Μαρτυρία: «Πώς σωθήκαμε από την πείνα την περίοδο της γερμανικής κατοχής»
28/10/2023 18:40
28/10/2023 18:40
Το 2023 συμπληρώνονται 90 χρόνια από την ίδρυση της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης. Σε όλα αυτά τα χρόνια η Λέσχη έχει επιτελέσει πλουσιότατο έργο, εθνικό, κοινωνικό, πνευματικό και πολιτιστικό, το οποίο δυστυχώς είναι άγνωστο στην πλειοψηφία των Ελλήνων.
Μέχρι σήμερα η Εύξεινος Λέσχη παραμένει μία πολύτιμη «κιβωτός», όπου διασώζονται ευλαβικά τα ήθη, τα έθιμα, η γλώσσα και όλα τα στοιχεία του λαμπρού πολιτισμού που άνθισε στον Πόντο και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς.
Στους κόλπους της λειτούργησε το «Λαϊκό Πανεπιστήμιο» και οργανώθηκε η ανιστόρηση των περισσοτέρων ιερών μονών του ιστορικού Πόντου. Ίδρυσε τον «Οίκο Ακρίτα Φοιτητού», ένα φοιτητικό οικοτροφείο, όπου για πολλά χρόνια βρήκαν στέγη και φροντίδα εκατοντάδες άποροι φοιτητές. Ανέπτυξε πολύ σημαντική καλλιτεχνική δραστηριότητα, με τα τμήματα ποντιακού θεάτρου και χορού. Υποστήριξε και συνεχίζει να υποστηρίζει με υποτροφίες πανεπιστημιακούς υποτρόφους και πρωτοστατεί στη διεκδίκηση της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, συνέδραμε την κοινωνία της Θεσσαλονίκης και των περιφερειακών συνοικισμών, περιθάλποντας εκατοντάδες παιδιά και οργανώνοντας διανομή τροφίμων και παροχή ιατρικής και φαρμακευτικής βοήθειας.
Όπως είναι γνωστό σύμφωνα με τις στατιστικές του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού τουλάχιστον 250.000 Έλληνες κυρίως ηλικιωμένοι και παιδιά βρήκαν τραγικό θάνατο από πείνα κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Την περίοδο 1941-1942, εκατοντάδες παιδιά από τη Θεσσαλονίκη και την Καλαμαριά σώθηκαν από την μεγάλο λιμό, όταν ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός σε συνεργασία με την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης, τα απέστειλε σε χωριά της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας για να φιλοξενηθούν σε εύπορες οικογένειες.
Οι τραγικές μανάδες αναγκάστηκαν να αποχωριστούν τα παιδιά τους μέχρι το τέλος του πολέμου για να μην πεθάνουν από την πείνα. Από την Καλαμαριά διασώθηκαν συνολικά 120 παιδιά τα οποία με λεωφορεία, φορτηγά και τρένα μεταφέρθηκαν σε διάφορες περιοχές. Συγκεκριμένα στο χωριό Μεσιανό Γιαννιτσών φιλοξενήθηκαν 33 παιδιά ενώ τα υπόλοιπα παιδιά φιλοξενήθηκαν από οικογένειες στην Πτολεμαΐδα, στα χωριά της Εορδαίας Κομνηνά, Πεντάβρυσος, Περδίκκας, Άγιος Χριστόφορος, στην πόλη της Κοζάνης και στο γειτονικό χωριό Χαραυγή.
Οι μαρτυρίες των παιδιών που διασώθηκαν από την πείνα είναι συγκλονιστικές.
Μιλώντας στη «Μακεδονία της Κυριακής» ένα από εκείνα τα παιδιά, ο συνταξιούχος οδηγός του ΟΑΣΘ Γιώργος Σαγματόπουλος, 88 χρόνων, από την Καλαμαριά, τονίζει ότι τα θύματα θα ήταν πολύ περισσότερα εάν δεν έπαιρνε αυτήν την πρωτοβουλία η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης.
Πώς ζούσατε την περίοδο της γερμανικής κατοχής;
Ήταν πολύ δύσκολη η ζωή μας. Εγώ έχασα τον πατέρα μου σε πολύ μικρή ηλικία. Ήμασταν τρία παιδιά και η μητέρα μου προσπαθούσε να μας φροντίσει όσο καλύτερα μπορούσε. Δυστυχώς όμως δεν υπήρχαν τρόφιμα στην αγορά. Οι μαυραγορίτες που έβρισκαν τρόφιμα τα πουλούσαν πολύ ακριβά και δεν είχαμε χρήματα να τα αγοράσουμε. Θυμάμαι την καημένη τη μάνα μας να βάζει στο τραπέζι δυο-τρεις ελιές και ένα κρεμμύδι για να φάμε… Πολλές ημέρες δεν είχαμε να φάμε ούτε ελιές και κρεμμύδι και υπήρχε κίνδυνος να πεθάνουμε από την πείνα.
Τα αδέλφια σας ήταν μεγαλύτερα ή μικρότερα;
Είχα έναν αδελφό τον Γιάννη που ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από μένα ενώ η αδελφή μου η Σμαρώ ήταν δύο χρόνια μικρότερη από μένα. Η μητέρα μας πήγαινε στα συσσίτια και έπαιρνε τα λιγοστά τρόφιμα που μοίραζαν αλλά δεν μας έφταναν. Βλέποντας ότι υπήρχε κίνδυνος να πεθάνουμε από την πείνα αποφάσισε να στείλει εμάς τα αγόρια σε ευκατάστατες οικογένειες που είχαν τη δυνατότητα να μας φροντίσουν. Ο αδελφός μου ο Γιάννης πήγε σε ένα χωριό των Γιαννιτσών ενώ εγώ βρέθηκα στην Πτολεμαΐδα… Τη μικρότερη την αδελφή μου η μητέρα μου την κράτησε μαζί της στην Καλαμαριά.
Θυμάστε πως πήγατε στην Πτολεμαΐδα;
Ναι θυμάμαι. Πήγαμε με τρένο. Ήμασταν περίπου 15 μικρά παιδιά. Εγώ ήμουν επτά-οχτώ χρονών και έκλαιγα συνέχεια. Ήταν βράδυ και μόλις φτάσαμε μας πήγαν σε ένα καφενείο όπου συγκεντρώθηκαν αρκετοί κάτοικοι για να μας πάρουν και να μας φιλοξενήσουν στα σπίτια τους. Τότε με πλησίασε ένας κύριος και μου είπε:
-Μην κλαις αγόρι μου. Μην φοβάσαι. Θα πάμε στο σπίτι μου και θα έχεις ό,τι θέλεις.
Πράγματι πήγαμε στο σπίτι του, στο κέντρο της Πτολεμαΐδας, στην οδό Καπετάν Φούφα 1. Ακόμη θυμάμαι την οδό. Εκεί η γυναίκα του με έβαλε να φάω. Έβαλε πάνω στο τραπέζι όλα τα καλά του Θεού. Εγώ σταμάτησα το κλάμα και άρχισα να τρώω γιατί πεινούσα πολύ. Όταν χόρτασα έβαλα το χέρι μου για να μην πάρουν τα ψίχουλα από το ψωμί που είχαν πέσει στο τραπέζι. Σκεφτόμουν την πείνα μου και ήθελα να κρατήσω τα ψίχουλα από το ψωμί για να τα φάω αργότερα. Ο κύριος είδε που έβαλα το χέρι μου πάνω στα ψωμάκια και μου είπε:
Μην φοβάσαι έχουμε μπόλικο φαγητό εδώ. Άσε τα ψίχουλα…
Τι δουλειά έκανε αυτός ο κύριος;
Είχε ένα μεγάλο μπακάλικο στην Πτολεμαΐδα, με πολλά τρόφιμα. Τον έλεγαν Ιωάννη Παλιό και είχε δικά του παιδιά αλλά από την ημέρα που πήγα στο σπίτι του δεν με ξεχώρισε από τα παιδιά του. Ό,τι έτρωγαν τα παιδιά του, έτρωγα και εγώ. Ό,τι ρούχα έπαιρνε στα παιδιά του, έπαιρνε και σε μένα. Στο σπίτι του έμεινα δύο ολόκληρα χρόνια και έτσι γλίτωσα από την πείνα.
Αυτά τα δύο χρόνια δεν είδατε τη μητέρα σας;
Εγώ ήμουν τυχερός. Έβλεπα τη μητέρα μου και την αδελφή μου κάθε μήνα. Όπως σας είπα ο κύριος αυτός είχε μπακάλικο και πήγαινε κάθε μήνα στη Θεσσαλονίκη για προμήθειες. Έτσι έπαιρνε και εμένα για να δω τη μάνα μου. Κάθε φορά που πηγαίναμε στην Καλαμαριά έπαιρνε και ένα καλάθι με τρόφιμα για να τα δώσουμε στη μάνα μου και στη μικρή μου αδελφή. Πριν πάμε στο σπίτι μου, σταματούσαμε σε ένα εστιατόριο και τρώγαμε για να μην πεινάσω αργότερα και φάω τρόφιμα που είχε στο καλάθι.
Τα τρόφιμα που είχε στο καλάθι τα φέρναμε για να βγάλουν το μήνα η μάνα μου και η μικρή μου αδελφή. Ήταν καταπληκτικός άνθρωπος ο κ. Παλιός. Σαν να ήταν ο πραγματικός μου πατέρας. Ήμουν πολύ τυχερός που βρέθηκε στο δρόμο μου αυτός ο άνθρωπος.
Είχατε σχέση μαζί του μετά τη γερμανική κατοχή;
Φυσικά και διατηρήσαμε πολύ καλή σχέση. Εγώ στην αρχή δούλευα σαν κουρέας και όταν παντρεύτηκα ζούσαμε φτωχικά. Δεν θα ξεχάσω όταν ήρθε μία μέρα στο σπίτι μας στην Καλαμαριά και ρώτησε την γυναίκα μου πως λεγόταν ο πατέρας μου. Μιλτιάδη απάντησε η γυναίκα μου και ο κ. Παλιός δεν είπε τίποτα.
Πέρασαν τα χρόνια και εγώ έπιασα δουλειά σαν οδηγός του ΟΑΣΘ. Κάποια στιγμή μας τηλεφώνησαν ότι πέθανε και φυσικά πήγα στην κηδεία του. Όταν τον αντίκρισα νεκρό άρχισα να κλαίω και να φωνάζω: «πατέρα μου, πατέρα μου…».
Τότε όσοι παρακολουθούσαν την κηδεία άρχισαν να ψιθυρίζουν: «Καλά, πόσα παιδιά είχε».
Δεν ήξεραν το καλό που έκανε σε μένα αυτός ο άνθρωπος, ότι ήταν σαν πατέρας μου, ότι με έσωσε από βέβαιο θάνατο και στο τέλος με ευεργέτησε και για δεύτερη φορά.
Με ποιο τρόπο σας ευεργέτησε για δεύτερη φορά;
Όταν ρώτησε τη γυναίκα μου πως λέγανε ο πατέρας μου εγώ δεν κατάλαβα τίποτα. Αυτός όμως ήθελε να μου κάνει μία δωρεά. Έδωσε εντολή σε ένα συμβολαιογράφο και μου δώρισε ένα διαμέρισμα στην Πτολεμαΐδα. Καταλαβαίνετε την συγκίνησή μου όταν με κάλεσαν να υπογράψω για την αποδοχή της δωρεάς. Με αυτό το διαμέρισμα πάντρεψα τα παιδιά μου. Το πούλησα και τακτοποίησα τις υποχρεώσεις μου. Καταλαβαίνετε πόσο με βοήθησε για δεύτερη φορά; Αυτός ο άνθρωπος με συμπεριφέρθηκε σαν να ήταν ο πατέρας μου γι’ αυτό δεν πρόκειται να τον ξεχάσω ποτέ.
Γι’ αυτό γράψατε και ένα ποίημα στη μνήμη του;
Ναι, έγραψα ένα ποίημα και θα ήθελα να σας το διαβάσω:
Με πήρες απ’ το χέρι
στης κατοχής στα χρόνια
και μ’ έφερες στο δρόμο σου
αξέχαστε πατέρα.
Κοντά σου γνώρισα στοργή,
αγάπη και συμπόνια
με φρόντισες, με κοίταξες
στα δύσκολα τα χρόνια.
Δεν βρίσκω λόγια να σου πω
για την καλή ψυχή σου
στην σκέψη μου πάντοτε θα ’χω
την ευγενική μορφή σου.
Ο θάνατός σου βαθιά με λύπησε
ήρθαν στο νου τα περασμένα
και ένα δάκρυ κύλησε
φόρος τιμής για σένα.
Θα σε θυμάμαι πάντοτε
αλησμόνητε πατέρα…
Αυτό το ποίημα το έγραψα για τον υπέροχο άνθρωπο Γιάννη Παλιό. Όσο ζω δεν πρόκειται να τον ξεχάσω. Αιωνία του η μνήμη. Αυτός ο άνθρωπος είναι σίγουρα στον παράδεισο.
Τι άλλο θυμάστε από την περίοδο που σας φιλοξενούσε στο σπίτι του στην Πτολεμαΐδα;
Θυμάμαι όταν κάποια μέρα αρρώστησα, την αγωνία που είχε μην πάθω κάτι. Ανέβασα πυρετό και με πήγε αμέσως στο νοσοκομείο. Μου έκαναν χειρουργική επέμβαση και μου έβγαλαν τις αμυγδαλές. Νοιαζόταν για μένα λες και ήταν πατέρας μου. Μπορεί να μην γνώρισα πατέρα αλλά αυτός ο άνθρωπος, στάθηκε δίπλα μου σαν πραγματικός πατέρας.
Έτυχε να συναντηθείτε ξανά με τα παιδιά της Κατοχής που είχατε πάει στην Πτολεμαΐδα;
Ναι, πριν από τέσσερα χρόνια το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ), του δήμου Καλαμαριάς έκανε μία εκδήλωση στο θέατρο «Μελίνα Μερκούρη» και είπε ο καθένας την ιστορία του. Μία γυναίκα που τότε ήταν τεσσάρων-πέντε χρονών είπε ότι η μάνα της, της έδωσε ένα γράμμα για να το δώσει στη γυναίκα, που θα τη φρόντιζε. Δεν ήξερε τι έγραφε στο γράμμα. Αργότερα έμαθε ότι έγραφε: «Προστάτευσε το παιδί μου σε παρακαλώ μέχρι να έρθω να το πάρω».
Εγώ τους έδειξα την φωτογραφία του σωτήρα μου και τους είπα ότι την είχα δίπλα στην εικόνα της Παναγίας. Σαν να ήταν ο Θεός μου. Ήταν συγκινητικές στιγμές και κλαίγαμε όλοι. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα και εύχομαι να μην τα ξαναζήσουμε ποτέ.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 28-29.10.2023
Το 2023 συμπληρώνονται 90 χρόνια από την ίδρυση της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης. Σε όλα αυτά τα χρόνια η Λέσχη έχει επιτελέσει πλουσιότατο έργο, εθνικό, κοινωνικό, πνευματικό και πολιτιστικό, το οποίο δυστυχώς είναι άγνωστο στην πλειοψηφία των Ελλήνων.
Μέχρι σήμερα η Εύξεινος Λέσχη παραμένει μία πολύτιμη «κιβωτός», όπου διασώζονται ευλαβικά τα ήθη, τα έθιμα, η γλώσσα και όλα τα στοιχεία του λαμπρού πολιτισμού που άνθισε στον Πόντο και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς.
Στους κόλπους της λειτούργησε το «Λαϊκό Πανεπιστήμιο» και οργανώθηκε η ανιστόρηση των περισσοτέρων ιερών μονών του ιστορικού Πόντου. Ίδρυσε τον «Οίκο Ακρίτα Φοιτητού», ένα φοιτητικό οικοτροφείο, όπου για πολλά χρόνια βρήκαν στέγη και φροντίδα εκατοντάδες άποροι φοιτητές. Ανέπτυξε πολύ σημαντική καλλιτεχνική δραστηριότητα, με τα τμήματα ποντιακού θεάτρου και χορού. Υποστήριξε και συνεχίζει να υποστηρίζει με υποτροφίες πανεπιστημιακούς υποτρόφους και πρωτοστατεί στη διεκδίκηση της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, συνέδραμε την κοινωνία της Θεσσαλονίκης και των περιφερειακών συνοικισμών, περιθάλποντας εκατοντάδες παιδιά και οργανώνοντας διανομή τροφίμων και παροχή ιατρικής και φαρμακευτικής βοήθειας.
Όπως είναι γνωστό σύμφωνα με τις στατιστικές του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού τουλάχιστον 250.000 Έλληνες κυρίως ηλικιωμένοι και παιδιά βρήκαν τραγικό θάνατο από πείνα κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Την περίοδο 1941-1942, εκατοντάδες παιδιά από τη Θεσσαλονίκη και την Καλαμαριά σώθηκαν από την μεγάλο λιμό, όταν ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός σε συνεργασία με την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης, τα απέστειλε σε χωριά της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας για να φιλοξενηθούν σε εύπορες οικογένειες.
Οι τραγικές μανάδες αναγκάστηκαν να αποχωριστούν τα παιδιά τους μέχρι το τέλος του πολέμου για να μην πεθάνουν από την πείνα. Από την Καλαμαριά διασώθηκαν συνολικά 120 παιδιά τα οποία με λεωφορεία, φορτηγά και τρένα μεταφέρθηκαν σε διάφορες περιοχές. Συγκεκριμένα στο χωριό Μεσιανό Γιαννιτσών φιλοξενήθηκαν 33 παιδιά ενώ τα υπόλοιπα παιδιά φιλοξενήθηκαν από οικογένειες στην Πτολεμαΐδα, στα χωριά της Εορδαίας Κομνηνά, Πεντάβρυσος, Περδίκκας, Άγιος Χριστόφορος, στην πόλη της Κοζάνης και στο γειτονικό χωριό Χαραυγή.
Οι μαρτυρίες των παιδιών που διασώθηκαν από την πείνα είναι συγκλονιστικές.
Μιλώντας στη «Μακεδονία της Κυριακής» ένα από εκείνα τα παιδιά, ο συνταξιούχος οδηγός του ΟΑΣΘ Γιώργος Σαγματόπουλος, 88 χρόνων, από την Καλαμαριά, τονίζει ότι τα θύματα θα ήταν πολύ περισσότερα εάν δεν έπαιρνε αυτήν την πρωτοβουλία η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης.
Πώς ζούσατε την περίοδο της γερμανικής κατοχής;
Ήταν πολύ δύσκολη η ζωή μας. Εγώ έχασα τον πατέρα μου σε πολύ μικρή ηλικία. Ήμασταν τρία παιδιά και η μητέρα μου προσπαθούσε να μας φροντίσει όσο καλύτερα μπορούσε. Δυστυχώς όμως δεν υπήρχαν τρόφιμα στην αγορά. Οι μαυραγορίτες που έβρισκαν τρόφιμα τα πουλούσαν πολύ ακριβά και δεν είχαμε χρήματα να τα αγοράσουμε. Θυμάμαι την καημένη τη μάνα μας να βάζει στο τραπέζι δυο-τρεις ελιές και ένα κρεμμύδι για να φάμε… Πολλές ημέρες δεν είχαμε να φάμε ούτε ελιές και κρεμμύδι και υπήρχε κίνδυνος να πεθάνουμε από την πείνα.
Τα αδέλφια σας ήταν μεγαλύτερα ή μικρότερα;
Είχα έναν αδελφό τον Γιάννη που ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από μένα ενώ η αδελφή μου η Σμαρώ ήταν δύο χρόνια μικρότερη από μένα. Η μητέρα μας πήγαινε στα συσσίτια και έπαιρνε τα λιγοστά τρόφιμα που μοίραζαν αλλά δεν μας έφταναν. Βλέποντας ότι υπήρχε κίνδυνος να πεθάνουμε από την πείνα αποφάσισε να στείλει εμάς τα αγόρια σε ευκατάστατες οικογένειες που είχαν τη δυνατότητα να μας φροντίσουν. Ο αδελφός μου ο Γιάννης πήγε σε ένα χωριό των Γιαννιτσών ενώ εγώ βρέθηκα στην Πτολεμαΐδα… Τη μικρότερη την αδελφή μου η μητέρα μου την κράτησε μαζί της στην Καλαμαριά.
Θυμάστε πως πήγατε στην Πτολεμαΐδα;
Ναι θυμάμαι. Πήγαμε με τρένο. Ήμασταν περίπου 15 μικρά παιδιά. Εγώ ήμουν επτά-οχτώ χρονών και έκλαιγα συνέχεια. Ήταν βράδυ και μόλις φτάσαμε μας πήγαν σε ένα καφενείο όπου συγκεντρώθηκαν αρκετοί κάτοικοι για να μας πάρουν και να μας φιλοξενήσουν στα σπίτια τους. Τότε με πλησίασε ένας κύριος και μου είπε:
-Μην κλαις αγόρι μου. Μην φοβάσαι. Θα πάμε στο σπίτι μου και θα έχεις ό,τι θέλεις.
Πράγματι πήγαμε στο σπίτι του, στο κέντρο της Πτολεμαΐδας, στην οδό Καπετάν Φούφα 1. Ακόμη θυμάμαι την οδό. Εκεί η γυναίκα του με έβαλε να φάω. Έβαλε πάνω στο τραπέζι όλα τα καλά του Θεού. Εγώ σταμάτησα το κλάμα και άρχισα να τρώω γιατί πεινούσα πολύ. Όταν χόρτασα έβαλα το χέρι μου για να μην πάρουν τα ψίχουλα από το ψωμί που είχαν πέσει στο τραπέζι. Σκεφτόμουν την πείνα μου και ήθελα να κρατήσω τα ψίχουλα από το ψωμί για να τα φάω αργότερα. Ο κύριος είδε που έβαλα το χέρι μου πάνω στα ψωμάκια και μου είπε:
Μην φοβάσαι έχουμε μπόλικο φαγητό εδώ. Άσε τα ψίχουλα…
Τι δουλειά έκανε αυτός ο κύριος;
Είχε ένα μεγάλο μπακάλικο στην Πτολεμαΐδα, με πολλά τρόφιμα. Τον έλεγαν Ιωάννη Παλιό και είχε δικά του παιδιά αλλά από την ημέρα που πήγα στο σπίτι του δεν με ξεχώρισε από τα παιδιά του. Ό,τι έτρωγαν τα παιδιά του, έτρωγα και εγώ. Ό,τι ρούχα έπαιρνε στα παιδιά του, έπαιρνε και σε μένα. Στο σπίτι του έμεινα δύο ολόκληρα χρόνια και έτσι γλίτωσα από την πείνα.
Αυτά τα δύο χρόνια δεν είδατε τη μητέρα σας;
Εγώ ήμουν τυχερός. Έβλεπα τη μητέρα μου και την αδελφή μου κάθε μήνα. Όπως σας είπα ο κύριος αυτός είχε μπακάλικο και πήγαινε κάθε μήνα στη Θεσσαλονίκη για προμήθειες. Έτσι έπαιρνε και εμένα για να δω τη μάνα μου. Κάθε φορά που πηγαίναμε στην Καλαμαριά έπαιρνε και ένα καλάθι με τρόφιμα για να τα δώσουμε στη μάνα μου και στη μικρή μου αδελφή. Πριν πάμε στο σπίτι μου, σταματούσαμε σε ένα εστιατόριο και τρώγαμε για να μην πεινάσω αργότερα και φάω τρόφιμα που είχε στο καλάθι.
Τα τρόφιμα που είχε στο καλάθι τα φέρναμε για να βγάλουν το μήνα η μάνα μου και η μικρή μου αδελφή. Ήταν καταπληκτικός άνθρωπος ο κ. Παλιός. Σαν να ήταν ο πραγματικός μου πατέρας. Ήμουν πολύ τυχερός που βρέθηκε στο δρόμο μου αυτός ο άνθρωπος.
Είχατε σχέση μαζί του μετά τη γερμανική κατοχή;
Φυσικά και διατηρήσαμε πολύ καλή σχέση. Εγώ στην αρχή δούλευα σαν κουρέας και όταν παντρεύτηκα ζούσαμε φτωχικά. Δεν θα ξεχάσω όταν ήρθε μία μέρα στο σπίτι μας στην Καλαμαριά και ρώτησε την γυναίκα μου πως λεγόταν ο πατέρας μου. Μιλτιάδη απάντησε η γυναίκα μου και ο κ. Παλιός δεν είπε τίποτα.
Πέρασαν τα χρόνια και εγώ έπιασα δουλειά σαν οδηγός του ΟΑΣΘ. Κάποια στιγμή μας τηλεφώνησαν ότι πέθανε και φυσικά πήγα στην κηδεία του. Όταν τον αντίκρισα νεκρό άρχισα να κλαίω και να φωνάζω: «πατέρα μου, πατέρα μου…».
Τότε όσοι παρακολουθούσαν την κηδεία άρχισαν να ψιθυρίζουν: «Καλά, πόσα παιδιά είχε».
Δεν ήξεραν το καλό που έκανε σε μένα αυτός ο άνθρωπος, ότι ήταν σαν πατέρας μου, ότι με έσωσε από βέβαιο θάνατο και στο τέλος με ευεργέτησε και για δεύτερη φορά.
Με ποιο τρόπο σας ευεργέτησε για δεύτερη φορά;
Όταν ρώτησε τη γυναίκα μου πως λέγανε ο πατέρας μου εγώ δεν κατάλαβα τίποτα. Αυτός όμως ήθελε να μου κάνει μία δωρεά. Έδωσε εντολή σε ένα συμβολαιογράφο και μου δώρισε ένα διαμέρισμα στην Πτολεμαΐδα. Καταλαβαίνετε την συγκίνησή μου όταν με κάλεσαν να υπογράψω για την αποδοχή της δωρεάς. Με αυτό το διαμέρισμα πάντρεψα τα παιδιά μου. Το πούλησα και τακτοποίησα τις υποχρεώσεις μου. Καταλαβαίνετε πόσο με βοήθησε για δεύτερη φορά; Αυτός ο άνθρωπος με συμπεριφέρθηκε σαν να ήταν ο πατέρας μου γι’ αυτό δεν πρόκειται να τον ξεχάσω ποτέ.
Γι’ αυτό γράψατε και ένα ποίημα στη μνήμη του;
Ναι, έγραψα ένα ποίημα και θα ήθελα να σας το διαβάσω:
Με πήρες απ’ το χέρι
στης κατοχής στα χρόνια
και μ’ έφερες στο δρόμο σου
αξέχαστε πατέρα.
Κοντά σου γνώρισα στοργή,
αγάπη και συμπόνια
με φρόντισες, με κοίταξες
στα δύσκολα τα χρόνια.
Δεν βρίσκω λόγια να σου πω
για την καλή ψυχή σου
στην σκέψη μου πάντοτε θα ’χω
την ευγενική μορφή σου.
Ο θάνατός σου βαθιά με λύπησε
ήρθαν στο νου τα περασμένα
και ένα δάκρυ κύλησε
φόρος τιμής για σένα.
Θα σε θυμάμαι πάντοτε
αλησμόνητε πατέρα…
Αυτό το ποίημα το έγραψα για τον υπέροχο άνθρωπο Γιάννη Παλιό. Όσο ζω δεν πρόκειται να τον ξεχάσω. Αιωνία του η μνήμη. Αυτός ο άνθρωπος είναι σίγουρα στον παράδεισο.
Τι άλλο θυμάστε από την περίοδο που σας φιλοξενούσε στο σπίτι του στην Πτολεμαΐδα;
Θυμάμαι όταν κάποια μέρα αρρώστησα, την αγωνία που είχε μην πάθω κάτι. Ανέβασα πυρετό και με πήγε αμέσως στο νοσοκομείο. Μου έκαναν χειρουργική επέμβαση και μου έβγαλαν τις αμυγδαλές. Νοιαζόταν για μένα λες και ήταν πατέρας μου. Μπορεί να μην γνώρισα πατέρα αλλά αυτός ο άνθρωπος, στάθηκε δίπλα μου σαν πραγματικός πατέρας.
Έτυχε να συναντηθείτε ξανά με τα παιδιά της Κατοχής που είχατε πάει στην Πτολεμαΐδα;
Ναι, πριν από τέσσερα χρόνια το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ), του δήμου Καλαμαριάς έκανε μία εκδήλωση στο θέατρο «Μελίνα Μερκούρη» και είπε ο καθένας την ιστορία του. Μία γυναίκα που τότε ήταν τεσσάρων-πέντε χρονών είπε ότι η μάνα της, της έδωσε ένα γράμμα για να το δώσει στη γυναίκα, που θα τη φρόντιζε. Δεν ήξερε τι έγραφε στο γράμμα. Αργότερα έμαθε ότι έγραφε: «Προστάτευσε το παιδί μου σε παρακαλώ μέχρι να έρθω να το πάρω».
Εγώ τους έδειξα την φωτογραφία του σωτήρα μου και τους είπα ότι την είχα δίπλα στην εικόνα της Παναγίας. Σαν να ήταν ο Θεός μου. Ήταν συγκινητικές στιγμές και κλαίγαμε όλοι. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα και εύχομαι να μην τα ξαναζήσουμε ποτέ.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 28-29.10.2023
ΣΧΟΛΙΑ