Κυρώσεις των ΗΠΑ σε Έλληνες και Κύπριους πολίτες για το Predator: Ανάμεσα τους και ο Φέλιξ Μπίτζιος
17/09/2024 12:12
17/09/2024 12:12
Σε καθεστώς κυρώσεων ενέταξαν σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες τον Φέλιξ Μπίτζιο για το πρωταγωνιστικό του ρόλο του στην εταιρεία Intellexa, που παράγει, εμπορεύεται και διανείμει το παράνομο λογισμικό παρακολούθησης Predator.
Πρόκειται για το δεύτερο σετ κυρώσεων μετά τις 5 Μαρτίου, οπότε και το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (OFAC) του Υπουργείου Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών είχε θέσει σε «μαύρη λίστα» τους ιδρυτές της Intellexa Ταλ Ντίλιαν και Σάρα Χάμου.
Σημειώνεται πως οι Ταλ Ντίλιαν, Σάρα Χάμου, Φέλιξ Μπίτζιος και Γιάννης Λαβράνος έχουν ήδη παραπεμφθεί σε δίκη για την υπόθεση των υποκλοπών στη βάση του πορίσματος τους Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση.
Ειδικότερα, η OFAC επέβαλε κυρώσεις σε πέντε άτομα και μία νομική οντότητα που σχετίζονται με το Intellexa Consortium για τον ρόλο τους στην ανάπτυξη, λειτουργία και διανομή του κατασκοπευτικού λογισμικού που χαρακτηρίζεται ως «σημαντική απειλή για την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών».
Αυτές οι κυρώσεις συμπληρώνουν τις συντονισμένες ενέργειες της κυβέρνησης των ΗΠΑ κατά του κατασκευαστή του κατασκοπευτικού λογισμικού. Είχαν προηγηθεί οι κυρώσεις σε βάρος των Ταλ Ντίλιαν και Σάρα Χάμου και οντότητες που σχετίζονται με την Intellexa Consortium.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ανεχθούν τη χωρίς ευθύνη διάδοση τεχνολογιών που απειλούν την εθνική μας ασφάλεια και υπονομεύουν την ιδιωτικότητα και τις πολιτικές ελευθερίες των πολιτών μας», δήλωσε ο Αναπληρωτής Υφυπουργός του Υπουργείου Οικονομικών για Θέματα Τρομοκρατίας και Οικονομικής Πληροφόρησης Μπράντλεϊ Τ. Σμιθ.
«Θα συνεχίσουμε να θεωρούμε υπεύθυνους εκείνους που επιδιώκουν να προωθήσουν την εξάπλωση εκμεταλλευτικών τεχνολογιών, ενώ ταυτόχρονα θα ενθαρρύνουμε την υπεύθυνη ανάπτυξη τεχνολογιών που συμμορφώνονται με τα διεθνή πρότυπα».
Η σημερινή ενέργεια επαναβεβαιώνει τη δέσμευση των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την εκμετάλλευση των ευαίσθητων δεδομένων των Αμερικανών πολιτών και τον ψηφιακό αυταρχισμό, και συνάδει με μια σειρά ενεργειών της κυβέρνησης των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης και της κακής χρήσης των κατασκοπευτικών λογισμικών.
Είχε προηγηθεί το Εκτελεστικό Διατάγμα (E.O.) 14093 για την απαγόρευση της χρήσης εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού από την κυβέρνηση των ΗΠΑ που ενέχει κινδύνους για την εθνική ασφάλεια, η Κοινή Δήλωση για τις προσπάθειες αντιμετώπισης της εξάπλωσης και κακής χρήσης εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού και το κείμενο για τις Κατευθυντήριες Αρχές για τη Χρήση Τεχνολογιών Παρακολούθησης από τις Κυβερνήσεις.
«Αυτά τα μέτρα αντικατοπτρίζουν τη δέσμευση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία και εξουσίες, συμπεριλαμβανομένων των κυρώσεων, των ελέγχων εξαγωγών και των περιορισμών στις βίζες, για να αντιμετωπίσει την κακή χρήση αυτής της εξελιγμένης τεχνολογίας παρακολούθησης», αναφέρει η ανακοίνωση της OFAC.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της OFAC, «το Intellexa Consortium είναι ένα σύνθετο διεθνές δίκτυο αποκεντρωμένων εταιρειών που ανέπτυξε και εμπορευματοποίησε μια ολοκληρωμένη σειρά εξαιρετικά επεμβατικών προϊόντων κατασκοπευτικού λογισμικού, κυρίως με την επωνυμία Predator.
Το consortium ιδρύθηκε από τον Ταλ Τζόναθαν Ντιλιάν (Dilian), ο οποίος έχει ήδη τεθεί σε καθεστώς κυρώσεων βάσει του Εκτελεστικού Διατάγματος (E.O.) 13694, όπως τροποποιήθηκε από το E.O. 13757».
Κατά την κυβερνητική ανακοίνωση των ΗΠΑ, «οι επιτυχημένες επιθέσεις με το Predator δίνουν στους χειριστές του λογισμικού πρόσβαση σε ευαίσθητες πληροφορίες από τη συσκευή του θύματος, όπως φωτογραφίες, δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας, προσωπικά μηνύματα και εγγραφές από το μικρόφωνο.
Ως μέρος της αναπτυσσόμενης βιομηχανίας εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού, το Intellexa Consortium διατηρεί επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο και οι πελάτες του περιλαμβάνουν κρατικούς φορείς και κυβερνήσεις.
Οι στόχοι των προϊόντων κατασκοπείας του Intellexa Consortium περιλαμβάνουν κυβερνητικούς αξιωματούχους, δημοσιογράφους, ειδικούς σε θέματα πολιτικής και πολιτικούς κομμάτων της αντιπολίτευσης».
Σε σχέση με τα άτομα που τίθενται σε κυρώσεις η OFAC αναφέρει τα εξής:
Ο Φέλιξ Μπίτζιος (Bitzios) είναι ο πραγματικός δικαιούχος μιας εταιρείας του Intellexa Consortium που χρησιμοποιήθηκε για την προμήθεια του λογισμικού Predator σε έναν ξένο κυβερνητικό πελάτη. Ο Μπίτζιος διετέλεσε επίσης διευθυντής της Intellexa ΑΕ, μιας εταιρείας του Intellexa Consortium που έχει τεθεί σε κυρώσεις με το Εκτελεστικό Διάταγμα 13694, όπως τροποποιήθηκε.
Ο Αντρέα Γκαμπάζι είναι ο κύριος μέτοχος των Thalestris Limited και Intellexa Limited, μέλη του Intellexa Consortium. Η Thalestris Limited έχει τα δικαιώματα διανομής του λογισμικού Predator και είναι η μητρική εταιρεία της Intellexa ΑΕ. Η Thalestris Limited έχει εμπλακεί στην επεξεργασία συναλλαγών για λογαριασμό άλλων οντοτήτων εντός του Intellexa Consortium.
Ο Μερόμ Χαρπάζ είναι υψηλόβαθμο στέλεχος του Intellexa Consortium και διετέλεσε διευθυντής της Intellexa ΑΕ.
Η Παναγιώτα Καραολή είναι διευθύντρια πολλών οντοτήτων του Intellexa Consortium που ελέγχονται από την Thalestris Limited ή είναι θυγατρικές της.
Η Άρτεμις Αρτεμίου είναι η γενική διευθύντρια και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Cytrox Holdings Zartkoruen Mukodo Reszvenytarsasag (Cytrox Holdings), μέλους του Intellexa Consortium. Η Αρτεμίου είναι επίσης υπάλληλος της Intellexa.
Η Aliada Group Inc., είναι μια εταιρεία με έδρα τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και μέλος του Intellexa Consortium και έχει διευκολύνει συναλλαγές αξίας δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων που αφορούσαν το δίκτυο. Η Aliada Group διευθύνεται από τον Ντίλιαν και συνδέεται με την Intellexa ΑΕ και την Intellexa Limited, ενώ κατέχει μετοχές στην Cytrox Holdings.
Οι Φέλιξ Μπίτζιος, Αντρέα Γκαμπάζι, Μερόμ Χαρπάζ, Παναγιώτα Καραόλη, Άρτεμις Αρτεμίου και η Aliada Group Inc., τέθηκαν σε καθεστώς κυρώσεων επειδή θεωρήθηκαν πως είναι υπεύθυνοι ή συνεργοί ή έχουν εμπλακεί άμεσα ή έμμεσα σε δραστηριότητες που ξεκινούν από, ή διευθύνονται από άτομα που βρίσκονται κατά κύριο λόγο εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών και που είναι εύλογα πιθανό να οδηγήσουν σε, ή έχουν συμβάλει σημαντικά σε μια σημαντική απειλή για την εθνική ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική ή την οικονομική υγεία ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των Ηνωμένων Πολιτειών και που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την σημαντική υπεξαίρεση πόρων, εμπορικών μυστικών, προσωπικών αναγνωριστικών ή χρηματοοικονομικών πληροφοριών για εμπορικό ή ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ή προσωπικό οικονομικό όφελος.
Η ανακοίνωση της OFAC αναφέρει πως «ως αποτέλεσμα της σημερινής ενέργειας, όλη η περιουσία και τα περιουσιακά συμφέροντα των προαναφερόμενων προσώπων που βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στην κατοχή ή τον έλεγχο Αμερικανών προσώπων, μπλοκάρονται και πρέπει να αναφερθούν στην OFAC.
Επιπλέον, οποιεσδήποτε οντότητες που ανήκουν άμεσα ή έμμεσα κατά 50% ή περισσότερο σε ένα ή περισσότερα από τα μπλοκαρισμένα πρόσωπα, μπλοκάρονται επίσης. Χωρίς ειδική άδεια από την OFAC, ή εάν δεν υπάρχει εξαίρεση, οι κανονισμοί της OFAC απαγορεύουν γενικά όλες τις συναλλαγές από Αμερικανούς πολίτες ή εντός (ή διαμέσου) των Ηνωμένων Πολιτειών που αφορούν περιουσιακά στοιχεία ή συμφέροντα σε περιουσιακά στοιχεία των χαρακτηριζόμενων ή μπλοκαρισμένων προσώπων.
Επιπλέον, τα μη αμερικανικά πρόσωπα απαγορεύεται να προκαλέσουν ή να συνωμοτήσουν για να παραβιάσουν αμερικανικές κυρώσεις ή να εμπλακούν σε συμπεριφορά που παρακάμπτει τις κυρώσεις των ΗΠΑ.
Οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται σε ορισμένες συναλλαγές με τις κυρωθείσες οντότητες και άτομα μπορεί να εκθέσουν τους εαυτούς τους σε κυρώσεις ή να υπόκεινται σε επιβολή κυρώσεων.
Οι απαγορεύσεις περιλαμβάνουν οποιαδήποτε συνεισφορά ή παροχή κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ή για το όφελος οποιουδήποτε χαρακτηριζόμενου προσώπου ή τη λήψη οποιασδήποτε συνεισφοράς ή παροχής κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών από οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο».
Αυτό σημαίνει πως τα ελληνικά, τα κυπριακά και τα διεθνή πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να ενημερώσουν την OFAC για τις τραπεζικές κινήσεις του Φέλιξ Μπίτζιου και των υπολοίπων προσώπων.
Πηγή: hellasjournal.com
Σε καθεστώς κυρώσεων ενέταξαν σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες τον Φέλιξ Μπίτζιο για το πρωταγωνιστικό του ρόλο του στην εταιρεία Intellexa, που παράγει, εμπορεύεται και διανείμει το παράνομο λογισμικό παρακολούθησης Predator.
Πρόκειται για το δεύτερο σετ κυρώσεων μετά τις 5 Μαρτίου, οπότε και το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (OFAC) του Υπουργείου Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών είχε θέσει σε «μαύρη λίστα» τους ιδρυτές της Intellexa Ταλ Ντίλιαν και Σάρα Χάμου.
Σημειώνεται πως οι Ταλ Ντίλιαν, Σάρα Χάμου, Φέλιξ Μπίτζιος και Γιάννης Λαβράνος έχουν ήδη παραπεμφθεί σε δίκη για την υπόθεση των υποκλοπών στη βάση του πορίσματος τους Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση.
Ειδικότερα, η OFAC επέβαλε κυρώσεις σε πέντε άτομα και μία νομική οντότητα που σχετίζονται με το Intellexa Consortium για τον ρόλο τους στην ανάπτυξη, λειτουργία και διανομή του κατασκοπευτικού λογισμικού που χαρακτηρίζεται ως «σημαντική απειλή για την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών».
Αυτές οι κυρώσεις συμπληρώνουν τις συντονισμένες ενέργειες της κυβέρνησης των ΗΠΑ κατά του κατασκευαστή του κατασκοπευτικού λογισμικού. Είχαν προηγηθεί οι κυρώσεις σε βάρος των Ταλ Ντίλιαν και Σάρα Χάμου και οντότητες που σχετίζονται με την Intellexa Consortium.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ανεχθούν τη χωρίς ευθύνη διάδοση τεχνολογιών που απειλούν την εθνική μας ασφάλεια και υπονομεύουν την ιδιωτικότητα και τις πολιτικές ελευθερίες των πολιτών μας», δήλωσε ο Αναπληρωτής Υφυπουργός του Υπουργείου Οικονομικών για Θέματα Τρομοκρατίας και Οικονομικής Πληροφόρησης Μπράντλεϊ Τ. Σμιθ.
«Θα συνεχίσουμε να θεωρούμε υπεύθυνους εκείνους που επιδιώκουν να προωθήσουν την εξάπλωση εκμεταλλευτικών τεχνολογιών, ενώ ταυτόχρονα θα ενθαρρύνουμε την υπεύθυνη ανάπτυξη τεχνολογιών που συμμορφώνονται με τα διεθνή πρότυπα».
Η σημερινή ενέργεια επαναβεβαιώνει τη δέσμευση των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την εκμετάλλευση των ευαίσθητων δεδομένων των Αμερικανών πολιτών και τον ψηφιακό αυταρχισμό, και συνάδει με μια σειρά ενεργειών της κυβέρνησης των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης και της κακής χρήσης των κατασκοπευτικών λογισμικών.
Είχε προηγηθεί το Εκτελεστικό Διατάγμα (E.O.) 14093 για την απαγόρευση της χρήσης εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού από την κυβέρνηση των ΗΠΑ που ενέχει κινδύνους για την εθνική ασφάλεια, η Κοινή Δήλωση για τις προσπάθειες αντιμετώπισης της εξάπλωσης και κακής χρήσης εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού και το κείμενο για τις Κατευθυντήριες Αρχές για τη Χρήση Τεχνολογιών Παρακολούθησης από τις Κυβερνήσεις.
«Αυτά τα μέτρα αντικατοπτρίζουν τη δέσμευση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία και εξουσίες, συμπεριλαμβανομένων των κυρώσεων, των ελέγχων εξαγωγών και των περιορισμών στις βίζες, για να αντιμετωπίσει την κακή χρήση αυτής της εξελιγμένης τεχνολογίας παρακολούθησης», αναφέρει η ανακοίνωση της OFAC.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της OFAC, «το Intellexa Consortium είναι ένα σύνθετο διεθνές δίκτυο αποκεντρωμένων εταιρειών που ανέπτυξε και εμπορευματοποίησε μια ολοκληρωμένη σειρά εξαιρετικά επεμβατικών προϊόντων κατασκοπευτικού λογισμικού, κυρίως με την επωνυμία Predator.
Το consortium ιδρύθηκε από τον Ταλ Τζόναθαν Ντιλιάν (Dilian), ο οποίος έχει ήδη τεθεί σε καθεστώς κυρώσεων βάσει του Εκτελεστικού Διατάγματος (E.O.) 13694, όπως τροποποιήθηκε από το E.O. 13757».
Κατά την κυβερνητική ανακοίνωση των ΗΠΑ, «οι επιτυχημένες επιθέσεις με το Predator δίνουν στους χειριστές του λογισμικού πρόσβαση σε ευαίσθητες πληροφορίες από τη συσκευή του θύματος, όπως φωτογραφίες, δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας, προσωπικά μηνύματα και εγγραφές από το μικρόφωνο.
Ως μέρος της αναπτυσσόμενης βιομηχανίας εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού, το Intellexa Consortium διατηρεί επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο και οι πελάτες του περιλαμβάνουν κρατικούς φορείς και κυβερνήσεις.
Οι στόχοι των προϊόντων κατασκοπείας του Intellexa Consortium περιλαμβάνουν κυβερνητικούς αξιωματούχους, δημοσιογράφους, ειδικούς σε θέματα πολιτικής και πολιτικούς κομμάτων της αντιπολίτευσης».
Σε σχέση με τα άτομα που τίθενται σε κυρώσεις η OFAC αναφέρει τα εξής:
Ο Φέλιξ Μπίτζιος (Bitzios) είναι ο πραγματικός δικαιούχος μιας εταιρείας του Intellexa Consortium που χρησιμοποιήθηκε για την προμήθεια του λογισμικού Predator σε έναν ξένο κυβερνητικό πελάτη. Ο Μπίτζιος διετέλεσε επίσης διευθυντής της Intellexa ΑΕ, μιας εταιρείας του Intellexa Consortium που έχει τεθεί σε κυρώσεις με το Εκτελεστικό Διάταγμα 13694, όπως τροποποιήθηκε.
Ο Αντρέα Γκαμπάζι είναι ο κύριος μέτοχος των Thalestris Limited και Intellexa Limited, μέλη του Intellexa Consortium. Η Thalestris Limited έχει τα δικαιώματα διανομής του λογισμικού Predator και είναι η μητρική εταιρεία της Intellexa ΑΕ. Η Thalestris Limited έχει εμπλακεί στην επεξεργασία συναλλαγών για λογαριασμό άλλων οντοτήτων εντός του Intellexa Consortium.
Ο Μερόμ Χαρπάζ είναι υψηλόβαθμο στέλεχος του Intellexa Consortium και διετέλεσε διευθυντής της Intellexa ΑΕ.
Η Παναγιώτα Καραολή είναι διευθύντρια πολλών οντοτήτων του Intellexa Consortium που ελέγχονται από την Thalestris Limited ή είναι θυγατρικές της.
Η Άρτεμις Αρτεμίου είναι η γενική διευθύντρια και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Cytrox Holdings Zartkoruen Mukodo Reszvenytarsasag (Cytrox Holdings), μέλους του Intellexa Consortium. Η Αρτεμίου είναι επίσης υπάλληλος της Intellexa.
Η Aliada Group Inc., είναι μια εταιρεία με έδρα τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και μέλος του Intellexa Consortium και έχει διευκολύνει συναλλαγές αξίας δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων που αφορούσαν το δίκτυο. Η Aliada Group διευθύνεται από τον Ντίλιαν και συνδέεται με την Intellexa ΑΕ και την Intellexa Limited, ενώ κατέχει μετοχές στην Cytrox Holdings.
Οι Φέλιξ Μπίτζιος, Αντρέα Γκαμπάζι, Μερόμ Χαρπάζ, Παναγιώτα Καραόλη, Άρτεμις Αρτεμίου και η Aliada Group Inc., τέθηκαν σε καθεστώς κυρώσεων επειδή θεωρήθηκαν πως είναι υπεύθυνοι ή συνεργοί ή έχουν εμπλακεί άμεσα ή έμμεσα σε δραστηριότητες που ξεκινούν από, ή διευθύνονται από άτομα που βρίσκονται κατά κύριο λόγο εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών και που είναι εύλογα πιθανό να οδηγήσουν σε, ή έχουν συμβάλει σημαντικά σε μια σημαντική απειλή για την εθνική ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική ή την οικονομική υγεία ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των Ηνωμένων Πολιτειών και που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την σημαντική υπεξαίρεση πόρων, εμπορικών μυστικών, προσωπικών αναγνωριστικών ή χρηματοοικονομικών πληροφοριών για εμπορικό ή ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ή προσωπικό οικονομικό όφελος.
Η ανακοίνωση της OFAC αναφέρει πως «ως αποτέλεσμα της σημερινής ενέργειας, όλη η περιουσία και τα περιουσιακά συμφέροντα των προαναφερόμενων προσώπων που βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στην κατοχή ή τον έλεγχο Αμερικανών προσώπων, μπλοκάρονται και πρέπει να αναφερθούν στην OFAC.
Επιπλέον, οποιεσδήποτε οντότητες που ανήκουν άμεσα ή έμμεσα κατά 50% ή περισσότερο σε ένα ή περισσότερα από τα μπλοκαρισμένα πρόσωπα, μπλοκάρονται επίσης. Χωρίς ειδική άδεια από την OFAC, ή εάν δεν υπάρχει εξαίρεση, οι κανονισμοί της OFAC απαγορεύουν γενικά όλες τις συναλλαγές από Αμερικανούς πολίτες ή εντός (ή διαμέσου) των Ηνωμένων Πολιτειών που αφορούν περιουσιακά στοιχεία ή συμφέροντα σε περιουσιακά στοιχεία των χαρακτηριζόμενων ή μπλοκαρισμένων προσώπων.
Επιπλέον, τα μη αμερικανικά πρόσωπα απαγορεύεται να προκαλέσουν ή να συνωμοτήσουν για να παραβιάσουν αμερικανικές κυρώσεις ή να εμπλακούν σε συμπεριφορά που παρακάμπτει τις κυρώσεις των ΗΠΑ.
Οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται σε ορισμένες συναλλαγές με τις κυρωθείσες οντότητες και άτομα μπορεί να εκθέσουν τους εαυτούς τους σε κυρώσεις ή να υπόκεινται σε επιβολή κυρώσεων.
Οι απαγορεύσεις περιλαμβάνουν οποιαδήποτε συνεισφορά ή παροχή κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ή για το όφελος οποιουδήποτε χαρακτηριζόμενου προσώπου ή τη λήψη οποιασδήποτε συνεισφοράς ή παροχής κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών από οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο».
Αυτό σημαίνει πως τα ελληνικά, τα κυπριακά και τα διεθνή πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να ενημερώσουν την OFAC για τις τραπεζικές κινήσεις του Φέλιξ Μπίτζιου και των υπολοίπων προσώπων.
Πηγή: hellasjournal.com
ΣΧΟΛΙΑ