O Aμπντούλ «κόβει» τη δυστυχία και «ράβει» με αγάπη τη νέα του ζωή στη Θεσσαλονίκη
03/09/2022 16:28
03/09/2022 16:28
Γλίτωσε από τη φρίκη του πολέμου, στοιχειώθηκε από εικόνες που θα κουβαλά μέσα του όλη του τη ζωή, ξεριζώθηκε από την πατρίδα του και περπάτησε νηστικός για μέρες μέχρι να έρθει στην Ελλάδα και να μεγαλουργήσει, μένοντας πάνω και πρώτα από όλα άνθρωπος. Ράφτης στο επάγγελμα, ο Αμπντούλ και ο αδερφός του, Μουσταφά, ζουν και διατηρούν κατάστημα επιδιορθώσεων ρούχων στην Καλαμαριά, ενώ πριν λίγους μήνες ξεκίνησαν να κονταίνουν δωρεάν τα ρούχα όσων δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν.
Ο Σύριος ράφτης εξιστορεί στη «ΜτΚ» πως έφτασε στην Ελλάδα από την εμπόλεμη Συρία και πως άλλαξε η ζωή του τα τελευταία 11 χρόνια.
Ο ξεριζωμός
Η «Oδύσσεια» του 23χρονου σήμερα Αμπντούλ ξεκίνησε το 2011 με το ξέσπασμα του πολέμου στη Συρία.
Ο ίδιος και η οικογένειά του κατάφεραν να επιβιώσουν στην εμπόλεμη χώρα για δύο χρόνια με συνεχείς εσωτερικές μετακινήσεις στις πιο ασφαλείς περιοχές. Όταν έπρεπε να επιλέξουν αν θα άφηναν τα πάντα πίσω τους για να σώσουν τη ζωή τους, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους.
«Στη Συρία ζούσαμε πολύ καλά πριν τον πόλεμο. Είχαμε την οικογένειά μας, τους φίλους μας, περπατούσαμε στα μέρη που μεγαλώσαμε και αγαπούσαμε την πατρίδα μας. Το 2011 ξεκίνησε ο πόλεμος, αλλά στο Χαλέπι ήμασταν ακόμα ασφαλείς. Ήμουν 13 χρονών. Τα επόμενα χρόνια τα χάσαμε όλα. Δεν πιστεύαμε ότι θα γίνει κάτι τέτοιο.
Δεν υπήρχαν νόμοι πια και βγήκε ο χειρότερος εαυτός σε πολλούς ανθρώπους. Καταλάβαμε πως η ζωή δεν είναι όπως νομίζαμε και είδαμε πολλά πράγματα», εξιστορεί ο Αμπντούλ.
Στην πορεία η κατάσταση κλιμακώθηκε με συνεχείς επιθέσεις ακόμα και λίγα μέτρα από το σπίτι του. Ο 23χρονος θυμάται πως ο ήχος των βομβαρδισμών τους ακολουθούσε σε κάθε τους βήμα, ενώ οι απόκοσμες εικόνες που αντίκριζε φεύγοντας από το σπίτι θα μείνουν για πάντα στο μυαλό του:
«Δύο χρόνια μετά τον πόλεμο, δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε εκεί. Κοιμόμασταν και δεν ξέραμε αν θα ξυπνήσουμε, αν θα μας βομβαρδίσουν. Εκεί που έμενα εγώ, τον τελευταίο καιρό που ήμασταν στη Συρία, δεν είχαμε ρεύμα. Μία μέρα βομβαρδίστηκε ένα σπίτι λίγο πιο δίπλα από το δικό μας και οι άνθρωποι που έμεναν εκεί, φίλοι και γείτονες, πέθαναν. Τα συντρίμμια καταπλάκωσαν και το δικό μας σπίτι. Φύγαμε και πήγαμε σε άλλο σπίτι, αλλά λίγο καιρό μετά έγινε το ίδιο. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο στο Χαλέπι.
Ξυπνούσαμε και ακούγαμε τις βόμβες. Ήμασταν τυχεροί που επιβιώσαμε. Ο κόσμος δεν ήξερε τι να κάνει. Ήμουν 15 χρονών όταν φύγαμε. Έβλεπα κόσμο διαμελισμένο στο δρόμο. Δεν μπορούσα να βγάλω αυτές τις εικόνες από το μυαλό μου. Ο πατέρας μου κατάλαβε πως δεν γινόταν άλλο. Έπρεπε να εγκαταλείψουμε την πατρίδα μας αλλιώς κι εμείς θα χάναμε τη ζωή μας.»
Έτσι η οικογένεια φεύγει από τη Συρία με προορισμό την Τουρκία. Στην αρχή, όπως λέει, «ήταν καλά. Ο κόσμος μάς υποδέχθηκε με καλά αισθήματα. Μετά το 2015 μαζεύτηκαν στην Τουρκία εκατομμύρια άνθρωποι από Συρία. Τότε τα πράγματα δυσκόλεψαν. Υπήρχε ρατσισμός».
Μια δυσπρόσιτη «Ιθάκη»
Στα τέλη του 2019 θα προσπαθήσει τρεις φορές να έρθει στην Ελλάδα. Ο ίδιος αναφέρει πως η κατάσταση στα σύνορα δεν ήταν αυτή που περίμενε αφού από την πρώτη κιόλας φορά τον ανάγκασαν, όπως λέει, να γυρίσει στην Τουρκία αφού πρώτα του φέρθηκαν βίαια. «Ο αδερφός μου ο Μουσταφά είχε έρθει ήδη από το 2015 στην Ελλάδα. Προσπάθησα να έρθω τρεις φορές. Ήμουν 20 χρονών. Περπατούσα για ώρες και κοιμόμουν στο δρόμο μέχρι να φτάσω. Είχα το διαβατήριό μου και εξήγησα στα σύνορα ότι είμαι από τη Συρία και ζητάω άσυλο. Δεν μας φέρθηκαν καλά, ούτε όπως περιμέναμε. Ήταν βίαιο. Μας ανάγκασαν να γυρίσουμε πίσω χωρίς διαβατήριο. Εκείνη τη στιγμή σε εκείνο το μέρος είσαι ό,τι άλλο φαντάζεσαι, αλλά όχι άνθρωπος. Ξέρω πως οι Έλληνες δεν είναι έτσι, μην παρεξηγηθώ. Μιλάω μόνο για αυτούς που μας φέρθηκαν έτσι. Δεν ήταν οι αστυνομικοί.
Με το που γύρισα στην Τουρκία με πήγαν στα σύνορα για Συρία. Έπρεπε να ξεκινήσω από το μηδέν. Κατάφερα να ξαναπεράσω στην Τουρκία και έζησα κρυφά. Όλα κρυφά. Ήταν σαν να είμαι τίποτα. Ένιωθα ότι ήμουν ένα χαρτί και αυτό το χαρτί πια δεν υπήρχε.»
Έπειτα από ακόμα μία αποτυχημένη προσπάθεια να έρθει στην Ελλάδα ο Αμπντούλ ζήτησε τη βοήθεια του αδερφού του αφού πλέον δεν μπορούσε να επιβιώσει ούτε στην Τουρκία. Είχε συνεννοηθεί με τον Μουσταφά να τον περιμένει σε ένα συγκεκριμένο μέρος και να του φέρει και φαγητό αφού θα έμενε πάλι νηστικός για μέρες περπατώντας μέχρι να τον συναντήσει. Αυτή η τρίτη φορά ήταν και η τυχερή.
«Ο Μουσταφά ήρθε από την Κέρκυρα όπου έμενε τότε. Μας έπιασαν οι αστυνομικοί αλλά ο αδερφός μου είχε χαρτιά, τους εξήγησε και αποφάσισαν ότι μπορώ να μείνω. Με πήραν στο αστυνομικό τμήμα που πάνε όσους πιάνουν στα σύνορα αλλά με έβαλαν σε άλλο κελί από εκείνα που είχαν για όσους θα έστελναν πίσω. Φοβόμουν πολύ. Και εκεί υπήρχε πολύ βία για όσους δεν θα έμεναν στην Ελλάδα, όχι από τους αστυνομικούς. Ο κόσμος έκλαιγε και φώναζε. Εμένα τότε δεν με πείραξαν.
Την επόμενη μέρα με πήραν σε ένα camp για δεκαπέντε ημέρες μέχρι να βγουν τα χαρτιά. Οι συνθήκες ήταν άθλιες. Μου έδωσαν ένα χαρτί για έξι μήνες και βγήκα. Τότε ξεκίνησα να κάνω τη διαδικασία για να βγάλω την άδεια παραμονής», περιγράφει.
Η επόμενη στάση για τα αδέρφια από τη Συρία ήταν η Αθήνα όπου έμενε ο τρίτος τους αδερφός. Ύστερα από λίγο καιρό εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα όπου ο Αμπντούλ έμαθε την τέχνη της ραπτικής.
Η αλληλεγγύη δεν γνωρίζει σύνορα
Οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες έφεραν τον Αμπντούλ και τον Μουσταφά στη Θεσσαλονίκη. «Ανοίξαμε το πρώτο μας μαγαζί στο κέντρο. Μέναμε μέσα στο μαγαζί γιατί δεν υπήρχαν λεφτά και για σπίτι. Ήταν πολύ δύσκολα γιατί λίγο μετά ξεκίνησε η πανδημία. Ανοίξαμε και λίγο καιρό μετά ήρθε η πρώτη καραντίνα.
Εγώ ξαναγύρισα στην Κέρκυρα γιατί δεν μπορούσαμε να ζήσουμε δύο άτομα στη Θεσσαλονίκη. Μετά ξαναγύρισα αλλά έπρεπε να πάμε σε καλύτερο μαγαζί. Μιλούσα καλά πια τα ελληνικά και ξέραμε την τέχνη. Μέσα στις καραντίνες έμαθα τα ελληνικά. Δεν είχα κάτι άλλο να κάνω και ασχολήθηκα με αυτό που έπρεπε να κάνω για τη ζωή. Κάθε μέρα μαθαίνω όλο και περισσότερες λέξεις.»
Έτσι λοιπόν το Νοέμβριο του 2020 τα δύο αδέρφια βρήκαν το μαγαζί τους στην Καλαμαριά. Από τότε ζουν και δημιουργούν στη νέα τους «Ιθάκη» βοηθώντας όπως μπορούν μέσω του επαγγέλματός τους.
Πριν λίγους μήνες εμφανίστηκε στη βιτρίνα του καταστήματός τους ένα χαρτί που έγραφε «το κόντεμα είναι δωρεάν για αυτούς που δεν έχουν δυνατότητα να πληρώσουν». Όπως λέει ο 23χρονος ράφτης ήταν μία κίνηση καλής θέλησης προς όποιον δυσκολεύεται. Μπορεί πλέον να αναγκάζεται να δουλεύει παραπάνω ώρες αλλά δεν τον πειράζει καθώς μέσω αυτού αισθάνεται ότι προσφέρει και βοηθάει.
«Αποφασίσαμε να βάλουμε ένα χαρτί στη βιτρίνα του μαγαζιού για να κάνουμε δώρο το κόντεμα σε όποιον δεν έχει λεφτά. Δεν ήξερα να γράφω στα ελληνικά τότε και με βοήθησε μία κοπέλα που δουλεύει σε ένα μαγαζί δίπλα από το δικό μας. Της εξήγησα τι ήθελα να πω και εκείνη μου το έγραψε.»
Τέλος, οι δύο ράφτες επιφυλάσσονται και για νέες δράσεις βοήθειας και αλληλεγγύης τις οποίες όμως δεν αποκαλύπτουν ακόμα παρόλο που ήδη βρίσκονται στο στάδιο της προετοιμασίας. Τις κρατούν, λέει ο Αμπντούλ, για έκπληξη.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 28.08.2022
Γλίτωσε από τη φρίκη του πολέμου, στοιχειώθηκε από εικόνες που θα κουβαλά μέσα του όλη του τη ζωή, ξεριζώθηκε από την πατρίδα του και περπάτησε νηστικός για μέρες μέχρι να έρθει στην Ελλάδα και να μεγαλουργήσει, μένοντας πάνω και πρώτα από όλα άνθρωπος. Ράφτης στο επάγγελμα, ο Αμπντούλ και ο αδερφός του, Μουσταφά, ζουν και διατηρούν κατάστημα επιδιορθώσεων ρούχων στην Καλαμαριά, ενώ πριν λίγους μήνες ξεκίνησαν να κονταίνουν δωρεάν τα ρούχα όσων δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν.
Ο Σύριος ράφτης εξιστορεί στη «ΜτΚ» πως έφτασε στην Ελλάδα από την εμπόλεμη Συρία και πως άλλαξε η ζωή του τα τελευταία 11 χρόνια.
Ο ξεριζωμός
Η «Oδύσσεια» του 23χρονου σήμερα Αμπντούλ ξεκίνησε το 2011 με το ξέσπασμα του πολέμου στη Συρία.
Ο ίδιος και η οικογένειά του κατάφεραν να επιβιώσουν στην εμπόλεμη χώρα για δύο χρόνια με συνεχείς εσωτερικές μετακινήσεις στις πιο ασφαλείς περιοχές. Όταν έπρεπε να επιλέξουν αν θα άφηναν τα πάντα πίσω τους για να σώσουν τη ζωή τους, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους.
«Στη Συρία ζούσαμε πολύ καλά πριν τον πόλεμο. Είχαμε την οικογένειά μας, τους φίλους μας, περπατούσαμε στα μέρη που μεγαλώσαμε και αγαπούσαμε την πατρίδα μας. Το 2011 ξεκίνησε ο πόλεμος, αλλά στο Χαλέπι ήμασταν ακόμα ασφαλείς. Ήμουν 13 χρονών. Τα επόμενα χρόνια τα χάσαμε όλα. Δεν πιστεύαμε ότι θα γίνει κάτι τέτοιο.
Δεν υπήρχαν νόμοι πια και βγήκε ο χειρότερος εαυτός σε πολλούς ανθρώπους. Καταλάβαμε πως η ζωή δεν είναι όπως νομίζαμε και είδαμε πολλά πράγματα», εξιστορεί ο Αμπντούλ.
Στην πορεία η κατάσταση κλιμακώθηκε με συνεχείς επιθέσεις ακόμα και λίγα μέτρα από το σπίτι του. Ο 23χρονος θυμάται πως ο ήχος των βομβαρδισμών τους ακολουθούσε σε κάθε τους βήμα, ενώ οι απόκοσμες εικόνες που αντίκριζε φεύγοντας από το σπίτι θα μείνουν για πάντα στο μυαλό του:
«Δύο χρόνια μετά τον πόλεμο, δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε εκεί. Κοιμόμασταν και δεν ξέραμε αν θα ξυπνήσουμε, αν θα μας βομβαρδίσουν. Εκεί που έμενα εγώ, τον τελευταίο καιρό που ήμασταν στη Συρία, δεν είχαμε ρεύμα. Μία μέρα βομβαρδίστηκε ένα σπίτι λίγο πιο δίπλα από το δικό μας και οι άνθρωποι που έμεναν εκεί, φίλοι και γείτονες, πέθαναν. Τα συντρίμμια καταπλάκωσαν και το δικό μας σπίτι. Φύγαμε και πήγαμε σε άλλο σπίτι, αλλά λίγο καιρό μετά έγινε το ίδιο. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο στο Χαλέπι.
Ξυπνούσαμε και ακούγαμε τις βόμβες. Ήμασταν τυχεροί που επιβιώσαμε. Ο κόσμος δεν ήξερε τι να κάνει. Ήμουν 15 χρονών όταν φύγαμε. Έβλεπα κόσμο διαμελισμένο στο δρόμο. Δεν μπορούσα να βγάλω αυτές τις εικόνες από το μυαλό μου. Ο πατέρας μου κατάλαβε πως δεν γινόταν άλλο. Έπρεπε να εγκαταλείψουμε την πατρίδα μας αλλιώς κι εμείς θα χάναμε τη ζωή μας.»
Έτσι η οικογένεια φεύγει από τη Συρία με προορισμό την Τουρκία. Στην αρχή, όπως λέει, «ήταν καλά. Ο κόσμος μάς υποδέχθηκε με καλά αισθήματα. Μετά το 2015 μαζεύτηκαν στην Τουρκία εκατομμύρια άνθρωποι από Συρία. Τότε τα πράγματα δυσκόλεψαν. Υπήρχε ρατσισμός».
Μια δυσπρόσιτη «Ιθάκη»
Στα τέλη του 2019 θα προσπαθήσει τρεις φορές να έρθει στην Ελλάδα. Ο ίδιος αναφέρει πως η κατάσταση στα σύνορα δεν ήταν αυτή που περίμενε αφού από την πρώτη κιόλας φορά τον ανάγκασαν, όπως λέει, να γυρίσει στην Τουρκία αφού πρώτα του φέρθηκαν βίαια. «Ο αδερφός μου ο Μουσταφά είχε έρθει ήδη από το 2015 στην Ελλάδα. Προσπάθησα να έρθω τρεις φορές. Ήμουν 20 χρονών. Περπατούσα για ώρες και κοιμόμουν στο δρόμο μέχρι να φτάσω. Είχα το διαβατήριό μου και εξήγησα στα σύνορα ότι είμαι από τη Συρία και ζητάω άσυλο. Δεν μας φέρθηκαν καλά, ούτε όπως περιμέναμε. Ήταν βίαιο. Μας ανάγκασαν να γυρίσουμε πίσω χωρίς διαβατήριο. Εκείνη τη στιγμή σε εκείνο το μέρος είσαι ό,τι άλλο φαντάζεσαι, αλλά όχι άνθρωπος. Ξέρω πως οι Έλληνες δεν είναι έτσι, μην παρεξηγηθώ. Μιλάω μόνο για αυτούς που μας φέρθηκαν έτσι. Δεν ήταν οι αστυνομικοί.
Με το που γύρισα στην Τουρκία με πήγαν στα σύνορα για Συρία. Έπρεπε να ξεκινήσω από το μηδέν. Κατάφερα να ξαναπεράσω στην Τουρκία και έζησα κρυφά. Όλα κρυφά. Ήταν σαν να είμαι τίποτα. Ένιωθα ότι ήμουν ένα χαρτί και αυτό το χαρτί πια δεν υπήρχε.»
Έπειτα από ακόμα μία αποτυχημένη προσπάθεια να έρθει στην Ελλάδα ο Αμπντούλ ζήτησε τη βοήθεια του αδερφού του αφού πλέον δεν μπορούσε να επιβιώσει ούτε στην Τουρκία. Είχε συνεννοηθεί με τον Μουσταφά να τον περιμένει σε ένα συγκεκριμένο μέρος και να του φέρει και φαγητό αφού θα έμενε πάλι νηστικός για μέρες περπατώντας μέχρι να τον συναντήσει. Αυτή η τρίτη φορά ήταν και η τυχερή.
«Ο Μουσταφά ήρθε από την Κέρκυρα όπου έμενε τότε. Μας έπιασαν οι αστυνομικοί αλλά ο αδερφός μου είχε χαρτιά, τους εξήγησε και αποφάσισαν ότι μπορώ να μείνω. Με πήραν στο αστυνομικό τμήμα που πάνε όσους πιάνουν στα σύνορα αλλά με έβαλαν σε άλλο κελί από εκείνα που είχαν για όσους θα έστελναν πίσω. Φοβόμουν πολύ. Και εκεί υπήρχε πολύ βία για όσους δεν θα έμεναν στην Ελλάδα, όχι από τους αστυνομικούς. Ο κόσμος έκλαιγε και φώναζε. Εμένα τότε δεν με πείραξαν.
Την επόμενη μέρα με πήραν σε ένα camp για δεκαπέντε ημέρες μέχρι να βγουν τα χαρτιά. Οι συνθήκες ήταν άθλιες. Μου έδωσαν ένα χαρτί για έξι μήνες και βγήκα. Τότε ξεκίνησα να κάνω τη διαδικασία για να βγάλω την άδεια παραμονής», περιγράφει.
Η επόμενη στάση για τα αδέρφια από τη Συρία ήταν η Αθήνα όπου έμενε ο τρίτος τους αδερφός. Ύστερα από λίγο καιρό εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα όπου ο Αμπντούλ έμαθε την τέχνη της ραπτικής.
Η αλληλεγγύη δεν γνωρίζει σύνορα
Οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες έφεραν τον Αμπντούλ και τον Μουσταφά στη Θεσσαλονίκη. «Ανοίξαμε το πρώτο μας μαγαζί στο κέντρο. Μέναμε μέσα στο μαγαζί γιατί δεν υπήρχαν λεφτά και για σπίτι. Ήταν πολύ δύσκολα γιατί λίγο μετά ξεκίνησε η πανδημία. Ανοίξαμε και λίγο καιρό μετά ήρθε η πρώτη καραντίνα.
Εγώ ξαναγύρισα στην Κέρκυρα γιατί δεν μπορούσαμε να ζήσουμε δύο άτομα στη Θεσσαλονίκη. Μετά ξαναγύρισα αλλά έπρεπε να πάμε σε καλύτερο μαγαζί. Μιλούσα καλά πια τα ελληνικά και ξέραμε την τέχνη. Μέσα στις καραντίνες έμαθα τα ελληνικά. Δεν είχα κάτι άλλο να κάνω και ασχολήθηκα με αυτό που έπρεπε να κάνω για τη ζωή. Κάθε μέρα μαθαίνω όλο και περισσότερες λέξεις.»
Έτσι λοιπόν το Νοέμβριο του 2020 τα δύο αδέρφια βρήκαν το μαγαζί τους στην Καλαμαριά. Από τότε ζουν και δημιουργούν στη νέα τους «Ιθάκη» βοηθώντας όπως μπορούν μέσω του επαγγέλματός τους.
Πριν λίγους μήνες εμφανίστηκε στη βιτρίνα του καταστήματός τους ένα χαρτί που έγραφε «το κόντεμα είναι δωρεάν για αυτούς που δεν έχουν δυνατότητα να πληρώσουν». Όπως λέει ο 23χρονος ράφτης ήταν μία κίνηση καλής θέλησης προς όποιον δυσκολεύεται. Μπορεί πλέον να αναγκάζεται να δουλεύει παραπάνω ώρες αλλά δεν τον πειράζει καθώς μέσω αυτού αισθάνεται ότι προσφέρει και βοηθάει.
«Αποφασίσαμε να βάλουμε ένα χαρτί στη βιτρίνα του μαγαζιού για να κάνουμε δώρο το κόντεμα σε όποιον δεν έχει λεφτά. Δεν ήξερα να γράφω στα ελληνικά τότε και με βοήθησε μία κοπέλα που δουλεύει σε ένα μαγαζί δίπλα από το δικό μας. Της εξήγησα τι ήθελα να πω και εκείνη μου το έγραψε.»
Τέλος, οι δύο ράφτες επιφυλάσσονται και για νέες δράσεις βοήθειας και αλληλεγγύης τις οποίες όμως δεν αποκαλύπτουν ακόμα παρόλο που ήδη βρίσκονται στο στάδιο της προετοιμασίας. Τις κρατούν, λέει ο Αμπντούλ, για έκπληξη.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 28.08.2022
ΣΧΟΛΙΑ