Νίνο Μανφρέντι: 20 χρόνια χωρίς τον κορυφαίο της Commedia all' Italiana (φωτ.)
02/06/2024 12:20
02/06/2024 12:20
Ο Νίνο Μανφρέντι, αν και είχε να αναμετρηθεί με τα θηρία της τεράστιας ιταλικής μεταπολεμικής υποκριτικής σχολής, κατάφερε να διακριθεί και να μπει στην παρέα των μεγάλων ηθοποιών, που άφησαν τη δική τους σφραγίδα στον κινηματογράφο και ιδιαίτερα στην περίφημη Commedia all' Italiana, που άκμασε τις δεκαετίες του '60 και '70, αντικαθιστώντας επάξια τον νεορεαλισμό.
Μπορεί το όνομά του, να μην έχει την αίγλη των Τοτό, Βιτόριο Γκάσμαν, Αλμπέρτο Σόρντι, Ούγκο Τονιάτσι, αλλά οι ερμηνείες του στις περισσότερες από 100 ταινίες που γύρισε ήταν αξιοθαύμαστες, ακόμη και όταν δεν ήταν πρωταγωνιστής.
Ο Νίνο Μανφρέντι, από τους βασικούς εκπροσώπους της «κωμωδίας αλά ιταλικά» θα γράψει τις δικές του σελίδες στην ιστορία του ιταλικού σινεμά, ενσαρκώνοντας συνήθως λαϊκούς τύπους, που είναι θύματα της μοίρας και των πολιτικών καταστάσεων, του κατεστημένου και της ιταλικής ελίτ, αναζητώντας την ταυτότητά του ή ως ονειροπόλος που κυνηγά το «ιταλικό όνειρο» και σπάει τα μούτρα του στη σκληρή πραγματικότητα.
Η «κωμωδία αλά ιταλικά», αποτελεί ένα κομβικό σημείο για τον κινηματογράφο, γεννημένη μετά την απόσυρση του - τεράστιας επίδρασης - νεορεαλισμού, γύρω στο 1960. Γνώρισε την ακμή της εκείνα τα χρόνια, όπου η Ιταλία προέβαλε το «οικονομικό της θαύμα», μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '70, όταν μαζί με το πολιτικό σινεμά άρχισε να προβάλει και η ξεκαρδιστική, πολλές φορές, σεξοκωμωδία. Η Commedia all' Italiana, την οποία υπηρέτησαν σημαντικότατοι σκηνοθέτες, όπως οι Μονιτσέλι, Ρίζι, Σκόλα, Κομεντσίνι και Λόι, είχε ως κύρια χαρακτηριστικά την έντονη ειρωνική διάθεση και το πνεύμα οξείας κριτικής στη μεταπολεμική ιταλική κοινωνία, η οποία χάνει την αυθεντικότητά της, τις αξίες της και παραδίδεται στο χρήμα και τον άκρατο καταναλωτισμό. Κωμωδίες που συνδύαζαν μοναδικά το κωμικό με το τραγικό και ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους της ήταν ο Μανφρέντι.
Συμπληρώνοντας 20 χρόνια από τον θάνατό του (4 Ιουνίου 2004), ο Νίνο Μανφρέντι, με την τεράστια πορεία στο σινεμά, το πολύπλευρο ταλέντο του και την ανθρωπιστική του δράση, έχει αρχίσει να περνά στη λήθη - πραγματικά μια μεγάλη αδικία για έναν τόσο σημαντικό ερμηνευτή και σημαντική προσωπικότητα.
Ο Σατουρνίνο Μανφρέντι γεννήθηκε στα περίχωρα της Ρώμης, στο Κάστρο ντέι Βόλσι, στις 22 Μαρτίου 1921. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ρωμαίο Μανφρέντι και της Αντονίνα Περφίλι, δυο ανθρώπων με αγροτική καταγωγή. Ο πατέρας του κατατάχθηκε στην αστυνομία και στις αρχές του '30 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Ο Μανφρέντι το 1937 αρρώστησε από φυματίωση και έμεινε για μεγάλο διάστημα σε σανατόριο, όπου κάποια στιγμή είχε την τύχη να παρακολουθήσει μία παράσταση από τον θίασο του Βιτόριο ντε Σίκα, μένοντας άφωνος και κάνοντας πλέον όνειρα για την ηθοποιία. Θέλοντας όμως να ικανοποιήσει τους γονείς του, θα μπει στην Νομική Σχολή, απ' την οποία αποφοίτησε το 1945, αλλά, προς χάριν όλων μας, δεν εξάσκησε ποτέ.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, για να αποφύγει τη στράτευση, θα κρυφτεί μαζί με τον αδελφό του στην ορεινή περιοχή του Μόντε Κασίνο, ενώ όταν επέστρεψε στη Ρώμη το 1944 θα γραφτεί στην Εθνική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης από την οποία αποφοίτησε το 1947. Τον Οκτώβρη του ίδιου έτους έπαιξε στο «Πίκολο Τεάτρο» του Μιλάνου, σε σκηνοθεσία του ιδρυτή και φημισμένου θεατράνθρωπου Τζόρτζο Στρέλερ, στα σαιξπηρικά έργα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Η Τρικυμία» και «Ριχάρδος ο Β'». Το 1952 και για δυο χρόνια θα συνεργαστεί με τον Εντουάρντο ντε Φιλίπο, στο θέατρο Ελιζέο της Ρώμης, ενώ τα επόμενα χρόνια θα ασχοληθεί κυρίως με μουσικές κωμωδίες και επιθεωρήσεις, τόσο σε μουσικές εκπομπές ραδιοφώνου όσο και σε θέατρα.
Στα κινηματογραφικά πλατό θα μπει για πρώτη φορά το 1949, με μικρούς ρόλους σε αδιάφορες αισθηματικές κωμωδίες, ενώ την πρώτη του αξιόλογη εμφάνιση θα την κάνει στην ταινία «Οι Εραστές» του Μάουρο Μπολονίνι το 1955. Την ίδια χρονιά θα παντρευτεί το μοντέλο Ερμίνια Φεράρι, με την οποία θα ζήσει μέχρι το θάνατό του και θα αποκτήσουν τρία παιδιά. Το 1959 θα μπει και στα τηλεοπτικά στούντιο και θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία με το τηλεοπτικό βαριετέ «Καντσονίσιμα».
Το 1959 θα κάνει και την πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο σινεμά, με τη συνέχεια του «Κλέψας του Κλέψαντος» («Οι Μικροαπατεώνες») του Νάνι Λόι, πρωταγωνιστώντας δίπλα στους Βιτόριο Γκάσμαν, Ρενάτο Σαλβατόρι, Κλάουντια Καρντινάλε, αλλά και τους εκπληκτικούς καρατερίστες Κάρλο Πισακάνε, Τιμπέριο Μούρτζα και τον νέο τότε Γκαστόν Μόσκιν. Αμέσως, θα εδραιωθεί ως ένας από τους στυλοβάτες της «κωμωδίας αλά ιταλικά», ενσαρκώνοντας κυρίως περιθωριακούς, αποτυχημένους, άφραγκους, μικρολωποδύτες, που όμως διατηρούσαν την αξιοπρέπειά τους και έκαναν πλάκα με τη δυστυχία τους.
Από τα μέσα της δεκαετίας του '60, είναι πλέον ένας από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές, οι ταινίες του γνώριζαν τεράστια επιτυχία και στα ταμεία, καθώς είχε ως βασικό σκηνοθέτη τον Ντίνο Ρίζι και στη συνέχεια τον Λουίτζι Μάνι.
Το 1971, θα σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία «Ταμένος με το Ζόρι», η οποία απέσπασε θαυμάσιες κριτικές, αλλά και τον Χρυσό Φοίνικα του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο φεστιβάλ των Καννών και πολλά ιταλικά βραβεία. Λίγο μετά θα υποδυθεί εξαίσια τον Τζεπέτο στις «Περιπέτειες του Πινόκιο» για την τηλεόραση, σε σκηνοθεσία Κομεντσίνι, ενώ το 1974 θα γυρίσει δυο σημαντικές ταινίες «Ψωμί και Σοκολάτα» και «Είχαμε Αγαπηθεί».
Μέχρι που θα έρθει το 1976 και η κλασική ταινία «Βίαιοι, Βρώμικοι και Κακοί», σε σκηνοθεσία Ετόρε Σκόλα, όπου θα κάνει την ερμηνεία της ζωής του, υποδυόμενος τον αξιοθρήνητο και χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό, Τζιατσίντο, που είναι ο πάτερ φαμίλιας μιας οικογένειας που ζει μέσα στην αθλιότητα και σε μια παραγκούπολη, στις παρυφές της Ρώμης και η απαράδεκτη συμπεριφορά του, οδηγεί τα μέλη της οικογένειάς του στην απόφαση να τον βγάλουν απ' τη μέση, εκτιμώντας ότι κρύβει έναν μικρό θησαυρό. Η «κωμωδία αλά ιταλικά» συναντά τον νεορεαλισμό, για να τον υπονομεύσει, ενώ το εμπνευσμένο σενάριο, που παίζει με το γκροτέσκο και την τραγωδία, είναι απαισιόδοξο και κρέμεται πάνω στην ντελιριακή όσο και απίστευτα δραματική ερμηνεία του Μανφρέντι. Η ταινία κέρδισε το μεγάλο βραβείο στις Κάννες και ο Μανφρέντι την παγκόσμια αναγνώριση.
Η δεκαετία του '70, όμως, είχε και άλλες ευχάριστες στιγμές για τον Μανφρέντι, που θα κάνει μπαμ, τραγουδώντας στο διάσημο φεστιβάλ τραγουδιού Σαν Ρέμο, με τεράστια επιτυχία το «Tanto pe' cantà», κάτι που θα έχει και συνέχεια ηχογραφώντας και πολλά άλλα αγαπημένα τραγούδια. Όμως, ο Μανφρέντι δεν ξεχνούσε και την ταπεινή του καταγωγή, αφού ανέπτυξε και φιλανθρωπικό έργο, είχε εθελοντική δράση, ενώ υπήρξε και Πρεσβευτής Καλής Θέλησης για τη Γιούνισεφ.
Ο Νίνο Μανφρέντι, που υπέφερε σχεδόν σε όλη του τη ζωή από μία σπάνια ασθένεια, θα πεθάνει στις 4 Ιουνίου του 2004, έπειτα από δυο εγκεφαλικά επεισόδια και ανάμεσά τους πρόλαβε να λάβει και το βραβείο Career Bianchi, στο Φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας. Ένα μικρό βραβείο από το κορυφαίο φεστιβάλ της χώρας του, την οποία δόξασε με τις ερμηνείες του και έκανε όλους τους φίλους του κινηματογράφου πλουσιότερους σε αισθήματα, γέλια και αυτή την πίκρα που χωρίς αυτήν θα χάναμε το νόημα της υψηλής τέχνης του.
Ο Νίνο Μανφρέντι, αν και είχε να αναμετρηθεί με τα θηρία της τεράστιας ιταλικής μεταπολεμικής υποκριτικής σχολής, κατάφερε να διακριθεί και να μπει στην παρέα των μεγάλων ηθοποιών, που άφησαν τη δική τους σφραγίδα στον κινηματογράφο και ιδιαίτερα στην περίφημη Commedia all' Italiana, που άκμασε τις δεκαετίες του '60 και '70, αντικαθιστώντας επάξια τον νεορεαλισμό.
Μπορεί το όνομά του, να μην έχει την αίγλη των Τοτό, Βιτόριο Γκάσμαν, Αλμπέρτο Σόρντι, Ούγκο Τονιάτσι, αλλά οι ερμηνείες του στις περισσότερες από 100 ταινίες που γύρισε ήταν αξιοθαύμαστες, ακόμη και όταν δεν ήταν πρωταγωνιστής.
Ο Νίνο Μανφρέντι, από τους βασικούς εκπροσώπους της «κωμωδίας αλά ιταλικά» θα γράψει τις δικές του σελίδες στην ιστορία του ιταλικού σινεμά, ενσαρκώνοντας συνήθως λαϊκούς τύπους, που είναι θύματα της μοίρας και των πολιτικών καταστάσεων, του κατεστημένου και της ιταλικής ελίτ, αναζητώντας την ταυτότητά του ή ως ονειροπόλος που κυνηγά το «ιταλικό όνειρο» και σπάει τα μούτρα του στη σκληρή πραγματικότητα.
Η «κωμωδία αλά ιταλικά», αποτελεί ένα κομβικό σημείο για τον κινηματογράφο, γεννημένη μετά την απόσυρση του - τεράστιας επίδρασης - νεορεαλισμού, γύρω στο 1960. Γνώρισε την ακμή της εκείνα τα χρόνια, όπου η Ιταλία προέβαλε το «οικονομικό της θαύμα», μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '70, όταν μαζί με το πολιτικό σινεμά άρχισε να προβάλει και η ξεκαρδιστική, πολλές φορές, σεξοκωμωδία. Η Commedia all' Italiana, την οποία υπηρέτησαν σημαντικότατοι σκηνοθέτες, όπως οι Μονιτσέλι, Ρίζι, Σκόλα, Κομεντσίνι και Λόι, είχε ως κύρια χαρακτηριστικά την έντονη ειρωνική διάθεση και το πνεύμα οξείας κριτικής στη μεταπολεμική ιταλική κοινωνία, η οποία χάνει την αυθεντικότητά της, τις αξίες της και παραδίδεται στο χρήμα και τον άκρατο καταναλωτισμό. Κωμωδίες που συνδύαζαν μοναδικά το κωμικό με το τραγικό και ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους της ήταν ο Μανφρέντι.
Συμπληρώνοντας 20 χρόνια από τον θάνατό του (4 Ιουνίου 2004), ο Νίνο Μανφρέντι, με την τεράστια πορεία στο σινεμά, το πολύπλευρο ταλέντο του και την ανθρωπιστική του δράση, έχει αρχίσει να περνά στη λήθη - πραγματικά μια μεγάλη αδικία για έναν τόσο σημαντικό ερμηνευτή και σημαντική προσωπικότητα.
Ο Σατουρνίνο Μανφρέντι γεννήθηκε στα περίχωρα της Ρώμης, στο Κάστρο ντέι Βόλσι, στις 22 Μαρτίου 1921. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ρωμαίο Μανφρέντι και της Αντονίνα Περφίλι, δυο ανθρώπων με αγροτική καταγωγή. Ο πατέρας του κατατάχθηκε στην αστυνομία και στις αρχές του '30 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Ο Μανφρέντι το 1937 αρρώστησε από φυματίωση και έμεινε για μεγάλο διάστημα σε σανατόριο, όπου κάποια στιγμή είχε την τύχη να παρακολουθήσει μία παράσταση από τον θίασο του Βιτόριο ντε Σίκα, μένοντας άφωνος και κάνοντας πλέον όνειρα για την ηθοποιία. Θέλοντας όμως να ικανοποιήσει τους γονείς του, θα μπει στην Νομική Σχολή, απ' την οποία αποφοίτησε το 1945, αλλά, προς χάριν όλων μας, δεν εξάσκησε ποτέ.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, για να αποφύγει τη στράτευση, θα κρυφτεί μαζί με τον αδελφό του στην ορεινή περιοχή του Μόντε Κασίνο, ενώ όταν επέστρεψε στη Ρώμη το 1944 θα γραφτεί στην Εθνική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης από την οποία αποφοίτησε το 1947. Τον Οκτώβρη του ίδιου έτους έπαιξε στο «Πίκολο Τεάτρο» του Μιλάνου, σε σκηνοθεσία του ιδρυτή και φημισμένου θεατράνθρωπου Τζόρτζο Στρέλερ, στα σαιξπηρικά έργα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Η Τρικυμία» και «Ριχάρδος ο Β'». Το 1952 και για δυο χρόνια θα συνεργαστεί με τον Εντουάρντο ντε Φιλίπο, στο θέατρο Ελιζέο της Ρώμης, ενώ τα επόμενα χρόνια θα ασχοληθεί κυρίως με μουσικές κωμωδίες και επιθεωρήσεις, τόσο σε μουσικές εκπομπές ραδιοφώνου όσο και σε θέατρα.
Στα κινηματογραφικά πλατό θα μπει για πρώτη φορά το 1949, με μικρούς ρόλους σε αδιάφορες αισθηματικές κωμωδίες, ενώ την πρώτη του αξιόλογη εμφάνιση θα την κάνει στην ταινία «Οι Εραστές» του Μάουρο Μπολονίνι το 1955. Την ίδια χρονιά θα παντρευτεί το μοντέλο Ερμίνια Φεράρι, με την οποία θα ζήσει μέχρι το θάνατό του και θα αποκτήσουν τρία παιδιά. Το 1959 θα μπει και στα τηλεοπτικά στούντιο και θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία με το τηλεοπτικό βαριετέ «Καντσονίσιμα».
Το 1959 θα κάνει και την πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο σινεμά, με τη συνέχεια του «Κλέψας του Κλέψαντος» («Οι Μικροαπατεώνες») του Νάνι Λόι, πρωταγωνιστώντας δίπλα στους Βιτόριο Γκάσμαν, Ρενάτο Σαλβατόρι, Κλάουντια Καρντινάλε, αλλά και τους εκπληκτικούς καρατερίστες Κάρλο Πισακάνε, Τιμπέριο Μούρτζα και τον νέο τότε Γκαστόν Μόσκιν. Αμέσως, θα εδραιωθεί ως ένας από τους στυλοβάτες της «κωμωδίας αλά ιταλικά», ενσαρκώνοντας κυρίως περιθωριακούς, αποτυχημένους, άφραγκους, μικρολωποδύτες, που όμως διατηρούσαν την αξιοπρέπειά τους και έκαναν πλάκα με τη δυστυχία τους.
Από τα μέσα της δεκαετίας του '60, είναι πλέον ένας από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές, οι ταινίες του γνώριζαν τεράστια επιτυχία και στα ταμεία, καθώς είχε ως βασικό σκηνοθέτη τον Ντίνο Ρίζι και στη συνέχεια τον Λουίτζι Μάνι.
Το 1971, θα σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία «Ταμένος με το Ζόρι», η οποία απέσπασε θαυμάσιες κριτικές, αλλά και τον Χρυσό Φοίνικα του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο φεστιβάλ των Καννών και πολλά ιταλικά βραβεία. Λίγο μετά θα υποδυθεί εξαίσια τον Τζεπέτο στις «Περιπέτειες του Πινόκιο» για την τηλεόραση, σε σκηνοθεσία Κομεντσίνι, ενώ το 1974 θα γυρίσει δυο σημαντικές ταινίες «Ψωμί και Σοκολάτα» και «Είχαμε Αγαπηθεί».
Μέχρι που θα έρθει το 1976 και η κλασική ταινία «Βίαιοι, Βρώμικοι και Κακοί», σε σκηνοθεσία Ετόρε Σκόλα, όπου θα κάνει την ερμηνεία της ζωής του, υποδυόμενος τον αξιοθρήνητο και χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό, Τζιατσίντο, που είναι ο πάτερ φαμίλιας μιας οικογένειας που ζει μέσα στην αθλιότητα και σε μια παραγκούπολη, στις παρυφές της Ρώμης και η απαράδεκτη συμπεριφορά του, οδηγεί τα μέλη της οικογένειάς του στην απόφαση να τον βγάλουν απ' τη μέση, εκτιμώντας ότι κρύβει έναν μικρό θησαυρό. Η «κωμωδία αλά ιταλικά» συναντά τον νεορεαλισμό, για να τον υπονομεύσει, ενώ το εμπνευσμένο σενάριο, που παίζει με το γκροτέσκο και την τραγωδία, είναι απαισιόδοξο και κρέμεται πάνω στην ντελιριακή όσο και απίστευτα δραματική ερμηνεία του Μανφρέντι. Η ταινία κέρδισε το μεγάλο βραβείο στις Κάννες και ο Μανφρέντι την παγκόσμια αναγνώριση.
Η δεκαετία του '70, όμως, είχε και άλλες ευχάριστες στιγμές για τον Μανφρέντι, που θα κάνει μπαμ, τραγουδώντας στο διάσημο φεστιβάλ τραγουδιού Σαν Ρέμο, με τεράστια επιτυχία το «Tanto pe' cantà», κάτι που θα έχει και συνέχεια ηχογραφώντας και πολλά άλλα αγαπημένα τραγούδια. Όμως, ο Μανφρέντι δεν ξεχνούσε και την ταπεινή του καταγωγή, αφού ανέπτυξε και φιλανθρωπικό έργο, είχε εθελοντική δράση, ενώ υπήρξε και Πρεσβευτής Καλής Θέλησης για τη Γιούνισεφ.
Ο Νίνο Μανφρέντι, που υπέφερε σχεδόν σε όλη του τη ζωή από μία σπάνια ασθένεια, θα πεθάνει στις 4 Ιουνίου του 2004, έπειτα από δυο εγκεφαλικά επεισόδια και ανάμεσά τους πρόλαβε να λάβει και το βραβείο Career Bianchi, στο Φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας. Ένα μικρό βραβείο από το κορυφαίο φεστιβάλ της χώρας του, την οποία δόξασε με τις ερμηνείες του και έκανε όλους τους φίλους του κινηματογράφου πλουσιότερους σε αισθήματα, γέλια και αυτή την πίκρα που χωρίς αυτήν θα χάναμε το νόημα της υψηλής τέχνης του.
ΣΧΟΛΙΑ