Κυριάκο πάρ' το όλο δεξιά γιατί βρήκαμε. Του Νίκου Ηλιάδη
16/01/2025 07:00
16/01/2025 07:00
Τα βασικά επιχειρήματα τα οποία χρησιμοποίησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης προκειμένου να αιτιολογήσει την πρότασή του για τον Κώστα Τασούλα ως υποψήφιο Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι ότι διαθέτει “υψηλό κύρος, ευρύτερη αποδοχή, εμπειρία, γνώση και έμπρακτο σεβασμό στους θεσμούς” και επιπλέον, έχει “μακρά διαδρομή στα κοινά και σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά”.
Βεβαίως, τα κριτήρια αυτά τα εκπληρώνουν και άλλα πολιτικά πρόσωπα, πολλώ μάλλον ο Ευάγγελος Βενιζέλος η επιλογή του οποίου απορρίφθηκε, αν και αμφιβάλλω εάν συζητήθηκε ποτέ στην πραγματικότητα. Άλλοι είναι οι λόγοι που οδήγησαν τον πρωθυπουργό στη λύση του κ. Τασούλα. Ο κ. Μητσοτάκης λειτούργησε περισσότερο ως πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και λιγότερο ως πρωθυπουργός. Η επιλογή του κ. Τασούλα έγινε με το βλέμμα στις εθνικές κάλπες και όχι σε αυτήν που θα στηθεί στη Βουλή για την εκλογή ΠτΔ. Τον ενδιέφερε περισσότερο να “δέσει” το κόμμα του και λιγότερο να επιτύχει ευρεία συναίνεση στο πρόσωπο του Ηπειρώτη πολιτικού.
Μετά τις ευρωεκλογές ο πρωθυπουργός λειτουργεί υπό πίεση· και μάλιστα διπλή.
Ο πρώτος λόγος ήταν το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών το οποίο επιφύλασσε δυσάρεστη έκπληξη στη ΝΔ που είδε τα ποσοστά της να κατρακυλούν στο 28,3% με τις μεγαλύτερες απώλειες να σημειώνονται προς κόμματα που βρίσκονται στα δεξιά της.
Ο δεύτερος λόγος είναι το εσωκομματικό πρέσινγκ που δέχεται από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς, Αντώνη Σαμαρά και Κώστα Καραμανλή, και μαζί, και από μια σειρά στελέχη της λαϊκής και της υπερσυντηρητικής πτέρυγας της ΝΔ.
Γι' αυτό και αποφάσισε να στρίψει προς τα δεξιά, εγκαταλείποντας την τακτική που ακολούθησε για σχεδόν οκτώ χρόνια και η οποία τον οδήγησε στην πρωθυπουργία και στην πολιτική ηγεμονία. Φαίνεται, όμως, ότι ο κ. Μητσοτάκης έκρινε πως ό,τι ήταν να πάρει από το κέντρο και την κεντροαριστερά το πήρε και πως ήρθε η ώρα να περιχαρακωθεί απέναντι στην ακραία δεξιά.
Άλλωστε, η πρώτη ένδειξη προς μια στροφή “δεξιότερα” ήταν η επιλογή του Απόστολου Τζιτζικώστα για τη θέση του Επιτρόπου της Ελλάδας στην Ε.Ε. Ακολούθησε η αποκήρυξη της “woke ατζέντας” και άλλες, ήσσονος σημασίας υπαναχωρήσεις.
Κι απ' ό,τι φαίνεται η δεξιά στροφή του πρωθυπουργού θα έχει και συνέχεια. Αυτό δείχνει η επιλογή του Νικήτα Κακλαμάνη για το αξίωμα του προέδρου της Βουλής.
Επόμενο δείγμα γραφής το οποίο θα επιβεβαιώνει αυτή τη στροφή θα είναι ο πιθανολογούμενος κυβερνητικός ανασχηματισμός. Ο κ. Μητσοτάκης πιστεύει, πιθανά, ότι τις κεντροαριστερές ψήφους που έχει βάλει στο σακούλι του, ήδη από τις εκλογές του 2019, τις έχει κατά κάποιο τρόπο “δεμένες” και οι όποιες απώλειες, υπολογίζει ότι θα είναι ελάχιστες. Γι' αυτό και αποφάσισε να αλλάξει προσανατολισμό, προσδοκώντας οφέλη και από δεξιότερα.
Οι πρώτες ενδείξεις, όπως για παράδειγμα η διάθεση των Σπαρτιατών να υπερψηφίσουν τον κ. Τασούλα, δείχνουν ότι ίσως αποκομίσει οφέλη. Μένει να δούμε εάν τα όποια κέρδη του από δεξιά θα υπερσκελίσουν τις πιθανές κεντροαριστερές απώλειες.
Πέραν αυτών, η επιλογή Τασούλα φαίνεται να ακυρώνει οριστικά κάθε πιθανό σενάριο συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Δεδομένου ότι η ΝΔ, παρά τις απώλειές της, παραμένει μακράν πρώτο κόμμα, αλλά όχι αυτοδύναμο, το λογικό πλέον είναι να αναζητήσει κυβερνητικό εταίρο καθήμενο στο δεξιό άκρο των κοινοβουλευτικών εδράνων.
Τα βασικά επιχειρήματα τα οποία χρησιμοποίησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης προκειμένου να αιτιολογήσει την πρότασή του για τον Κώστα Τασούλα ως υποψήφιο Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι ότι διαθέτει “υψηλό κύρος, ευρύτερη αποδοχή, εμπειρία, γνώση και έμπρακτο σεβασμό στους θεσμούς” και επιπλέον, έχει “μακρά διαδρομή στα κοινά και σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά”.
Βεβαίως, τα κριτήρια αυτά τα εκπληρώνουν και άλλα πολιτικά πρόσωπα, πολλώ μάλλον ο Ευάγγελος Βενιζέλος η επιλογή του οποίου απορρίφθηκε, αν και αμφιβάλλω εάν συζητήθηκε ποτέ στην πραγματικότητα. Άλλοι είναι οι λόγοι που οδήγησαν τον πρωθυπουργό στη λύση του κ. Τασούλα. Ο κ. Μητσοτάκης λειτούργησε περισσότερο ως πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και λιγότερο ως πρωθυπουργός. Η επιλογή του κ. Τασούλα έγινε με το βλέμμα στις εθνικές κάλπες και όχι σε αυτήν που θα στηθεί στη Βουλή για την εκλογή ΠτΔ. Τον ενδιέφερε περισσότερο να “δέσει” το κόμμα του και λιγότερο να επιτύχει ευρεία συναίνεση στο πρόσωπο του Ηπειρώτη πολιτικού.
Μετά τις ευρωεκλογές ο πρωθυπουργός λειτουργεί υπό πίεση· και μάλιστα διπλή.
Ο πρώτος λόγος ήταν το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών το οποίο επιφύλασσε δυσάρεστη έκπληξη στη ΝΔ που είδε τα ποσοστά της να κατρακυλούν στο 28,3% με τις μεγαλύτερες απώλειες να σημειώνονται προς κόμματα που βρίσκονται στα δεξιά της.
Ο δεύτερος λόγος είναι το εσωκομματικό πρέσινγκ που δέχεται από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς, Αντώνη Σαμαρά και Κώστα Καραμανλή, και μαζί, και από μια σειρά στελέχη της λαϊκής και της υπερσυντηρητικής πτέρυγας της ΝΔ.
Γι' αυτό και αποφάσισε να στρίψει προς τα δεξιά, εγκαταλείποντας την τακτική που ακολούθησε για σχεδόν οκτώ χρόνια και η οποία τον οδήγησε στην πρωθυπουργία και στην πολιτική ηγεμονία. Φαίνεται, όμως, ότι ο κ. Μητσοτάκης έκρινε πως ό,τι ήταν να πάρει από το κέντρο και την κεντροαριστερά το πήρε και πως ήρθε η ώρα να περιχαρακωθεί απέναντι στην ακραία δεξιά.
Άλλωστε, η πρώτη ένδειξη προς μια στροφή “δεξιότερα” ήταν η επιλογή του Απόστολου Τζιτζικώστα για τη θέση του Επιτρόπου της Ελλάδας στην Ε.Ε. Ακολούθησε η αποκήρυξη της “woke ατζέντας” και άλλες, ήσσονος σημασίας υπαναχωρήσεις.
Κι απ' ό,τι φαίνεται η δεξιά στροφή του πρωθυπουργού θα έχει και συνέχεια. Αυτό δείχνει η επιλογή του Νικήτα Κακλαμάνη για το αξίωμα του προέδρου της Βουλής.
Επόμενο δείγμα γραφής το οποίο θα επιβεβαιώνει αυτή τη στροφή θα είναι ο πιθανολογούμενος κυβερνητικός ανασχηματισμός. Ο κ. Μητσοτάκης πιστεύει, πιθανά, ότι τις κεντροαριστερές ψήφους που έχει βάλει στο σακούλι του, ήδη από τις εκλογές του 2019, τις έχει κατά κάποιο τρόπο “δεμένες” και οι όποιες απώλειες, υπολογίζει ότι θα είναι ελάχιστες. Γι' αυτό και αποφάσισε να αλλάξει προσανατολισμό, προσδοκώντας οφέλη και από δεξιότερα.
Οι πρώτες ενδείξεις, όπως για παράδειγμα η διάθεση των Σπαρτιατών να υπερψηφίσουν τον κ. Τασούλα, δείχνουν ότι ίσως αποκομίσει οφέλη. Μένει να δούμε εάν τα όποια κέρδη του από δεξιά θα υπερσκελίσουν τις πιθανές κεντροαριστερές απώλειες.
Πέραν αυτών, η επιλογή Τασούλα φαίνεται να ακυρώνει οριστικά κάθε πιθανό σενάριο συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Δεδομένου ότι η ΝΔ, παρά τις απώλειές της, παραμένει μακράν πρώτο κόμμα, αλλά όχι αυτοδύναμο, το λογικό πλέον είναι να αναζητήσει κυβερνητικό εταίρο καθήμενο στο δεξιό άκρο των κοινοβουλευτικών εδράνων.
ΣΧΟΛΙΑ