουν τα δώρα και τα επιδόματα στο δημόσιο, χωρίς να κρύβονται πίσω από την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ. Πολιτικές καριέρες στήθηκαν πάνω σ’ αυτήν τη σπέκουλα, «παρατράγουδα» έγιναν βουλευτές και υπουργοί, ορίστε μια ωραία ευκαιρία να δείξουν πόσο κακοί ήταν ο Παπαδήμος και οι Σαμαροβενιζέλοι.
Πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια από τη «μεταρρύθμιση Γιαννίτση», που απορρίφθηκε μετ’ επαίνων, επειδή βρήκε απέναντί της σύσσωμο το «πονόψυχο» πολιτικό σύστημα και την κοινωνία. Κανένας δεν διδάχθηκε τίποτε. Στο ίδιο σημείο βρισκόμαστε και με χειρότερους όρους. Όχι τόσο οικονομικούς όσο ψυχολογικούς και αξιολογικούς.
Τότε οι συνταξιούχοι αξίωναν να μη θιγούν τα «κεκτημένα». Σήμερα, πολλοί από αυτούς αισθάνονται υποχρεωμένοι εάν τους πετάξουν ένα επίδομα πέντε μέρες πριν από τις εκλογές. Τα αποθέματα αξιοπρέπειας εξαντλούνται, τείνουμε σε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών, αυτοεξευτελιζόμενη, πρόθυμη να ζήσει σε μία χώρα όπου η παιδεία καταστρέφεται, η δημόσια τάξη καταρρέει, η αχρηστοκρατία καλπάζει, η απόπειρα εγκαθίδρυσης αυταρχικού κράτους δεν κρύβεται, η κομματική νομενκλατούρα καλοζωίζεται, η δικαιοσύνη εκβιάζεται, αρκεί να αισθάνεται ότι βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ταξικής πολιτικής. Έστω και με ένα κοινωνικό μέρισμα. Και αυτή είναι η χειρότερη από τις πολλαπλές δηλητηριάσεις που επέφερε στη χώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολίτευση και ως κυβέρνηση.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25-26 Μαΐου 2019