Μπ. Σκούφα: Αναγκαία η συστράτευση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων απέναντι στην ακροδεξιά
04/02/2019 07:00
04/02/2019 07:00
Το τελευταίο διάστημα έχετε γίνει κι εσείς, μαζί με άλλους βουλευτές που υπερψήφισαν τη Συμφωνία των Πρεσπών, στόχος ακροδεξιών επιθέσεων. Πώς αντιμετωπίζετε την κατάσταση αυτή;
Η προσπάθεια ανόδου της ακροδεξιάς, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και πανευρωπαϊκά (σε κάποιες χώρες της Ευρώπης υπάρχουν δυστυχώς κυβερνήσεις ακροδεξιάς «κοπής»), είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο, το οποίο όμως παράλληλα συσπειρώνει και κινητοποιεί τις δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου και την ευρύτατη πλειοψηφία των δημοκρατών πολιτών.
Πέρα όμως από τις γνωστές κι οργανωμένες πολιτικά ακροδεξιές ομάδες στη χώρα μας και το γενικότερο αυτό ευρωπαϊκό ρεύμα, πιο ανησυχητικός είναι ο «κεκαλυμμένος» φασισμός. Αναφέρομαι για παράδειγμα σε βίαιες ακραίες συμπεριφορές, δράσεις φασιστικής νοοτροπίας και τραμπουκισμούς, συνοδευόμενες από τον κατάλληλο τόνο εθνικοπατριωτισμού, με στόχο τη φίμωση της διαφορετικής άποψης. Επιχειρήθηκε ιδιαίτερα αυτή η τακτική προσπάθεια τον τελευταίο καιρό, από τους οργανωμένους ακραίους κύκλους, δυστυχώς εναντίον αρκετών πολιτικών χώρων, όχι μόνο ενάντια στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.
Ανησυχείτε για το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στις τοπικές κοινωνίες της Βόρειας Ελλάδας με αφορμή το μακεδονικό;
Έχω την εκτίμηση ότι οι τοπικές κοινωνίες δεν έχουν ενημερωθεί επαρκώς, με σαφήνεια και αντικειμενικότητα για το «μακεδονικό ζήτημα» εδώ και αρκετές δεκαετίες. Με κοινωνιολογικούς όρους, πρόκειται ξεκάθαρα για προσπάθεια χειραγώγησης της λεγόμενης «κοινής γνώμης», η οποία συντελείται ιστορικά μέσω της απόκρυψης ή έστω επιλεκτικής ανάδειξης της αλήθειας και των πραγματικών γεγονότων. Μια πρακτική, η οποία χρησιμοποιούνταν κατά κόρον από τις προηγούμενες κυβερνήσεις κατά το παρελθόν και σε πλείστες των περιπτώσεων, όχι μόνο στην περίπτωση του λεγόμενου «μακεδονικού».
Αντιθέτως, αυτό που πρέπει εξόχως να χαρακτηρίζει τον κάθε δημοκρατικά σκεπτόμενο και δρώντα πολίτη είναι απλά και σε κάθε περίπτωση να ψάχνει την αλήθεια μέσα από τα πραγματικά ντοκουμέντα και να μη φοβάται να την κοινωνήσει και να γίνει ο πολλαπλασιαστής της.
Ως βουλεύτρια του ελληνικού κοινοβουλίου και από θέση ευθύνης νιώθω την ανάγκη να καλέσω σε συστράτευση όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε ενιαία αυτά τα φαινόμενα, να τα απομονώσουμε και να διασφαλίσουμε τη δυνατότητα της αβίαστης ελεύθερης έκφρασης και δημοκρατικής δράσης κάθε πολίτη αυτής της χώρας. Αυτή θα πρέπει να είναι και η ειδοποιός διαφορά του ενιαίου δημοκρατικού μετώπου απέναντι στο μαύρο μέτωπο της ακροδεξιάς.
Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο. Η αριστερά και ευρύτερα ο προοδευτικός χώρος έχουν δώσει την απαιτούμενη απάντηση στο φαινόμενο ή υστερούν σε αυτό;
Πρώτα απ’ όλα να τονίσουμε ότι η απάντηση στο νεοφασισμό δεν μπορεί να δοθεί ούτε από έναν μεμονωμένο πολιτικό χώρο ούτε μόνο από μια κυβέρνηση. Χρειάζεται επαγρύπνηση και δραστηριοποίηση όλων, ξεκινώντας από τις γειτονιές και φτάνοντας μέχρι τους θεσμούς του οργανωμένου κράτους.
Και για να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά, να αναληφθεί πλήθος πρωτοβουλιών και ενεργειών για την ενεργό υπεράσπιση της δημοκρατίας. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να επανεστιάσουμε στα βασικά κύτταρα της οργανωμένης κοινωνικής ζωής, όπως η οικογένεια και το σχολείο.
Όσον αφορά το σχολείο, θα πρέπει σύσσωμη η εκπαιδευτική κοινότητα -μαζί φυσικά και με την οργανωμένη πολιτεία- να επανεξετάσει μια σειρά από ζητήματα όπως ποιο εκπαιδευτικό μοντέλο θέλουμε να λειτουργεί, τι αξίες μεταλαμπαδεύονται στους μαθητές και τις μαθήτριες, αν το σχολείο αναπτύσσει την κριτική σκέψη, αν στηρίζει το σεβασμό της διαφορετικής άποψης, τι κλίμα επικρατεί στην τάξη κτλ.
Για να περάσω περαιτέρω στο ποθούμενο κι επιδιωκόμενο, που δεν είναι άλλο από την «κοινωνία των πολιτών». Μια κοινωνία δηλαδή με τέτοιο τρόπο οργανωμένη, ώστε να επιδεικνύει κάθε στιγμή και έμπρακτα την αλληλεγγύη στο γείτονα και το διπλανό, και φυσικά να προάγει τον πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αξίες και δικαιώματα που έχουν κατοχυρωθεί στο δυτικό πολιτισμό τουλάχιστον, ήδη από την εποχή της Αναγέννησης, της Γαλλικής Επανάστασης, του ευρωπαϊκού και νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Θεωρώ πως αυτές τις πανανθρώπινες αξίες πρέπει να επαναθεμελιώσουμε και σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να συνεργήσουμε όλοι, τόσο οι πολίτες και η κοινωνία όσο και το κράτος και οι θεσμοί του. Και φυσικά η εκκλησία με την πανανθρώπινη θεολογία της και της οποίας η ουσία δεν είναι φυσικά το μίσος και η μισαλλοδοξία, αλλά η βαθύτερη και ουσιαστική αγάπη για το συνάνθρωπο. Ως εικόνα και ομοίωση του Θεού.
Τι θα προσδώσει στην κοινωνία και την οικονομία της Κεντρικής Μακεδονίας η εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών;
Βάσει της Συμφωνίας των Πρεσπών, η Ελλάδα αποκτά ιστορικά το ρόλο που της αξίζει, το ρόλο δηλαδή του βασικού πυλώνα για την εξασφάλιση της ειρήνης, σταθερότητας και συνανάπτυξης στα Δυτικά Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή. Περιορίζεται επομένως ο κίνδυνος επιρροής τρίτων δυνάμεων με διαφορετικούς σχεδιασμούς και συμφέροντα στα βόρεια σύνορά μας. Ενδυναμώνεται και ισχυροποιείται ο ρόλος της χώρας μας σε συνασπισμούς κρατών, όπως η Ε.Ε. και ο ευρωατλαντικός συνασπισμός.
Αναβαθμίζεται ο ρόλος της Μακεδονίας και της Θράκης, και μετατρέπονται οι περιοχές αυτές σε περιφερειακό οικονομικό κόμβο.
Βάσει ή μάλλον εξαιτίας της Συνθήκης των Πρεσπών ενισχύεται ο δρόμος για τις επενδύσεις μας στη γείτονα, για τις εξαγωγές μας, για την οδική, σιδηροδρομική και ενεργειακή διασυνδεσιμότητα των δύο χωρών και της χώρας μας με την Ευρώπη. Τα λιμάνια της Θεσσαλονίκης, της Αλεξανδρούπολης, της Καβάλας, η σχεδιαζόμενη παραποτάμια σύνδεση με το Δούναβη, η «σιδηροδρομική Εγνατία» είναι μερικά μόνο από τα έργα, που θα ενισχύσουν το γεωοικονομικό ρόλο της Μακεδονίας και θα καταστήσουν τη Θεσσαλονίκη κυρίαρχο εμπορικό κέντρο της ΝΑ Ευρώπης. Εξυπονοείται ότι και οι παρακείμενες μακεδονικές πόλεις θα γνωρίσουν τεράστια οικονομική και πολιτισμική άνθηση.
Όλα αυτά κινούνται ακριβώς στον αντίποδα του απομονωτισμού και της μιζέριας, παράγοντες που έχουν ιστορικά καταποντίσει την πολύπαθη Μακεδονία μας.
Η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί προεκλογική παροχή, πώς απαντάτε;
Πρόκειται για αστείους ισχυρισμούς, αν μη τι άλλο.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση του υποκατώτατου είναι ένα σημαντικό βήμα για την ανάκαμψη της εσωτερικής οικονομίας και φυσικά την απονομή οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Γιατί για εμάς, η ανάπτυξη θα πρέπει να είναι πρωτίστως κοινωνικά δίκαιη. Αλλιώς δεν θα είναι ανάπτυξη.
Προσανατολισμένοι με ζήλο σε αυτόν τον εθνικό στόχο πρέπει να δουλέψουμε όλες οι ενεργές, δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Θα ακολουθήσει βεβαίως μια σειρά κι άλλων θετικών μέτρων, όπως ήδη έχει εξαγγελθεί από τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση. Αυτός είναι και ένας από τους σημαντικούς θεμελιώδεις πυλώνες και για την επόμενη κυβερνητική τετραετία.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 3 Φεβρουαρίου 2019
Το τελευταίο διάστημα έχετε γίνει κι εσείς, μαζί με άλλους βουλευτές που υπερψήφισαν τη Συμφωνία των Πρεσπών, στόχος ακροδεξιών επιθέσεων. Πώς αντιμετωπίζετε την κατάσταση αυτή;
Η προσπάθεια ανόδου της ακροδεξιάς, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και πανευρωπαϊκά (σε κάποιες χώρες της Ευρώπης υπάρχουν δυστυχώς κυβερνήσεις ακροδεξιάς «κοπής»), είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο, το οποίο όμως παράλληλα συσπειρώνει και κινητοποιεί τις δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου και την ευρύτατη πλειοψηφία των δημοκρατών πολιτών.
Πέρα όμως από τις γνωστές κι οργανωμένες πολιτικά ακροδεξιές ομάδες στη χώρα μας και το γενικότερο αυτό ευρωπαϊκό ρεύμα, πιο ανησυχητικός είναι ο «κεκαλυμμένος» φασισμός. Αναφέρομαι για παράδειγμα σε βίαιες ακραίες συμπεριφορές, δράσεις φασιστικής νοοτροπίας και τραμπουκισμούς, συνοδευόμενες από τον κατάλληλο τόνο εθνικοπατριωτισμού, με στόχο τη φίμωση της διαφορετικής άποψης. Επιχειρήθηκε ιδιαίτερα αυτή η τακτική προσπάθεια τον τελευταίο καιρό, από τους οργανωμένους ακραίους κύκλους, δυστυχώς εναντίον αρκετών πολιτικών χώρων, όχι μόνο ενάντια στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.
Ανησυχείτε για το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στις τοπικές κοινωνίες της Βόρειας Ελλάδας με αφορμή το μακεδονικό;
Έχω την εκτίμηση ότι οι τοπικές κοινωνίες δεν έχουν ενημερωθεί επαρκώς, με σαφήνεια και αντικειμενικότητα για το «μακεδονικό ζήτημα» εδώ και αρκετές δεκαετίες. Με κοινωνιολογικούς όρους, πρόκειται ξεκάθαρα για προσπάθεια χειραγώγησης της λεγόμενης «κοινής γνώμης», η οποία συντελείται ιστορικά μέσω της απόκρυψης ή έστω επιλεκτικής ανάδειξης της αλήθειας και των πραγματικών γεγονότων. Μια πρακτική, η οποία χρησιμοποιούνταν κατά κόρον από τις προηγούμενες κυβερνήσεις κατά το παρελθόν και σε πλείστες των περιπτώσεων, όχι μόνο στην περίπτωση του λεγόμενου «μακεδονικού».
Αντιθέτως, αυτό που πρέπει εξόχως να χαρακτηρίζει τον κάθε δημοκρατικά σκεπτόμενο και δρώντα πολίτη είναι απλά και σε κάθε περίπτωση να ψάχνει την αλήθεια μέσα από τα πραγματικά ντοκουμέντα και να μη φοβάται να την κοινωνήσει και να γίνει ο πολλαπλασιαστής της.
Ως βουλεύτρια του ελληνικού κοινοβουλίου και από θέση ευθύνης νιώθω την ανάγκη να καλέσω σε συστράτευση όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε ενιαία αυτά τα φαινόμενα, να τα απομονώσουμε και να διασφαλίσουμε τη δυνατότητα της αβίαστης ελεύθερης έκφρασης και δημοκρατικής δράσης κάθε πολίτη αυτής της χώρας. Αυτή θα πρέπει να είναι και η ειδοποιός διαφορά του ενιαίου δημοκρατικού μετώπου απέναντι στο μαύρο μέτωπο της ακροδεξιάς.
Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο. Η αριστερά και ευρύτερα ο προοδευτικός χώρος έχουν δώσει την απαιτούμενη απάντηση στο φαινόμενο ή υστερούν σε αυτό;
Πρώτα απ’ όλα να τονίσουμε ότι η απάντηση στο νεοφασισμό δεν μπορεί να δοθεί ούτε από έναν μεμονωμένο πολιτικό χώρο ούτε μόνο από μια κυβέρνηση. Χρειάζεται επαγρύπνηση και δραστηριοποίηση όλων, ξεκινώντας από τις γειτονιές και φτάνοντας μέχρι τους θεσμούς του οργανωμένου κράτους.
Και για να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά, να αναληφθεί πλήθος πρωτοβουλιών και ενεργειών για την ενεργό υπεράσπιση της δημοκρατίας. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να επανεστιάσουμε στα βασικά κύτταρα της οργανωμένης κοινωνικής ζωής, όπως η οικογένεια και το σχολείο.
Όσον αφορά το σχολείο, θα πρέπει σύσσωμη η εκπαιδευτική κοινότητα -μαζί φυσικά και με την οργανωμένη πολιτεία- να επανεξετάσει μια σειρά από ζητήματα όπως ποιο εκπαιδευτικό μοντέλο θέλουμε να λειτουργεί, τι αξίες μεταλαμπαδεύονται στους μαθητές και τις μαθήτριες, αν το σχολείο αναπτύσσει την κριτική σκέψη, αν στηρίζει το σεβασμό της διαφορετικής άποψης, τι κλίμα επικρατεί στην τάξη κτλ.
Για να περάσω περαιτέρω στο ποθούμενο κι επιδιωκόμενο, που δεν είναι άλλο από την «κοινωνία των πολιτών». Μια κοινωνία δηλαδή με τέτοιο τρόπο οργανωμένη, ώστε να επιδεικνύει κάθε στιγμή και έμπρακτα την αλληλεγγύη στο γείτονα και το διπλανό, και φυσικά να προάγει τον πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αξίες και δικαιώματα που έχουν κατοχυρωθεί στο δυτικό πολιτισμό τουλάχιστον, ήδη από την εποχή της Αναγέννησης, της Γαλλικής Επανάστασης, του ευρωπαϊκού και νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Θεωρώ πως αυτές τις πανανθρώπινες αξίες πρέπει να επαναθεμελιώσουμε και σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να συνεργήσουμε όλοι, τόσο οι πολίτες και η κοινωνία όσο και το κράτος και οι θεσμοί του. Και φυσικά η εκκλησία με την πανανθρώπινη θεολογία της και της οποίας η ουσία δεν είναι φυσικά το μίσος και η μισαλλοδοξία, αλλά η βαθύτερη και ουσιαστική αγάπη για το συνάνθρωπο. Ως εικόνα και ομοίωση του Θεού.
Τι θα προσδώσει στην κοινωνία και την οικονομία της Κεντρικής Μακεδονίας η εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών;
Βάσει της Συμφωνίας των Πρεσπών, η Ελλάδα αποκτά ιστορικά το ρόλο που της αξίζει, το ρόλο δηλαδή του βασικού πυλώνα για την εξασφάλιση της ειρήνης, σταθερότητας και συνανάπτυξης στα Δυτικά Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή. Περιορίζεται επομένως ο κίνδυνος επιρροής τρίτων δυνάμεων με διαφορετικούς σχεδιασμούς και συμφέροντα στα βόρεια σύνορά μας. Ενδυναμώνεται και ισχυροποιείται ο ρόλος της χώρας μας σε συνασπισμούς κρατών, όπως η Ε.Ε. και ο ευρωατλαντικός συνασπισμός.
Αναβαθμίζεται ο ρόλος της Μακεδονίας και της Θράκης, και μετατρέπονται οι περιοχές αυτές σε περιφερειακό οικονομικό κόμβο.
Βάσει ή μάλλον εξαιτίας της Συνθήκης των Πρεσπών ενισχύεται ο δρόμος για τις επενδύσεις μας στη γείτονα, για τις εξαγωγές μας, για την οδική, σιδηροδρομική και ενεργειακή διασυνδεσιμότητα των δύο χωρών και της χώρας μας με την Ευρώπη. Τα λιμάνια της Θεσσαλονίκης, της Αλεξανδρούπολης, της Καβάλας, η σχεδιαζόμενη παραποτάμια σύνδεση με το Δούναβη, η «σιδηροδρομική Εγνατία» είναι μερικά μόνο από τα έργα, που θα ενισχύσουν το γεωοικονομικό ρόλο της Μακεδονίας και θα καταστήσουν τη Θεσσαλονίκη κυρίαρχο εμπορικό κέντρο της ΝΑ Ευρώπης. Εξυπονοείται ότι και οι παρακείμενες μακεδονικές πόλεις θα γνωρίσουν τεράστια οικονομική και πολιτισμική άνθηση.
Όλα αυτά κινούνται ακριβώς στον αντίποδα του απομονωτισμού και της μιζέριας, παράγοντες που έχουν ιστορικά καταποντίσει την πολύπαθη Μακεδονία μας.
Η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί προεκλογική παροχή, πώς απαντάτε;
Πρόκειται για αστείους ισχυρισμούς, αν μη τι άλλο.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση του υποκατώτατου είναι ένα σημαντικό βήμα για την ανάκαμψη της εσωτερικής οικονομίας και φυσικά την απονομή οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Γιατί για εμάς, η ανάπτυξη θα πρέπει να είναι πρωτίστως κοινωνικά δίκαιη. Αλλιώς δεν θα είναι ανάπτυξη.
Προσανατολισμένοι με ζήλο σε αυτόν τον εθνικό στόχο πρέπει να δουλέψουμε όλες οι ενεργές, δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Θα ακολουθήσει βεβαίως μια σειρά κι άλλων θετικών μέτρων, όπως ήδη έχει εξαγγελθεί από τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση. Αυτός είναι και ένας από τους σημαντικούς θεμελιώδεις πυλώνες και για την επόμενη κυβερνητική τετραετία.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 3 Φεβρουαρίου 2019
ΣΧΟΛΙΑ