Μπορεί το Brexit να αποδειχθεί ευεργετικό για την ΕΕ;
31/12/2020 13:35
31/12/2020 13:35
Μία οικονομική και στρατιωτική δύναμη αποχωρεί σήμερα από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου, ενός ανέκαθεν καχύποπτου, απρόθυμου και δύσκολου εταίρου, είναι πιθανόν να αποδειχθεί ευεργετική για την συμμαχία των 27.
«Μπορούμε επιτέλους να αφήσουμε πίσω μας το Brexit και να κοιτάξουμε προς το μέλλον», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοινώνοντας την επίτευξη της εμπορικής συμφωνίας με το Λονδίνο, η οποία θα επιτρέψει την άμβλυνση του σοκ του διαζυγίου.
Από αύριο, 1η Ιανουαρίου, οι σχέσεις θα είναι περισσότερο περίπλοκες με την εφαρμογή των τελωνειακών ελέγχων, θα υπάρχουν περισσότερες γραφειοκρατικές διατυπώσεις στις συναλλαγές και πιθανή διατάραξη των αλυσίδων παραγωγής στους τομείς του αυτοκινήτου και των χημικών προϊόντων.
«Θα υπάρξουν επιπτώσεις, αλλά λιγότερο σοβαρές σε σχέση με το αν δεν υπήρχε συμφωνία», σύμφωνα με τον ιστορικό Ρόμπερτ Φρανκ, ο οποίος αφιέρωσε ένα βιβλίο στις αγγλοευρωπαϊκές σχέσεις. «Σε πολιτικό επίπεδο, η πορεία θα είναι σαφώς λιγότερο δύσκολη, το Brexit είναι ένα ατού για μεγαλύτερη ολοκλήρωση. Θα υπάρχουν πάντοτε επιφυλάξεις εδώ κι' εκεί, αλλά δεν θα εκφράζονται από μία τόσο ισχυρή χώρα όσο το Ηνωμένο Βασίλειο».
Επεμβατισμός
Η σύναψη μίας ιστορικής ευρωπαϊκής συμφωνίας για το σχέδιο ανάκαμψης των ευρωπαϊκών οικονομιών από τις συνέπειες της επιδημίας της Covid που δημιουργεί κοινό χρέος και ωφελεί τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία θα ήταν ένα δύσκολο στοίχημα αν το Λονδίνο ήταν παρόν.
«Αν οι Βρετανοί ήταν παρόντες στην Ενωση, δεν θα είχε υπάρξει καν συζήτηση, θα είχαν πει "όχι" », επισημαίνει ο Ρόμπερτ Φρανκ.
Το Λονδίνο αντιμετωπίζει την Ευρωπαϊκή Ενωση ως μία μεγάλη αγορά και οι Βρετανοί παρέμειναν στην Ευρώπη μερικώς, εξαιρούμενοι των πολιτικών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (συνθήκη Σένγκεν για την ελεύθερη κυκλοφορία, κοινό νόμισμα).
Η συμβολή τους στο κοινοτικό οικοδόμημα θα ήταν μία συμβολή για μια φιλελεύθερη Ευρώπη βρετανικού στιλ.
Απέναντι στην υγειονομική κρίση και τις οικονομικές και κοινωνικές της συνέπειες, η επέμβαση του Κράτους επιστρέφει θριαμβευτικά. «Το βρετανικό πνεύμα του φιλελευθερισμού δεν χρησιμεύει και σε πολλά πράγματα αυτήν την στιγμή», σημειώνει ο ιστορικός.
Επειτα από ένα ταραχώδη γάμο που διήρκεσε σχεδόν μισό αιώνα με την μόνη, εκτός της Γαλλίας, ευρωπαϊκή πυρηνική δύναμη, το Brexit θα μπορούσε παραδόξως να συμβάλει την προώθηση της κοινής αμυντικής πολιτικής της Ενωσης.
«Η Μεγάλη Βρετανία δεν ευνόησε ποτέ την εμφάνιση ενός συστήματος αυτόνομης ευρωπαϊκής ασφάλειας. Υπερασπιζόταν πάντοτε τον εξέχοντα ρόλο του ΝΑΤΟ», λέει ο Πιερ Βιμόν, ερευνητής του Carnegie Europe.
«Για τον λόγο αυτόν, η Ευρώπη της άμυνας αναδύθηκε ακριβώς μετά το δημοψήφισμα για το Brexit».
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, οι αναλυτές σημειώνουν την απώλεια του κύρους του Φόρεϊν Οφις, αλλά θεωρούν ότι το Λονδίνο δεν θα απομακρυνθεί από τις ευρωπαϊκές θέσεις στα μεγάλα θέματα, όπως το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, η Μέση Ανατολή και η Ρωσία.
Παράδειγμα αυτής της εγγύτητας των θέσεων είναι το Ιράν: η επαναφορά των κυρώσεων του ΟΗΕ κατά της Τεχεράνης, που κηρύχθηκε τον Σεπτέμβριο μονομερώς από την Ουάσινγκτον, προσέκρουσε στο τείχος που σχημάτισαν το Παρίσι, το Βερολίνο και το Λονδίνο.
«Το Λονδίνο θα θέλει να συνεχίσει να έχει προνομιακή σχέση με την Γαλλία και την Γερμανία και το γαλλογερμανικό δίδυμο δεν θέλει την ρήξη με το Ηνωμένο Βασίλειο. Η ελπίδα του είναι να επιστρέψει από το παράθυρο στις ευρωπαϊκές διπλωματικές συσκέψεις», σύμφωνα με τον Πιερ Βιμόν, πρώην εκπρόσωπο της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
"Stop and go"
«Οι Βρετανοί θα γυρίζουν γύρω από την Ευρωπαϊκή Ενωση για να έχουν διμερείς σχέσεις ή για να προσπαθήσουν να καλλιεργήσουν σχέσεις με ομάδες χωρών», όπως είναι η ομάδα του Visegrad (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία), εκτιμά ο ερευνητής.
Η έλευση του νέου αμερικανού προέδρου τον Ιανουάριο, ο οποίος ήταν αντίθετος με το Brexit, θα είναι επίσης ένας ευνοϊκός παράγοντας. «Ο Τζο Μπάιντεν θα είναι λιγότερο επιρρεπής από τον Τραμπ στην επιδίωξη διαίρεσης των Ευρωπαίων», σύμφωνα με τον Ερίκ Μορίς της Fondation Schuman.
Οταν η υγειονομική κρίση θα έχει περάσει, άλλες χώρες θα θελήσουν να ακολουθήσουν το βρετανικό παράδειγμα;
«Θα υπάρξουν εντάσεις με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης» και ακόμη περισσότερο αν το Ηνωμένο Βασίλειο «τα πάει καλά», προβλέπει ο πρώην βρετανός ευρωβουλευτής Αντριου Νταφ (φιλεύθερος δημοκράτης).
Αλλά προς το παρόν, η Βαρσοβία όπως και η Βουδαπέστη, που επωφελούνται γενναία από τους ευρωπαϊκούς πόρους, έχουν αποφύγει να χρησιμοποιήσουν την απειλή της εξόδου, πόσω μάλλον που η κοινή γνώμη των δύο χωρών είναι ευνοϊκή προς την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Το διαζύγιο θα είναι ένα νέο κεφάλαιο στην ταραχώδη ιστορία της σχέσης ανάμεσα στην βρετανική νήσο και την ηπειρωτική Ευρώπη, αλλά ίσως όχι το τελευταίο.
«Οι Βρετανοί δεν αισθάνονται καλά εντός της Ευρώπης, αλλά φοβούνται την περιθωριοποίησή τους όταν βρίσκονται εκτός. Βρίσκονται συνέχεια ανάμεσα σε ένα ακατάπαυστο " stop and go". Σε δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια, γιατί να μην επιστρέψουν; Αλλά το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η Ευρώπη κινδυνεύει να είναι πολύ καλά χωρίς την παρουσία τους», συνοψίζει ο Ρόμπερτ Φρανκ.
AΠΕ-ΜΠΕ
Μία οικονομική και στρατιωτική δύναμη αποχωρεί σήμερα από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου, ενός ανέκαθεν καχύποπτου, απρόθυμου και δύσκολου εταίρου, είναι πιθανόν να αποδειχθεί ευεργετική για την συμμαχία των 27.
«Μπορούμε επιτέλους να αφήσουμε πίσω μας το Brexit και να κοιτάξουμε προς το μέλλον», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοινώνοντας την επίτευξη της εμπορικής συμφωνίας με το Λονδίνο, η οποία θα επιτρέψει την άμβλυνση του σοκ του διαζυγίου.
Από αύριο, 1η Ιανουαρίου, οι σχέσεις θα είναι περισσότερο περίπλοκες με την εφαρμογή των τελωνειακών ελέγχων, θα υπάρχουν περισσότερες γραφειοκρατικές διατυπώσεις στις συναλλαγές και πιθανή διατάραξη των αλυσίδων παραγωγής στους τομείς του αυτοκινήτου και των χημικών προϊόντων.
«Θα υπάρξουν επιπτώσεις, αλλά λιγότερο σοβαρές σε σχέση με το αν δεν υπήρχε συμφωνία», σύμφωνα με τον ιστορικό Ρόμπερτ Φρανκ, ο οποίος αφιέρωσε ένα βιβλίο στις αγγλοευρωπαϊκές σχέσεις. «Σε πολιτικό επίπεδο, η πορεία θα είναι σαφώς λιγότερο δύσκολη, το Brexit είναι ένα ατού για μεγαλύτερη ολοκλήρωση. Θα υπάρχουν πάντοτε επιφυλάξεις εδώ κι' εκεί, αλλά δεν θα εκφράζονται από μία τόσο ισχυρή χώρα όσο το Ηνωμένο Βασίλειο».
Επεμβατισμός
Η σύναψη μίας ιστορικής ευρωπαϊκής συμφωνίας για το σχέδιο ανάκαμψης των ευρωπαϊκών οικονομιών από τις συνέπειες της επιδημίας της Covid που δημιουργεί κοινό χρέος και ωφελεί τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία θα ήταν ένα δύσκολο στοίχημα αν το Λονδίνο ήταν παρόν.
«Αν οι Βρετανοί ήταν παρόντες στην Ενωση, δεν θα είχε υπάρξει καν συζήτηση, θα είχαν πει "όχι" », επισημαίνει ο Ρόμπερτ Φρανκ.
Το Λονδίνο αντιμετωπίζει την Ευρωπαϊκή Ενωση ως μία μεγάλη αγορά και οι Βρετανοί παρέμειναν στην Ευρώπη μερικώς, εξαιρούμενοι των πολιτικών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (συνθήκη Σένγκεν για την ελεύθερη κυκλοφορία, κοινό νόμισμα).
Η συμβολή τους στο κοινοτικό οικοδόμημα θα ήταν μία συμβολή για μια φιλελεύθερη Ευρώπη βρετανικού στιλ.
Απέναντι στην υγειονομική κρίση και τις οικονομικές και κοινωνικές της συνέπειες, η επέμβαση του Κράτους επιστρέφει θριαμβευτικά. «Το βρετανικό πνεύμα του φιλελευθερισμού δεν χρησιμεύει και σε πολλά πράγματα αυτήν την στιγμή», σημειώνει ο ιστορικός.
Επειτα από ένα ταραχώδη γάμο που διήρκεσε σχεδόν μισό αιώνα με την μόνη, εκτός της Γαλλίας, ευρωπαϊκή πυρηνική δύναμη, το Brexit θα μπορούσε παραδόξως να συμβάλει την προώθηση της κοινής αμυντικής πολιτικής της Ενωσης.
«Η Μεγάλη Βρετανία δεν ευνόησε ποτέ την εμφάνιση ενός συστήματος αυτόνομης ευρωπαϊκής ασφάλειας. Υπερασπιζόταν πάντοτε τον εξέχοντα ρόλο του ΝΑΤΟ», λέει ο Πιερ Βιμόν, ερευνητής του Carnegie Europe.
«Για τον λόγο αυτόν, η Ευρώπη της άμυνας αναδύθηκε ακριβώς μετά το δημοψήφισμα για το Brexit».
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, οι αναλυτές σημειώνουν την απώλεια του κύρους του Φόρεϊν Οφις, αλλά θεωρούν ότι το Λονδίνο δεν θα απομακρυνθεί από τις ευρωπαϊκές θέσεις στα μεγάλα θέματα, όπως το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, η Μέση Ανατολή και η Ρωσία.
Παράδειγμα αυτής της εγγύτητας των θέσεων είναι το Ιράν: η επαναφορά των κυρώσεων του ΟΗΕ κατά της Τεχεράνης, που κηρύχθηκε τον Σεπτέμβριο μονομερώς από την Ουάσινγκτον, προσέκρουσε στο τείχος που σχημάτισαν το Παρίσι, το Βερολίνο και το Λονδίνο.
«Το Λονδίνο θα θέλει να συνεχίσει να έχει προνομιακή σχέση με την Γαλλία και την Γερμανία και το γαλλογερμανικό δίδυμο δεν θέλει την ρήξη με το Ηνωμένο Βασίλειο. Η ελπίδα του είναι να επιστρέψει από το παράθυρο στις ευρωπαϊκές διπλωματικές συσκέψεις», σύμφωνα με τον Πιερ Βιμόν, πρώην εκπρόσωπο της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
"Stop and go"
«Οι Βρετανοί θα γυρίζουν γύρω από την Ευρωπαϊκή Ενωση για να έχουν διμερείς σχέσεις ή για να προσπαθήσουν να καλλιεργήσουν σχέσεις με ομάδες χωρών», όπως είναι η ομάδα του Visegrad (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία), εκτιμά ο ερευνητής.
Η έλευση του νέου αμερικανού προέδρου τον Ιανουάριο, ο οποίος ήταν αντίθετος με το Brexit, θα είναι επίσης ένας ευνοϊκός παράγοντας. «Ο Τζο Μπάιντεν θα είναι λιγότερο επιρρεπής από τον Τραμπ στην επιδίωξη διαίρεσης των Ευρωπαίων», σύμφωνα με τον Ερίκ Μορίς της Fondation Schuman.
Οταν η υγειονομική κρίση θα έχει περάσει, άλλες χώρες θα θελήσουν να ακολουθήσουν το βρετανικό παράδειγμα;
«Θα υπάρξουν εντάσεις με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης» και ακόμη περισσότερο αν το Ηνωμένο Βασίλειο «τα πάει καλά», προβλέπει ο πρώην βρετανός ευρωβουλευτής Αντριου Νταφ (φιλεύθερος δημοκράτης).
Αλλά προς το παρόν, η Βαρσοβία όπως και η Βουδαπέστη, που επωφελούνται γενναία από τους ευρωπαϊκούς πόρους, έχουν αποφύγει να χρησιμοποιήσουν την απειλή της εξόδου, πόσω μάλλον που η κοινή γνώμη των δύο χωρών είναι ευνοϊκή προς την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Το διαζύγιο θα είναι ένα νέο κεφάλαιο στην ταραχώδη ιστορία της σχέσης ανάμεσα στην βρετανική νήσο και την ηπειρωτική Ευρώπη, αλλά ίσως όχι το τελευταίο.
«Οι Βρετανοί δεν αισθάνονται καλά εντός της Ευρώπης, αλλά φοβούνται την περιθωριοποίησή τους όταν βρίσκονται εκτός. Βρίσκονται συνέχεια ανάμεσα σε ένα ακατάπαυστο " stop and go". Σε δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια, γιατί να μην επιστρέψουν; Αλλά το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η Ευρώπη κινδυνεύει να είναι πολύ καλά χωρίς την παρουσία τους», συνοψίζει ο Ρόμπερτ Φρανκ.
AΠΕ-ΜΠΕ
ΣΧΟΛΙΑ