Μάρω Δούκα: Καλό είναι ο συγγραφέας να νοιάζεται ως πολίτης για το τι συμβαίνει γύρω του
22/10/2018 14:53
22/10/2018 14:53
«Να δώσεις φιλιά εκ μέρους μου στο ιερό τοτέμ της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας», μου έλεγε φίλος λίγο πριν να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου για τη Φρανκφούρτη. Αυτό είναι -όχι άδικα- για πολλούς αναγνώστες και ανθρώπους του βιβλίου η Μάρω Δούκα. Γελάει όταν της το λες χωρίς να σχολιάζει… Η συγγραφέας της «Αρχαίας Σκουριάς» και πολλών άλλων βιβλίων που αγαπήθηκαν και διαβάστηκαν πολύ από το αναγνωστικό κοινό είναι άνθρωπος της συνέπειας, της σαφήνειας και της αμεσότητας. Δεν δείχνει να αγαπά τις κολακείες ούτε να χαρίζεται.
Ως μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές φωνές της χώρας, επίσημη προσκεκλημένη της ελληνικής συμμετοχής στην 70ή Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, βρέθηκε για πρώτη φορά στην πόλη όπου ετησίως πραγματοποιείται η μεγαλύτερη διεθνής διοργάνωση στον εκδοτικό κόσμο. Ήξερε όμως καλά από πριν τη Φρανκφούρτη μέσα από τα γραπτά της, άλλωστε στο έργο της, κυρίως στην τριλογία «Στις γραμμές του μύθου και της Ιστορίας», έχει πολλές αναφορές σ’ αυτήν.
Στη συνάντησή μας εκεί ξεδιπλώνει τις εντυπώσεις της για την πόλη: «Περπατάω και τη νιώθω επιβλητική… σαν πρωτεύουσα. Το ποτάμι, η άπλα, η λιακάδα, οι ουρανοξύστες, η εκπαίδευση των οδηγών να σταματούν στις αφύλακτες διαβάσεις, για να περάσει ο πεζός. Μέχρι και το τραμ κοντά στο σταθμό που μένουμε σταματάει, για να περάσουμε… Το Ευρώ (άγαλμα) στην πλατεία Βίλι Μπραντ, τα δέντρα που μου φαίνονται ‘κεντροευρωπαϊκά’ πλατάνια, η λεωφόρος με τα μουσεία κατά μήκος του ποταμού. Όλα στη θέση τους. Κι ας μην τα είχα ξαναδεί».
Δεν είχε ξαναδεί όμως ούτε και την Buchmesse, όπου κάθε χρόνο χτυπά η καρδιά του βιβλίου. «Να πω ότι δεν εντυπωσιάστηκα; Θα ήταν ψέμα. Ψέμα θα ήταν όμως και αν έλεγα ότι έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Με ή χωρίς μίτο, το κτίσμα πρόκειται για έναν απολύτως τακτοποιημένο, ελεγχόμενο, πάλλευκο λαβύρινθο. Ή μήπως όχι; Τραπεζοκαθίσματα με αισθητική ΙΚΕΑ. Βάδην, πότε αργό, πότε ρυθμικά επιταχυνόμενο. Από διάδρομο σε διάδρομο. Βιβλία, πολλά βιβλία, άλλα όρθια, άλλα πλαγιαστά στα ράφια. Και πάντα σε περίοπτη θέση, όπου κι αν έριχνα το βλέμμα, τα παιδικά για τους γονείς, που, ως φαίνεται, πασχίζουν παγκοσμίως και αόκνως για την καλλιέργεια των παιδιών τους. Με ζωγραφιές, πολλές ζωγραφιές, πολλά χρώματα. Έπειτα τα βιβλία σαν έργα τέχνης από μόνα τους. Τα βιβλία από χώρα σε χώρα, από ήπειρο σε ήπειρο. Οι γέφυρες, τα ανοιχτά παράθυρα από πολιτισμό σε πολιτισμό. Οι γλώσσες. Οι μυρωδιές. Κι ένα διαρκές βουητό. Λάπτοπ, κινητά, μουσικές. Και το πηγαινέλα του κόσμου. Η τέλεια οργάνωση. Όλα καθαρά. Όλα υπολογισμένα. Είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός για το βιβλίο. Εδώ συναντιούνται οι εκδότες, εδώ κλείνονται οι συμφωνίες, εδώ το βιβλίο αντικείμενο, εδώ το βιβλίο εμπόρευμα. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Είναι και ο τόπος συνάντησης, είναι και οι άνθρωποι, το βουερό μελίσσι, τα χαμόγελα, οι χαιρετισμοί, οι ανταλλαγές απόψεων, οι συναντήσεις, οι γνωριμίες. Είναι και οι εκδηλώσεις, οι ομιλίες, οι ανακοινώσεις. Οι υποσχέσεις».
Διπλή η παρουσία στην Έκθεση
Στο πλαίσιο της ελληνικής συμμετοχής που οργάνωσε το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, η ίδια είχε διπλή παρουσία. Στο ιστορικό και πανέμορφο καφέ Laumer της Φρανκφούρτης, που βρίσκεται εκτός της Έκθεσης, ένα στέκι πολλών σπουδαίων συγγραφέων και φιλοσόφων, η συγγραφέας συνομίλησε για το σύνολο του έργου της με τη δημοσιογράφο και κριτικό βιβλίου Μικέλα Χαρτουλάρη. «Η εκδήλωση, παρά τη διαμεσολάβηση της μετάφρασης (στα γερμανικά) ήταν, πιστεύω, ζωντανή και κάποιες στιγμές συγκινητική», λέει.
Την επομένη σε αίθουσα της διοργάνωσης κοντά στο ελληνικό περίπτερο ήταν η μία από τους ομιλητές σε συζήτηση για το προσφυγικό. Για εκείνη η εκδήλωση φάνηκε ξεχωριστή, εξαιτίας της παρουσίας του Αλί και της Όλα (Αλχάζ), δύο προσφυγόπουλων αδελφιών από τη Συρία. «Μας μίλησαν στα αγγλικά για το οδυνηρό οδοιπορικό τους (κι ας φαντάζει succes story) από την πατρίδα τους, ώσπου να καταλήξουν στο κέντρο φιλοξενίας της Σόφτεξ στη Βόρεια Ελλάδα και από εκεί στη Βρέμη, όπου επανενώθηκε η διασκορπισμένη εξαμελής οικογένεια (γονείς και τέσσερα παιδιά)».
Όμως περισσότερο απ’ όλα θεωρεί ανεκτίμητο το να γνωρίζει «ωραίους ανθρώπους», όπως χαρακτηρίζει τους συντελεστές της ελληνικής αποστολής. «Θα έχω να θυμάμαι τη Μαριάννα, την Ελένη, την Παυλίνα, την Κατερίνα, τη Νόπη, τη Δέσποινα, τον Βασίλη. Τον Μανώλη Πιμπλή υπεύθυνο της ΔΕΒΘ και τη Μικέλα Χαρτουλάρη τους γνωρίζω από εκείνα τα χρόνια, που ήταν ‘τα δυο αστέρια’ στο Βιβλιοδρόμιο των ‘Νέων’ και τους αγαπώ με την άνεση και τη βεβαιότητα του ανθρώπου που δεν τους ζήτησε ποτέ καμιά ‘εκδούλευση’. Και τους εκτιμώ για το ήθος, την αποτελεσματικότητα και τις δύσκολες επιλογές τους», τονίζει.
«Η δική μου αριστερά δεν είναι παράταξη»
Με αφορμή τη συζήτηση για το προσφυγικό αλλά και το ότι το έργο της βρίθει αναφορών σε αυτό το ζήτημα, τη ρωτάμε πώς βλέπει να εξελίσσεται η κατάσταση στην Ελλάδα. «Σε ό,τι αφορά το προσφυγικό, δεν είμαι σε θέση να προβλέψω την εξέλιξή του. Από τη μια αισθάνομαι παντελώς ανήμπορη και από την άλλη πιστεύω ότι δεν έχω το δικαίωμα να στρέψω προς τ’ αλλού το βλέμμα, επικαλούμενη την ανημποριά μου. Δύσκολες πάντως καταστάσεις, με πιάνει πανικός όταν σκέφτομαι ποιο μπορεί να είναι το μέλλον αυτών των ανθρώπων που από τη μια στιγμή στην άλλη, και όχι από δική τους ευθύνη, βρέθηκαν στο κενό. Σκέφτομαι και τα αδιέξοδα της ελληνικής κοινωνίας, την ανέχεια των πολλών από τη μια, τα ‘βουερά γκάζια’ των νεόπλουτων της κρίσης απ’ την άλλη, το φανατισμό, την πόλωση, την τύφλα, την ξενοφοβία, τις διαβρωμένες συνειδήσεις, τις περίκλειστες ψυχές σ’ έναν κόσμο που όσο πάει και αγριεύει. Και να σας πω, τα παιδιά νοιάζομαι κυρίως. Τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα από τη μία, τα παραπαίοντα δικά μας από την άλλη», επισημαίνει και συγκινείται.
Έχει πει πολλές φορές εξάλλου ότι ο συγγραφέας οφείλει κυρίως να είναι συνεπής με τον εαυτό του. «Πρέπει να είναι συνεπής με την ανάγκη του να ανασυνθέτει τον κόσμο λέγοντας ιστορίες, με τη βαθύτερη αιτία που τον ωθεί να πηγαινόρχεται από το ένα στο άλλο, από το εδώ στο εκεί, από το χθες στο σήμερα και στο αύριο. Αν έχει ουσία ως άνθρωπος, θα έχουν ουσία και τα γραφόμενά του, ακόμη και ερήμην του, θα αποτυπώνουν την εποχή του, θα παρακολουθούν, θα καταγράφουν, έστω και έμμεσα, υπαινικτικά, τις κοινωνικές συνθήκες των χαρακτήρων-ηρώων του. Καλό είναι πάντως, πέρα από τις όποιες συγγραφικές φιλοδοξίες και ανησυχίες, ο συγγραφέας (και προς όφελος της γραφής του) να νοιάζεται ως πολίτης για το τι συμβαίνει γύρω του, να ξέρει σε γενικές γραμμές τι του γίνεται, να είναι λιγότερο νάρκισσος, ειλικρινέστερα ‘σκηνοθετημένος’».
Μαχητική, με άποψη, γνωστή για τις πολιτικές της πεποιθήσεις, η Μάρω Δούκα μιλά και για την αριστερή της προέλευση. «Η δική μου αριστερά, και δεν ευφυολογώ, δεν είναι παράταξη. Είναι κάτι πολύ προσωπικό και ταυτοχρόνως πολύ πλατύ, απέραντο. Είναι τρόπος σκέψης, τρόπος ζωής, είναι μνήμη, βίωμα, επιλογή, βηματισμός. Είναι, να το πω κι αλλιώς, οι βασικές αξίες στη ζωή. Τα στοιχειώδη που διαφυλάσσουν την ανθρωπιά μας. Αλλά, εάν ταυτίσουμε την αριστερά με τον ΣΥΡΙΖΑ ως κυβερνητική παράταξη, θα έλεγα ότι το παρόν και το μέλλον αυτής της αριστεράς θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να σταθεροποιήσει ουσιαστικά και να διευρύνει με τόλμη τις εξ ανάγκης σοσιαλδημοκρατικές επιλογές του. Και όλα αυτά, βέβαια, με την επίγνωση, αλλά και την πεποίθηση, ότι δεν μου πέφτει κανείς λόγος», επισημαίνει.
Έτοιμο το νέο της βιβλίο
Έχοντας στο ενεργητικό της ένα πλούσιο συγγραφικό και λογοτεχνικό έργο 44 ετών, δεν ξεχωρίζει κάποιο από τα βιβλία της, μπορεί να κάνει όμως κάποιες στάσεις. «Κάθε βιβλίο μου, μιας και εμπεριέχει ως προς τις μορφολογικές αναζητήσεις μου το προηγούμενο και προοικονομεί το επόμενο, για μένα τουλάχιστον είναι ένας μικρός σταθμός. Ωστόσο δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω την ‘Αρχαία σκουριά’ (1979) το ‘Εις τον πάτο της εικόνας’ (1990) και την ‘Ουράνια μηχανική’ (1999) όπου αποτυπώνεται μέσα από τις διαψεύσεις, τις επιλογές, τα αδιέξοδα και τις ‘δόξες’ της νεοελληνικής κοινωνίας, η εικοσάχρονη καθοριστική διαδρομή μας από το ‘είναι’ στο ‘έχειν’ και από το ‘έχειν’ στο ‘φαίνεσθαι’. Καθώς το ασήμαντο προβάλλεται ασύστολα πλέον ως σημαντικό, το ευτελές ως πολύτιμο, το κοινότοπο ως πρωτοπόρο… Και βέβαια αδύνατον να μην αναφέρω και τα βιβλία της τριλογίας μου ‘Στις γραμμές του μύθου και της Ιστορίας’, το καθένα χωριστά και τα τρία μαζί. Ιδιαίτερα θα ήθελα να σημειώσω ότι το τελευταίο, το ‘Έλα να πούμε ψέματα’, εμπεριέχει ως προς τη φόρμα όλα τα κεκτημένα της διαδρομής μου στο γράψιμο, εγκιβωτίζοντας τέσσερα άλλα βιβλία -ιστορίες τομές στο χρόνο».
Και τι μένει μετά από όλα αυτά; Ποιες μπορεί να είναι οι αναζητήσεις έπειτα από μια τόσο μεγάλη και σημαντική διαδρομή; «Τολμώ να πω ότι θα είναι αυστηρά τωρινές», λέει και καταλήγει: «Έχω ήδη τελειώσει ένα σχετικά ολιγοσέλιδο βιβλίο (τριακοσίων περίπου σελίδων) όπου η αφηγήτρια προσπαθεί να δει, να θυμηθεί, να αξιολογήσει τη ζωή της μέσα από τις ασθματικές, σε μορφή εσωτερικού μονολόγου, δημοσιεύσεις της στο fb… Του χρόνου τέτοιο καιρό θέλω να ελπίζω ότι θα έχει ήδη εκδοθεί».
«Να δώσεις φιλιά εκ μέρους μου στο ιερό τοτέμ της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας», μου έλεγε φίλος λίγο πριν να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου για τη Φρανκφούρτη. Αυτό είναι -όχι άδικα- για πολλούς αναγνώστες και ανθρώπους του βιβλίου η Μάρω Δούκα. Γελάει όταν της το λες χωρίς να σχολιάζει… Η συγγραφέας της «Αρχαίας Σκουριάς» και πολλών άλλων βιβλίων που αγαπήθηκαν και διαβάστηκαν πολύ από το αναγνωστικό κοινό είναι άνθρωπος της συνέπειας, της σαφήνειας και της αμεσότητας. Δεν δείχνει να αγαπά τις κολακείες ούτε να χαρίζεται.
Ως μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές φωνές της χώρας, επίσημη προσκεκλημένη της ελληνικής συμμετοχής στην 70ή Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, βρέθηκε για πρώτη φορά στην πόλη όπου ετησίως πραγματοποιείται η μεγαλύτερη διεθνής διοργάνωση στον εκδοτικό κόσμο. Ήξερε όμως καλά από πριν τη Φρανκφούρτη μέσα από τα γραπτά της, άλλωστε στο έργο της, κυρίως στην τριλογία «Στις γραμμές του μύθου και της Ιστορίας», έχει πολλές αναφορές σ’ αυτήν.
Στη συνάντησή μας εκεί ξεδιπλώνει τις εντυπώσεις της για την πόλη: «Περπατάω και τη νιώθω επιβλητική… σαν πρωτεύουσα. Το ποτάμι, η άπλα, η λιακάδα, οι ουρανοξύστες, η εκπαίδευση των οδηγών να σταματούν στις αφύλακτες διαβάσεις, για να περάσει ο πεζός. Μέχρι και το τραμ κοντά στο σταθμό που μένουμε σταματάει, για να περάσουμε… Το Ευρώ (άγαλμα) στην πλατεία Βίλι Μπραντ, τα δέντρα που μου φαίνονται ‘κεντροευρωπαϊκά’ πλατάνια, η λεωφόρος με τα μουσεία κατά μήκος του ποταμού. Όλα στη θέση τους. Κι ας μην τα είχα ξαναδεί».
Δεν είχε ξαναδεί όμως ούτε και την Buchmesse, όπου κάθε χρόνο χτυπά η καρδιά του βιβλίου. «Να πω ότι δεν εντυπωσιάστηκα; Θα ήταν ψέμα. Ψέμα θα ήταν όμως και αν έλεγα ότι έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Με ή χωρίς μίτο, το κτίσμα πρόκειται για έναν απολύτως τακτοποιημένο, ελεγχόμενο, πάλλευκο λαβύρινθο. Ή μήπως όχι; Τραπεζοκαθίσματα με αισθητική ΙΚΕΑ. Βάδην, πότε αργό, πότε ρυθμικά επιταχυνόμενο. Από διάδρομο σε διάδρομο. Βιβλία, πολλά βιβλία, άλλα όρθια, άλλα πλαγιαστά στα ράφια. Και πάντα σε περίοπτη θέση, όπου κι αν έριχνα το βλέμμα, τα παιδικά για τους γονείς, που, ως φαίνεται, πασχίζουν παγκοσμίως και αόκνως για την καλλιέργεια των παιδιών τους. Με ζωγραφιές, πολλές ζωγραφιές, πολλά χρώματα. Έπειτα τα βιβλία σαν έργα τέχνης από μόνα τους. Τα βιβλία από χώρα σε χώρα, από ήπειρο σε ήπειρο. Οι γέφυρες, τα ανοιχτά παράθυρα από πολιτισμό σε πολιτισμό. Οι γλώσσες. Οι μυρωδιές. Κι ένα διαρκές βουητό. Λάπτοπ, κινητά, μουσικές. Και το πηγαινέλα του κόσμου. Η τέλεια οργάνωση. Όλα καθαρά. Όλα υπολογισμένα. Είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός για το βιβλίο. Εδώ συναντιούνται οι εκδότες, εδώ κλείνονται οι συμφωνίες, εδώ το βιβλίο αντικείμενο, εδώ το βιβλίο εμπόρευμα. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Είναι και ο τόπος συνάντησης, είναι και οι άνθρωποι, το βουερό μελίσσι, τα χαμόγελα, οι χαιρετισμοί, οι ανταλλαγές απόψεων, οι συναντήσεις, οι γνωριμίες. Είναι και οι εκδηλώσεις, οι ομιλίες, οι ανακοινώσεις. Οι υποσχέσεις».
Διπλή η παρουσία στην Έκθεση
Στο πλαίσιο της ελληνικής συμμετοχής που οργάνωσε το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, η ίδια είχε διπλή παρουσία. Στο ιστορικό και πανέμορφο καφέ Laumer της Φρανκφούρτης, που βρίσκεται εκτός της Έκθεσης, ένα στέκι πολλών σπουδαίων συγγραφέων και φιλοσόφων, η συγγραφέας συνομίλησε για το σύνολο του έργου της με τη δημοσιογράφο και κριτικό βιβλίου Μικέλα Χαρτουλάρη. «Η εκδήλωση, παρά τη διαμεσολάβηση της μετάφρασης (στα γερμανικά) ήταν, πιστεύω, ζωντανή και κάποιες στιγμές συγκινητική», λέει.
Την επομένη σε αίθουσα της διοργάνωσης κοντά στο ελληνικό περίπτερο ήταν η μία από τους ομιλητές σε συζήτηση για το προσφυγικό. Για εκείνη η εκδήλωση φάνηκε ξεχωριστή, εξαιτίας της παρουσίας του Αλί και της Όλα (Αλχάζ), δύο προσφυγόπουλων αδελφιών από τη Συρία. «Μας μίλησαν στα αγγλικά για το οδυνηρό οδοιπορικό τους (κι ας φαντάζει succes story) από την πατρίδα τους, ώσπου να καταλήξουν στο κέντρο φιλοξενίας της Σόφτεξ στη Βόρεια Ελλάδα και από εκεί στη Βρέμη, όπου επανενώθηκε η διασκορπισμένη εξαμελής οικογένεια (γονείς και τέσσερα παιδιά)».
Όμως περισσότερο απ’ όλα θεωρεί ανεκτίμητο το να γνωρίζει «ωραίους ανθρώπους», όπως χαρακτηρίζει τους συντελεστές της ελληνικής αποστολής. «Θα έχω να θυμάμαι τη Μαριάννα, την Ελένη, την Παυλίνα, την Κατερίνα, τη Νόπη, τη Δέσποινα, τον Βασίλη. Τον Μανώλη Πιμπλή υπεύθυνο της ΔΕΒΘ και τη Μικέλα Χαρτουλάρη τους γνωρίζω από εκείνα τα χρόνια, που ήταν ‘τα δυο αστέρια’ στο Βιβλιοδρόμιο των ‘Νέων’ και τους αγαπώ με την άνεση και τη βεβαιότητα του ανθρώπου που δεν τους ζήτησε ποτέ καμιά ‘εκδούλευση’. Και τους εκτιμώ για το ήθος, την αποτελεσματικότητα και τις δύσκολες επιλογές τους», τονίζει.
«Η δική μου αριστερά δεν είναι παράταξη»
Με αφορμή τη συζήτηση για το προσφυγικό αλλά και το ότι το έργο της βρίθει αναφορών σε αυτό το ζήτημα, τη ρωτάμε πώς βλέπει να εξελίσσεται η κατάσταση στην Ελλάδα. «Σε ό,τι αφορά το προσφυγικό, δεν είμαι σε θέση να προβλέψω την εξέλιξή του. Από τη μια αισθάνομαι παντελώς ανήμπορη και από την άλλη πιστεύω ότι δεν έχω το δικαίωμα να στρέψω προς τ’ αλλού το βλέμμα, επικαλούμενη την ανημποριά μου. Δύσκολες πάντως καταστάσεις, με πιάνει πανικός όταν σκέφτομαι ποιο μπορεί να είναι το μέλλον αυτών των ανθρώπων που από τη μια στιγμή στην άλλη, και όχι από δική τους ευθύνη, βρέθηκαν στο κενό. Σκέφτομαι και τα αδιέξοδα της ελληνικής κοινωνίας, την ανέχεια των πολλών από τη μια, τα ‘βουερά γκάζια’ των νεόπλουτων της κρίσης απ’ την άλλη, το φανατισμό, την πόλωση, την τύφλα, την ξενοφοβία, τις διαβρωμένες συνειδήσεις, τις περίκλειστες ψυχές σ’ έναν κόσμο που όσο πάει και αγριεύει. Και να σας πω, τα παιδιά νοιάζομαι κυρίως. Τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα από τη μία, τα παραπαίοντα δικά μας από την άλλη», επισημαίνει και συγκινείται.
Έχει πει πολλές φορές εξάλλου ότι ο συγγραφέας οφείλει κυρίως να είναι συνεπής με τον εαυτό του. «Πρέπει να είναι συνεπής με την ανάγκη του να ανασυνθέτει τον κόσμο λέγοντας ιστορίες, με τη βαθύτερη αιτία που τον ωθεί να πηγαινόρχεται από το ένα στο άλλο, από το εδώ στο εκεί, από το χθες στο σήμερα και στο αύριο. Αν έχει ουσία ως άνθρωπος, θα έχουν ουσία και τα γραφόμενά του, ακόμη και ερήμην του, θα αποτυπώνουν την εποχή του, θα παρακολουθούν, θα καταγράφουν, έστω και έμμεσα, υπαινικτικά, τις κοινωνικές συνθήκες των χαρακτήρων-ηρώων του. Καλό είναι πάντως, πέρα από τις όποιες συγγραφικές φιλοδοξίες και ανησυχίες, ο συγγραφέας (και προς όφελος της γραφής του) να νοιάζεται ως πολίτης για το τι συμβαίνει γύρω του, να ξέρει σε γενικές γραμμές τι του γίνεται, να είναι λιγότερο νάρκισσος, ειλικρινέστερα ‘σκηνοθετημένος’».
Μαχητική, με άποψη, γνωστή για τις πολιτικές της πεποιθήσεις, η Μάρω Δούκα μιλά και για την αριστερή της προέλευση. «Η δική μου αριστερά, και δεν ευφυολογώ, δεν είναι παράταξη. Είναι κάτι πολύ προσωπικό και ταυτοχρόνως πολύ πλατύ, απέραντο. Είναι τρόπος σκέψης, τρόπος ζωής, είναι μνήμη, βίωμα, επιλογή, βηματισμός. Είναι, να το πω κι αλλιώς, οι βασικές αξίες στη ζωή. Τα στοιχειώδη που διαφυλάσσουν την ανθρωπιά μας. Αλλά, εάν ταυτίσουμε την αριστερά με τον ΣΥΡΙΖΑ ως κυβερνητική παράταξη, θα έλεγα ότι το παρόν και το μέλλον αυτής της αριστεράς θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να σταθεροποιήσει ουσιαστικά και να διευρύνει με τόλμη τις εξ ανάγκης σοσιαλδημοκρατικές επιλογές του. Και όλα αυτά, βέβαια, με την επίγνωση, αλλά και την πεποίθηση, ότι δεν μου πέφτει κανείς λόγος», επισημαίνει.
Έτοιμο το νέο της βιβλίο
Έχοντας στο ενεργητικό της ένα πλούσιο συγγραφικό και λογοτεχνικό έργο 44 ετών, δεν ξεχωρίζει κάποιο από τα βιβλία της, μπορεί να κάνει όμως κάποιες στάσεις. «Κάθε βιβλίο μου, μιας και εμπεριέχει ως προς τις μορφολογικές αναζητήσεις μου το προηγούμενο και προοικονομεί το επόμενο, για μένα τουλάχιστον είναι ένας μικρός σταθμός. Ωστόσο δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω την ‘Αρχαία σκουριά’ (1979) το ‘Εις τον πάτο της εικόνας’ (1990) και την ‘Ουράνια μηχανική’ (1999) όπου αποτυπώνεται μέσα από τις διαψεύσεις, τις επιλογές, τα αδιέξοδα και τις ‘δόξες’ της νεοελληνικής κοινωνίας, η εικοσάχρονη καθοριστική διαδρομή μας από το ‘είναι’ στο ‘έχειν’ και από το ‘έχειν’ στο ‘φαίνεσθαι’. Καθώς το ασήμαντο προβάλλεται ασύστολα πλέον ως σημαντικό, το ευτελές ως πολύτιμο, το κοινότοπο ως πρωτοπόρο… Και βέβαια αδύνατον να μην αναφέρω και τα βιβλία της τριλογίας μου ‘Στις γραμμές του μύθου και της Ιστορίας’, το καθένα χωριστά και τα τρία μαζί. Ιδιαίτερα θα ήθελα να σημειώσω ότι το τελευταίο, το ‘Έλα να πούμε ψέματα’, εμπεριέχει ως προς τη φόρμα όλα τα κεκτημένα της διαδρομής μου στο γράψιμο, εγκιβωτίζοντας τέσσερα άλλα βιβλία -ιστορίες τομές στο χρόνο».
Και τι μένει μετά από όλα αυτά; Ποιες μπορεί να είναι οι αναζητήσεις έπειτα από μια τόσο μεγάλη και σημαντική διαδρομή; «Τολμώ να πω ότι θα είναι αυστηρά τωρινές», λέει και καταλήγει: «Έχω ήδη τελειώσει ένα σχετικά ολιγοσέλιδο βιβλίο (τριακοσίων περίπου σελίδων) όπου η αφηγήτρια προσπαθεί να δει, να θυμηθεί, να αξιολογήσει τη ζωή της μέσα από τις ασθματικές, σε μορφή εσωτερικού μονολόγου, δημοσιεύσεις της στο fb… Του χρόνου τέτοιο καιρό θέλω να ελπίζω ότι θα έχει ήδη εκδοθεί».
ΣΧΟΛΙΑ