Μέτρα προστασίας: Αρνητές από... κούνια
29/09/2020 20:00
29/09/2020 20:00
Με την πανδημία του κορονοϊού να παρουσιάζει έξαρση παγκοσμίως και ενώ ανακοινώνονται συνεχώς νέα μέτρα στις επιδημιολογικά επιβαρυμένες περιοχές, με το Ισραήλ να είναι η πρώτη χώρα που τίθεται για δεύτερη φορά σε καθολικό lockdown, οι αρνητές της χρήσης μάσκας κάνουν όλο και πιο αισθητή την παρουσία τους, από διαδηλώσεις σε πλατείες μέχρι λογομαχίες και καυγάδες στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς τι είναι αυτό που μπορεί να τους παρακινεί σε μία τόσο ριψοκίνδυνη πράξη (και φυσικά παράνομη), τη στιγμή που οι κλίνες ΜΕΘ γεμίζουν και καθημερινά ανακοινώνονται νέοι θάνατοι ασθενών;
Παρόλο που η υγειονομική κρίση που διανύουμε είναι πρωτόγνωρη για όλους, η εναντίωση σε μέτρα και νόμους που στοχεύουν στην προστασία της ζωής μας είναι κάτι που έχει παρατηρηθεί και στο παρελθόν. Κατά τη θέσπιση του νόμου για υποχρεωτική εφαρμογή της ζώνης ασφαλείας στα αυτοκίνητα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αντιστάθηκαν σθεναρά είτε διαδηλώνοντας εναντίον του είτε αρνούμενοι να τον εφαρμόσουν σε καθημερινή βάση. Ακόμα και σε χώρες που τα τροχαία ατυχήματα σημείωναν αριθμούς ρεκόρ, αρκετοί επέμεναν να παρανομούν θέτοντας τον εαυτό τους σε κίνδυνο.
Μοναδικά τους επιχειρήματα τα εξής δύο: η άνεση και η αντίδραση απέναντι σε κάτι που τους επιβάλλεται. Τόσο στην εφαρμογή της ζώνης όσο και στη χρήση της μάσκας, η υποχρέωση λειτουργεί για πολλούς αποτρεπτικά. Το «πρέπει» πυροδοτεί την αντίδραση αντί να οδηγεί στην υπακοή ενώ κάποιοι επιστρατεύουν ακόμα και το επιχείρημα περί αυτοδιάθεσης του σώματος προκειμένου να αποφύγουν είτε τη ζώνη είτε τη μάσκα.
Δεν μας αρέσει να περιοριζόμαστε
«Οτιδήποτε φρενάρει την ελευθερία μας μπορεί να γεννήσει μία επιθυμία να του αντισταθούμε έστω και στιγμιαία. Με τη σειρά του αυτό το αίσθημα μπορεί να μας προτρέψει να πολεμήσουμε προκειμένου να επανακτήσουμε τη χαμένη μας ελευθερία» εξηγεί ο Μαρκ Λίρι, επίτιμος καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Ντιουκ, της βόρειας Καρολίνα.
Είναι σύνηθες να παραβλέπουμε οτιδήποτε μας ξεβολεύει ή μας ζορίζει και απλώς να το αρνούμαστε ακόμα και αν πρόκειται για την υγεία μας εν μέσω πανδημίας.
Το ότι η ζώνη σώζει ζωές δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Παρόλα αυτά, κατά την εισαγωγή της στην καθημερινότητα των οδηγών, αυτό που σήμερα θεωρείται δεδομένο ήταν για πολλούς απλώς μία άποψη. Το debate που αναπτύχθηκε μεταξύ ζώνης και αερόσακου επικεντρωνόταν στο κόστος για τις αυτοκινητοβιομηχανίες και τις ασφαλιστικές και στην άνεση για τους οδηγούς. Καμία από τις πλευρές δεν εξέταζε ποιο από τα δύο προσέφερε μεγαλύτερη ασφάλεια.
Αντίστοιχα και με τη μάσκα, αρκετοί επιλέγουν μέχρι και σήμερα φορούν κατά μήκος του στόματος και κάτω από τη μύτη τις μικρές διάφανες ασπίδες προστασίας στηρίζοντας αυτή την επιλογή τους στην άνεση που τους προσφέρουν έναντι των πάνινων ή των χειρουργικών μασκών χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους αν είναι πραγματικά ασφαλείς για τους ίδιους και για τους γύρω τους.
Έλλειψη σεβασμού προς αυτούς που επιβάλλουν το μέτρο
Ωστόσο, οι αντιρρήσεις των υποστηρικτών του κινήματος κατά της μάσκας, όπως και κατά της ζώνης ασφαλείας, δεν επαφίονται μόνο στο «βόλεμα» ή στις επιφυλάξεις που μπορεί να έχουν ως προς την αποτελεσματικότητα του μέτρου. Η έλλειψη εμπιστοσύνης και σεβασμού απέναντι στις αρχές που εισάγουν το μέτρο παίζει πολύ σημαντικό ρόλο.
Το τοπίο για τη ζώνη ασφαλείας ακόμα και μετά την επιβολή του νόμου ήταν θολό από πολιτεία σε πολιτεία στην Αμερική και από χώρα σε χώρα παγκοσμίως ανάλογα με τη θέση του επιβάτη στο αμάξι. Έτσι, σε ένα οδικό ταξίδι από τη μία πολιτεία στην άλλη, η ζώνη μπορεί να ήταν υποχρεωτική μόνο για ένα μέρος της διαδρομής. Η ίδια σύγχυση προκλήθηκε και με τους χώρους που ήταν υποχρεωτική η χρήση μάσκας.
Και μετά ήρθε η αποδοχή…
Ο χρόνος έδειξε ότι παρά τις διαμαρτυρίες και τις διαδηλώσεις κατά της ζώνης, οι περισσότεροι πολίτες συμμορφώθηκαν με το νόμο παρόλο που μπορεί να δυσανασχετούσαν. Σταδιακά οι αντιστάσεις κάμφθηκαν και οι αρνητές όλο και μειώνονταν.
Το σημαντικότερο συμπέρασμα του παραλληλισμού της άρνησης χρήσης μάσκας και της εφαρμογής ζώνης ασφαλείας είναι πως ο αριθμός των διαδηλωτών δεν πρέπει να αποθαρρύνει τους επίσημους φορείς από την προσπάθειά τους να ενημερώσουν τον κόσμο και να τον προστατέψουν.
Στις ΗΠΑ φαίνεται ότι το 77% των πολιτών σέβεται και ακολουθεί την οδηγία για τη χρήση μάσκας, με τη Γαλλία να καταγράφει ένα ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό και τη Γερμανία ένα ελαφρώς χαμηλότερο. H Βρετανία μπορεί μέχρι πριν λίγο καιρό να βρισκόταν πιο πίσω από τις παραπάνω χώρες αλλά από τα τέλη Ιουλίου το 74% των πολιτών φοράει μάσκα ακόμα και στους εξωτερικούς χώρους. Φωτεινό παράδειγμα οι πολύπαθοι Ιταλοί, οι οποίοι μετά την τραγωδία της άνοιξης χρησιμοποιούν τη μάσκα σε ποσοστό 85%.
Βέβαια, μία μελέτη παρατήρησης στο Σάο Πάολο της Αυστραλίας έδειξε ότι το 30% των ανθρώπων φοράει λάθος τη μάσκα, τοποθετώντας τη κάτω από τη μύτη και το στόμα (στο ύψος του πηγουνιού).
Οι παρεμβάσεις για τη δημόσια υγεία χρειάζονται ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να γίνουν αποδεκτές αλλά και να εφαρμοστούν σωστά από το κοινό. Παράλληλα, οι καμπάνιες ευαισθητοποίησης πρέπει να εστιάζουν στην μετάδοση του κατάλληλου μηνύματος και να είναι συνεχείς. Ο χρόνος σε συνδυασμό με την ορθή παρέμβαση και την έμφαση στην προστασία μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση των υποστηρικτών του μέτρου όπως ακριβώς συνέβη και με τις ζώνες ασφαλείας στα αμάξια.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 27.09.2020.
Με την πανδημία του κορονοϊού να παρουσιάζει έξαρση παγκοσμίως και ενώ ανακοινώνονται συνεχώς νέα μέτρα στις επιδημιολογικά επιβαρυμένες περιοχές, με το Ισραήλ να είναι η πρώτη χώρα που τίθεται για δεύτερη φορά σε καθολικό lockdown, οι αρνητές της χρήσης μάσκας κάνουν όλο και πιο αισθητή την παρουσία τους, από διαδηλώσεις σε πλατείες μέχρι λογομαχίες και καυγάδες στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς τι είναι αυτό που μπορεί να τους παρακινεί σε μία τόσο ριψοκίνδυνη πράξη (και φυσικά παράνομη), τη στιγμή που οι κλίνες ΜΕΘ γεμίζουν και καθημερινά ανακοινώνονται νέοι θάνατοι ασθενών;
Παρόλο που η υγειονομική κρίση που διανύουμε είναι πρωτόγνωρη για όλους, η εναντίωση σε μέτρα και νόμους που στοχεύουν στην προστασία της ζωής μας είναι κάτι που έχει παρατηρηθεί και στο παρελθόν. Κατά τη θέσπιση του νόμου για υποχρεωτική εφαρμογή της ζώνης ασφαλείας στα αυτοκίνητα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αντιστάθηκαν σθεναρά είτε διαδηλώνοντας εναντίον του είτε αρνούμενοι να τον εφαρμόσουν σε καθημερινή βάση. Ακόμα και σε χώρες που τα τροχαία ατυχήματα σημείωναν αριθμούς ρεκόρ, αρκετοί επέμεναν να παρανομούν θέτοντας τον εαυτό τους σε κίνδυνο.
Μοναδικά τους επιχειρήματα τα εξής δύο: η άνεση και η αντίδραση απέναντι σε κάτι που τους επιβάλλεται. Τόσο στην εφαρμογή της ζώνης όσο και στη χρήση της μάσκας, η υποχρέωση λειτουργεί για πολλούς αποτρεπτικά. Το «πρέπει» πυροδοτεί την αντίδραση αντί να οδηγεί στην υπακοή ενώ κάποιοι επιστρατεύουν ακόμα και το επιχείρημα περί αυτοδιάθεσης του σώματος προκειμένου να αποφύγουν είτε τη ζώνη είτε τη μάσκα.
Δεν μας αρέσει να περιοριζόμαστε
«Οτιδήποτε φρενάρει την ελευθερία μας μπορεί να γεννήσει μία επιθυμία να του αντισταθούμε έστω και στιγμιαία. Με τη σειρά του αυτό το αίσθημα μπορεί να μας προτρέψει να πολεμήσουμε προκειμένου να επανακτήσουμε τη χαμένη μας ελευθερία» εξηγεί ο Μαρκ Λίρι, επίτιμος καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Ντιουκ, της βόρειας Καρολίνα.
Είναι σύνηθες να παραβλέπουμε οτιδήποτε μας ξεβολεύει ή μας ζορίζει και απλώς να το αρνούμαστε ακόμα και αν πρόκειται για την υγεία μας εν μέσω πανδημίας.
Το ότι η ζώνη σώζει ζωές δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Παρόλα αυτά, κατά την εισαγωγή της στην καθημερινότητα των οδηγών, αυτό που σήμερα θεωρείται δεδομένο ήταν για πολλούς απλώς μία άποψη. Το debate που αναπτύχθηκε μεταξύ ζώνης και αερόσακου επικεντρωνόταν στο κόστος για τις αυτοκινητοβιομηχανίες και τις ασφαλιστικές και στην άνεση για τους οδηγούς. Καμία από τις πλευρές δεν εξέταζε ποιο από τα δύο προσέφερε μεγαλύτερη ασφάλεια.
Αντίστοιχα και με τη μάσκα, αρκετοί επιλέγουν μέχρι και σήμερα φορούν κατά μήκος του στόματος και κάτω από τη μύτη τις μικρές διάφανες ασπίδες προστασίας στηρίζοντας αυτή την επιλογή τους στην άνεση που τους προσφέρουν έναντι των πάνινων ή των χειρουργικών μασκών χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους αν είναι πραγματικά ασφαλείς για τους ίδιους και για τους γύρω τους.
Έλλειψη σεβασμού προς αυτούς που επιβάλλουν το μέτρο
Ωστόσο, οι αντιρρήσεις των υποστηρικτών του κινήματος κατά της μάσκας, όπως και κατά της ζώνης ασφαλείας, δεν επαφίονται μόνο στο «βόλεμα» ή στις επιφυλάξεις που μπορεί να έχουν ως προς την αποτελεσματικότητα του μέτρου. Η έλλειψη εμπιστοσύνης και σεβασμού απέναντι στις αρχές που εισάγουν το μέτρο παίζει πολύ σημαντικό ρόλο.
Το τοπίο για τη ζώνη ασφαλείας ακόμα και μετά την επιβολή του νόμου ήταν θολό από πολιτεία σε πολιτεία στην Αμερική και από χώρα σε χώρα παγκοσμίως ανάλογα με τη θέση του επιβάτη στο αμάξι. Έτσι, σε ένα οδικό ταξίδι από τη μία πολιτεία στην άλλη, η ζώνη μπορεί να ήταν υποχρεωτική μόνο για ένα μέρος της διαδρομής. Η ίδια σύγχυση προκλήθηκε και με τους χώρους που ήταν υποχρεωτική η χρήση μάσκας.
Και μετά ήρθε η αποδοχή…
Ο χρόνος έδειξε ότι παρά τις διαμαρτυρίες και τις διαδηλώσεις κατά της ζώνης, οι περισσότεροι πολίτες συμμορφώθηκαν με το νόμο παρόλο που μπορεί να δυσανασχετούσαν. Σταδιακά οι αντιστάσεις κάμφθηκαν και οι αρνητές όλο και μειώνονταν.
Το σημαντικότερο συμπέρασμα του παραλληλισμού της άρνησης χρήσης μάσκας και της εφαρμογής ζώνης ασφαλείας είναι πως ο αριθμός των διαδηλωτών δεν πρέπει να αποθαρρύνει τους επίσημους φορείς από την προσπάθειά τους να ενημερώσουν τον κόσμο και να τον προστατέψουν.
Στις ΗΠΑ φαίνεται ότι το 77% των πολιτών σέβεται και ακολουθεί την οδηγία για τη χρήση μάσκας, με τη Γαλλία να καταγράφει ένα ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό και τη Γερμανία ένα ελαφρώς χαμηλότερο. H Βρετανία μπορεί μέχρι πριν λίγο καιρό να βρισκόταν πιο πίσω από τις παραπάνω χώρες αλλά από τα τέλη Ιουλίου το 74% των πολιτών φοράει μάσκα ακόμα και στους εξωτερικούς χώρους. Φωτεινό παράδειγμα οι πολύπαθοι Ιταλοί, οι οποίοι μετά την τραγωδία της άνοιξης χρησιμοποιούν τη μάσκα σε ποσοστό 85%.
Βέβαια, μία μελέτη παρατήρησης στο Σάο Πάολο της Αυστραλίας έδειξε ότι το 30% των ανθρώπων φοράει λάθος τη μάσκα, τοποθετώντας τη κάτω από τη μύτη και το στόμα (στο ύψος του πηγουνιού).
Οι παρεμβάσεις για τη δημόσια υγεία χρειάζονται ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να γίνουν αποδεκτές αλλά και να εφαρμοστούν σωστά από το κοινό. Παράλληλα, οι καμπάνιες ευαισθητοποίησης πρέπει να εστιάζουν στην μετάδοση του κατάλληλου μηνύματος και να είναι συνεχείς. Ο χρόνος σε συνδυασμό με την ορθή παρέμβαση και την έμφαση στην προστασία μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση των υποστηρικτών του μέτρου όπως ακριβώς συνέβη και με τις ζώνες ασφαλείας στα αμάξια.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 27.09.2020.
ΣΧΟΛΙΑ