Λορίν Μπακόλ: 100 χρόνια από τη γέννηση της femme fatale που «μάγεψε» τον Μπόγκαρντ
15/09/2024 11:20
15/09/2024 11:20
Κάνοντας ίσως το πιο εντυπωσιακό ντεμπούτο στον κινηματογράφο, η Λορίν Μπακόλ θα αναστατώσει το κοινό, θα προκαλέσει ρίγη και θα δηλώσει με την ερμηνεία της ότι γεννήθηκε μια σταρ, ότι ήρθε για να μείνει και μάλιστα για πάντα, όσο υπάρχει κινηματογράφος.
Ήταν το 1944, όταν η μόλις 19χρονη Λορίν Μπακόλ θα βρεθεί απέναντι στον ζωντανό θρύλο του παγκόσμιου κινηματογράφου, Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ για την, κλασική σήμερα, ρομαντική περιπέτεια «Η Σειρήνα της Μαρτινίκα» του Χάουαρντ Χοκς. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, όπως ήταν λογικό, ήταν νευρική και όταν έβλεπε τον Μπόγκι τραύλιζε, έχανε την προσήλωσή της. Για να αντιμετωπίσει το τρακ της, θα πιέσει το σαγόνι στο στήθος και θα κοιτά την κάμερα στρέφοντας τη ματιά της προς τα πάνω. Αυτό ήταν. Η κίνησή της αυτή, θα μείνει ανεξίτηλη στην ιστορία του σινεμά ως «το βλέμμα». Παράλληλα, οι κινήσεις της, το στήσιμο του λυγερού κορμιού της, ο τρόπος που κρατούσε το τσιγάρο, θα της δώσει ακόμη μεγαλύτερη χάρη, αλλά και την απαραίτητη ηλικία μίας ψημένης γυναίκας, που μπορεί να πάρει οποιοδήποτε άντρα από το χέρι και να τον πάει στον παράδεισο. Η Μπακόλ, θα ξετρελάνει τον Μπόγκαρντ και μαζί και όλο τον αντρικό πληθυσμό. Μόνο που ο 44χρονος τότε σταρ θα πάρει και το κορίτσι, για να παραδεχθεί λίγο πριν ξεψυχήσει, «η ευτυχία που έζησα δίπλα της αξίζει για δέκα ζωές».
Συμπληρώνοντας 100 χρόνια από τη γέννησή της (16 Σεπτεμβρίου 1924), η Λορίν Μπακόλ θα παίξει μαζί με τον Μπόγκαρντ σε εξαιρετικές ταινίες, θα ζήσει μαζί του, παρά τις ατασθαλίες του με το ποτό, μια ευτυχισμένη ζωή, ενώ έπειτα από τον πρόωρο θάνατό του, θα συνεχίσει τη μακρά σταδιοδρομία της για πάνω από 40 χρόνια, κρατώντας σταθερά το διαπεραστικό βλέμμα της, αλλά και την τόλμη μίας ανεξάρτητης γυναίκας.
Η Λορίν Μπακόλ θα γεννηθεί στη Νέα Υόρκη και ήταν μοναχοκόρη της Νάταλι και του Ουίλιαμ Πέρσκε, εβραίων μεταναστών, που οι οικογένειές τους ήρθαν από Γαλλία, Πολωνία, Ρουμανία και Γερμανία. Οι γονείς της πήραν διαζύγιο όταν ήταν έξι ετών. Τότε ήταν που πήρε το επώνυμο της μητέρας της και δεν θέλησε να ξαναδεί τον πατέρα της, ενώ δέθηκε ακόμη περισσότερο με τη μητέρα της, την οποία και πήρε μαζί της στο Χόλιγουντ, όταν έγινε σταρ. Θα σπουδάσει υποκριτική για 13 χρόνια στην Αμερικάνικη Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, ενώ εργαζόταν και ως μοντέλο. Ως Μπέτι Μπακόλ έκανε το ντεμπούτο της στο Μπρόντγουεϊ το 1942, όπου θα γνωρίσει από κοντά και το είδωλό της, την Μπέτι Ντέιβις, η οποία έπειτα από χρόνια, θα τη συγχαρεί για την παράσταση «Applause», ένα μιούζικαλ βασισμένο στην αριστουργηματική ταινία «Όλα για την Εύα».
Την ώθηση για να μπει στα κινηματογραφικά πλατό της την έδωσε η σύζυγος του Χάουαρντ Χοκς, όταν την είδε σε ένα εξώφυλλο Harper’s Bazaar. Για τη νεαρή Λορίν, ο κόσμος της μόδας ήταν ένας τρόπος για να ξεφύγει από τα φτωχικά του Μπρονξ. Η σύζυγος του Χοκς, θα πείσει τον άντρα της να της κάνει ένα δοκιμαστικό, ενώ όταν θα τη ρωτήσει ο μεγάλος σκηνοθέτης με ποιον θα ήθελε να παίξει, εκείνη απάντησε αυθόρμητα, όπως είπε η ίδια αργότερα, «με τον Κάρι Γκραντ θα ήταν τέλεια, με τον Μπόγκαρντ αηδία». Και επειδή η ζωή κάνει μεγάλες πλάκες, ο Χοκς θα της δώσει την ευκαιρία να μπει στο σινεμά, δίπλα στον Μπόγκαρντ, με τα γνωστά επακόλουθα…
Ο Μπόγκαρντ θα ξετρελαθεί μαζί της και εκείνη θα υποκλιθεί στις αντρικές του αξίες και τη γοητεία του. Θα ερωτευτούν από τις πρώτες εβδομάδες των γυρισμάτων της «Σειρήνας της Μαρτινίκα», κάτι που θα καταλάβει όλο το συνεργείο, παρότι ο Μπόγκαρντ ήταν παντρεμένος με την τρίτη γυναίκα του, την ηθοποιό Μάγιο Μέθοτ, ένας γάμος που όδευε – έτσι κι αλλιώς - προς το τέλος του.
Θα ζήσει μαζί του 12 χρόνια, καθώς ο καρκίνος θα χτυπήσει τον Μπόγκι και το 1957 θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Μαζί θα αποκτήσουν δυο παιδιά, τον Λέσλι και τον Στίβεν. Παρεμπιπτόντως, η Μπακόλ, θα γίνει αντικείμενο του πόθου, μετά τον χαμό του Μπόγκαρντ, με πρώτους και καλύτερους τους Κάρι Γκραντ και Φρανκ Σινάτρα. Όπως είναι λογικό, ο τελευταίος θα την κερδίσει αλλά θα τη χάσει λόγω του δύσκολου χαρακτήρα του.
Το 1961, η Μπακόλ θα παντρευτεί τον σπουδαίο ηθοποιό Τζέισον Ρόμπαρτς, με τον οποίο θα χωρίσουν το 1969, εξαιτίας του αθεράπευτου αλκοολισμού του. Όπως έχει γράψει στη βιογραφία της, όταν ήταν έτοιμη να βγει από το μαιευτήριο, όπου γέννησε ακόμη ένα αγοράκι, τον Σαμ, ο Ρόμπαρτς ήταν εξαφανισμένος και μετά από αρκετές ώρες θα εμφανιστεί τελείως μεθυσμένος με δώρο μία Ρολς Ρόις. Το πανάκριβο δώρο την άφησε παντελώς αδιάφορη, αλλά όχι και το μεθύσι του.
Επιστρέφοντας στην κινηματογραφική της πορεία, η Μπακόλ θα πρωταγωνιστήσει δίπλα στον Μπόγκαρντ σε ακόμη τρία ακόμη φιλμ νουάρ, στο εμβληματικό «Πάθος και Αίμα» (1946) του Χοκς, τον επόμενο χρόνο στο επίσης έξοχο «Σκοτεινή Διάβασις» και στο αρκούντως ρομαντικό «Στη Βοή της Καταιγίδος» (1948) του Τζον Χιούστον, έχοντας μαζί τους και τους Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον και Λάιονελ Μπάριμορ. Το 1950, θέλοντας να ξεφύγει από τη σκιά του Μπόγκαρντ, θα παίξει στο πλευρό του Γκάρι Κούπερ στην περιπέτεια «Αγάπησα και μίσησα», ενώ αμέσως μετά θα επιβεβαιώσει ότι είναι μία από τις σημαντικότερες femme fatale του Χόλιγουντ, όταν θα παίξει στο φιλμ «Η Γυναίκα των Χιμαιρών», μαζί με τον Κερκ Ντάγκλας και την Ντόρις Ντέι, κρατώντας για τον εαυτό της τον ρόλο μίας διπρόσωπης επικίνδυνης γυναίκας.
Η Μπακόλ, έχοντας πλέον τη δική της αυτόνομη πορεία, θα γίνει γνωστή ως μία ηθοποιός που απέρριπτε τα αδιάφορα σενάρια, αποκτώντας τη φήμη της «δύσκολης». Το 1953 θα παίξει στην αισθηματική κωμωδία «Πώς να Παντρευτείτε Έναν Εκατομμυριούχο», μαζί με τις Μέριλιν Μονρόε και Μπέτι Γκρέιμπλ, μία τεράστια εισπρακτική επιτυχία, παραδίδοντας και μία κεφάτη κωμική ερμηνεία, ενώ το 1956 θα πρωταγωνιστήσει στο κλασικό μελόδραμα «Γραμμένο στον Άνεμο», έχοντας στο πλευρό της τον Ροκ Χάτσον και έναν ρόλο κοντά στον χαρακτήρα της, υποδυόμενη μια αποφασισμένη και δυναμική γυναίκα. Το 1957, χρονιά που ο Μπόγκαρντ θα υποκύψει στον καρκίνο, θα πρωταγωνιστήσει στη σλάπστικ κωμωδία «Η Γυναίκα μου, Εγώ κι ο Πειρασμός», δίπλα στον Γκρέκορι Πεκ.
Τη δεκαετία του ‘60 δεν θα έχει ανάλογη πορεία η καριέρα της, αφού θα έχει λίγες ταινίες στο ενεργητικό της, αλλά την επόμενη δεκαετία θα επανέλθει δριμύτερη παίζοντας σε μεγάλες και ενδιαφέρουσες παραγωγές, όπως «Φόνος στο Οριάν Εξπρές», «Με το Χέρι στη Σκανδάλη», δίπλα στον επίσης βαριά άρρωστο Τζον Γουέιν. Οι δυο τους έγιναν φίλοι, παρότι αυτός ήταν υπερσυντηρητικός και εκείνη δημοκρατική και είχαν έρθει αντιμέτωποι τις μαύρες εποχές του Μαρκαρθισμού, όταν μαζί με τον Μπόγκαρντ είχαν συμπαρασταθεί στους κυνηγημένους αριστερούς επαγγελματίες του Χόλιγουντ. Όμως, όπως ήταν γνωστό, ο «Δούκας» ήταν άψογος με τις γυναίκες και υπέροχος για συνεργασία και παρέα, όπως πιστοποίησε και η Μορίν Ο’Χάρα.
Τις επόμενες δεκαετίες θα συνεχίσει τις επιλεγμένες εμφανίσεις της και το 1997 θα λάβει την πρώτη υποψηφιότητά της για το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου, με την ερμηνεία της στο φιλμ «Ο Καθρέφτης Έχει Δυο Πρόσωπα», για το οποίο είχε ήδη κερδίσει τη Χρυσή Σφαίρα.
Το Χόλιγουντ, δεν την τίμησε όσο άξιζε, ανταποδίδοντας όπως αυτό μόνο ήξερε, τη στάση της εναντίον της αντικομμουνιστικής υστερίας και της άρνησής της να γίνει ένα πειθήνιο όργανο του σταρ σύστεμ, μία εγκεκριμένη σταρ, κάτι που δεν την κατέβαλε ποτέ μέχρι τον θάνατό της στις 12 Αυγούστου του 2014, από εγκεφαλικό επεισόδιο. Διατηρώντας πάντα το χιούμορ της και το θάρρος της, λίγα χρόνια πριν, το 2007, όταν παραλάμβανε το τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο της καριέρας της, θα πει: «Επιτέλους ένας άνδρας». Προφανώς μετά τον Μπόγκαρντ...
Κάνοντας ίσως το πιο εντυπωσιακό ντεμπούτο στον κινηματογράφο, η Λορίν Μπακόλ θα αναστατώσει το κοινό, θα προκαλέσει ρίγη και θα δηλώσει με την ερμηνεία της ότι γεννήθηκε μια σταρ, ότι ήρθε για να μείνει και μάλιστα για πάντα, όσο υπάρχει κινηματογράφος.
Ήταν το 1944, όταν η μόλις 19χρονη Λορίν Μπακόλ θα βρεθεί απέναντι στον ζωντανό θρύλο του παγκόσμιου κινηματογράφου, Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ για την, κλασική σήμερα, ρομαντική περιπέτεια «Η Σειρήνα της Μαρτινίκα» του Χάουαρντ Χοκς. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, όπως ήταν λογικό, ήταν νευρική και όταν έβλεπε τον Μπόγκι τραύλιζε, έχανε την προσήλωσή της. Για να αντιμετωπίσει το τρακ της, θα πιέσει το σαγόνι στο στήθος και θα κοιτά την κάμερα στρέφοντας τη ματιά της προς τα πάνω. Αυτό ήταν. Η κίνησή της αυτή, θα μείνει ανεξίτηλη στην ιστορία του σινεμά ως «το βλέμμα». Παράλληλα, οι κινήσεις της, το στήσιμο του λυγερού κορμιού της, ο τρόπος που κρατούσε το τσιγάρο, θα της δώσει ακόμη μεγαλύτερη χάρη, αλλά και την απαραίτητη ηλικία μίας ψημένης γυναίκας, που μπορεί να πάρει οποιοδήποτε άντρα από το χέρι και να τον πάει στον παράδεισο. Η Μπακόλ, θα ξετρελάνει τον Μπόγκαρντ και μαζί και όλο τον αντρικό πληθυσμό. Μόνο που ο 44χρονος τότε σταρ θα πάρει και το κορίτσι, για να παραδεχθεί λίγο πριν ξεψυχήσει, «η ευτυχία που έζησα δίπλα της αξίζει για δέκα ζωές».
Συμπληρώνοντας 100 χρόνια από τη γέννησή της (16 Σεπτεμβρίου 1924), η Λορίν Μπακόλ θα παίξει μαζί με τον Μπόγκαρντ σε εξαιρετικές ταινίες, θα ζήσει μαζί του, παρά τις ατασθαλίες του με το ποτό, μια ευτυχισμένη ζωή, ενώ έπειτα από τον πρόωρο θάνατό του, θα συνεχίσει τη μακρά σταδιοδρομία της για πάνω από 40 χρόνια, κρατώντας σταθερά το διαπεραστικό βλέμμα της, αλλά και την τόλμη μίας ανεξάρτητης γυναίκας.
Η Λορίν Μπακόλ θα γεννηθεί στη Νέα Υόρκη και ήταν μοναχοκόρη της Νάταλι και του Ουίλιαμ Πέρσκε, εβραίων μεταναστών, που οι οικογένειές τους ήρθαν από Γαλλία, Πολωνία, Ρουμανία και Γερμανία. Οι γονείς της πήραν διαζύγιο όταν ήταν έξι ετών. Τότε ήταν που πήρε το επώνυμο της μητέρας της και δεν θέλησε να ξαναδεί τον πατέρα της, ενώ δέθηκε ακόμη περισσότερο με τη μητέρα της, την οποία και πήρε μαζί της στο Χόλιγουντ, όταν έγινε σταρ. Θα σπουδάσει υποκριτική για 13 χρόνια στην Αμερικάνικη Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, ενώ εργαζόταν και ως μοντέλο. Ως Μπέτι Μπακόλ έκανε το ντεμπούτο της στο Μπρόντγουεϊ το 1942, όπου θα γνωρίσει από κοντά και το είδωλό της, την Μπέτι Ντέιβις, η οποία έπειτα από χρόνια, θα τη συγχαρεί για την παράσταση «Applause», ένα μιούζικαλ βασισμένο στην αριστουργηματική ταινία «Όλα για την Εύα».
Την ώθηση για να μπει στα κινηματογραφικά πλατό της την έδωσε η σύζυγος του Χάουαρντ Χοκς, όταν την είδε σε ένα εξώφυλλο Harper’s Bazaar. Για τη νεαρή Λορίν, ο κόσμος της μόδας ήταν ένας τρόπος για να ξεφύγει από τα φτωχικά του Μπρονξ. Η σύζυγος του Χοκς, θα πείσει τον άντρα της να της κάνει ένα δοκιμαστικό, ενώ όταν θα τη ρωτήσει ο μεγάλος σκηνοθέτης με ποιον θα ήθελε να παίξει, εκείνη απάντησε αυθόρμητα, όπως είπε η ίδια αργότερα, «με τον Κάρι Γκραντ θα ήταν τέλεια, με τον Μπόγκαρντ αηδία». Και επειδή η ζωή κάνει μεγάλες πλάκες, ο Χοκς θα της δώσει την ευκαιρία να μπει στο σινεμά, δίπλα στον Μπόγκαρντ, με τα γνωστά επακόλουθα…
Ο Μπόγκαρντ θα ξετρελαθεί μαζί της και εκείνη θα υποκλιθεί στις αντρικές του αξίες και τη γοητεία του. Θα ερωτευτούν από τις πρώτες εβδομάδες των γυρισμάτων της «Σειρήνας της Μαρτινίκα», κάτι που θα καταλάβει όλο το συνεργείο, παρότι ο Μπόγκαρντ ήταν παντρεμένος με την τρίτη γυναίκα του, την ηθοποιό Μάγιο Μέθοτ, ένας γάμος που όδευε – έτσι κι αλλιώς - προς το τέλος του.
Θα ζήσει μαζί του 12 χρόνια, καθώς ο καρκίνος θα χτυπήσει τον Μπόγκι και το 1957 θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Μαζί θα αποκτήσουν δυο παιδιά, τον Λέσλι και τον Στίβεν. Παρεμπιπτόντως, η Μπακόλ, θα γίνει αντικείμενο του πόθου, μετά τον χαμό του Μπόγκαρντ, με πρώτους και καλύτερους τους Κάρι Γκραντ και Φρανκ Σινάτρα. Όπως είναι λογικό, ο τελευταίος θα την κερδίσει αλλά θα τη χάσει λόγω του δύσκολου χαρακτήρα του.
Το 1961, η Μπακόλ θα παντρευτεί τον σπουδαίο ηθοποιό Τζέισον Ρόμπαρτς, με τον οποίο θα χωρίσουν το 1969, εξαιτίας του αθεράπευτου αλκοολισμού του. Όπως έχει γράψει στη βιογραφία της, όταν ήταν έτοιμη να βγει από το μαιευτήριο, όπου γέννησε ακόμη ένα αγοράκι, τον Σαμ, ο Ρόμπαρτς ήταν εξαφανισμένος και μετά από αρκετές ώρες θα εμφανιστεί τελείως μεθυσμένος με δώρο μία Ρολς Ρόις. Το πανάκριβο δώρο την άφησε παντελώς αδιάφορη, αλλά όχι και το μεθύσι του.
Επιστρέφοντας στην κινηματογραφική της πορεία, η Μπακόλ θα πρωταγωνιστήσει δίπλα στον Μπόγκαρντ σε ακόμη τρία ακόμη φιλμ νουάρ, στο εμβληματικό «Πάθος και Αίμα» (1946) του Χοκς, τον επόμενο χρόνο στο επίσης έξοχο «Σκοτεινή Διάβασις» και στο αρκούντως ρομαντικό «Στη Βοή της Καταιγίδος» (1948) του Τζον Χιούστον, έχοντας μαζί τους και τους Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον και Λάιονελ Μπάριμορ. Το 1950, θέλοντας να ξεφύγει από τη σκιά του Μπόγκαρντ, θα παίξει στο πλευρό του Γκάρι Κούπερ στην περιπέτεια «Αγάπησα και μίσησα», ενώ αμέσως μετά θα επιβεβαιώσει ότι είναι μία από τις σημαντικότερες femme fatale του Χόλιγουντ, όταν θα παίξει στο φιλμ «Η Γυναίκα των Χιμαιρών», μαζί με τον Κερκ Ντάγκλας και την Ντόρις Ντέι, κρατώντας για τον εαυτό της τον ρόλο μίας διπρόσωπης επικίνδυνης γυναίκας.
Η Μπακόλ, έχοντας πλέον τη δική της αυτόνομη πορεία, θα γίνει γνωστή ως μία ηθοποιός που απέρριπτε τα αδιάφορα σενάρια, αποκτώντας τη φήμη της «δύσκολης». Το 1953 θα παίξει στην αισθηματική κωμωδία «Πώς να Παντρευτείτε Έναν Εκατομμυριούχο», μαζί με τις Μέριλιν Μονρόε και Μπέτι Γκρέιμπλ, μία τεράστια εισπρακτική επιτυχία, παραδίδοντας και μία κεφάτη κωμική ερμηνεία, ενώ το 1956 θα πρωταγωνιστήσει στο κλασικό μελόδραμα «Γραμμένο στον Άνεμο», έχοντας στο πλευρό της τον Ροκ Χάτσον και έναν ρόλο κοντά στον χαρακτήρα της, υποδυόμενη μια αποφασισμένη και δυναμική γυναίκα. Το 1957, χρονιά που ο Μπόγκαρντ θα υποκύψει στον καρκίνο, θα πρωταγωνιστήσει στη σλάπστικ κωμωδία «Η Γυναίκα μου, Εγώ κι ο Πειρασμός», δίπλα στον Γκρέκορι Πεκ.
Τη δεκαετία του ‘60 δεν θα έχει ανάλογη πορεία η καριέρα της, αφού θα έχει λίγες ταινίες στο ενεργητικό της, αλλά την επόμενη δεκαετία θα επανέλθει δριμύτερη παίζοντας σε μεγάλες και ενδιαφέρουσες παραγωγές, όπως «Φόνος στο Οριάν Εξπρές», «Με το Χέρι στη Σκανδάλη», δίπλα στον επίσης βαριά άρρωστο Τζον Γουέιν. Οι δυο τους έγιναν φίλοι, παρότι αυτός ήταν υπερσυντηρητικός και εκείνη δημοκρατική και είχαν έρθει αντιμέτωποι τις μαύρες εποχές του Μαρκαρθισμού, όταν μαζί με τον Μπόγκαρντ είχαν συμπαρασταθεί στους κυνηγημένους αριστερούς επαγγελματίες του Χόλιγουντ. Όμως, όπως ήταν γνωστό, ο «Δούκας» ήταν άψογος με τις γυναίκες και υπέροχος για συνεργασία και παρέα, όπως πιστοποίησε και η Μορίν Ο’Χάρα.
Τις επόμενες δεκαετίες θα συνεχίσει τις επιλεγμένες εμφανίσεις της και το 1997 θα λάβει την πρώτη υποψηφιότητά της για το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου, με την ερμηνεία της στο φιλμ «Ο Καθρέφτης Έχει Δυο Πρόσωπα», για το οποίο είχε ήδη κερδίσει τη Χρυσή Σφαίρα.
Το Χόλιγουντ, δεν την τίμησε όσο άξιζε, ανταποδίδοντας όπως αυτό μόνο ήξερε, τη στάση της εναντίον της αντικομμουνιστικής υστερίας και της άρνησής της να γίνει ένα πειθήνιο όργανο του σταρ σύστεμ, μία εγκεκριμένη σταρ, κάτι που δεν την κατέβαλε ποτέ μέχρι τον θάνατό της στις 12 Αυγούστου του 2014, από εγκεφαλικό επεισόδιο. Διατηρώντας πάντα το χιούμορ της και το θάρρος της, λίγα χρόνια πριν, το 2007, όταν παραλάμβανε το τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο της καριέρας της, θα πει: «Επιτέλους ένας άνδρας». Προφανώς μετά τον Μπόγκαρντ...
ΣΧΟΛΙΑ