Θυμάμαι το καλοκαίρι του 1981 τον αείμνηστο Γεώργιο Ράλλη, πρωθυπουργό της χώρας, να κάνει περιοδεία σε όλη την Ελλάδα και να μοιράζει επιταγές της ΕΟΚ στους αγρότες, μήπως και ανακόψει την επέλαση του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Οκτωβρίου.
Τελικά ηττήθηκε με 14 μονάδες διαφορά.
Στις εκλογές του 1989 ο Α. Παπανδρέου δεν σώθηκε με το «Τσοβόλα, δώστε όλα». Έχασε τις εκλογές από τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Στο τέλος του 2003 ο τότε πρωθυπουργός Κ. Σημίτης εξήγγειλε παροχές άνω του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, αλλά δεν απετράπη η νίκη του Κώστα Καραμανλή.
Δηλαδή, η ιστορία των εκλογών δείχνει πως το αποτέλεσμά τους το καθορίζουν άλλοι παράγοντες. Οι πολίτες δεν συγκινούνται από τις υποσχέσεις της τελευταίας στιγμής. Η συντριπτική πλειοψηφία τους έχει αποφασίσει τι δεν θα ψηφίσει.
Το βασικό κριτήριο της ψήφου είναι η γενική αίσθηση που υπάρχει στην κοινωνία, τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την αντιπολίτευση. Αυτή η αίσθηση αποτυπώνεται στην παράσταση νίκης. Σήμερα, σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις, η Νέα Δημοκρατία προηγείται, σε αυτήν την παράμετρο, με συντριπτική διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό ουδείς το αμφισβητεί. Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί αυτή η διαφορά των 30 και των 35 μονάδων;
Η απάντηση είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ένα κόμμα ιδεολογικά ανερμάτιστο. Οι πολίτες δεν γνωρίζουν τι είναι. Ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του αποστασιοποιήθηκε πολύ νωρίς όταν συνειδητοποίησε τη μνημονιακή πολιτική του.
Ένα άλλο κομμάτι -ίσως το σημαντικότερο- έχει ενοχληθεί από τον αλαζονικό και διεφθαρμένο τρόπο που η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ασκεί την εξουσία. Και επειδή αυτή η κατάσταση έχει προσλάβει μόνιμα χαρακτηριστικά, όλοι αυτοί οι πολίτες, που προσέβλεπαν σε μιαν άλλη μορφή διακυβερνήσεως, εγκατέλειψαν οριστικά το καράβι.
Έτσι διαμορφώθηκε στην κοινωνία ένα πλειοψηφικό ρεύμα, που εκφράζεται μέσα από το σύνθημα «φύγετε». Αυτό το κλίμα δεν μπόρεσε να το ανατρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι ο πρωθυπουργός, ό,τι και να υποσχεθεί, δεν πείθει. Η μνημονιακή περίοδος έκανε τους πολίτες υποψιασμένους και επιφυλακτικούς σε προεκλογικές παροχές. Στην προκειμένη περίπτωση γνωρίζουν πως αυτά που θα τους επιστραφούν θα είναι ψίχουλα μπροστά σε αυτά που έδωσαν μέσω της άγριας φορολογίας, που εξόντωσε τη μεσαία τάξη.
Και κυρίως γνωρίζουν οι περισσότεροι τι υπέγραψε η παρούσα κυβέρνηση για τα επόμενα χρόνια. Γνωρίζουν τι δεσμεύσεις ανέλαβε.
Οι εκλογές δεν κερδίζονται με τις εξαγγελίες της τελευταίας στιγμής. Εκείνο που μετρά είναι η δυναμική που φέρει μέσα της η κοινωνία και κυρίως η κοινή αίσθηση για το ποιος θα είναι ο νικητής.
Και εδώ υστερεί δραματικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι πολίτες φαίνεται πως έχουν πάρει τις αποφάσεις τους, απορρίπτοντας την παροχολογία και την εξαγορά ψήφων.
Ο Αλ. Τσίπρας, προσπαθώντας να μειώσει τη διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία, ώστε η ήττα του στις ευρωεκλογές να είναι ευπρόσωπη, διέπραξε το ίδιο λάθος με προηγούμενους πρωθυπουργούς.
Και αυτοί έταξαν και έχασαν. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 12 Μαΐου 2019
Θυμάμαι το καλοκαίρι του 1981 τον αείμνηστο Γεώργιο Ράλλη, πρωθυπουργό της χώρας, να κάνει περιοδεία σε όλη την Ελλάδα και να μοιράζει επιταγές της ΕΟΚ στους αγρότες, μήπως και ανακόψει την επέλαση του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Οκτωβρίου.
Τελικά ηττήθηκε με 14 μονάδες διαφορά.
Στις εκλογές του 1989 ο Α. Παπανδρέου δεν σώθηκε με το «Τσοβόλα, δώστε όλα». Έχασε τις εκλογές από τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Στο τέλος του 2003 ο τότε πρωθυπουργός Κ. Σημίτης εξήγγειλε παροχές άνω του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, αλλά δεν απετράπη η νίκη του Κώστα Καραμανλή.
Δηλαδή, η ιστορία των εκλογών δείχνει πως το αποτέλεσμά τους το καθορίζουν άλλοι παράγοντες. Οι πολίτες δεν συγκινούνται από τις υποσχέσεις της τελευταίας στιγμής. Η συντριπτική πλειοψηφία τους έχει αποφασίσει τι δεν θα ψηφίσει.
Το βασικό κριτήριο της ψήφου είναι η γενική αίσθηση που υπάρχει στην κοινωνία, τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την αντιπολίτευση. Αυτή η αίσθηση αποτυπώνεται στην παράσταση νίκης. Σήμερα, σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις, η Νέα Δημοκρατία προηγείται, σε αυτήν την παράμετρο, με συντριπτική διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό ουδείς το αμφισβητεί. Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί αυτή η διαφορά των 30 και των 35 μονάδων;
Η απάντηση είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ένα κόμμα ιδεολογικά ανερμάτιστο. Οι πολίτες δεν γνωρίζουν τι είναι. Ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του αποστασιοποιήθηκε πολύ νωρίς όταν συνειδητοποίησε τη μνημονιακή πολιτική του.
Ένα άλλο κομμάτι -ίσως το σημαντικότερο- έχει ενοχληθεί από τον αλαζονικό και διεφθαρμένο τρόπο που η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ασκεί την εξουσία. Και επειδή αυτή η κατάσταση έχει προσλάβει μόνιμα χαρακτηριστικά, όλοι αυτοί οι πολίτες, που προσέβλεπαν σε μιαν άλλη μορφή διακυβερνήσεως, εγκατέλειψαν οριστικά το καράβι.
Έτσι διαμορφώθηκε στην κοινωνία ένα πλειοψηφικό ρεύμα, που εκφράζεται μέσα από το σύνθημα «φύγετε». Αυτό το κλίμα δεν μπόρεσε να το ανατρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι ο πρωθυπουργός, ό,τι και να υποσχεθεί, δεν πείθει. Η μνημονιακή περίοδος έκανε τους πολίτες υποψιασμένους και επιφυλακτικούς σε προεκλογικές παροχές. Στην προκειμένη περίπτωση γνωρίζουν πως αυτά που θα τους επιστραφούν θα είναι ψίχουλα μπροστά σε αυτά που έδωσαν μέσω της άγριας φορολογίας, που εξόντωσε τη μεσαία τάξη.
Και κυρίως γνωρίζουν οι περισσότεροι τι υπέγραψε η παρούσα κυβέρνηση για τα επόμενα χρόνια. Γνωρίζουν τι δεσμεύσεις ανέλαβε.
Οι εκλογές δεν κερδίζονται με τις εξαγγελίες της τελευταίας στιγμής. Εκείνο που μετρά είναι η δυναμική που φέρει μέσα της η κοινωνία και κυρίως η κοινή αίσθηση για το ποιος θα είναι ο νικητής.
Και εδώ υστερεί δραματικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι πολίτες φαίνεται πως έχουν πάρει τις αποφάσεις τους, απορρίπτοντας την παροχολογία και την εξαγορά ψήφων.
Ο Αλ. Τσίπρας, προσπαθώντας να μειώσει τη διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία, ώστε η ήττα του στις ευρωεκλογές να είναι ευπρόσωπη, διέπραξε το ίδιο λάθος με προηγούμενους πρωθυπουργούς.
Και αυτοί έταξαν και έχασαν. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 12 Μαΐου 2019
ΣΧΟΛΙΑ