ΑΠΟΨΕΙΣ

Να γίνουμε τουριστικός προορισμός

Όσο κι αν γκρινιάζουν οι ασχολούμενοι επαγγελματικά με τον τουρισμό στη Θεσσαλονίκη, η καθημερινότητα που ζουν οι κάτοικοι της πόλης είναι διαφορετική

 22/09/2024 20:00

Να γίνουμε τουριστικός προορισμός

Μιχάλης Αλεξανδρίδης

Όσο κι αν γκρινιάζουν οι ασχολούμενοι επαγγελματικά με τον τουρισμό στη Θεσσαλονίκη, η καθημερινότητα που ζουν οι κάτοικοι της πόλης καθ’ όλη την διάρκεια του εξαμήνου -από τον Απρίλιο και έπειτα- είναι διαφορετική: ο αριθμός των ξένων επισκεπτών, είναι εμφανώς μεγαλύτερος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο προηγούμενων ετών.

Ειδικά τα Σαββατοκύριακα που οι Θεσσαλονικείς έφευγαν για Χαλκιδική, στην πόλη έμεναν λίγοι ντόπιοι και τουρίστες. Αυτοί κρατούσαν τις ταβέρνες και τα καταστήματα εστίασης, αυτοί κυκλοφορούσαν στην κεντρική αγορά ψωνίζοντας ρούχα, παπούτσια, κοσμήματα κλπ, αυτοί πλημμύριζαν τα καφέ και το ιστορικό κέντρο.

Δεν γνωρίζω βεβαίως αν οι επισκέπτες της Θεσσαλονίκης έρχονταν αυθημερόν από Χαλκιδική ή Πιερία για να δουν τα μνημεία και τις ομορφιές της πόλης και επέστρεφαν στις παραλίες χωρίς να διανυκτερεύσουν (και να ξοδέψουν ανάλογα), ούτε ξέρω πόσα χρήματα είχαν στην τσέπη τους και αν τα ξόδευαν με φειδώ ή τα… σκορπούσαν, αλλά ως κάτοικος του κέντρου, διαπίστωσα ιδίοις όμμασι πως από πλευράς αριθμού ήταν περισσότεροι από κάθε άλλη χρονιά και από κάθε ηλικιακή ομάδα. Είχε πάμπολλα ζευγαράκια νέων ανθρώπων, είχε οικογένειες με μικρά παιδιά, είχε μεσήλικες και συνταξιούχους, είχε γκρουπ ολόκληρα, είχε ομάδες που κατέβαιναν από τα κρουαζιερόπλοια που έδεναν στο λιμάνι, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία ήταν από τις γειτονικές χώρες που κατέφταναν στην πόλη με τα αυτοκίνητά τους, όπως μαρτυρούσαν οι πινακίδες των ΙΧ τους που κινούνταν και στάθμευαν παντού στο κέντρο.

Ωστόσο πάντα και σε όλα, εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Οπότε είναι εύλογη η γκρίνια των επαγγελματιών, που… δεν χόρτασαν. Θα ήθελαν να κάνουν υψηλότερους τζίρους, θα ήθελαν πιο χουβαρντάδες και πλούσιους επισκέπτες, θα ήθελαν αρκετές διανυκτερεύσεις στα τοπικά ξενοδοχεία.

Κατανοητά όλα αυτά και απολύτως θεμιτά.

Το ζητούμενο ωστόσο είναι να γίνουν τα πράγματα που χρειάζονται προκειμένου κάθε χρόνο να πηγαίνουμε ακόμη καλύτερα. Γιατί αν μείνουμε με τα χέρια σταυρωμένα και μεμψιμοιρούμε περιμένοντας ο καλός Θεός των Ελλήνων να βάλει το χέρι του για να πλημμυρίσει η πόλη με πλούσιους Αμερικάνους ή Γιαπωνέζους, με Ρώσους ολιγάρχες και Άραβες πετρελαιάδες, θα πεθάνουμε αναμένοντας.


* «Συν Αθηνά και χείρα κίνει» όπως έλεγαν οι αρχαίοι, που στην προκειμένη περίπτωση ερμηνεύεται ως εντολή να πατήσουμε στα πλεονεκτήματα της περιοχής μας, να τα επαυξήσουμε και να τα βελτιώσουμε, να τα οργανώσουμε ως σύγχρονο τουριστικό προϊόν και φυσικά να βρούμε κατάλληλους τρόπους για να διαφημίσουμε τον τόπο και τις υπηρεσίες μας.

Προτιμητέοι οι Κροίσοι, αλλά αυτοί είναι λίγοι και αυτοί έχουν υψηλές απαιτήσεις που η Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να τις προσφέρει. Οπότε, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ξεκινήσουμε από αυτό που μπορούμε να προσελκύσουμε, χωρίς να δαπανάμε πόρους και προσπάθεια για να αποκλείσουμε κάποιους δυνητικούς επισκέπτες της πόλης και να αλιεύσουμε κάποιους άλλους.

* Θα πρέπει δηλαδή να συμφιλιωθούμε με την ιδέα πως η μεγάλη πλειοψηφία των επισκεπτών της πόλης, είναι Αλβανοί, Σκοπιανοί, Βούλγαροι, Ρουμάνοι και Τούρκοι που καταφτάνουν οδικώς. Αυτοί ερχόμενοι για τα μπάνια τους, ξεκλέβουν μια ημερήσια εκδρομή στην Θεσσαλονίκη, καθώς οι τουρίστες που έρχονται αεροπορικώς, μόνο με νοικιασμένο αυτοκίνητο μπορούν να αφήσουν τα παραθαλάσσια θέρετρα στα οποία κατακλύζουν, για να έρθουν στην Θεσσαλονίκη. Άρα να βελτιώσουμε όσο μπορούμε τις οδικές πύλες εισόδων της πόλης, να μικρύνουμε τον χρόνο διέλευσης των συνόρων, να περιποιούμαστε τους αυτοκινητοδρόμους σύνδεσης με Βόρεια Μακεδονία, Αλβανία, Βουλγαρία, Τουρκία.

Όπως και θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως κατά μέσο όρο, οι κάτοικοι αυτών των χωρών είναι φτωχότεροι από εμάς και κατά συνέπεια θε ενδιαφέρονται για οικονομικές προτάσεις εστίασης και αγοράς. (Να εξαιρέσω κάποιες ομάδες Τούρκων λεφτάδων που έρχονται για να επισκεφτούν το σπίτι- μουσείο του Κεμάλ).

* Πριν από αυτά, οφείλουμε να επιβάλουμε στους επαγγελματίες μας, να προσφέρουν υπηρεσίες ανάλογες με το τίμημα που τους καταβάλλουν οι τουρίστες. Καλή ποιότητα, ωραίο σέρβις, έντιμες τιμές. Αυτό, ακόμη κι αν δεν το κάνουν από μόνοι τους οι επιχειρηματίες (κάποιοι θέλουν να κερδοσκοπούν αδιαφορώντας για τις συνέπειες), θα πρέπει να επιβάλλεται μέσω των ποιοτικών και των ελέγχων τιμών.

Να οργανώσουμε το προϊόν που πουλάμε ως Θεσσαλονίκη. Τα αξιοθέατά μας να είναι καθαρά και προσβάσιμα (να μην κλείνουν τα μουσεία για παράδειγμα απογεύματα και Σαββατοκύριακα), να οργανώσουμε τις διαδρομές ώστε να μπορούν εύκολα να επισκέπτονται οι επισκέπτες ό, τι τους ενδιαφέρει, να υπάρχουν χώροι πάρκινγκ -όχι δωρεάν- και γενικά η πόλη να είναι καθαρή, λειτουργική και… ήσυχη σχετικά (κάτι πρέπει να γίνει με την μάστιγα της κομμένης εξάτμισης, του μαρσαρίσματος, της μουσικής στη διαπασών, των κορναρισμάτων.

* Αυτά είναι μέτρα που πρέπει να γίνουν… χθες. Από εκεί και πέρα χρειάζεται ένας εξ αρχής σχεδιασμός του τι πουλάμε ως τουριστικό προϊόν. Θα μείνουμε μόνον στα Βυζαντινά μνημεία (κυρίως εκκλησίες), στο σπίτι του Κεμάλ, και στα λιγοστά στοιχεία που θυμίζουν την άλλοτε κραταιά Εβραϊκή κοινότητα της πόλης, ή θα αναδείξουμε κι άλλα πράγματα από την μακραίωνη ιστορία της (γειτνίαση με το βουνό των θεών τον Όλυμπο, τον Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη κ.ά) και παράλληλα θα κάνουμε ελκυστικό και το σύγχρονο πρόσωπο της πόλης όπως και την ζωή της (πολιτιστικές εκδηλώσεις, προβολή γαστρονομίας κλπ).

* Η Θεσσαλονίκη μόνον αν έχει να προσφέρει ένα γεμάτο κι ενδιαφέρον πρόγραμμα για τους επισκέπτες της, θα μπορέσει εκτός από πέρασμα εκείνων που κατευθύνονται προς τις ακτές της Χαλκιδικής ή της Πιερίας, θα γίνει προορισμός, «αναγκάζοντάς τους» να σχεδιάζουν ως συμπλήρωμα της μιας εβδομάδας τους για μπάνια, ένα διήμερο και γιατί όχι τριήμερο στην πόλη μας. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος και για την επίτευξή του, οφείλουμε -έκαστος από το μετερίζι του- να εργαστούμε μεθοδικά και συντονισμένα για να το πετύχουμε.


* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 22.09.2024

Όσο κι αν γκρινιάζουν οι ασχολούμενοι επαγγελματικά με τον τουρισμό στη Θεσσαλονίκη, η καθημερινότητα που ζουν οι κάτοικοι της πόλης καθ’ όλη την διάρκεια του εξαμήνου -από τον Απρίλιο και έπειτα- είναι διαφορετική: ο αριθμός των ξένων επισκεπτών, είναι εμφανώς μεγαλύτερος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο προηγούμενων ετών.

Ειδικά τα Σαββατοκύριακα που οι Θεσσαλονικείς έφευγαν για Χαλκιδική, στην πόλη έμεναν λίγοι ντόπιοι και τουρίστες. Αυτοί κρατούσαν τις ταβέρνες και τα καταστήματα εστίασης, αυτοί κυκλοφορούσαν στην κεντρική αγορά ψωνίζοντας ρούχα, παπούτσια, κοσμήματα κλπ, αυτοί πλημμύριζαν τα καφέ και το ιστορικό κέντρο.

Δεν γνωρίζω βεβαίως αν οι επισκέπτες της Θεσσαλονίκης έρχονταν αυθημερόν από Χαλκιδική ή Πιερία για να δουν τα μνημεία και τις ομορφιές της πόλης και επέστρεφαν στις παραλίες χωρίς να διανυκτερεύσουν (και να ξοδέψουν ανάλογα), ούτε ξέρω πόσα χρήματα είχαν στην τσέπη τους και αν τα ξόδευαν με φειδώ ή τα… σκορπούσαν, αλλά ως κάτοικος του κέντρου, διαπίστωσα ιδίοις όμμασι πως από πλευράς αριθμού ήταν περισσότεροι από κάθε άλλη χρονιά και από κάθε ηλικιακή ομάδα. Είχε πάμπολλα ζευγαράκια νέων ανθρώπων, είχε οικογένειες με μικρά παιδιά, είχε μεσήλικες και συνταξιούχους, είχε γκρουπ ολόκληρα, είχε ομάδες που κατέβαιναν από τα κρουαζιερόπλοια που έδεναν στο λιμάνι, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία ήταν από τις γειτονικές χώρες που κατέφταναν στην πόλη με τα αυτοκίνητά τους, όπως μαρτυρούσαν οι πινακίδες των ΙΧ τους που κινούνταν και στάθμευαν παντού στο κέντρο.

Ωστόσο πάντα και σε όλα, εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Οπότε είναι εύλογη η γκρίνια των επαγγελματιών, που… δεν χόρτασαν. Θα ήθελαν να κάνουν υψηλότερους τζίρους, θα ήθελαν πιο χουβαρντάδες και πλούσιους επισκέπτες, θα ήθελαν αρκετές διανυκτερεύσεις στα τοπικά ξενοδοχεία.

Κατανοητά όλα αυτά και απολύτως θεμιτά.

Το ζητούμενο ωστόσο είναι να γίνουν τα πράγματα που χρειάζονται προκειμένου κάθε χρόνο να πηγαίνουμε ακόμη καλύτερα. Γιατί αν μείνουμε με τα χέρια σταυρωμένα και μεμψιμοιρούμε περιμένοντας ο καλός Θεός των Ελλήνων να βάλει το χέρι του για να πλημμυρίσει η πόλη με πλούσιους Αμερικάνους ή Γιαπωνέζους, με Ρώσους ολιγάρχες και Άραβες πετρελαιάδες, θα πεθάνουμε αναμένοντας.


* «Συν Αθηνά και χείρα κίνει» όπως έλεγαν οι αρχαίοι, που στην προκειμένη περίπτωση ερμηνεύεται ως εντολή να πατήσουμε στα πλεονεκτήματα της περιοχής μας, να τα επαυξήσουμε και να τα βελτιώσουμε, να τα οργανώσουμε ως σύγχρονο τουριστικό προϊόν και φυσικά να βρούμε κατάλληλους τρόπους για να διαφημίσουμε τον τόπο και τις υπηρεσίες μας.

Προτιμητέοι οι Κροίσοι, αλλά αυτοί είναι λίγοι και αυτοί έχουν υψηλές απαιτήσεις που η Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να τις προσφέρει. Οπότε, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ξεκινήσουμε από αυτό που μπορούμε να προσελκύσουμε, χωρίς να δαπανάμε πόρους και προσπάθεια για να αποκλείσουμε κάποιους δυνητικούς επισκέπτες της πόλης και να αλιεύσουμε κάποιους άλλους.

* Θα πρέπει δηλαδή να συμφιλιωθούμε με την ιδέα πως η μεγάλη πλειοψηφία των επισκεπτών της πόλης, είναι Αλβανοί, Σκοπιανοί, Βούλγαροι, Ρουμάνοι και Τούρκοι που καταφτάνουν οδικώς. Αυτοί ερχόμενοι για τα μπάνια τους, ξεκλέβουν μια ημερήσια εκδρομή στην Θεσσαλονίκη, καθώς οι τουρίστες που έρχονται αεροπορικώς, μόνο με νοικιασμένο αυτοκίνητο μπορούν να αφήσουν τα παραθαλάσσια θέρετρα στα οποία κατακλύζουν, για να έρθουν στην Θεσσαλονίκη. Άρα να βελτιώσουμε όσο μπορούμε τις οδικές πύλες εισόδων της πόλης, να μικρύνουμε τον χρόνο διέλευσης των συνόρων, να περιποιούμαστε τους αυτοκινητοδρόμους σύνδεσης με Βόρεια Μακεδονία, Αλβανία, Βουλγαρία, Τουρκία.

Όπως και θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως κατά μέσο όρο, οι κάτοικοι αυτών των χωρών είναι φτωχότεροι από εμάς και κατά συνέπεια θε ενδιαφέρονται για οικονομικές προτάσεις εστίασης και αγοράς. (Να εξαιρέσω κάποιες ομάδες Τούρκων λεφτάδων που έρχονται για να επισκεφτούν το σπίτι- μουσείο του Κεμάλ).

* Πριν από αυτά, οφείλουμε να επιβάλουμε στους επαγγελματίες μας, να προσφέρουν υπηρεσίες ανάλογες με το τίμημα που τους καταβάλλουν οι τουρίστες. Καλή ποιότητα, ωραίο σέρβις, έντιμες τιμές. Αυτό, ακόμη κι αν δεν το κάνουν από μόνοι τους οι επιχειρηματίες (κάποιοι θέλουν να κερδοσκοπούν αδιαφορώντας για τις συνέπειες), θα πρέπει να επιβάλλεται μέσω των ποιοτικών και των ελέγχων τιμών.

Να οργανώσουμε το προϊόν που πουλάμε ως Θεσσαλονίκη. Τα αξιοθέατά μας να είναι καθαρά και προσβάσιμα (να μην κλείνουν τα μουσεία για παράδειγμα απογεύματα και Σαββατοκύριακα), να οργανώσουμε τις διαδρομές ώστε να μπορούν εύκολα να επισκέπτονται οι επισκέπτες ό, τι τους ενδιαφέρει, να υπάρχουν χώροι πάρκινγκ -όχι δωρεάν- και γενικά η πόλη να είναι καθαρή, λειτουργική και… ήσυχη σχετικά (κάτι πρέπει να γίνει με την μάστιγα της κομμένης εξάτμισης, του μαρσαρίσματος, της μουσικής στη διαπασών, των κορναρισμάτων.

* Αυτά είναι μέτρα που πρέπει να γίνουν… χθες. Από εκεί και πέρα χρειάζεται ένας εξ αρχής σχεδιασμός του τι πουλάμε ως τουριστικό προϊόν. Θα μείνουμε μόνον στα Βυζαντινά μνημεία (κυρίως εκκλησίες), στο σπίτι του Κεμάλ, και στα λιγοστά στοιχεία που θυμίζουν την άλλοτε κραταιά Εβραϊκή κοινότητα της πόλης, ή θα αναδείξουμε κι άλλα πράγματα από την μακραίωνη ιστορία της (γειτνίαση με το βουνό των θεών τον Όλυμπο, τον Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη κ.ά) και παράλληλα θα κάνουμε ελκυστικό και το σύγχρονο πρόσωπο της πόλης όπως και την ζωή της (πολιτιστικές εκδηλώσεις, προβολή γαστρονομίας κλπ).

* Η Θεσσαλονίκη μόνον αν έχει να προσφέρει ένα γεμάτο κι ενδιαφέρον πρόγραμμα για τους επισκέπτες της, θα μπορέσει εκτός από πέρασμα εκείνων που κατευθύνονται προς τις ακτές της Χαλκιδικής ή της Πιερίας, θα γίνει προορισμός, «αναγκάζοντάς τους» να σχεδιάζουν ως συμπλήρωμα της μιας εβδομάδας τους για μπάνια, ένα διήμερο και γιατί όχι τριήμερο στην πόλη μας. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος και για την επίτευξή του, οφείλουμε -έκαστος από το μετερίζι του- να εργαστούμε μεθοδικά και συντονισμένα για να το πετύχουμε.


* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 22.09.2024

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία