Θεσσαλονίκη: Μελωδίες... από την κόλαση του Άουσβιτς
25/03/2022 10:00
25/03/2022 10:00
Σε σανίδα σωτηρίας αποδείχτηκαν οι γνώσεις επάνω στη μουσική πολλών Εβραίων της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της κράτησής τους στο κολαστήριο του Άουσβιτς – Μπίρκεναου. Νότες, πεντάγραμμο και μουσικά όργανα αποτέλεσαν για κάποιους Εβραίους ένα μέσο «αυτοπροστασίας» μέσα στο κλίμα φρίκης και πόνου που επικρατούσε στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο επίκουρος καθηγητής του τμήματος Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Αντωνίου, σε έρευνά του σχετική με το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και των Εβραίων σπουδαστών του, φέρνει στο φως ξεχωριστές ιστορίες ανθρώπων που βρέθηκαν κρατούμενοι των Ναζί και επιβίωσαν από τη μεγαλύτερη θηριωδία στη σύγχρονη εποχή χάρη στο μουσικό ταλέντο τους.
Ήδη από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, το Νοέμβριο του 1914,πολλοί ήταν οι Εβραίοι Θεσσαλονικείς που επέδειξαν μεγάλο ζήλο στην εκμάθηση μουσικών οργάνων, ιδιαίτερα οι νεαρές εβραιοπούλες, καθώς οι μουσικές σπουδές καταδείκνυαν την αστική τους τάξη και αποτελούσαν ένα σχεδόν απαραίτητο προσόν για κάθε κοπέλα εκείνης της περιόδου που ήθελε να παντρευτεί.
Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται αργότερα από την ιστορία, οι μουσικές γνώσεις των Εβραίων, αποτέλεσαν το «κλειδί» για την επιβίωσή τους και την μετέπειτα ελευθερία τους από την κόλαση των Γερμανών στο Άουσβιτς στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Αλβέρτος Μενασέ ήταν από τους πρώτους εγγεγραμμένους την πρώτη χρονιά λειτουργίας του ΚΩΘ στο τμήμα εκμάθησης φλάουτου. Ο Μενασέ, παρά τις μουσικές σπουδές του, ακολούθησε το δρόμο της ιατρικής, ωστόσο όταν βρέθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους Εβραίους κρατούμενους του Άουσβιτς, κατάφερε να επιβιώσει από το μίσος των Ναζί εξαιτίας της μουσικής παιδείας που είχε καλλιεργήσει πρωτύτερα.
Όπως θυμάται ο Αλβέρτος Μενασέ, στην αρχική καταγραφή, όπου και χαράχτηκε και το τατουάζ με τον αριθμό 124454 στο μπράτσο του, ζήτησε να κρατήσει το ιατρικό του πτυχίο, καθώς και το πτυχίο του στο φλάουτο από το Ωδείο της Τουλούζης. Η απάντηση που έλαβε είχε ως εξής: αυτά «ήταν πάρα πολύ ωραία διπλώματα για έναν βρωμοεβραίο», ωστόσο αργότερα η μουσική του παιδεία έτυχε της αναγνώρισης που του άξιζε χαρίζοντας του τη ζωή.
Ο Ζακ (Ιάκωβος) Στρούμσα, έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ο βιολιστής του Άουσβιτς». Το ταλέντο του ήταν διακριτό από την παιδική του ηλικία, όταν άρχισε την εκμάθηση βιολιού στο Ωδείο Γραικός και συμμετέχοντας σε διάφορες τελετές της πόλης. Συνέχισε τις σπουδές του στο εξωτερικό, στο Μπορντώ της Γαλλίας και όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, παντρεύτηκε τη σύζυγό του Νίνα την άνοιξη του 1943. Δυστυχώς, η ευτυχία τους διεκόπη αιφνίδια από το αντισημιτικό κύμα των Ναζί, οδηγώντας τον ίδιο τον Στρούμσα και την οικογένειά του στο Άουσβιτς. Ο ίδιος επιβιώνει, όχι όμως οι γονείς του και η εγκυμονούσα σύζυγός του και συνεχίζει να προσφέρει τις μελωδίες του στους εγκληματίες Ναζί.
«Η μουσική ήταν αυτή που με βοήθησε να μην βουλιάξω μέσα στο στρατόπεδο. Γιατί ένας άνθρωπος απελπισμένος είναι ένας άνθρωπος ήδη νεκρός... Παρά τον πόνο που αισθανόμουνα κατάφερνα να διατηρήσω το ηθικό μου και αυτό χάρη στη μουσική. Χάρη στη μουσική δεν πέθανα ηθικά», έχει δηλώσει ο Εβραίος βιολιστής, ο οποίος γνώριζε από την πρώτη στιγμή τον θάνατο των αγαπημένων του ανθρώπων.
Ο Ζακ Στρούμσα μάλιστα, αναφέρει ότι η μουσική ήταν το «μέσο» για μια καλύτερη αντιμετώπιση από τους Γερμανούς μέσα στο στρατόπεδο και θυμάται έναν στρατιώτη των SS ο οποίος τον αντάμειβε με ένα τσιγάρο για κάθε παίξιμο του. Υπήρξε για ένα περίπου μήνα το πρώτο-σόλο- βιολί της Ορχήστρας βοηθώντας όσο μπορούσε τους συμπατριώτες του αλλά και Γάλλους Εβραίους με τους οποίους ένιωθε αλληλεγγύη.
Η ορχήστρα του Άουσβιτς είχε πολλαπλούς ρόλους, όπως πληροφορεί ο καθηγητής Αντωνίου. Τις Κυριακές και τις αργίες αναλάμβανε να δίνει συναυλίες για τους κρατούμενους , τις καθημερινές συνόδευε με εμβατήρια την έξοδο των κρατούμενων για εργασία, ενώ στον ελεύθερο χρόνο των αξιωματικών εξυπηρετούσαν τις διαθέσεις τους. Παρόλα αυτά, οι μουσικοί δεν εξαιρούνταν από την καταναγκαστική εργασία, λάμβαναν περισσότερη τροφή και τους ανέθεταν λιγότερες δουλειές, στοιχεία σημαντικά για την επιβίωσή τους.
Η Υβέτ και η Λιλή Ασσαέλ, η μικρότερη αδελφή του Ζακ, Τζούλια Στρούμσα και η Τζούλια Μπενσιόν, μετέπειτα σύζυγος του Αλβέρτου Μενασέ, υπήρξαν οι μοναδικές Ελληνίδες που συμμετείχαν στην 40-μελή ορχήστρα γυναικών του Άουσβιτς.
Η Υβέτ ήταν μόλις 15 ετών όταν οδηγήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, χωρίς να διαθέτει γνώσεις στη μουσική θεωρούνταν από πολλούς καταδικασμένη σε βέβαιο θάνατο. Καταγράφεται στην ορχήστρα ως ακορντεονίστρια, όταν όμως η ορχήστρα παύει να χρειάζεται ακορντεόν η Υβέτ βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της εξόντωσης. Τότε η αδερφή της Λιλή σε μια απέλπιδα προσπάθεια σωτηρίας της Υβέτ πείθει τους Ναζί ότι μπορεί να παίξει κρουστά. Μάλιστα, ένα μέλος της ανδρικής ορχήστρας αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει την Υβέτ στα κρουστά ώστε να την πιστέψουν οι στρατιώτες.
Το τέχνασμα αυτό πέτυχε και η Υβέτ επιβίωσε στο στρατόπεδο, ενώ αργότερα στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη συνεχίζει να εργάζεται ως μουσικός για τα συμμαχικά στρατεύματα σε νυχτερινά κέντρα της πόλης.
Σε σανίδα σωτηρίας αποδείχτηκαν οι γνώσεις επάνω στη μουσική πολλών Εβραίων της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της κράτησής τους στο κολαστήριο του Άουσβιτς – Μπίρκεναου. Νότες, πεντάγραμμο και μουσικά όργανα αποτέλεσαν για κάποιους Εβραίους ένα μέσο «αυτοπροστασίας» μέσα στο κλίμα φρίκης και πόνου που επικρατούσε στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο επίκουρος καθηγητής του τμήματος Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Αντωνίου, σε έρευνά του σχετική με το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και των Εβραίων σπουδαστών του, φέρνει στο φως ξεχωριστές ιστορίες ανθρώπων που βρέθηκαν κρατούμενοι των Ναζί και επιβίωσαν από τη μεγαλύτερη θηριωδία στη σύγχρονη εποχή χάρη στο μουσικό ταλέντο τους.
Ήδη από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, το Νοέμβριο του 1914,πολλοί ήταν οι Εβραίοι Θεσσαλονικείς που επέδειξαν μεγάλο ζήλο στην εκμάθηση μουσικών οργάνων, ιδιαίτερα οι νεαρές εβραιοπούλες, καθώς οι μουσικές σπουδές καταδείκνυαν την αστική τους τάξη και αποτελούσαν ένα σχεδόν απαραίτητο προσόν για κάθε κοπέλα εκείνης της περιόδου που ήθελε να παντρευτεί.
Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται αργότερα από την ιστορία, οι μουσικές γνώσεις των Εβραίων, αποτέλεσαν το «κλειδί» για την επιβίωσή τους και την μετέπειτα ελευθερία τους από την κόλαση των Γερμανών στο Άουσβιτς στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Αλβέρτος Μενασέ ήταν από τους πρώτους εγγεγραμμένους την πρώτη χρονιά λειτουργίας του ΚΩΘ στο τμήμα εκμάθησης φλάουτου. Ο Μενασέ, παρά τις μουσικές σπουδές του, ακολούθησε το δρόμο της ιατρικής, ωστόσο όταν βρέθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους Εβραίους κρατούμενους του Άουσβιτς, κατάφερε να επιβιώσει από το μίσος των Ναζί εξαιτίας της μουσικής παιδείας που είχε καλλιεργήσει πρωτύτερα.
Όπως θυμάται ο Αλβέρτος Μενασέ, στην αρχική καταγραφή, όπου και χαράχτηκε και το τατουάζ με τον αριθμό 124454 στο μπράτσο του, ζήτησε να κρατήσει το ιατρικό του πτυχίο, καθώς και το πτυχίο του στο φλάουτο από το Ωδείο της Τουλούζης. Η απάντηση που έλαβε είχε ως εξής: αυτά «ήταν πάρα πολύ ωραία διπλώματα για έναν βρωμοεβραίο», ωστόσο αργότερα η μουσική του παιδεία έτυχε της αναγνώρισης που του άξιζε χαρίζοντας του τη ζωή.
Ο Ζακ (Ιάκωβος) Στρούμσα, έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ο βιολιστής του Άουσβιτς». Το ταλέντο του ήταν διακριτό από την παιδική του ηλικία, όταν άρχισε την εκμάθηση βιολιού στο Ωδείο Γραικός και συμμετέχοντας σε διάφορες τελετές της πόλης. Συνέχισε τις σπουδές του στο εξωτερικό, στο Μπορντώ της Γαλλίας και όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, παντρεύτηκε τη σύζυγό του Νίνα την άνοιξη του 1943. Δυστυχώς, η ευτυχία τους διεκόπη αιφνίδια από το αντισημιτικό κύμα των Ναζί, οδηγώντας τον ίδιο τον Στρούμσα και την οικογένειά του στο Άουσβιτς. Ο ίδιος επιβιώνει, όχι όμως οι γονείς του και η εγκυμονούσα σύζυγός του και συνεχίζει να προσφέρει τις μελωδίες του στους εγκληματίες Ναζί.
«Η μουσική ήταν αυτή που με βοήθησε να μην βουλιάξω μέσα στο στρατόπεδο. Γιατί ένας άνθρωπος απελπισμένος είναι ένας άνθρωπος ήδη νεκρός... Παρά τον πόνο που αισθανόμουνα κατάφερνα να διατηρήσω το ηθικό μου και αυτό χάρη στη μουσική. Χάρη στη μουσική δεν πέθανα ηθικά», έχει δηλώσει ο Εβραίος βιολιστής, ο οποίος γνώριζε από την πρώτη στιγμή τον θάνατο των αγαπημένων του ανθρώπων.
Ο Ζακ Στρούμσα μάλιστα, αναφέρει ότι η μουσική ήταν το «μέσο» για μια καλύτερη αντιμετώπιση από τους Γερμανούς μέσα στο στρατόπεδο και θυμάται έναν στρατιώτη των SS ο οποίος τον αντάμειβε με ένα τσιγάρο για κάθε παίξιμο του. Υπήρξε για ένα περίπου μήνα το πρώτο-σόλο- βιολί της Ορχήστρας βοηθώντας όσο μπορούσε τους συμπατριώτες του αλλά και Γάλλους Εβραίους με τους οποίους ένιωθε αλληλεγγύη.
Η ορχήστρα του Άουσβιτς είχε πολλαπλούς ρόλους, όπως πληροφορεί ο καθηγητής Αντωνίου. Τις Κυριακές και τις αργίες αναλάμβανε να δίνει συναυλίες για τους κρατούμενους , τις καθημερινές συνόδευε με εμβατήρια την έξοδο των κρατούμενων για εργασία, ενώ στον ελεύθερο χρόνο των αξιωματικών εξυπηρετούσαν τις διαθέσεις τους. Παρόλα αυτά, οι μουσικοί δεν εξαιρούνταν από την καταναγκαστική εργασία, λάμβαναν περισσότερη τροφή και τους ανέθεταν λιγότερες δουλειές, στοιχεία σημαντικά για την επιβίωσή τους.
Η Υβέτ και η Λιλή Ασσαέλ, η μικρότερη αδελφή του Ζακ, Τζούλια Στρούμσα και η Τζούλια Μπενσιόν, μετέπειτα σύζυγος του Αλβέρτου Μενασέ, υπήρξαν οι μοναδικές Ελληνίδες που συμμετείχαν στην 40-μελή ορχήστρα γυναικών του Άουσβιτς.
Η Υβέτ ήταν μόλις 15 ετών όταν οδηγήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, χωρίς να διαθέτει γνώσεις στη μουσική θεωρούνταν από πολλούς καταδικασμένη σε βέβαιο θάνατο. Καταγράφεται στην ορχήστρα ως ακορντεονίστρια, όταν όμως η ορχήστρα παύει να χρειάζεται ακορντεόν η Υβέτ βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της εξόντωσης. Τότε η αδερφή της Λιλή σε μια απέλπιδα προσπάθεια σωτηρίας της Υβέτ πείθει τους Ναζί ότι μπορεί να παίξει κρουστά. Μάλιστα, ένα μέλος της ανδρικής ορχήστρας αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει την Υβέτ στα κρουστά ώστε να την πιστέψουν οι στρατιώτες.
Το τέχνασμα αυτό πέτυχε και η Υβέτ επιβίωσε στο στρατόπεδο, ενώ αργότερα στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη συνεχίζει να εργάζεται ως μουσικός για τα συμμαχικά στρατεύματα σε νυχτερινά κέντρα της πόλης.
ΣΧΟΛΙΑ