Τα περίφημα αγάλματα, που έχουν χαρακτηριστεί ως οι «Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης», υφαρπάχθηκαν πριν από ενάμιση αιώνα και μεταφέρθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου.
Της Σοφίας Χριστοφορίδου
"Μαγεμένες", αντιγραμμένες και … ακριβοπληρωμένες! Τα περίφημα αγάλματα, που έχουν χαρακτηριστεί ως οι "Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης", υφαρπάχθηκαν πριν από ενάμιση αιώνα και μεταφέρθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου. Σήμερα το Μουσείο ζητά χρήματα για να επιστρέψει, όχι τα πρωτότυπα αλλά τα αντίγραφα των αγαλμάτων. Προς το παρόν ελλείψει χρημάτων, ο δήμος αδυνατεί να αποκτήσει ακόμα και αυτά τα ομοιώματα των αρχαιοτήτων που άλλοτε ήταν μέρος της αρχαίας ρωμαϊκής αγοράς.
Οι "Μαγεμένες" αποτελούνται από ένα σύνολο πέντε αμφίπλευρων κιόνων, διακοσμημένων με μαρμάρινα αγάλματα, που κοσμούσαν τη "Στοά των Ειδώλων", στη νότια είσοδο της ρωμαϊκής αγοράς, από την πλευρά της σημερινής οδού Εγνατία. Στην πορεία του χρόνου το μνημειακό σύνολο βρέθηκε ενσωματωμένο στο σπίτι του πλούσιου εβραίου υφασματέμπορου Λιάτσι Αρδίτι. Οι μορφές αυτές, οι οποίες παραπέμπουν στη λατρεία του Διόνυσου, ήταν τα "Είδωλα" για τους χριστιανούς, οι "Las Incantadas", δηλαδή οι "Μαγεμένες", για τους σεφαραδίτες Εβραίους. Το 1864 ο γάλλος Εμανουέλ Μίλερ κατάφερε να αποσπάσει την άδεια του Φουάντ Πασά και να μεταφέρει τέσσερις από τους πέντε κίονες στο Μουσείο του Λούβρου. Θραύσμα από τον πέμπτο βρέθηκε σε ανασκαφές του αρχαιολόγου Α. Τζώνου και εκτίθεται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης.
Αντίγραφα σε τιμή κόστους
Κατά το παρελθόν έγιναν προσπάθειες "επαναπατρισμού" των αγαλμάτων, με αφορμή τα 2.300 χρόνια ιστορίας της πόλης, τη δεκαετία του '80 και την Πολιτιστική Πρωτεύουσα το 1997, χωρίς αποτέλεσμα. Ενόψει του εορτασμού των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης η προηγούμενη δημοτική αρχή ήρθε σε συμφωνία με το Μουσείο του Λούβρου για την κατασκευή αντιγράφων των αγαλμάτων. Το Μουσείο θα παραχωρούσε τα αντίγραφα και τα εκμαγεία τους σε φιλική τιμή κόστους (!) 186.000 ευρω, όταν μάλιστα τα πρωτότυπα περιήλθαν στην κατοχή με μεθόδους που εγείρουν προβληματισμό. Ως "αντίδωρο" για τις "Μαγεμένες", το αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης δάνεισε στο Λούβρο αρχαιότητες που πρόκειται να εκτεθούν τον Οκτώβριο του 2011 στην έκθεση "Η αρχαία Μακεδονία και το βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου". Ωστόσο είναι αμφίβολο αν μέχρι τότε μεταφερθούν στη Θεσσαλονίκη τα αντίγραφα των "Μαγεμένων", καθώς με δεδομένη την κακή οικονομική κατάσταση ο δήμος "δεν μπορεί να επωμιστεί το κόστος των 186.000 ευρώ" όπως παραδέχεται ο κ. Πέγκας. Στον προϋπολογισμό του δήμου έχει εγγραφεί ένας κωδικός με το συμβολικό ποσό του ενός ευρώ, με την ελπίδα το ποσό να καλυφθεί από χορηγίες. Ο στόχος της μεταφοράς των αντιγράφων από το Παρίσι στη Θεσσαλονίκη πριν το 2012, ώστε η έκθεσή του να συμπέσει με το ιωβηλαίο της πόλης, δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτευχθεί. Μέχρι στιγμής, σύμφωνα με τον αντιδήμαρχο Πολιτισμού κ. Σπύρο Πέγκα, έχουν γίνει κάποιες προκαταρκτικές συζητήσεις για χορηγίες, χωρίς να υπάρχει κάτι ανακοινώσιμο.
"Είναι σημαντικό η Θεσσαλονίκη να έχει τις μαγεμένες, ακόμα και σε αντίγραφα. Βέβαια, το καλύτερο θα ήταν να έρθουν στην πόλη τα πρωτότυπα". Ωστόσο στο ερώτημα γιατί η πόλη αρκείται στα αντίγραφα, τα οποία μάλιστα καλείται να πληρώσει αδρά, ο κ. Πέγκας απαντά ότι η νέα δημοτική αρχή συνεχίζει μια πρωτοβουλία που είχε αναλάβει η προηγούμενη.
ΑΠΟΨΗ Λούβρο: Η μικρή αυτοκρατορία
Της Ελένης Στούμπου-Κατσαμούρη, αρχαιολόγου
«(Αποστολή) της εξοχότητάς του, Υπουργού Καλών Τεχνών: αρχαιότητες από τη Μακεδονία και τη Θάσο από τον Μ.Ε. Miller, μέλος του Ινστιτούτου, σε συνέχεια μιας αποστολής δοσμένης από τον Αυτοκράτορα (Ναπολέοντα Γ΄): τέσσερις μεγάλοι ανάγλυφοι πεσσοί (οι τέσσερις πεσσοί που φέρουν αμφίπλευρα τις μορφές των ‘Μαγεμένων’), ένας ενεπίγραφος κίονας, πέντε κιονόκρανα από τη Θεσσαλονίκη...». (από την αναφορά για την κατάσταση των αυτοκρατορικών μουσείων της Γαλλίας 1853-1869, σ.33/ P. Perdrizet, L’ «Incantada» de Salonique, Monuments et Memoires 31, Paris 1930, 51-90 και αναδημοσίευση στον τόμο «Μελέτες για την αρχαία Θεσσαλονίκη», εκδ. Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης 1985, σ. 305-306).
Υπάρχουν μόνο δύο πράγματα που έχουν σημασία, συνήθιζε να λέει ο διάσημος έμπορος τέχνης Wildenstein: η Γαλλία και το να πηγαίνεις στο Λούβρο! Για πολλούς Γάλλους, η αλήθεια της φράσης αυτής, παρά την υπερβολή της, είναι αυταπόδεικτη. Στο Λούβρο συναντάς το απάνθισμα της παγκόσμιας τέχνης. Μια μέρα δεν είναι τίποτα, μια βδομάδα είναι λίγο. Το Λούβρο θέλει να πηγαίνεις ξανά και ξανά. Να γερνάς και να θέλεις να ξαναπηγαίνεις, να βλέπεις τα έργα στη θέση τους, να συγκινείσαι το ίδιο. Το Λούβρο είναι μια μικρή αυτοκρατορία. Απέκτησε τις συλλογές του με δωρεές, αγορές και ποικίλες «σταχυολογήσεις», ανάλογα με την κατάσταση της χώρας προέλευσης των αρχαιολογικών ευρημάτων και των έργων τέχνης. Όπως όλα τα μεγάλα μουσεία του δυτικού κόσμου, εκτός ίσως από το Εθνικό Αρχαιολογικό.
Δεν δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι ο υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για τις άδειες χρήσεις φωτογραφικού υλικού, κινηματογράφησης, πώλησης αντιγράφων κλπ. στην πτέρυγα ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων απάντησε στο αίτημα του δήμου Θεσσαλονίκης βάσει της τυπικής διαδικασίας.
Το ερώτημα δεν είναι γιατί το Λούβρο δεν επιστρέφει τα γλυπτά, αλλά γιατί να κάνει κάτι
α) που δεν του ζητήθηκε,
β) που δεν του ζητήθηκε από τον αρμόδιο να το ζητήσει, δηλαδή τη γαλλική κυβέρνηση, η οποία θα είχε συμφωνήσει σε αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης και του αρμόδιου υπουργείου Πολιτισμού,
γ) που δεν του ζητήθηκε γιατί οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι πολίτες της Θεσσαλονίκης, δεν το έχουν ζητήσει από την κυβέρνησή τους με σαφή και έγκυρο τρόπο.
Θα ήταν παγκόσμια πρωτοτυπία να ικανοποιηθεί ένα τέτοιο αίτημα χωρίς μια υποτυπώδη προσπάθεια. Η κοινή πείρα θα έλεγε ότι τα δύσκολα πράγματα, ακόμα κι όταν έχεις το περισσότερο δίκιο με το μέρος σου, δεν κατορθώνονται χωρίς αποφασιστικότητα και μακροχρόνιους αγώνες. Οι σποραδικές αναφορές τοπικών πολιτικών προσώπων μάλλον δεν εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία.
Το ερώτημα τώρα είναι γιατί ο δήμος Θεσσαλονίκης θέλησε να αποκτήσει αντίγραφα των γλυπτών που αφαιρέθηκαν το 1864. Φωτογραφίες σε φυσικό μέγεθος στο δημαρχείο ή κάποιο άλλο δημόσιο κτίριο θα αρκούσαν για να υπενθυμίσουν στο θεατή την ιστορία του μνημείου. Τα αντίγραφα μπορούν να είναι μια θαυμάσια διακόσμηση στην εξοχική κατοικία ενός ιδιώτη. Στο δημόσιο χώρο όμως δημιουργούν μια σύγχυση: είναι σαν να αποδεχόμαστε το αντίγραφο ως υποκατάστατο ενός αληθινού έργου. Κι όπως, νομίζω, θα συμφωνούσαμε όλοι, η αξία των αρχαιολογικών ευρημάτων και των έργων τέχνης έγκειται στην αυθεντικότητά τους. «Λατρεύουμε» τα αρχαία αντικείμενα γιατί είναι αληθινά, γιατί είναι η υλική απόδειξη ενός κόσμου που χάθηκε. Αλλιώς, κινδυνεύουμε να μοιάσουμε στους πάλαι ποτέ ιθαγενείς, που τους γελούσαν με κρυσταλλάκια.
Αν λείπουν οι «Μαγεμένες», ας μένει το κενό, να ενοχλεί. Αν κάποτε υπάρχει η βέβαιη απόφαση για τη διεκδίκησή τους, το διεθνές δίκαιο δίνει στην ελληνική πολιτεία τα μέσα.
Τα περίφημα αγάλματα, που έχουν χαρακτηριστεί ως οι «Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης», υφαρπάχθηκαν πριν από ενάμιση αιώνα και μεταφέρθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου.
Της Σοφίας Χριστοφορίδου
"Μαγεμένες", αντιγραμμένες και … ακριβοπληρωμένες! Τα περίφημα αγάλματα, που έχουν χαρακτηριστεί ως οι "Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης", υφαρπάχθηκαν πριν από ενάμιση αιώνα και μεταφέρθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου. Σήμερα το Μουσείο ζητά χρήματα για να επιστρέψει, όχι τα πρωτότυπα αλλά τα αντίγραφα των αγαλμάτων. Προς το παρόν ελλείψει χρημάτων, ο δήμος αδυνατεί να αποκτήσει ακόμα και αυτά τα ομοιώματα των αρχαιοτήτων που άλλοτε ήταν μέρος της αρχαίας ρωμαϊκής αγοράς.
Οι "Μαγεμένες" αποτελούνται από ένα σύνολο πέντε αμφίπλευρων κιόνων, διακοσμημένων με μαρμάρινα αγάλματα, που κοσμούσαν τη "Στοά των Ειδώλων", στη νότια είσοδο της ρωμαϊκής αγοράς, από την πλευρά της σημερινής οδού Εγνατία. Στην πορεία του χρόνου το μνημειακό σύνολο βρέθηκε ενσωματωμένο στο σπίτι του πλούσιου εβραίου υφασματέμπορου Λιάτσι Αρδίτι. Οι μορφές αυτές, οι οποίες παραπέμπουν στη λατρεία του Διόνυσου, ήταν τα "Είδωλα" για τους χριστιανούς, οι "Las Incantadas", δηλαδή οι "Μαγεμένες", για τους σεφαραδίτες Εβραίους. Το 1864 ο γάλλος Εμανουέλ Μίλερ κατάφερε να αποσπάσει την άδεια του Φουάντ Πασά και να μεταφέρει τέσσερις από τους πέντε κίονες στο Μουσείο του Λούβρου. Θραύσμα από τον πέμπτο βρέθηκε σε ανασκαφές του αρχαιολόγου Α. Τζώνου και εκτίθεται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης.
Αντίγραφα σε τιμή κόστους
Κατά το παρελθόν έγιναν προσπάθειες "επαναπατρισμού" των αγαλμάτων, με αφορμή τα 2.300 χρόνια ιστορίας της πόλης, τη δεκαετία του '80 και την Πολιτιστική Πρωτεύουσα το 1997, χωρίς αποτέλεσμα. Ενόψει του εορτασμού των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης η προηγούμενη δημοτική αρχή ήρθε σε συμφωνία με το Μουσείο του Λούβρου για την κατασκευή αντιγράφων των αγαλμάτων. Το Μουσείο θα παραχωρούσε τα αντίγραφα και τα εκμαγεία τους σε φιλική τιμή κόστους (!) 186.000 ευρω, όταν μάλιστα τα πρωτότυπα περιήλθαν στην κατοχή με μεθόδους που εγείρουν προβληματισμό. Ως "αντίδωρο" για τις "Μαγεμένες", το αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης δάνεισε στο Λούβρο αρχαιότητες που πρόκειται να εκτεθούν τον Οκτώβριο του 2011 στην έκθεση "Η αρχαία Μακεδονία και το βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου". Ωστόσο είναι αμφίβολο αν μέχρι τότε μεταφερθούν στη Θεσσαλονίκη τα αντίγραφα των "Μαγεμένων", καθώς με δεδομένη την κακή οικονομική κατάσταση ο δήμος "δεν μπορεί να επωμιστεί το κόστος των 186.000 ευρώ" όπως παραδέχεται ο κ. Πέγκας. Στον προϋπολογισμό του δήμου έχει εγγραφεί ένας κωδικός με το συμβολικό ποσό του ενός ευρώ, με την ελπίδα το ποσό να καλυφθεί από χορηγίες. Ο στόχος της μεταφοράς των αντιγράφων από το Παρίσι στη Θεσσαλονίκη πριν το 2012, ώστε η έκθεσή του να συμπέσει με το ιωβηλαίο της πόλης, δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτευχθεί. Μέχρι στιγμής, σύμφωνα με τον αντιδήμαρχο Πολιτισμού κ. Σπύρο Πέγκα, έχουν γίνει κάποιες προκαταρκτικές συζητήσεις για χορηγίες, χωρίς να υπάρχει κάτι ανακοινώσιμο.
"Είναι σημαντικό η Θεσσαλονίκη να έχει τις μαγεμένες, ακόμα και σε αντίγραφα. Βέβαια, το καλύτερο θα ήταν να έρθουν στην πόλη τα πρωτότυπα". Ωστόσο στο ερώτημα γιατί η πόλη αρκείται στα αντίγραφα, τα οποία μάλιστα καλείται να πληρώσει αδρά, ο κ. Πέγκας απαντά ότι η νέα δημοτική αρχή συνεχίζει μια πρωτοβουλία που είχε αναλάβει η προηγούμενη.
ΑΠΟΨΗ Λούβρο: Η μικρή αυτοκρατορία
Της Ελένης Στούμπου-Κατσαμούρη, αρχαιολόγου
«(Αποστολή) της εξοχότητάς του, Υπουργού Καλών Τεχνών: αρχαιότητες από τη Μακεδονία και τη Θάσο από τον Μ.Ε. Miller, μέλος του Ινστιτούτου, σε συνέχεια μιας αποστολής δοσμένης από τον Αυτοκράτορα (Ναπολέοντα Γ΄): τέσσερις μεγάλοι ανάγλυφοι πεσσοί (οι τέσσερις πεσσοί που φέρουν αμφίπλευρα τις μορφές των ‘Μαγεμένων’), ένας ενεπίγραφος κίονας, πέντε κιονόκρανα από τη Θεσσαλονίκη...». (από την αναφορά για την κατάσταση των αυτοκρατορικών μουσείων της Γαλλίας 1853-1869, σ.33/ P. Perdrizet, L’ «Incantada» de Salonique, Monuments et Memoires 31, Paris 1930, 51-90 και αναδημοσίευση στον τόμο «Μελέτες για την αρχαία Θεσσαλονίκη», εκδ. Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης 1985, σ. 305-306).
Υπάρχουν μόνο δύο πράγματα που έχουν σημασία, συνήθιζε να λέει ο διάσημος έμπορος τέχνης Wildenstein: η Γαλλία και το να πηγαίνεις στο Λούβρο! Για πολλούς Γάλλους, η αλήθεια της φράσης αυτής, παρά την υπερβολή της, είναι αυταπόδεικτη. Στο Λούβρο συναντάς το απάνθισμα της παγκόσμιας τέχνης. Μια μέρα δεν είναι τίποτα, μια βδομάδα είναι λίγο. Το Λούβρο θέλει να πηγαίνεις ξανά και ξανά. Να γερνάς και να θέλεις να ξαναπηγαίνεις, να βλέπεις τα έργα στη θέση τους, να συγκινείσαι το ίδιο. Το Λούβρο είναι μια μικρή αυτοκρατορία. Απέκτησε τις συλλογές του με δωρεές, αγορές και ποικίλες «σταχυολογήσεις», ανάλογα με την κατάσταση της χώρας προέλευσης των αρχαιολογικών ευρημάτων και των έργων τέχνης. Όπως όλα τα μεγάλα μουσεία του δυτικού κόσμου, εκτός ίσως από το Εθνικό Αρχαιολογικό.
Δεν δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι ο υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για τις άδειες χρήσεις φωτογραφικού υλικού, κινηματογράφησης, πώλησης αντιγράφων κλπ. στην πτέρυγα ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων απάντησε στο αίτημα του δήμου Θεσσαλονίκης βάσει της τυπικής διαδικασίας.
Το ερώτημα δεν είναι γιατί το Λούβρο δεν επιστρέφει τα γλυπτά, αλλά γιατί να κάνει κάτι
α) που δεν του ζητήθηκε,
β) που δεν του ζητήθηκε από τον αρμόδιο να το ζητήσει, δηλαδή τη γαλλική κυβέρνηση, η οποία θα είχε συμφωνήσει σε αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης και του αρμόδιου υπουργείου Πολιτισμού,
γ) που δεν του ζητήθηκε γιατί οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι πολίτες της Θεσσαλονίκης, δεν το έχουν ζητήσει από την κυβέρνησή τους με σαφή και έγκυρο τρόπο.
Θα ήταν παγκόσμια πρωτοτυπία να ικανοποιηθεί ένα τέτοιο αίτημα χωρίς μια υποτυπώδη προσπάθεια. Η κοινή πείρα θα έλεγε ότι τα δύσκολα πράγματα, ακόμα κι όταν έχεις το περισσότερο δίκιο με το μέρος σου, δεν κατορθώνονται χωρίς αποφασιστικότητα και μακροχρόνιους αγώνες. Οι σποραδικές αναφορές τοπικών πολιτικών προσώπων μάλλον δεν εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία.
Το ερώτημα τώρα είναι γιατί ο δήμος Θεσσαλονίκης θέλησε να αποκτήσει αντίγραφα των γλυπτών που αφαιρέθηκαν το 1864. Φωτογραφίες σε φυσικό μέγεθος στο δημαρχείο ή κάποιο άλλο δημόσιο κτίριο θα αρκούσαν για να υπενθυμίσουν στο θεατή την ιστορία του μνημείου. Τα αντίγραφα μπορούν να είναι μια θαυμάσια διακόσμηση στην εξοχική κατοικία ενός ιδιώτη. Στο δημόσιο χώρο όμως δημιουργούν μια σύγχυση: είναι σαν να αποδεχόμαστε το αντίγραφο ως υποκατάστατο ενός αληθινού έργου. Κι όπως, νομίζω, θα συμφωνούσαμε όλοι, η αξία των αρχαιολογικών ευρημάτων και των έργων τέχνης έγκειται στην αυθεντικότητά τους. «Λατρεύουμε» τα αρχαία αντικείμενα γιατί είναι αληθινά, γιατί είναι η υλική απόδειξη ενός κόσμου που χάθηκε. Αλλιώς, κινδυνεύουμε να μοιάσουμε στους πάλαι ποτέ ιθαγενείς, που τους γελούσαν με κρυσταλλάκια.
Αν λείπουν οι «Μαγεμένες», ας μένει το κενό, να ενοχλεί. Αν κάποτε υπάρχει η βέβαιη απόφαση για τη διεκδίκησή τους, το διεθνές δίκαιο δίνει στην ελληνική πολιτεία τα μέσα.