Και τι δε θα ’δινες, λες, για έναν παλιό Σεπτέμβρη στη Θεσσαλονίκη. Να ’τανε, ας πούμε, τώρα το 1978, το «μεταβατικό», μετά τον σεισμό, τον οποίο έπαιρνε κι αυτόν στ’ αψήφιστα η νιότη σου, όπως και τόσα άλλα. Να ’τανε τότε που οι βόλτες στην πόλη της περιπλάνησης φαίνονταν ατέλειωτες, όπως άλλωστε και οι μέρες που μας δόθηκαν και οι οποίες – φευ – λιγόστεψαν πολύ.
Μήπως όμως τώρα οι περιπλανήσεις είναι καλύτερες;
Η νέα παραλία, το λέει και το όνομά της, είναι νεανική. Μοιάζει πιο φιλόξενη από την κοσμική παλιά, και πιο φιλική προς τον καινούργιο τρόπο ζωής που έρχεται. Της πάει ο ποδηλάτης, ο δρομέας, ο φιλόζωος, ο μουσικός του δρόμου που ανταμώνεις στη δική σου κάπως πιο αργόσυρτη βόλτα, που όμως έτσι σου δίνει την ευκαιρία να απολαύσεις χαλαρά, δηλαδή σε βάθος, τη θάλασσα μέχρι απέναντι στην κορυφή του Ολύμπου.
Από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέχρι το Μέγαρο Μουσικής είναι τρία χιλιόμετρα, δρόμος που ήταν παιχνιδάκι τότε. Αλλά και τώρα πάλι παιχνίδι είναι, άλλου τύπου. Παιχνίδι με τα χρώματα και με τον χρόνο. Κάθε βράδυ και ένα καινούργιο χρώμα βάφει τον Όλυμπο, τα σύννεφα και τον ουρανό πίσω από τους γερανούς του λιμανιού.
Περπατάς αργά. Πρώτη φορά θέλεις να δεις λεπτομερώς τους δώδεκα κήπους – θεματικά πάρκα – που συναντάς κατά μήκος της διαδρομής. Ανοίγεις κουβέντα με τους φοιτητές που βγαίνουν φωτογραφίες με το κινητό. Ανταποκρίνονται. Ρίχνεις ένα αστείο και το πιάνουν και γελάνε. Λίγο είναι;
Και καλά το παιχνίδι με τα χρώματα. Το άλλο, με τον χρόνο, πώς παίζεται;
Παίζεται σαν κρυφτό, υποψιάζεσαι.
Μπορεί, όμως, άραγε ο χρόνος να αδειάσει ολοκληρωτικά; Και τελικά, η φράση «χάνουμε τον καιρό μας» καλύπτει και τέτοια νωχελικά απογεύματα;
Υπάρχει αυτό το παιχνίδι. Ο Γιώργος Ιωάννου το έμαθε και με τον απαράμιλλο, γλωσσικά αισθαντικό τρόπο του, έγραψε στη Θεσσαλονίκη του μέλλοντος, όταν αυτή θα έχει αναγεννηθεί, ενώ εμείς θα λείπουμε. Και της λέει:
«Μη μας πατικώσεις μες στην ανωνυμία και τη λησμονιά, όπως τόσο καλά ξέρεις, αλλά να μας ξαναθυμηθείς, να μας πεις υιούς σου και να μας εξυψώσεις».
Σιγά σιγά νυχτώνει, ενώ φτάνεις στον κήπο των εξοχών με το υπαίθριο αμφιθέατρο. Άναψαν τα κόκκινα φωτάκια κατά μήκος της διαδρομής, φωτίστηκαν τα καραβάκια και τα πεταλάκια του αλόγου, με το «τάκα-τάκα-τάκα» τους, κάνουν λες μιαν πρωτόγνωρη ενορχήστρωση με την καλοπαιγμένη συγχορδία του νεαρού που κάθεται στα σκαλάκια. The answer my friend is blowing in the wind…
(Editorial, από το νέο τεύχος του περιοδικού "ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ")
Και τι δε θα ’δινες, λες, για έναν παλιό Σεπτέμβρη στη Θεσσαλονίκη. Να ’τανε, ας πούμε, τώρα το 1978, το «μεταβατικό», μετά τον σεισμό, τον οποίο έπαιρνε κι αυτόν στ’ αψήφιστα η νιότη σου, όπως και τόσα άλλα. Να ’τανε τότε που οι βόλτες στην πόλη της περιπλάνησης φαίνονταν ατέλειωτες, όπως άλλωστε και οι μέρες που μας δόθηκαν και οι οποίες – φευ – λιγόστεψαν πολύ.
Μήπως όμως τώρα οι περιπλανήσεις είναι καλύτερες;
Η νέα παραλία, το λέει και το όνομά της, είναι νεανική. Μοιάζει πιο φιλόξενη από την κοσμική παλιά, και πιο φιλική προς τον καινούργιο τρόπο ζωής που έρχεται. Της πάει ο ποδηλάτης, ο δρομέας, ο φιλόζωος, ο μουσικός του δρόμου που ανταμώνεις στη δική σου κάπως πιο αργόσυρτη βόλτα, που όμως έτσι σου δίνει την ευκαιρία να απολαύσεις χαλαρά, δηλαδή σε βάθος, τη θάλασσα μέχρι απέναντι στην κορυφή του Ολύμπου.
Από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέχρι το Μέγαρο Μουσικής είναι τρία χιλιόμετρα, δρόμος που ήταν παιχνιδάκι τότε. Αλλά και τώρα πάλι παιχνίδι είναι, άλλου τύπου. Παιχνίδι με τα χρώματα και με τον χρόνο. Κάθε βράδυ και ένα καινούργιο χρώμα βάφει τον Όλυμπο, τα σύννεφα και τον ουρανό πίσω από τους γερανούς του λιμανιού.
Περπατάς αργά. Πρώτη φορά θέλεις να δεις λεπτομερώς τους δώδεκα κήπους – θεματικά πάρκα – που συναντάς κατά μήκος της διαδρομής. Ανοίγεις κουβέντα με τους φοιτητές που βγαίνουν φωτογραφίες με το κινητό. Ανταποκρίνονται. Ρίχνεις ένα αστείο και το πιάνουν και γελάνε. Λίγο είναι;
Και καλά το παιχνίδι με τα χρώματα. Το άλλο, με τον χρόνο, πώς παίζεται;
Παίζεται σαν κρυφτό, υποψιάζεσαι.
Μπορεί, όμως, άραγε ο χρόνος να αδειάσει ολοκληρωτικά; Και τελικά, η φράση «χάνουμε τον καιρό μας» καλύπτει και τέτοια νωχελικά απογεύματα;
Υπάρχει αυτό το παιχνίδι. Ο Γιώργος Ιωάννου το έμαθε και με τον απαράμιλλο, γλωσσικά αισθαντικό τρόπο του, έγραψε στη Θεσσαλονίκη του μέλλοντος, όταν αυτή θα έχει αναγεννηθεί, ενώ εμείς θα λείπουμε. Και της λέει:
«Μη μας πατικώσεις μες στην ανωνυμία και τη λησμονιά, όπως τόσο καλά ξέρεις, αλλά να μας ξαναθυμηθείς, να μας πεις υιούς σου και να μας εξυψώσεις».
Σιγά σιγά νυχτώνει, ενώ φτάνεις στον κήπο των εξοχών με το υπαίθριο αμφιθέατρο. Άναψαν τα κόκκινα φωτάκια κατά μήκος της διαδρομής, φωτίστηκαν τα καραβάκια και τα πεταλάκια του αλόγου, με το «τάκα-τάκα-τάκα» τους, κάνουν λες μιαν πρωτόγνωρη ενορχήστρωση με την καλοπαιγμένη συγχορδία του νεαρού που κάθεται στα σκαλάκια. The answer my friend is blowing in the wind…
(Editorial, από το νέο τεύχος του περιοδικού "ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ")
ΣΧΟΛΙΑ