ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μητροπάνος – Παπάζογλου: Στη Θεσσαλονίκη που λάτρεψαν, «Έσβησε το φεγγάρι» γιατί «κανείς εδώ δεν τραγουδά»

Σαν σήμερα σίγησαν δύο σπουδαίες φωνές του ελληνικού πενταγράμμου

 17/04/2021 14:00

Μητροπάνος – Παπάζογλου: Στη Θεσσαλονίκη που λάτρεψαν, «Έσβησε το φεγγάρι» γιατί «κανείς εδώ δεν τραγουδά»
φωτ. αρχείου

Βιολέτα Φωτιάδη

Ήταν 17 Απριλίου του 2011 όταν η Ελλάδα «βυθίστηκε» στο πένθος μετά την τραγική είδηση του θανάτου του Νίκου Παπάζογλου. Ακριβώς ένα χρόνο μετά, στις 17 Απριλίου του 2012, η χώρα θρηνεί το χαμό του σπουδαίου λαϊκού ερμηνευτή Δημήτρη Μητροπάνου.

Με λόγια και μελωδίες που συντρόφευσαν τις καλύτερες στιγμές μας και μας «στήριξαν» στις πιο δύσκολες ώρες μας ο Νίκος Παπάζογλου και ο Δημήτρης Μητροπάνος πέρασαν στο πάνθεον της ιστορίας του ελληνικού πενταγράμμου με τα τραγούδια τους να μένουν χαραγμένα στη μνήμη μας.

«Ο μάγκας που δεν υπάρχει πια»

Γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός, ο Νίκος Παπάζογλου άνοιξε το δρόμο για μια ολόκληρη γενιά μουσικών.

Η συστηματική ενασχόλησή του με το τραγούδι θα ξεκινήσει στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, παίζοντας ροκ σε συγκροτήματα όπως οι «Fratelli», οι «Μακεδονομάχοι» και οι Olympians» του Πασχάλη Αρβανιτίδη τον οποίο και θα αντικαταστήσει στο συγκρότημα όταν εκείνος θα κληθεί να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία.Το 1972 θα τον βρει στο Άαχεν της τότε Δυτικής Γερμανίας με το συγκρότημα Zealot (Ζηλωτής) να αποπειράται να κάνει διεθνή καριέρα. Τέσσερα χρόνια μετά θα επιστρέψει στην Ελλάδα έχοντας πρώτα ηχογραφήσει μερικά κομμάτια στο Μιλάνο.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος αποτελεί ακόμα έναν σημαντικό σταθμό στην καριέρα του καθώς εκείνος ήταν που τον «ανακάλυψε» μιας και τον γνώριζε από τα παιδικά του χρόνια. Το 1976 ο Σαββόπουλος ανεβάζει την μουσικοθεατρική παράσταση «Αχαρνής - Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια», στην μπουάτ «Ρήγας» της Πλάκας και ο Νίκος Παπάζογλου θα συμμετέχει. Από αυτή θα «γεννηθεί» και ο ομώνυμος δίσκος, στον οποίο εκτός από τον ίδιο και τον Σαββόπουλο θα συμμετέχουν οι μεγάλοι Σάκης Μπουλάς, Ηλίας Λιούγκος, Βαγγέλης Ξύδης, Νίκος Ζιώγαλας και Μελίνα Τανάγρη.

Το 1978, θα ακολουθήσει ακόμα μία συνεργασία με τον Διονύση Σαββόπουλο, με τον δεύτερο να αναλαμάνει την παραγωγή του δίσκου «Η Εκδίκηση της Γυφτιάς», των Νίκου Ξυδάκη και Μανώλη Ρασούλη. Ο δίσκος θα ηχογραφηθεί στο στούντιο «Αγροτικόν» του Παπάζογλου στην Κάτω Τούμπα, και θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για το λαϊκό τραγούδι

Από το «Αγροτικόν» θα παρελάσουν μερικοί από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες όπως οι Σωκράτης Μάλαμας, Θανάσης Παπακωνστίνου, Χειμερινοί Κολυμβητές, Φατμέ, Σάκης Παπαδημητρίου, Ξύλινα Σπαθιά κ.α.

Από το 1986 έως και το 2005 ο Παπάζογλου θα κυκλοφορήσει πέντε ακόμα δίσκους και την ημέρα που της κυκλοφρίας της «Μάι'σσας Σελήνης» ο Νίκος θα κερδίσει το Βραβείο Μουσικής στα Κρατικά Κινηματογραφικά Βραβεία Ποιότητας (Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) για τη μουσική της ταινίας «Νοσταλγός».

Εκτός από τις προσωπικές του δουλειές, θα τον συναντήσουμε στη «Ρεζέρβα» (1984) και στο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» (1986) του Διονύση Σαββόπουλου, στο «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» του Μανώλη Ρασούλη (1986), στο «Σείριο υπάρχουνε παιδιά» του Μάνου Χατζιδάκι (1988) και στο «Όλοι δικοί μας είμαστε» του Χρήστου Νικολόπουλου (1984). Το 1995 κυκλοφορεί η τελευταία του δουλειά «Όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα».

Με το χαρακτηριστικό του look, κύριο συστατικό του οποίοιυ υπήρξε το κόκκινο μαντήλι στο λαιμό του, περνάει τα καλοκαίρια του οργώνοντας την Ελλάδα και πραγματοποιώντας συναυλίες το γκρουπ «Λοξή Φάλαγγα».

Τραγούδια του όπως τα «Αύγουστος», «Τρελλή κι αδέσποτη», «Κανείς εδώ δεν τραγουδά», «Υδροχόος», «Πότε Βούδας πότε Κούδας» και «Φύσηξε ο Βαρδάρης» αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν όσο λίγα ενώ τον ανέδειξαν σε έναν από τους πιο επιδραστικούς Έλληνες τραγουδοποιούς.

Ο Νίκος Παπάζογλου «έφυγε» στα 63 του έτη μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο.


«Σ’ αναζητά η Σαλονίκη ξημερώματα»

Στη μακρόχρονη πορεία του, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνέδεσε το όνομά του με τους με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Δίνοντας ζωή σε τραγούδια των Γιώργου Ζαμπέτα, Μίκη Θεοδωράκη, Δήμου Μούτση, Απόστολου Καλδάρα, Στέφανου Κορκολή, Λάκη Παπαδόπουλου, Μάριου Τόκα, Σπύρου Παπαβασιλείου, Γιάννη Σπανού και άλλων μεγάλων συνθετών ο Μητροπάνος άφησε το στίγμα του καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση.

Γεννημένος στις 2 Απριλίου του 1948, στο χωριό Αγία Μονή, που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Τρίκαλα, ο ίδιος συνήθιζε να αποκαλεί τη γειτονιά του «Μικρή Μόσχα» καθώς περισσότερες οικογένειες που έμεναν εκεί ήταν αριστερές. Ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής που συμμετείχε στον εμφύλιο και έφυγε κυνηγημένος από το σπίτι του. Ο Μητροπάνος θα θεωρεί τον πατέρα του νεκρό μέχρι τα 16 του χρόνια όταν θα λάβει ένα γράμμα από τον ίδιο στο οποίο θα τον ενημερώνει ότι ζει και βρίσκεται στη Ρουμανία. Πατέρας και γιος θα σμίξουν ξανά όταν ο δεύτερος θα είναι 29 ετών.

Πριν ακόμα τελειώσει το γυμνάσιο ξεκινά να εργάζεται ως τραγουδιστής. Έπειτα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, θα επισκεφτεί την "Κολούμπια" όπου και θα γνωρίσει τον μεγάλο του δάσκαλο και δεύτερο πατέρα του όπως αποκαλούσε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα στον οποίο θα δουλέψει στα «Ξημερώματα». Μία τυχαία συνάντηση με τον Μίκη Θεοδωράκη το 1966 θα δώσει στο Μητροπάνο την ευκαιρία να ερμηνεύσει μέρη από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί» σε μια σειρά συναυλιών σε Ελλάδα και Κύπρο.

Το 1967, ο Μητροπάνος ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι "Θεσσαλονίκη". Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού "Χαμένη Πασχαλιά", το οποίο λογοκρίθηκε από τη Χούντα και έτσι δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Η συνεργασία του με τη δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΟΣ-ΕΜΙ, θα του ανοίξει το δρόμο για μία δεύτερη μεγάλη καριέρα.

Τραγούδια ορόσημα στην μουσική πορεία του υπήρξαν μεταξύ άλλων τα «Σ' Αναζητώ Στη Σαλονίκη», «Πάντα Γελαστοί», «Ρόζα», «Τα Λαδάδικα», «Για να σ’ εκδικηθώ», «Σ’ αγαπώ σαν αμαρτία», «Μια στάση εδώ» και «Σβήσε το φεγγάρι». 

Ήταν 17 Απριλίου του 2011 όταν η Ελλάδα «βυθίστηκε» στο πένθος μετά την τραγική είδηση του θανάτου του Νίκου Παπάζογλου. Ακριβώς ένα χρόνο μετά, στις 17 Απριλίου του 2012, η χώρα θρηνεί το χαμό του σπουδαίου λαϊκού ερμηνευτή Δημήτρη Μητροπάνου.

Με λόγια και μελωδίες που συντρόφευσαν τις καλύτερες στιγμές μας και μας «στήριξαν» στις πιο δύσκολες ώρες μας ο Νίκος Παπάζογλου και ο Δημήτρης Μητροπάνος πέρασαν στο πάνθεον της ιστορίας του ελληνικού πενταγράμμου με τα τραγούδια τους να μένουν χαραγμένα στη μνήμη μας.

«Ο μάγκας που δεν υπάρχει πια»

Γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός, ο Νίκος Παπάζογλου άνοιξε το δρόμο για μια ολόκληρη γενιά μουσικών.

Η συστηματική ενασχόλησή του με το τραγούδι θα ξεκινήσει στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, παίζοντας ροκ σε συγκροτήματα όπως οι «Fratelli», οι «Μακεδονομάχοι» και οι Olympians» του Πασχάλη Αρβανιτίδη τον οποίο και θα αντικαταστήσει στο συγκρότημα όταν εκείνος θα κληθεί να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία.Το 1972 θα τον βρει στο Άαχεν της τότε Δυτικής Γερμανίας με το συγκρότημα Zealot (Ζηλωτής) να αποπειράται να κάνει διεθνή καριέρα. Τέσσερα χρόνια μετά θα επιστρέψει στην Ελλάδα έχοντας πρώτα ηχογραφήσει μερικά κομμάτια στο Μιλάνο.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος αποτελεί ακόμα έναν σημαντικό σταθμό στην καριέρα του καθώς εκείνος ήταν που τον «ανακάλυψε» μιας και τον γνώριζε από τα παιδικά του χρόνια. Το 1976 ο Σαββόπουλος ανεβάζει την μουσικοθεατρική παράσταση «Αχαρνής - Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια», στην μπουάτ «Ρήγας» της Πλάκας και ο Νίκος Παπάζογλου θα συμμετέχει. Από αυτή θα «γεννηθεί» και ο ομώνυμος δίσκος, στον οποίο εκτός από τον ίδιο και τον Σαββόπουλο θα συμμετέχουν οι μεγάλοι Σάκης Μπουλάς, Ηλίας Λιούγκος, Βαγγέλης Ξύδης, Νίκος Ζιώγαλας και Μελίνα Τανάγρη.

Το 1978, θα ακολουθήσει ακόμα μία συνεργασία με τον Διονύση Σαββόπουλο, με τον δεύτερο να αναλαμάνει την παραγωγή του δίσκου «Η Εκδίκηση της Γυφτιάς», των Νίκου Ξυδάκη και Μανώλη Ρασούλη. Ο δίσκος θα ηχογραφηθεί στο στούντιο «Αγροτικόν» του Παπάζογλου στην Κάτω Τούμπα, και θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για το λαϊκό τραγούδι

Από το «Αγροτικόν» θα παρελάσουν μερικοί από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες όπως οι Σωκράτης Μάλαμας, Θανάσης Παπακωνστίνου, Χειμερινοί Κολυμβητές, Φατμέ, Σάκης Παπαδημητρίου, Ξύλινα Σπαθιά κ.α.

Από το 1986 έως και το 2005 ο Παπάζογλου θα κυκλοφορήσει πέντε ακόμα δίσκους και την ημέρα που της κυκλοφρίας της «Μάι'σσας Σελήνης» ο Νίκος θα κερδίσει το Βραβείο Μουσικής στα Κρατικά Κινηματογραφικά Βραβεία Ποιότητας (Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) για τη μουσική της ταινίας «Νοσταλγός».

Εκτός από τις προσωπικές του δουλειές, θα τον συναντήσουμε στη «Ρεζέρβα» (1984) και στο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» (1986) του Διονύση Σαββόπουλου, στο «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» του Μανώλη Ρασούλη (1986), στο «Σείριο υπάρχουνε παιδιά» του Μάνου Χατζιδάκι (1988) και στο «Όλοι δικοί μας είμαστε» του Χρήστου Νικολόπουλου (1984). Το 1995 κυκλοφορεί η τελευταία του δουλειά «Όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα».

Με το χαρακτηριστικό του look, κύριο συστατικό του οποίοιυ υπήρξε το κόκκινο μαντήλι στο λαιμό του, περνάει τα καλοκαίρια του οργώνοντας την Ελλάδα και πραγματοποιώντας συναυλίες το γκρουπ «Λοξή Φάλαγγα».

Τραγούδια του όπως τα «Αύγουστος», «Τρελλή κι αδέσποτη», «Κανείς εδώ δεν τραγουδά», «Υδροχόος», «Πότε Βούδας πότε Κούδας» και «Φύσηξε ο Βαρδάρης» αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν όσο λίγα ενώ τον ανέδειξαν σε έναν από τους πιο επιδραστικούς Έλληνες τραγουδοποιούς.

Ο Νίκος Παπάζογλου «έφυγε» στα 63 του έτη μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο.


«Σ’ αναζητά η Σαλονίκη ξημερώματα»

Στη μακρόχρονη πορεία του, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνέδεσε το όνομά του με τους με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Δίνοντας ζωή σε τραγούδια των Γιώργου Ζαμπέτα, Μίκη Θεοδωράκη, Δήμου Μούτση, Απόστολου Καλδάρα, Στέφανου Κορκολή, Λάκη Παπαδόπουλου, Μάριου Τόκα, Σπύρου Παπαβασιλείου, Γιάννη Σπανού και άλλων μεγάλων συνθετών ο Μητροπάνος άφησε το στίγμα του καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση.

Γεννημένος στις 2 Απριλίου του 1948, στο χωριό Αγία Μονή, που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Τρίκαλα, ο ίδιος συνήθιζε να αποκαλεί τη γειτονιά του «Μικρή Μόσχα» καθώς περισσότερες οικογένειες που έμεναν εκεί ήταν αριστερές. Ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής που συμμετείχε στον εμφύλιο και έφυγε κυνηγημένος από το σπίτι του. Ο Μητροπάνος θα θεωρεί τον πατέρα του νεκρό μέχρι τα 16 του χρόνια όταν θα λάβει ένα γράμμα από τον ίδιο στο οποίο θα τον ενημερώνει ότι ζει και βρίσκεται στη Ρουμανία. Πατέρας και γιος θα σμίξουν ξανά όταν ο δεύτερος θα είναι 29 ετών.

Πριν ακόμα τελειώσει το γυμνάσιο ξεκινά να εργάζεται ως τραγουδιστής. Έπειτα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, θα επισκεφτεί την "Κολούμπια" όπου και θα γνωρίσει τον μεγάλο του δάσκαλο και δεύτερο πατέρα του όπως αποκαλούσε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα στον οποίο θα δουλέψει στα «Ξημερώματα». Μία τυχαία συνάντηση με τον Μίκη Θεοδωράκη το 1966 θα δώσει στο Μητροπάνο την ευκαιρία να ερμηνεύσει μέρη από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί» σε μια σειρά συναυλιών σε Ελλάδα και Κύπρο.

Το 1967, ο Μητροπάνος ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι "Θεσσαλονίκη". Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού "Χαμένη Πασχαλιά", το οποίο λογοκρίθηκε από τη Χούντα και έτσι δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Η συνεργασία του με τη δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΟΣ-ΕΜΙ, θα του ανοίξει το δρόμο για μία δεύτερη μεγάλη καριέρα.

Τραγούδια ορόσημα στην μουσική πορεία του υπήρξαν μεταξύ άλλων τα «Σ' Αναζητώ Στη Σαλονίκη», «Πάντα Γελαστοί», «Ρόζα», «Τα Λαδάδικα», «Για να σ’ εκδικηθώ», «Σ’ αγαπώ σαν αμαρτία», «Μια στάση εδώ» και «Σβήσε το φεγγάρι». 

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία