Μάσιμο Καντσελιέρι: «Θέλουμε έναν ΠΑΟΚ που θα τιμά τη φανέλα και την ιστορία του»
02/10/2024 18:25
02/10/2024 18:25
Ο πρόεδρος της ΚΑΕ, Θανάσης Χατζόπουλος, ήταν πεπεισμένος πως το νέο ξεκίνημα προϋποθέτει την παρουσία μίας ηγετικής φυσιογνωμίας στον πάγκο και αναζητώντας τη βέλτιστη δυνατή λύση στη διεθνή αγορά, βρήκε αυτό που έψαχνε στο πρόσωπο του πολύπειρου Μάσιμο Καντσελιέρι.
Ο 52χρονος Ιταλός κατάγεται από το Τέραμο, μία όμορφη πόλη της κεντρικής Ιταλίας, που απέχει περίπου 150 χιλιόμετρα απο τη Ρώμη και φημίζεται για την παραγωγή υψηλής ποιότητας κρασιού και ελαιόλαδου.
Ο Καντσελιέρι, ένας προπονητής με «βαρύ» βιογραφικό και πολύ σημαντικές διεθνείς παραστάσεις (έχει κοουτσάρει ως πρώτος προπονητής τη Λιμόζ και τη Στρασμπούρ στη Γαλλία, ενώ την εξαετία 2013-2019 ήταν ασίσταντ κόουτς στην Αρμάνι Μιλάνο), γνώριζε πολλά για το ελληνικό μπάσκετ αλλά και για το μέγεθος του ΠΑΟΚ και δεν δίστασε στιγμή να αποδεχθεί την πρόταση του Δικεφάλου.
Ήθελε, άλλωστε, πάντα να κοουτσάρει στη χώρα μας και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, με την οποία ήδη δηλώνει «ερωτευμένος». Ίσως μάλιστα ο ερχομός του στην Ελλάδα να ήταν ένα παιχνίδι της μοίρας, αφού πριν ασχοληθεί επαγγελματικά με το μπάσκετ, σκόπευε να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα ως καθηγητής λατινικών και ελληνικών!
Αλήθεια, κόουτς, πώς προέκυψε η συνεργασία με τον ΠΑΟΚ; Ήταν έκπληξη για σένα η πρόταση από την Ελλάδα;
«Είχα έρθει πολλές φορές στην Ελλάδα ως αντίπαλος αλλά, για διάφορους λόγους, δεν μου είχε δοθεί ποτέ η δυνατότητα να κοουτσάρω στη χώρα σας. Ανέκαθεν έτρεφα απεριόριστο σεβασμό για το ελληνικό μπάσκετ, εκτιμούσα τη γνώση και το πάθος των Ελλήνων για το μπάσκετ. Ήθελα λοιπόν να ζήσω στο πετσί μου αυτήν την εμπειρία και όταν μού έγινε η πρόταση από ένα τεράστιο κλαμπ όπως ο ΠΑΟΚ, δεν υπήρχε κανενός είδους δίλημμα για το τι έπρεπε να κάνω.
Ο ΠΑΟΚ είναι ένας πολύ ξεχωριστός σύλλογος και η Θεσσαλονίκη μία εξίσου ξεχωριστή πόλη για το μπάσκετ. Αισθάνομαι λοιπόν τυχερος που είχα αυτήν την πρόταση. Είναι σπουδαίο να δουλεύεις εδώ. Είναι μεγάλη υπόθεση να είσαι ο προπονητής του ΠΑΟΚ. Είναι επίσης μια μεγάλη πρόκληση για την καριέρα μου».
Τι ακριβώς εννοείς όταν μιλάς για μεγάλη πρόκληση;
«Η πρόκληση είναι μία συνθήκη, μία κατάσταση, κατά την οποία, ακόμη κι όταν αντιμετωπίζεις δυσκολίες, έχεις διαρκώς ένα ισχυρό κίνητρο να σταθείς στα πόδια σου, να τις ξεπεράσεις. Να αποδεχθείς δηλαδή αυτό που αντιμετωπίζεις και αντί να παραπονιέσαι, να βάλεις τα δυνατά σου για να πετύχεις τον όποιο στόχο έχεις στο μυαλό σου.
Όπως σου είπα και πριν, είχα έρθει αμέτρητες φορές στην Ελλάδα, είτε ως ασίσταντ με την Αρμάνι, για αγώνες της Ευρωλίγκας, είτε ως χεντ κόουτς σε αγώνες του Τσάμπιονς Λιγκ. Αυτό που αμέσως διαπίστωσα είναι η ιδιαίτερη κουλτούρα των Ελλήνων σε ό,τι αφορά το μπάσκετ. Εδώ υπάρχει μία τεράστια επιθυμία για νίκη. Θα την χαρακτήριζα εμμονή. Δεν αρκεί να παίξεις καλά ή να είσαι ανταγωνιστικός.
Ο κόσμος περιμένει από σένα να νικήσεις. Ειδικά σε κάποια παιχνίδια, όπως εδώ, στο ντέρμπι της Θεσσαλονίκης, δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα από τη νίκη. Υπάρχουν επίσης ανταγωνισμοί μεταξύ παικτών, προπονητών. Έτσι ενισχύεται και το κόνσεπτ της πρόκλησης για την οποία μίλησα νωρίτερα. Μου αρέσει πολύ όλο αυτό γιατί σε ωθεί στα όριά σου, σε σπρώχνει να γίνεσαι όλο και καλύτερος.
Ξέρεις κάτι; Αυτή η ατμόσφαιρα μού θυμίζει την Τοσκάνη. Έχουν κι εκεί το ίδιο πάθος. Η κόντρα μεταξύ ομάδων της ίδιας περιοχής, ανάμεσα σε συλλόγους που τα γήπεδά τους απέχουν πέντε χιλιόμετρα είναι τεράστια. Το έζησα όταν ήμουν στη Μοντεκατίνι.
Τα ντέρμπι με την Πιστόια είχαν απερίγραπτη ένταση. Ο κόσμος ζούσε για αυτά. Μου αρέσει πολύ αυτό. Μου είχε λείψει τα τελευταία χρόνια και τώρα... το παίρνω πίσω. Επιπλέον, ως προπονητής του ΠΑΟΚ έχω μπροστά μου και ακόμη μία πρόκληση, να χτίσω κάτι από την αρχή, από το μηδέν».
Ο ΠΑΟΚ είναι ένα κλαμπ με πολύ μεγάλη ιστορία στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η κληρονομιά αυτή αποτελεί ένα έξτρα βάρος στις πλάτες σου ή είναι μόνον ένας λόγος να αισθάνεσαι υπερήφανος;
«Το δεύτερο. Δεν θα το έβλεπα ποτέ ως βάρος. Θα σου πω κάτι που προκύπτει από την εμπειρία μου. Δούλεψα στη Λιμόζ, μία πολύ μεγάλη ομάδα με τεράστια ιστορία. Μιλάμε για τον μοναδικό γαλλικό σύλλογο που έχει κατακτήσει την Ευρωλίγκα. Τα πήγαμε εξαιρετικά, παρά την όποια πίεση και τις υψηλές προσδοκίες του κόσμου.
Έχω δουλέψει και σε άλλες, μικρότερης εμβέλειας ομάδες και πίστεψέ με, ήταν... καταστροφή. Δεν νιώθω λοιπόν το μέγεθος του ΠΑΟΚ ως βάρος, αλλά ως λόγο να αισθάνομαι υπερήφανος που είμαι εδώ. Από την άλλη, ποτέ δεν πρέπει να επαναπαύεσαι στις δάφνες της ιστορίας σου, όσο σπουδαία κι αν είναι αυτή.
Θυμάμαι πάντα κάτι που έλεγε ο Μπόγκνταν Τάνιεβιτς. Η ιστορία είναι σαν ένα δάσος από βράχους. Είναι εκεί και το βλέπεις. Δεν μπορείς να μετακινήσεις τους βράχους. Ούτε η ιστορία όμως μπορεί να πάει εσένα πιο μπροστά. Η ιστορία είναι ιστορία. Γράφτηκε και τέλος. Τώρα πρέπει να γράψουμε καινούργια, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό».
Τις προσδοκίες του κόσμου, πώς μπορεί κανείς να τις διαχειριστεί;
«Σε πολύ μεγάλα κλαμπ, όπως ο ΠΑΟΚ, η επίκληση της ιστορίας σχετίζεται με την επιθυμία για την επιστροφή στις μέρες της δόξας. Δεν μπορείς όμως να ξεγελάσεις τον κόσμο λέγοντας πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις. Πρέπει να είσαι ρεαλιστής.
Ο κόσμος θέλει πάντα τη νίκη αλλά ξέρει ότι δεν μπορείς να κερδίσεις όλα τα παιχνίδια και ότι κομμάτι του παιχνιδιού είναι και η ήττα. Αυτό που απαιτεί ο κόσμος είναι η προσπάθεια, να τα δώσεις όλα, να παλέψεις έως το τέλος με όσες δυνάμεις διαθέτεις.
Στο δεύτερο ματς με την ομάδα από την Αττάλεια δεν καταφέραμε να πετύχουμε τον στόχο μας αλλά ήμασταν ανταγωνιστικοί, παλέψαμε έως το τέλος. Ο κόσμος το είδε αυτό. Είδε την προσπάθεια που κάναμε από το πρώτο έως το τελευταίο δευτερόλεπτο και την εκτίμησε. Αυτό είναι που μπορούμε να υποσχεθούμε. Ότι θα τιμάμε τη φανέλα και την ιστορία του ΠΑΟΚ σε κάθε ματς».
Ο αποκλεισμός αυτός θα αφήσει «σημάδια» στην ομάδα;
«Όχι, δεν θα αφήσει κανένα σημάδι στην ομάδα, για τον λόγο που σου εξήγησα πριν. Καταρχάς δεν πρέπει να μιλάμε για αποκλεισμό, αφού θα συνεχίσουμε στην Ευρώπη, σε μία άλλη διοργάνωση.
Στα παιχνίδια με την ομάδα της Αττάλειας ήμασταν ανταγωνιστικοί και στο δεύτερο ματς διεκδικήσαμε τη νίκη έως το τέλος. Το παιχνίδι κρίθηκε στις λεπτομέρειες και εκεί τη διαφορά την έκανε η ατομική ποιότητα του αντιπάλου. Κάποιοι από τους παίκτες της ομάδας που αντιμετωπίσαμε κοστίζουν περισσότερο απ' όσο όλο το δικό μας ρόστερ.
Όταν λοιπόν ένα ματς κρίνεται σε 2-3 σουτ στο τέλος, είναι λογικό η πλάστιγγα να γείρει προς την πλευρά εκείνου που διαθέτει την υψηλότερη ατομική ποιότητα. Σε ομαδικό επίπεδο, όμως, παίξαμε στα ίσια τον αντίπαλο και αυτό είναι κάτι που είδε και ο κόσμος. Δεν βγήκαμε λοιπόν τραυματισμένοι από αυτά τα παιχνίδια. Κάθε άλλο».
Σε ό,τι αφορά το ελληνικό πρωτάθλημα, υπάρχει ένας σαφώς προσδιορισμένος στόχος;
«Όχι. Δεν υπάρχει στόχος με την έννοια μίας συγκεκριμένης θέσης που πρέπει να κατακτήσουμε. Τόσο εγώ, όσο και η διοίκηση, έχουμε πλήρη επίγνωση των δυνατοτήτων μας αλλά και του ανταγωνισμού. Είπα νωρίτερα ότι ξεκινάμε από το μηδέν.
Η ομάδα έχει καινούργιο προπονητή και ανανεωμένο ρόστερ. Κάνουμε λοιπόν μία νέα αρχή χωρίς να θέτουμε στόχους που εκ των πραγμάτων θα ήταν πολύ δύσκολο να πετύχουμε. Όταν αρχίζεις από το μηδέν χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο. Ο στόχος είναι να δημιουργήσουμε μία ομάδα που θα τα δίνει όλα σε κάθε ματς, που θα τιμά την ιστορία του κλαμπ, που θα προσπαθεί να γίνεται όλο και καλύτερη.
Ξέρεις, πιθανότατα έχουμε την πιο νεανική ομάδα στην κατηγορία. Το ρόστερ μας έχει τον πιο χαμηλό μέσο όρο ηλικίας στην ελληνική λίγκα. Υπάρχουν τέσσερις παίκτες κάτω των 20 στην ομάδα.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είμαστε μία κατηγορία μόνοι μας. Εμείς απέναντι σε όλες τις άλλες, πολύ πιο έμπειρες ομάδες. Ο κόσμος θα διαπιστώσει όμως ότι είμαστε μαχητές και θα παλεύουμε σε κάθε ματς για τη νίκη».
Σε μία τόσο νεανική ομάδα, εκτός από κόουτς αισθάνεσαι και λίγο... μπαμπάς;
«Αν ρωτήσεις την κόρη μου, είμαι σίγουρος πως θα σου πει ότι οι παίκτες μου δεν θα ήθελαν να παίξω και τον ρόλο του μπαμπά. Θα μείνω λοιπόν προσηλωμένος στον ρόλο του προπονητή. Είναι πάντως ευκολότερο να κοουτσάρεις παιδιά νεαρής ηλικίας».
Πώς θα περιέγραφες το αγωνιστικό προφίλ του νέου ΠΑΟΚ;
«Αν παρακολούθησες τα παιχνίδια που έχουμε δώσει μέχρι σήμερα, σίγουρα έχεις καταλάβει. Είμαστε μία ομάδα που βγάζει επιθετικότητα, που προσπαθεί πάντα να βρει το σωστό τέμπο, που θέλει να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να παίξει με όσο το δυνατόν περισσότερη απλότητα στο παρκέ.
Όταν ήμουν πιο νέος έλεγα κι εγώ πράγματα του στιλ «η άμυνα είναι το μεγάλο μας όπλο», αλλά μετά διαπίστωνα στην πράξη ότι τα πράγματα μπορούσαν να εξελιχθούν πολύ διαφορετικά. Πλέον, δεν κάνω τέτοιου είδους δηλώσεις.
Σαν γενική προσέγγιση μπορώ να σου πω ότι πρήζω καθημερινά τα... - οκ κατάλαβες τι - των παικτών μου για την άμυνα και τους αφήνω λίγο πιο ελεύθερους στην επίθεση, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως σώνει και καλά θα δεχόμαστε 70 πόντους σε κάθε παιχνίδι. Στην πορεία θα αναθεωρήσουμε, αν χρειαστεί. Το σημαντικό είναι μαθαίνεις από τα λάθη σου και να βελτιώνεσαι διαρκώς».
Η ζωή στη Θεσσαλονίκη πώς είναι; Προσαρμόστηκες εύκολα;
«Η Θεσσαλονίκη είναι υπέροχη. Η πόλη είναι όμορφη και ζωντανή, 24 ώρες το 24ωρο. Στη Θεσσαλονίκη μπορείς να περάσεις καταπληκτικά είτε είσαι χαμηλών τόνων, είτε σου αρέσει να διασκεδάζεις.
Υπάρχουν πάντα επιλογές για όλα τα γούστα. Μου αρέσει το κλίμα, που δεν έχει καμία σχέση με τη Γαλλία ή το Μιλάνο και φυσικά η θάλασσα. Μου αρέσει επίσης πολύ η νοοτροπία του κόσμου. Τα γεμάτα καφέ και εστιατόρια, η συμπεριφορά των ανθρώπων, που σε κάνει να νιώθεις τόσο άνετα.
Κάποιοι με αναγνωρίζουν, αλλά προτιμώ να μου μιλήσει κάποιος που δεν έχει καταλάβει ποιος είμαι. Αυτός που μιλά δηλαδή στον Μάσιμο και όχι στον προπονητή του ΠΑΟΚ.
Όλη αυτή η ατμόσφαιρα με βοήθησε να προσαρμοστώ γρήγορα. Στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να προσαρμοστείς εσύ στη Θεσσαλονίκη, προσαρμόζεται εκείνη σε σένα!».
Άρα θα μπορούσες να φανταστείς τον εαυτό σου να μένει πολλά χρόνια εδώ; Ποιες είναι οι προσδοκίες σου σε προσωπικό επίπεδο;
«Όπως σου είπα και πριν η Θεσσαλονίκη μού αρέσει πάρα πολύ και απολαμβάνω τη ζωή στην πόλη και τη δουλειά μου στον ΠΑΟΚ. Υπό αυτήν την έννοια, ναι θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να μένει εδώ για χρόνια. Από την άλλη, όμως, είμαι ένας άνθρωπος που δεν κάνει ποτέ μακροπρόθεσμα σχέδια.
Μου αρέσει να ζω στο σήμερα, στο παρόν, να ζω την κάθε στιγμή. Δεν υπεραναλύω τα πράγματα, ούτε κάνω σκέψεις για το πώς και πού θα είμαι στο μέλλον. Για τον λόγο αυτό δεν έχω και κάποια συγκεκριμένη προσδοκία ζωής. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η επόμενη μέρα».
* Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στη «Μακεδονία της Κυριακής».
Ο πρόεδρος της ΚΑΕ, Θανάσης Χατζόπουλος, ήταν πεπεισμένος πως το νέο ξεκίνημα προϋποθέτει την παρουσία μίας ηγετικής φυσιογνωμίας στον πάγκο και αναζητώντας τη βέλτιστη δυνατή λύση στη διεθνή αγορά, βρήκε αυτό που έψαχνε στο πρόσωπο του πολύπειρου Μάσιμο Καντσελιέρι.
Ο 52χρονος Ιταλός κατάγεται από το Τέραμο, μία όμορφη πόλη της κεντρικής Ιταλίας, που απέχει περίπου 150 χιλιόμετρα απο τη Ρώμη και φημίζεται για την παραγωγή υψηλής ποιότητας κρασιού και ελαιόλαδου.
Ο Καντσελιέρι, ένας προπονητής με «βαρύ» βιογραφικό και πολύ σημαντικές διεθνείς παραστάσεις (έχει κοουτσάρει ως πρώτος προπονητής τη Λιμόζ και τη Στρασμπούρ στη Γαλλία, ενώ την εξαετία 2013-2019 ήταν ασίσταντ κόουτς στην Αρμάνι Μιλάνο), γνώριζε πολλά για το ελληνικό μπάσκετ αλλά και για το μέγεθος του ΠΑΟΚ και δεν δίστασε στιγμή να αποδεχθεί την πρόταση του Δικεφάλου.
Ήθελε, άλλωστε, πάντα να κοουτσάρει στη χώρα μας και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, με την οποία ήδη δηλώνει «ερωτευμένος». Ίσως μάλιστα ο ερχομός του στην Ελλάδα να ήταν ένα παιχνίδι της μοίρας, αφού πριν ασχοληθεί επαγγελματικά με το μπάσκετ, σκόπευε να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα ως καθηγητής λατινικών και ελληνικών!
Αλήθεια, κόουτς, πώς προέκυψε η συνεργασία με τον ΠΑΟΚ; Ήταν έκπληξη για σένα η πρόταση από την Ελλάδα;
«Είχα έρθει πολλές φορές στην Ελλάδα ως αντίπαλος αλλά, για διάφορους λόγους, δεν μου είχε δοθεί ποτέ η δυνατότητα να κοουτσάρω στη χώρα σας. Ανέκαθεν έτρεφα απεριόριστο σεβασμό για το ελληνικό μπάσκετ, εκτιμούσα τη γνώση και το πάθος των Ελλήνων για το μπάσκετ. Ήθελα λοιπόν να ζήσω στο πετσί μου αυτήν την εμπειρία και όταν μού έγινε η πρόταση από ένα τεράστιο κλαμπ όπως ο ΠΑΟΚ, δεν υπήρχε κανενός είδους δίλημμα για το τι έπρεπε να κάνω.
Ο ΠΑΟΚ είναι ένας πολύ ξεχωριστός σύλλογος και η Θεσσαλονίκη μία εξίσου ξεχωριστή πόλη για το μπάσκετ. Αισθάνομαι λοιπόν τυχερος που είχα αυτήν την πρόταση. Είναι σπουδαίο να δουλεύεις εδώ. Είναι μεγάλη υπόθεση να είσαι ο προπονητής του ΠΑΟΚ. Είναι επίσης μια μεγάλη πρόκληση για την καριέρα μου».
Τι ακριβώς εννοείς όταν μιλάς για μεγάλη πρόκληση;
«Η πρόκληση είναι μία συνθήκη, μία κατάσταση, κατά την οποία, ακόμη κι όταν αντιμετωπίζεις δυσκολίες, έχεις διαρκώς ένα ισχυρό κίνητρο να σταθείς στα πόδια σου, να τις ξεπεράσεις. Να αποδεχθείς δηλαδή αυτό που αντιμετωπίζεις και αντί να παραπονιέσαι, να βάλεις τα δυνατά σου για να πετύχεις τον όποιο στόχο έχεις στο μυαλό σου.
Όπως σου είπα και πριν, είχα έρθει αμέτρητες φορές στην Ελλάδα, είτε ως ασίσταντ με την Αρμάνι, για αγώνες της Ευρωλίγκας, είτε ως χεντ κόουτς σε αγώνες του Τσάμπιονς Λιγκ. Αυτό που αμέσως διαπίστωσα είναι η ιδιαίτερη κουλτούρα των Ελλήνων σε ό,τι αφορά το μπάσκετ. Εδώ υπάρχει μία τεράστια επιθυμία για νίκη. Θα την χαρακτήριζα εμμονή. Δεν αρκεί να παίξεις καλά ή να είσαι ανταγωνιστικός.
Ο κόσμος περιμένει από σένα να νικήσεις. Ειδικά σε κάποια παιχνίδια, όπως εδώ, στο ντέρμπι της Θεσσαλονίκης, δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα από τη νίκη. Υπάρχουν επίσης ανταγωνισμοί μεταξύ παικτών, προπονητών. Έτσι ενισχύεται και το κόνσεπτ της πρόκλησης για την οποία μίλησα νωρίτερα. Μου αρέσει πολύ όλο αυτό γιατί σε ωθεί στα όριά σου, σε σπρώχνει να γίνεσαι όλο και καλύτερος.
Ξέρεις κάτι; Αυτή η ατμόσφαιρα μού θυμίζει την Τοσκάνη. Έχουν κι εκεί το ίδιο πάθος. Η κόντρα μεταξύ ομάδων της ίδιας περιοχής, ανάμεσα σε συλλόγους που τα γήπεδά τους απέχουν πέντε χιλιόμετρα είναι τεράστια. Το έζησα όταν ήμουν στη Μοντεκατίνι.
Τα ντέρμπι με την Πιστόια είχαν απερίγραπτη ένταση. Ο κόσμος ζούσε για αυτά. Μου αρέσει πολύ αυτό. Μου είχε λείψει τα τελευταία χρόνια και τώρα... το παίρνω πίσω. Επιπλέον, ως προπονητής του ΠΑΟΚ έχω μπροστά μου και ακόμη μία πρόκληση, να χτίσω κάτι από την αρχή, από το μηδέν».
Ο ΠΑΟΚ είναι ένα κλαμπ με πολύ μεγάλη ιστορία στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η κληρονομιά αυτή αποτελεί ένα έξτρα βάρος στις πλάτες σου ή είναι μόνον ένας λόγος να αισθάνεσαι υπερήφανος;
«Το δεύτερο. Δεν θα το έβλεπα ποτέ ως βάρος. Θα σου πω κάτι που προκύπτει από την εμπειρία μου. Δούλεψα στη Λιμόζ, μία πολύ μεγάλη ομάδα με τεράστια ιστορία. Μιλάμε για τον μοναδικό γαλλικό σύλλογο που έχει κατακτήσει την Ευρωλίγκα. Τα πήγαμε εξαιρετικά, παρά την όποια πίεση και τις υψηλές προσδοκίες του κόσμου.
Έχω δουλέψει και σε άλλες, μικρότερης εμβέλειας ομάδες και πίστεψέ με, ήταν... καταστροφή. Δεν νιώθω λοιπόν το μέγεθος του ΠΑΟΚ ως βάρος, αλλά ως λόγο να αισθάνομαι υπερήφανος που είμαι εδώ. Από την άλλη, ποτέ δεν πρέπει να επαναπαύεσαι στις δάφνες της ιστορίας σου, όσο σπουδαία κι αν είναι αυτή.
Θυμάμαι πάντα κάτι που έλεγε ο Μπόγκνταν Τάνιεβιτς. Η ιστορία είναι σαν ένα δάσος από βράχους. Είναι εκεί και το βλέπεις. Δεν μπορείς να μετακινήσεις τους βράχους. Ούτε η ιστορία όμως μπορεί να πάει εσένα πιο μπροστά. Η ιστορία είναι ιστορία. Γράφτηκε και τέλος. Τώρα πρέπει να γράψουμε καινούργια, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό».
Τις προσδοκίες του κόσμου, πώς μπορεί κανείς να τις διαχειριστεί;
«Σε πολύ μεγάλα κλαμπ, όπως ο ΠΑΟΚ, η επίκληση της ιστορίας σχετίζεται με την επιθυμία για την επιστροφή στις μέρες της δόξας. Δεν μπορείς όμως να ξεγελάσεις τον κόσμο λέγοντας πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις. Πρέπει να είσαι ρεαλιστής.
Ο κόσμος θέλει πάντα τη νίκη αλλά ξέρει ότι δεν μπορείς να κερδίσεις όλα τα παιχνίδια και ότι κομμάτι του παιχνιδιού είναι και η ήττα. Αυτό που απαιτεί ο κόσμος είναι η προσπάθεια, να τα δώσεις όλα, να παλέψεις έως το τέλος με όσες δυνάμεις διαθέτεις.
Στο δεύτερο ματς με την ομάδα από την Αττάλεια δεν καταφέραμε να πετύχουμε τον στόχο μας αλλά ήμασταν ανταγωνιστικοί, παλέψαμε έως το τέλος. Ο κόσμος το είδε αυτό. Είδε την προσπάθεια που κάναμε από το πρώτο έως το τελευταίο δευτερόλεπτο και την εκτίμησε. Αυτό είναι που μπορούμε να υποσχεθούμε. Ότι θα τιμάμε τη φανέλα και την ιστορία του ΠΑΟΚ σε κάθε ματς».
Ο αποκλεισμός αυτός θα αφήσει «σημάδια» στην ομάδα;
«Όχι, δεν θα αφήσει κανένα σημάδι στην ομάδα, για τον λόγο που σου εξήγησα πριν. Καταρχάς δεν πρέπει να μιλάμε για αποκλεισμό, αφού θα συνεχίσουμε στην Ευρώπη, σε μία άλλη διοργάνωση.
Στα παιχνίδια με την ομάδα της Αττάλειας ήμασταν ανταγωνιστικοί και στο δεύτερο ματς διεκδικήσαμε τη νίκη έως το τέλος. Το παιχνίδι κρίθηκε στις λεπτομέρειες και εκεί τη διαφορά την έκανε η ατομική ποιότητα του αντιπάλου. Κάποιοι από τους παίκτες της ομάδας που αντιμετωπίσαμε κοστίζουν περισσότερο απ' όσο όλο το δικό μας ρόστερ.
Όταν λοιπόν ένα ματς κρίνεται σε 2-3 σουτ στο τέλος, είναι λογικό η πλάστιγγα να γείρει προς την πλευρά εκείνου που διαθέτει την υψηλότερη ατομική ποιότητα. Σε ομαδικό επίπεδο, όμως, παίξαμε στα ίσια τον αντίπαλο και αυτό είναι κάτι που είδε και ο κόσμος. Δεν βγήκαμε λοιπόν τραυματισμένοι από αυτά τα παιχνίδια. Κάθε άλλο».
Σε ό,τι αφορά το ελληνικό πρωτάθλημα, υπάρχει ένας σαφώς προσδιορισμένος στόχος;
«Όχι. Δεν υπάρχει στόχος με την έννοια μίας συγκεκριμένης θέσης που πρέπει να κατακτήσουμε. Τόσο εγώ, όσο και η διοίκηση, έχουμε πλήρη επίγνωση των δυνατοτήτων μας αλλά και του ανταγωνισμού. Είπα νωρίτερα ότι ξεκινάμε από το μηδέν.
Η ομάδα έχει καινούργιο προπονητή και ανανεωμένο ρόστερ. Κάνουμε λοιπόν μία νέα αρχή χωρίς να θέτουμε στόχους που εκ των πραγμάτων θα ήταν πολύ δύσκολο να πετύχουμε. Όταν αρχίζεις από το μηδέν χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο. Ο στόχος είναι να δημιουργήσουμε μία ομάδα που θα τα δίνει όλα σε κάθε ματς, που θα τιμά την ιστορία του κλαμπ, που θα προσπαθεί να γίνεται όλο και καλύτερη.
Ξέρεις, πιθανότατα έχουμε την πιο νεανική ομάδα στην κατηγορία. Το ρόστερ μας έχει τον πιο χαμηλό μέσο όρο ηλικίας στην ελληνική λίγκα. Υπάρχουν τέσσερις παίκτες κάτω των 20 στην ομάδα.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είμαστε μία κατηγορία μόνοι μας. Εμείς απέναντι σε όλες τις άλλες, πολύ πιο έμπειρες ομάδες. Ο κόσμος θα διαπιστώσει όμως ότι είμαστε μαχητές και θα παλεύουμε σε κάθε ματς για τη νίκη».
Σε μία τόσο νεανική ομάδα, εκτός από κόουτς αισθάνεσαι και λίγο... μπαμπάς;
«Αν ρωτήσεις την κόρη μου, είμαι σίγουρος πως θα σου πει ότι οι παίκτες μου δεν θα ήθελαν να παίξω και τον ρόλο του μπαμπά. Θα μείνω λοιπόν προσηλωμένος στον ρόλο του προπονητή. Είναι πάντως ευκολότερο να κοουτσάρεις παιδιά νεαρής ηλικίας».
Πώς θα περιέγραφες το αγωνιστικό προφίλ του νέου ΠΑΟΚ;
«Αν παρακολούθησες τα παιχνίδια που έχουμε δώσει μέχρι σήμερα, σίγουρα έχεις καταλάβει. Είμαστε μία ομάδα που βγάζει επιθετικότητα, που προσπαθεί πάντα να βρει το σωστό τέμπο, που θέλει να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να παίξει με όσο το δυνατόν περισσότερη απλότητα στο παρκέ.
Όταν ήμουν πιο νέος έλεγα κι εγώ πράγματα του στιλ «η άμυνα είναι το μεγάλο μας όπλο», αλλά μετά διαπίστωνα στην πράξη ότι τα πράγματα μπορούσαν να εξελιχθούν πολύ διαφορετικά. Πλέον, δεν κάνω τέτοιου είδους δηλώσεις.
Σαν γενική προσέγγιση μπορώ να σου πω ότι πρήζω καθημερινά τα... - οκ κατάλαβες τι - των παικτών μου για την άμυνα και τους αφήνω λίγο πιο ελεύθερους στην επίθεση, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως σώνει και καλά θα δεχόμαστε 70 πόντους σε κάθε παιχνίδι. Στην πορεία θα αναθεωρήσουμε, αν χρειαστεί. Το σημαντικό είναι μαθαίνεις από τα λάθη σου και να βελτιώνεσαι διαρκώς».
Η ζωή στη Θεσσαλονίκη πώς είναι; Προσαρμόστηκες εύκολα;
«Η Θεσσαλονίκη είναι υπέροχη. Η πόλη είναι όμορφη και ζωντανή, 24 ώρες το 24ωρο. Στη Θεσσαλονίκη μπορείς να περάσεις καταπληκτικά είτε είσαι χαμηλών τόνων, είτε σου αρέσει να διασκεδάζεις.
Υπάρχουν πάντα επιλογές για όλα τα γούστα. Μου αρέσει το κλίμα, που δεν έχει καμία σχέση με τη Γαλλία ή το Μιλάνο και φυσικά η θάλασσα. Μου αρέσει επίσης πολύ η νοοτροπία του κόσμου. Τα γεμάτα καφέ και εστιατόρια, η συμπεριφορά των ανθρώπων, που σε κάνει να νιώθεις τόσο άνετα.
Κάποιοι με αναγνωρίζουν, αλλά προτιμώ να μου μιλήσει κάποιος που δεν έχει καταλάβει ποιος είμαι. Αυτός που μιλά δηλαδή στον Μάσιμο και όχι στον προπονητή του ΠΑΟΚ.
Όλη αυτή η ατμόσφαιρα με βοήθησε να προσαρμοστώ γρήγορα. Στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να προσαρμοστείς εσύ στη Θεσσαλονίκη, προσαρμόζεται εκείνη σε σένα!».
Άρα θα μπορούσες να φανταστείς τον εαυτό σου να μένει πολλά χρόνια εδώ; Ποιες είναι οι προσδοκίες σου σε προσωπικό επίπεδο;
«Όπως σου είπα και πριν η Θεσσαλονίκη μού αρέσει πάρα πολύ και απολαμβάνω τη ζωή στην πόλη και τη δουλειά μου στον ΠΑΟΚ. Υπό αυτήν την έννοια, ναι θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να μένει εδώ για χρόνια. Από την άλλη, όμως, είμαι ένας άνθρωπος που δεν κάνει ποτέ μακροπρόθεσμα σχέδια.
Μου αρέσει να ζω στο σήμερα, στο παρόν, να ζω την κάθε στιγμή. Δεν υπεραναλύω τα πράγματα, ούτε κάνω σκέψεις για το πώς και πού θα είμαι στο μέλλον. Για τον λόγο αυτό δεν έχω και κάποια συγκεκριμένη προσδοκία ζωής. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η επόμενη μέρα».
* Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στη «Μακεδονία της Κυριακής».
ΣΧΟΛΙΑ