ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μία πολύτιμη παρακαταθήκη γνώσεων για την αρχαϊκή επική ποίηση

Κριτική στο βιβλίο του Χρήστου Τσαγγάλη με τίτλο «Τέχνη ραψωδική. Η απαγγελία της επικής ποίησης από την αρχαϊκή έως την αυτοκρατορική περίοδο» στη "ΜτΚ"

 01/01/2019 18:00

Μία πολύτιμη παρακαταθήκη γνώσεων για την αρχαϊκή επική ποίηση
Ο Χρήστος Τσαγγάλης.

Του Ανδρέα Μαρκαντωνάτου, Καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Μολονότι έχουμε πλέον συνηθίσει να διαβάζουμε τα ομηρικά έπη κρατώντας στα χέρια μας είτε μια σύγχρονη στερεότυπη έκδοση είτε συχνότερα μια δόκιμη απόδοση του κειμένου στη νεοελληνική, ενίοτε λησμονούμε το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα ομηρικά και ησιόδεια ποιήματα και γενικότερα το σύνολο του αρχαϊκού επικού κύκλου απαγγέλλονταν από επαγγελματίες ραψωδούς ενώπιον κοινού κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο.
Η συνειδητοποίηση του δεδομένου αυτού είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη βαθύτερη γνώση μας σχετικά με τη λειτουργία της εν λόγω ποιητικής διαδικασίας, δηλαδή τη σύνθεση της επικής ποίησης και τη συνακόλουθη πρόσληψή της.

Τι γνωρίζουμε λοιπόν για την απαγγελία της επικής ποίησης στην αρχαιότητα; Αυτό το δυσεπίλυτο αλλά συνάμα συναρπαστικό πρόβλημα εξετάζει ο Χρήστος Τσαγγάλης, καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στην πρόσφατη μονογραφία του υπό τον δηλωτικό τίτλο «Τέχνη ραψωδική. Η απαγγελία της επικής ποίησης από την αρχαϊκή έως την αυτοκρατορική περίοδο».

vivlio-tsagalis.jpg

Το εξώφυλλο του βιβλίου.

Επιστημονική αρτιότητα και ερευνητική τεκμηρίωση

Η διεισδυτική αυτή μελέτη διακρίνεται για την επιστημονική της αρτιότητα και την ερευνητική της τεκμηρίωση με βάση τρία κυρίως στοιχεία.

Πρώτον, στηρίζεται σε εξαντλητική συλλογή των ποικίλων πηγών, οι οποίες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα γραμματειακών, επιγραφικών και εικονογραφικών πληροφοριών.

Δεύτερον, συζητεί το σχετικό θέμα ως επί το πλείστον διαχρονικά, καθώς παρακολουθεί την εξέλιξη της απαγγελίας του έπους από την αρχαϊκή έως και την αυτοκρατορική περίοδο. Τρίτον, χαρακτηρίζεται από λελογισμένη και εξόχως ισορροπημένη αποτίμηση των διαθέσιμων αρχαίων πηγών.

Στο πρώτο κεφάλαιο της μονογραφίας του ο συγγραφέας εξετάζει τους όρους «αοιδός» και «ραψωδός» όχι μόνο με βάση την ετυμολογία τους (όπως συμβαίνει συνήθως), αλλά ιδίως σε σχέση με την παραστασιακή λειτουργία τους, την παρουσία και το ρόλο των αοιδών στην «Ιλιάδα» και στην «Οδύσσεια», τις αρχαίες μαρτυρίες για τους ραψωδούς και τη μορφή των πρώιμων ραψωδικών εκτελέσεων (Ησίοδος, ομηρικοί ύμνοι, πινδαρικά σχόλια, πλατωνικό corpus, «Αγών Ομήρου και Ησιόδου»).

Αναφορικά με την απαγγελία του έπους η προσέγγιση του συγγραφέα εδράζεται σε εξωτερικά όσο και σε εσωτερικά στοιχεία, με τα δεύτερα να αξιοποιούνται τόσο συστηματικά πρώτη φορά στην έρευνα (αναφέρομαι κυρίως σε γλωσσικά στοιχεία από τα οποία μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε ποικίλες εκφάνσεις της παραστασιακής διαδικασίας). Με τρόπο ιδιαίτερα πειστικό, ο ικανότατος ερευνητής καθιστά πρόδηλο το γεγονός ότι η αοιδική εκτέλεση της επικής ποίησης ήταν τω όντι αλληλεπιδραστική διαδικασία.

Ο αοιδός όχι μόνο ελάμβανε υπ’ όψιν του το ακροατήριό του, αλλά ερχόταν σε άμεση επαφή με αυτό. Η ικανότητα του αοιδού να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ακροατηρίου του (είτε γνωρίζοντας τις επιθυμίες των ακροατών του εκ των προτέρων είτε εκτελώντας παραγγελίες που προέκυπταν ακόμη και με διακοπή της απαγγελίας) δείχνει ότι ο ίδιος γνώριζε ένα ευρύ φάσμα ποιημάτων, τα οποία ήταν δυνατόν να αντληθούν από μια δεξαμενή ασμάτων γνωστών (και αγαπητών) στο ακροατήριο και στους αοιδούς.

Η διαπίστωση αυτή είναι θεμελιώδους σημασίας, προκειμένου να γίνει ευχερέστερα αντιληπτή η δυνατότητα του αοιδού να ανταποκριθεί στον ορίζοντα προσδοκιών του κοινού του αναφορικά με τη αληθοφάνεια των αδόμενων ασμάτων.

Η εκτέλεση της επικής ποίησης κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο

Το δεύτερο κεφάλαιο εστιάζεται στην εκτέλεση της επικής ποίησης κατά την αρχαϊκή και την κλασική περίοδο. Εδώ ο μελετητής πολύ σωστά επικεντρώνει την προσοχή του στις δημόσιες εορτές, που αποτελούν το κύριο πλαίσιο ραψωδικής απαγγελίας επικής ποίησης. Εξηγεί πειστικά αυτό το γεγονός με βάση τη χρονική διάρκεια των περισσότερων δημόσιων εορτών, που μάλιστα εκτείνονταν σε αρκετές ημέρες, καθώς και τη συγκέντρωση πλήθους κόσμου, κάτι που συνιστούσε ιδανική ευκαιρία για τους ραψωδούς, προκειμένου να απαγγείλουν επική ποίηση μπροστά σε μεγάλο ακροατήριο, κερδίζοντας έτσι κύρος και αναγνώριση.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κριτική αποτίμηση του συμποσίου ως χώρου απαγγελίας, μεταξύ άλλων, και επικής ποίησης, όπως και των επιτάφιων αγώνων. Ο συγγραφέας χαρτογραφεί την απαγγελία επικής ποίησης, διαπιστώνοντας, πλην των άλλων, ότι ελάμβανε χώραν σε ένα ευρύτατο γεωγραφικό άνυσμα που κάλυπτε όλο σχεδόν τον ελληνόφωνο κόσμο, ενώ δεν παραλείπει να εξετάσει εξονυχιστικά τις ποικίλες, ενίοτε ιδιότροπες και ιδιόρρυθμες, αντιδράσεις των τυράννων ως προς τη ραψωδική απαγγελία επικής ποίησης.

Οι ραψωδοί εντάσσονται σε συντεχνίες καλλιτεχνών

Αντικείμενο του τρίτου κεφαλαίου αποτελεί η εταστική ανάλυση των ραψωδικών εκτελέσεων στην ελληνιστική περίοδο, όταν η πολιτική και κοινωνική φυσιογνωμία του ελληνικού κόσμου αναπροσανατολίζεται και επαναπροσδιορίζεται. Ύστερα από προσεκτική διερεύνηση του πλούσιου επιγραφικού υλικού, ο συγγραφέας επιχειρεί να καταδείξει ότι οι ραψωδοί εντάσσονται σε συντεχνίες καλλιτεχνών, η κινητικότητά τους αυξάνεται, και οι ραψωδικοί αγώνες αποτελούν συστατικό στοιχείο των πολυάριθμων εορτών που τελούνταν στη Βοιωτία, τη Δήλο, τους Δελφούς, την Εύβοια, την Κέα και τη Ρόδο.

Οι σημαντικές αλλαγές του επαγγέλματος του ραψωδού

Οι σημαντικές αλλαγές που υφίσταται το επάγγελμα του ραψωδού και οι ραψωδικές εκτελέσεις επικής ποίησης κατά την αυτοκρατορική περίοδο αναλύονται εις βάθος στο τέταρτο κεφάλαιο. 

Ο συγγραφέας ορθώς παρατηρεί ότι η αυξανόμενη πίεση που υφίστανται οι ραψωδοί είτε από άλλους καλλιτέχνες είτε από άλλες μορφές μνημόνευσης του παρελθόντος, όπως ήταν και η λατρεία του αυτοκράτορα, είναι πράγματι σημαντικός παράγων που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη νέα πραγματικότητα.

Ο εν επικεφαλίδι τόμος κατακλείεται με εκτενή και ιδιαίτερα εξονυχιστικά συμπεράσματα, τρεις πίνακες για τις ραψωδικές εκτελέσεις (στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο, στην ελληνιστική και στην αυτοκρατορική αντιστοίχως), εικονογραφικές παραστάσεις ραψωδών και ραψωδικών εκτελέσεων, εξαντλητική βιβλιογραφία και δύο εξόχως επιμελημένα ευρετήρια. 

Πρόκειται σαφέστατα για άρτια επιχειρηματολογημένη και εξαιρετικά συγκροτημένη μελέτη τυχαίο άλλωστε δεν είναι ότι στο μεστό προλογικό σημείωμά του ο διεθνώς διακεκριμένος καθηγητής του πανεπιστημίου του Πρίνστον Άγγελος Χανιώτης, επιδαψιλεύει επαίνους στο πρόσφατο αυτό βιβλίο του Χρήστου Τσαγγάλη, ο οποίος προσέφερε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια όντως πολύτιμη παρακαταθήκη γνώσεων και πληροφοριών για την αρχαϊκή επική ποίηση.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 30 Δεκεμβρίου 2018

Του Ανδρέα Μαρκαντωνάτου, Καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Μολονότι έχουμε πλέον συνηθίσει να διαβάζουμε τα ομηρικά έπη κρατώντας στα χέρια μας είτε μια σύγχρονη στερεότυπη έκδοση είτε συχνότερα μια δόκιμη απόδοση του κειμένου στη νεοελληνική, ενίοτε λησμονούμε το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα ομηρικά και ησιόδεια ποιήματα και γενικότερα το σύνολο του αρχαϊκού επικού κύκλου απαγγέλλονταν από επαγγελματίες ραψωδούς ενώπιον κοινού κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο.
Η συνειδητοποίηση του δεδομένου αυτού είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη βαθύτερη γνώση μας σχετικά με τη λειτουργία της εν λόγω ποιητικής διαδικασίας, δηλαδή τη σύνθεση της επικής ποίησης και τη συνακόλουθη πρόσληψή της.

Τι γνωρίζουμε λοιπόν για την απαγγελία της επικής ποίησης στην αρχαιότητα; Αυτό το δυσεπίλυτο αλλά συνάμα συναρπαστικό πρόβλημα εξετάζει ο Χρήστος Τσαγγάλης, καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στην πρόσφατη μονογραφία του υπό τον δηλωτικό τίτλο «Τέχνη ραψωδική. Η απαγγελία της επικής ποίησης από την αρχαϊκή έως την αυτοκρατορική περίοδο».

vivlio-tsagalis.jpg

Το εξώφυλλο του βιβλίου.

Επιστημονική αρτιότητα και ερευνητική τεκμηρίωση

Η διεισδυτική αυτή μελέτη διακρίνεται για την επιστημονική της αρτιότητα και την ερευνητική της τεκμηρίωση με βάση τρία κυρίως στοιχεία.

Πρώτον, στηρίζεται σε εξαντλητική συλλογή των ποικίλων πηγών, οι οποίες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα γραμματειακών, επιγραφικών και εικονογραφικών πληροφοριών.

Δεύτερον, συζητεί το σχετικό θέμα ως επί το πλείστον διαχρονικά, καθώς παρακολουθεί την εξέλιξη της απαγγελίας του έπους από την αρχαϊκή έως και την αυτοκρατορική περίοδο. Τρίτον, χαρακτηρίζεται από λελογισμένη και εξόχως ισορροπημένη αποτίμηση των διαθέσιμων αρχαίων πηγών.

Στο πρώτο κεφάλαιο της μονογραφίας του ο συγγραφέας εξετάζει τους όρους «αοιδός» και «ραψωδός» όχι μόνο με βάση την ετυμολογία τους (όπως συμβαίνει συνήθως), αλλά ιδίως σε σχέση με την παραστασιακή λειτουργία τους, την παρουσία και το ρόλο των αοιδών στην «Ιλιάδα» και στην «Οδύσσεια», τις αρχαίες μαρτυρίες για τους ραψωδούς και τη μορφή των πρώιμων ραψωδικών εκτελέσεων (Ησίοδος, ομηρικοί ύμνοι, πινδαρικά σχόλια, πλατωνικό corpus, «Αγών Ομήρου και Ησιόδου»).

Αναφορικά με την απαγγελία του έπους η προσέγγιση του συγγραφέα εδράζεται σε εξωτερικά όσο και σε εσωτερικά στοιχεία, με τα δεύτερα να αξιοποιούνται τόσο συστηματικά πρώτη φορά στην έρευνα (αναφέρομαι κυρίως σε γλωσσικά στοιχεία από τα οποία μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε ποικίλες εκφάνσεις της παραστασιακής διαδικασίας). Με τρόπο ιδιαίτερα πειστικό, ο ικανότατος ερευνητής καθιστά πρόδηλο το γεγονός ότι η αοιδική εκτέλεση της επικής ποίησης ήταν τω όντι αλληλεπιδραστική διαδικασία.

Ο αοιδός όχι μόνο ελάμβανε υπ’ όψιν του το ακροατήριό του, αλλά ερχόταν σε άμεση επαφή με αυτό. Η ικανότητα του αοιδού να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ακροατηρίου του (είτε γνωρίζοντας τις επιθυμίες των ακροατών του εκ των προτέρων είτε εκτελώντας παραγγελίες που προέκυπταν ακόμη και με διακοπή της απαγγελίας) δείχνει ότι ο ίδιος γνώριζε ένα ευρύ φάσμα ποιημάτων, τα οποία ήταν δυνατόν να αντληθούν από μια δεξαμενή ασμάτων γνωστών (και αγαπητών) στο ακροατήριο και στους αοιδούς.

Η διαπίστωση αυτή είναι θεμελιώδους σημασίας, προκειμένου να γίνει ευχερέστερα αντιληπτή η δυνατότητα του αοιδού να ανταποκριθεί στον ορίζοντα προσδοκιών του κοινού του αναφορικά με τη αληθοφάνεια των αδόμενων ασμάτων.

Η εκτέλεση της επικής ποίησης κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο

Το δεύτερο κεφάλαιο εστιάζεται στην εκτέλεση της επικής ποίησης κατά την αρχαϊκή και την κλασική περίοδο. Εδώ ο μελετητής πολύ σωστά επικεντρώνει την προσοχή του στις δημόσιες εορτές, που αποτελούν το κύριο πλαίσιο ραψωδικής απαγγελίας επικής ποίησης. Εξηγεί πειστικά αυτό το γεγονός με βάση τη χρονική διάρκεια των περισσότερων δημόσιων εορτών, που μάλιστα εκτείνονταν σε αρκετές ημέρες, καθώς και τη συγκέντρωση πλήθους κόσμου, κάτι που συνιστούσε ιδανική ευκαιρία για τους ραψωδούς, προκειμένου να απαγγείλουν επική ποίηση μπροστά σε μεγάλο ακροατήριο, κερδίζοντας έτσι κύρος και αναγνώριση.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κριτική αποτίμηση του συμποσίου ως χώρου απαγγελίας, μεταξύ άλλων, και επικής ποίησης, όπως και των επιτάφιων αγώνων. Ο συγγραφέας χαρτογραφεί την απαγγελία επικής ποίησης, διαπιστώνοντας, πλην των άλλων, ότι ελάμβανε χώραν σε ένα ευρύτατο γεωγραφικό άνυσμα που κάλυπτε όλο σχεδόν τον ελληνόφωνο κόσμο, ενώ δεν παραλείπει να εξετάσει εξονυχιστικά τις ποικίλες, ενίοτε ιδιότροπες και ιδιόρρυθμες, αντιδράσεις των τυράννων ως προς τη ραψωδική απαγγελία επικής ποίησης.

Οι ραψωδοί εντάσσονται σε συντεχνίες καλλιτεχνών

Αντικείμενο του τρίτου κεφαλαίου αποτελεί η εταστική ανάλυση των ραψωδικών εκτελέσεων στην ελληνιστική περίοδο, όταν η πολιτική και κοινωνική φυσιογνωμία του ελληνικού κόσμου αναπροσανατολίζεται και επαναπροσδιορίζεται. Ύστερα από προσεκτική διερεύνηση του πλούσιου επιγραφικού υλικού, ο συγγραφέας επιχειρεί να καταδείξει ότι οι ραψωδοί εντάσσονται σε συντεχνίες καλλιτεχνών, η κινητικότητά τους αυξάνεται, και οι ραψωδικοί αγώνες αποτελούν συστατικό στοιχείο των πολυάριθμων εορτών που τελούνταν στη Βοιωτία, τη Δήλο, τους Δελφούς, την Εύβοια, την Κέα και τη Ρόδο.

Οι σημαντικές αλλαγές του επαγγέλματος του ραψωδού

Οι σημαντικές αλλαγές που υφίσταται το επάγγελμα του ραψωδού και οι ραψωδικές εκτελέσεις επικής ποίησης κατά την αυτοκρατορική περίοδο αναλύονται εις βάθος στο τέταρτο κεφάλαιο. 

Ο συγγραφέας ορθώς παρατηρεί ότι η αυξανόμενη πίεση που υφίστανται οι ραψωδοί είτε από άλλους καλλιτέχνες είτε από άλλες μορφές μνημόνευσης του παρελθόντος, όπως ήταν και η λατρεία του αυτοκράτορα, είναι πράγματι σημαντικός παράγων που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη νέα πραγματικότητα.

Ο εν επικεφαλίδι τόμος κατακλείεται με εκτενή και ιδιαίτερα εξονυχιστικά συμπεράσματα, τρεις πίνακες για τις ραψωδικές εκτελέσεις (στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο, στην ελληνιστική και στην αυτοκρατορική αντιστοίχως), εικονογραφικές παραστάσεις ραψωδών και ραψωδικών εκτελέσεων, εξαντλητική βιβλιογραφία και δύο εξόχως επιμελημένα ευρετήρια. 

Πρόκειται σαφέστατα για άρτια επιχειρηματολογημένη και εξαιρετικά συγκροτημένη μελέτη τυχαίο άλλωστε δεν είναι ότι στο μεστό προλογικό σημείωμά του ο διεθνώς διακεκριμένος καθηγητής του πανεπιστημίου του Πρίνστον Άγγελος Χανιώτης, επιδαψιλεύει επαίνους στο πρόσφατο αυτό βιβλίο του Χρήστου Τσαγγάλη, ο οποίος προσέφερε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια όντως πολύτιμη παρακαταθήκη γνώσεων και πληροφοριών για την αρχαϊκή επική ποίηση.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 30 Δεκεμβρίου 2018

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία