Ο Βασίλης Παπαβασιλείου στο makthes.gr: «Τώρα, μετά την καραντίνα, όλοι έχουμε ανάγκη από μια επανεκκίνηση»
17/10/2020 08:00
17/10/2020 08:00
«Χρωστάμε την καρδιά μας σε όσους μας προσφέρουν τη δική τους ή μονάχα σ’ αυτούς που την κατακτούν»;
Και μόνο γι’ αυτό το ερώτημα που θέτει, η παράσταση «Η δεύτερη έκπληξη του έρωτα», φτάνει ίσως για να καταταγεί στις πολυαναμενόμενες της φετινής θεατρικής περιόδου.
Το έργο του Μαριβώ, που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε συμπαραγωγή ΚΘΒΕ- Θεάτρου «Τέχνης», από τον ίδιο τον τίτλο του ακόμη, δηλώνει ότι πραγματεύεται ένα θέμα που ανά τους αιώνες απασχολεί ευρύτερα την καλλιτεχνική δημιουργία. Ένα απόσπασμά του φτάνει για να μας βάλει στο πνεύμα του κειμένου που δεν είναι γνωστό στο ελληνικό κοινό: «Γιατί, τί είναι ο έρωτας, αν όχι μια έκπληξη που ταράζει την ύπαρξή μας, μια συνάντηση με τον εαυτό μας μέσα στα μάτια του άλλου; Και σε τι περιπέτειες μας βάζει η συνειδητοποίηση ότι η συνάντηση αυτή είναι ικανή να μας οδηγήσει στην απώλεια της εικόνας που χτίζουμε για τον εαυτό μας»;
«Πάντα νόμιζα ότι χρειάζεται κανείς κάποιες λίγες σταθερές αγάπες»
Και ποιος άλλος θα μπορούσε να επιλέξει ένα τέτοιο έργο και έναν τέτοιο συγγραφέα;
Η απάντηση Βασίλης Παπαβασιλείου δεν εκπλήσσει. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που ο γνωστός θεατράνθρωπος καταπιάνεται με τον Μαριβώ.
Έχουν ήδη μεσολαβήσει άλλα τέσσερα έργα πριν από αυτό, επιβεβαιώνοντας τον δικό του «έρωτα»: αυτόν που εδώ και χρόνια έχει με τον γάλλο θεατρικό συγγραφέα. «Μπορεί να μιλήσει κανείς εύκολα για έρωτες;», απαντά όταν του ζητώ να σχολιάσει και γελάμε.
«Ξέρετε, θεωρώ αυτόν και τον συνομήλικό του ιστορικά, Γκολντόνι, τους δύο πυλώνες του ευρωπαϊκού, και όχι μόνο, θεάτρου. Από αυτή την άποψη δικαιούμαι να πω ότι νομιμοποιείται ο ανεξάντλητος έρωτας. Συνήθως οι έρωτες δεν τελειώνουν, έρχονται άλλοι, κάποιες φορές το καθεστώς της ερωτικής ζωής χαρακτηρίζεται από μια αστάθεια, από μια ρευστότητα, όσον αφορά όμως το παιχνίδι της καλλιτεχνικής δημιουργίας, πάντα νόμιζα ότι χρειάζεται κανείς κάποιες λίγες σταθερές αγάπες. Ο Μαριβώ είναι μια από αυτές. Ο μακαρίτης ο Στρέλλερ που είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο του Φεστιβάλ της Ένωσης των Θεάτρων της Ευρώπης όταν ήταν πρόεδρός της έλεγε ότι στις δύσκολες στιγμές αισθάνεσαι την ανάγκη σαν τον Ανταίο να πατήσεις στη γη για να σηκωθείς ψηλά. Κάτι τέτοια μεγέθη γίνονται το έδαφος για να στηριχθείς. Τώρα δε, μετά τη φάση της αναγκαστικής αργίας λόγω της καραντίνας, νομίζω ότι όλοι έχουμε ανάγκη από μια επανεκκίνηση. Ο Μαριβώ για μένα συνιστά μια τέτοια κίνηση και χαίρομαι που ανεβαίνει στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος τώρα που γιορτάζει τα 60 χρόνια του», λέει στο makthes.gr ο Βασίλης Παπαβασιλείου.
«Η ευφρόσυνη παγίδευση του θεατή»
Σκηνοθέτης της παράστασης και μεταφραστής του έργου ο ίδιος μιλάει για το πόσο τέτοια κείμενα επιδέχονται «φρεσκαρίσματος» σκηνοθετικά. «Στην περίπτωση του θεάτρου έχουν δοκιμαστεί τα πάντα, τα έχουμε δει, επιχειρήσει και ξαναεπιχειρήσει και νομίζω ότι, τελικώς, όσο και να θέλει κανείς να αμαρτήσει δια της πρωτοτυπίας, δεν θα τα καταφέρει», τονίζει.
Από εκεί και πέρα, για εκείνον το ζητούμενο είναι το αποτέλεσμα. «Εκ του αποτελέσματος παράγεται αυτό για το οποίο δημιουργείται μια παράσταση. Και ποιο είναι αυτό το ζητούμενο; Η συγκίνηση. Η συγκίνηση είναι ένα πολύ περίεργο και άτιμο πράγμα… Μπορεί κανείς να ακούει τα λόγια ενός ποιητή που γράφτηκαν πριν από 2500 χρόνια και να λέει τι γίνεται; Γιατί το στόμα αυτό που τα προφέρει και το σώμα αυτό που τα εκφέρει εισχωρούν μέσα σου και μιλούν κατευθείαν σ’ αυτό που είναι ο πρωταγωνιστής του θεάτρου για τον Σαίξπηρ: στον θεατή. Το ζητούμενο μιας παράστασης είναι η ευφρόσυνη παγίδευση του θεατή. Ξέρετε τι συμβαίνει στο θέατρο; Ζωντανοί άνθρωποι σε καλούν… Πηγαίνεις και εννέα στις δέκα φορές μπορεί να διαψευστεί η προσδοκία σου. Γι’ αυτό το θέατρο είναι μια τέχνη που μπορεί να σε απογοητεύσει σε βαθμό ευθέως ανάλογο προς αυτόν που θα μπορούσε να σε συγκλονίσει».
Κάνει με αυτή την αφορμή έναν διαχωρισμό κινηματογράφου και θεάτρου. «Δεν συμβαίνει αυτό στο σινεμά. Ξέρετε γιατί; Όσο κι αν σας αρέσει μια ταινία αυτό το οποίο συμβαίνει στο θέατρο είναι μια αμφίπλευρη επένδυση στο εδώ και τώρα. Αυτοί που είναι απέναντί σας κι εσείς που είστε κάτω καλείστε να συν-επενδύσετε. Στο σινεμά η επένδυση έχει λάβει ήδη χώρα και έχει πάρει τη μορφή μιας κόπιας. Θέατρο και κόπια δεν πάνε μαζί».
«Το θέατρο δίνει εξετάσεις στη δημιουργία ενός πυκνού παρόντος»
«Τι σας ενδιέφερε κυρίως να αναδείξετε μέσα από τη συγκεκριμένη παράσταση;», τον ρωτάω. «Όταν δεν μιλάμε για κάτι συγκεκριμένο ηχεί πολύ αφηρημένο. Εκείνο που θέλω να αναδείξω κάθε φορά: ότι το θέατρο δίνει εξετάσεις στη δημιουργία ενός, όπως έλεγε κάποιος, πυκνού παρόντος. Το θέατρο είναι και παρελθόν και παρόν και υπόσχεση μέλλοντος με όρους πυκνότητας. Και το στοίχημα αυτό έχεις να το αντιμετωπίσεις είτε κάνεις Μαριβώ, είτε Στάικο, είτε Ίψεν, είτε Μπρεχτ. Με ενδιαφέρει η δημιουργία αυτού του παρόντος στο οποίο εμπλέκεται και ο θεατής και μετά ίσως στο τέλος εκπλήσσεται ότι ενεπλάκη σε μια υπόθεση που περνά μέσα από λέξεις που πρωτακούστηκαν το 1727».
Έτσι εστιάζει στις δοκιμές που αυτό το διάστημα πραγματοποιούνται στο Βασιλικό Θέατρο με μάσκες, αντισηπτικά και… αποστάσεις λόγω κορονοϊού. Παρόλη τη συνθήκη όμως δηλώνει πολύ ευτυχής που επιστρέφει τόσο στη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη, όσο και στο άλλοτε θεατρικό «σπίτι» του, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος καλλιτεχνικός διευθυντής του οποίου διετέλεσε. «Προσέχω, χρησιμοποιώ τη μάσκα. Στο θέατρο λειτουργούμε με αποστάσεις, ευτυχώς το συγκεκριμένο έργο θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια μελέτη για την απόσταση, αφού δεν προϋποθέτει κοντινή σωματική επαφή. Οι κώδικες είναι συγκεκριμένοι. Οπότε, όπως λέμε, προσέχω για να έχω».
Η συνέχει στη «Μακεδονία της Κυριακής»
Τον ακούω να μιλάει με τη γνωστή, χαρακτηριστική θεατρική φωνή του, με τα ηχεία του στο φουλ. Έχει πολλά ακόμη να πει ο Βασίλης Παπαβασιλείου, άλλωστε μια συζήτηση μαζί του μπορεί να διαρκέσει μέρες, να κάνει παύσεις, να συνεχίζεται, να μην σταματά. Η δική μας κράτησε πολύ. Μίλησε για τη Θεσσαλονίκη, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, τον τρόπο με τον οποίο αποχώρησε πριν 22 χρόνια από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή, την πανδημία, τη Χρυσή Αυγή… Μια συνέχειά της στη Μακεδονία της Κυριακής 18 Οκτωβρίου δίνει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της.
Λίγα λόγια για το έργο
Η «Δεύτερη έκπληξη του έρωτα», παίχτηκε στην Κομεντί – Φρανσαίζ το 1727 κι έχει αρκετές ομοιότητες με την Έκπληξη του έρωτα που έγραψε ο συγγραφέας το 1722. Πρόκειται για μια αισθηματική κωμωδία που οι ήρωές της, παγιδευμένοι στις συμβάσεις και τους θεσμούς της εποχής τους, γίνονται έρμαια της γλώσσας που με τόση χάρη αρθρώνουν, χάνουν την ειλικρίνειά τους και μπλέκουν σε έναν «αναποφάσιστο» έρωτα που ακροβατεί ανάμεσα στο πάθος και την ευπρέπεια και τελικά αποδεικνύεται ανίκητος.
Η πρεμιέρα της παράστασης θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 31 Οκτωβρίου στο Βασιλικό Θέατρο.
«Χρωστάμε την καρδιά μας σε όσους μας προσφέρουν τη δική τους ή μονάχα σ’ αυτούς που την κατακτούν»;
Και μόνο γι’ αυτό το ερώτημα που θέτει, η παράσταση «Η δεύτερη έκπληξη του έρωτα», φτάνει ίσως για να καταταγεί στις πολυαναμενόμενες της φετινής θεατρικής περιόδου.
Το έργο του Μαριβώ, που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε συμπαραγωγή ΚΘΒΕ- Θεάτρου «Τέχνης», από τον ίδιο τον τίτλο του ακόμη, δηλώνει ότι πραγματεύεται ένα θέμα που ανά τους αιώνες απασχολεί ευρύτερα την καλλιτεχνική δημιουργία. Ένα απόσπασμά του φτάνει για να μας βάλει στο πνεύμα του κειμένου που δεν είναι γνωστό στο ελληνικό κοινό: «Γιατί, τί είναι ο έρωτας, αν όχι μια έκπληξη που ταράζει την ύπαρξή μας, μια συνάντηση με τον εαυτό μας μέσα στα μάτια του άλλου; Και σε τι περιπέτειες μας βάζει η συνειδητοποίηση ότι η συνάντηση αυτή είναι ικανή να μας οδηγήσει στην απώλεια της εικόνας που χτίζουμε για τον εαυτό μας»;
«Πάντα νόμιζα ότι χρειάζεται κανείς κάποιες λίγες σταθερές αγάπες»
Και ποιος άλλος θα μπορούσε να επιλέξει ένα τέτοιο έργο και έναν τέτοιο συγγραφέα;
Η απάντηση Βασίλης Παπαβασιλείου δεν εκπλήσσει. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που ο γνωστός θεατράνθρωπος καταπιάνεται με τον Μαριβώ.
Έχουν ήδη μεσολαβήσει άλλα τέσσερα έργα πριν από αυτό, επιβεβαιώνοντας τον δικό του «έρωτα»: αυτόν που εδώ και χρόνια έχει με τον γάλλο θεατρικό συγγραφέα. «Μπορεί να μιλήσει κανείς εύκολα για έρωτες;», απαντά όταν του ζητώ να σχολιάσει και γελάμε.
«Ξέρετε, θεωρώ αυτόν και τον συνομήλικό του ιστορικά, Γκολντόνι, τους δύο πυλώνες του ευρωπαϊκού, και όχι μόνο, θεάτρου. Από αυτή την άποψη δικαιούμαι να πω ότι νομιμοποιείται ο ανεξάντλητος έρωτας. Συνήθως οι έρωτες δεν τελειώνουν, έρχονται άλλοι, κάποιες φορές το καθεστώς της ερωτικής ζωής χαρακτηρίζεται από μια αστάθεια, από μια ρευστότητα, όσον αφορά όμως το παιχνίδι της καλλιτεχνικής δημιουργίας, πάντα νόμιζα ότι χρειάζεται κανείς κάποιες λίγες σταθερές αγάπες. Ο Μαριβώ είναι μια από αυτές. Ο μακαρίτης ο Στρέλλερ που είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο του Φεστιβάλ της Ένωσης των Θεάτρων της Ευρώπης όταν ήταν πρόεδρός της έλεγε ότι στις δύσκολες στιγμές αισθάνεσαι την ανάγκη σαν τον Ανταίο να πατήσεις στη γη για να σηκωθείς ψηλά. Κάτι τέτοια μεγέθη γίνονται το έδαφος για να στηριχθείς. Τώρα δε, μετά τη φάση της αναγκαστικής αργίας λόγω της καραντίνας, νομίζω ότι όλοι έχουμε ανάγκη από μια επανεκκίνηση. Ο Μαριβώ για μένα συνιστά μια τέτοια κίνηση και χαίρομαι που ανεβαίνει στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος τώρα που γιορτάζει τα 60 χρόνια του», λέει στο makthes.gr ο Βασίλης Παπαβασιλείου.
«Η ευφρόσυνη παγίδευση του θεατή»
Σκηνοθέτης της παράστασης και μεταφραστής του έργου ο ίδιος μιλάει για το πόσο τέτοια κείμενα επιδέχονται «φρεσκαρίσματος» σκηνοθετικά. «Στην περίπτωση του θεάτρου έχουν δοκιμαστεί τα πάντα, τα έχουμε δει, επιχειρήσει και ξαναεπιχειρήσει και νομίζω ότι, τελικώς, όσο και να θέλει κανείς να αμαρτήσει δια της πρωτοτυπίας, δεν θα τα καταφέρει», τονίζει.
Από εκεί και πέρα, για εκείνον το ζητούμενο είναι το αποτέλεσμα. «Εκ του αποτελέσματος παράγεται αυτό για το οποίο δημιουργείται μια παράσταση. Και ποιο είναι αυτό το ζητούμενο; Η συγκίνηση. Η συγκίνηση είναι ένα πολύ περίεργο και άτιμο πράγμα… Μπορεί κανείς να ακούει τα λόγια ενός ποιητή που γράφτηκαν πριν από 2500 χρόνια και να λέει τι γίνεται; Γιατί το στόμα αυτό που τα προφέρει και το σώμα αυτό που τα εκφέρει εισχωρούν μέσα σου και μιλούν κατευθείαν σ’ αυτό που είναι ο πρωταγωνιστής του θεάτρου για τον Σαίξπηρ: στον θεατή. Το ζητούμενο μιας παράστασης είναι η ευφρόσυνη παγίδευση του θεατή. Ξέρετε τι συμβαίνει στο θέατρο; Ζωντανοί άνθρωποι σε καλούν… Πηγαίνεις και εννέα στις δέκα φορές μπορεί να διαψευστεί η προσδοκία σου. Γι’ αυτό το θέατρο είναι μια τέχνη που μπορεί να σε απογοητεύσει σε βαθμό ευθέως ανάλογο προς αυτόν που θα μπορούσε να σε συγκλονίσει».
Κάνει με αυτή την αφορμή έναν διαχωρισμό κινηματογράφου και θεάτρου. «Δεν συμβαίνει αυτό στο σινεμά. Ξέρετε γιατί; Όσο κι αν σας αρέσει μια ταινία αυτό το οποίο συμβαίνει στο θέατρο είναι μια αμφίπλευρη επένδυση στο εδώ και τώρα. Αυτοί που είναι απέναντί σας κι εσείς που είστε κάτω καλείστε να συν-επενδύσετε. Στο σινεμά η επένδυση έχει λάβει ήδη χώρα και έχει πάρει τη μορφή μιας κόπιας. Θέατρο και κόπια δεν πάνε μαζί».
«Το θέατρο δίνει εξετάσεις στη δημιουργία ενός πυκνού παρόντος»
«Τι σας ενδιέφερε κυρίως να αναδείξετε μέσα από τη συγκεκριμένη παράσταση;», τον ρωτάω. «Όταν δεν μιλάμε για κάτι συγκεκριμένο ηχεί πολύ αφηρημένο. Εκείνο που θέλω να αναδείξω κάθε φορά: ότι το θέατρο δίνει εξετάσεις στη δημιουργία ενός, όπως έλεγε κάποιος, πυκνού παρόντος. Το θέατρο είναι και παρελθόν και παρόν και υπόσχεση μέλλοντος με όρους πυκνότητας. Και το στοίχημα αυτό έχεις να το αντιμετωπίσεις είτε κάνεις Μαριβώ, είτε Στάικο, είτε Ίψεν, είτε Μπρεχτ. Με ενδιαφέρει η δημιουργία αυτού του παρόντος στο οποίο εμπλέκεται και ο θεατής και μετά ίσως στο τέλος εκπλήσσεται ότι ενεπλάκη σε μια υπόθεση που περνά μέσα από λέξεις που πρωτακούστηκαν το 1727».
Έτσι εστιάζει στις δοκιμές που αυτό το διάστημα πραγματοποιούνται στο Βασιλικό Θέατρο με μάσκες, αντισηπτικά και… αποστάσεις λόγω κορονοϊού. Παρόλη τη συνθήκη όμως δηλώνει πολύ ευτυχής που επιστρέφει τόσο στη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη, όσο και στο άλλοτε θεατρικό «σπίτι» του, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος καλλιτεχνικός διευθυντής του οποίου διετέλεσε. «Προσέχω, χρησιμοποιώ τη μάσκα. Στο θέατρο λειτουργούμε με αποστάσεις, ευτυχώς το συγκεκριμένο έργο θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια μελέτη για την απόσταση, αφού δεν προϋποθέτει κοντινή σωματική επαφή. Οι κώδικες είναι συγκεκριμένοι. Οπότε, όπως λέμε, προσέχω για να έχω».
Η συνέχει στη «Μακεδονία της Κυριακής»
Τον ακούω να μιλάει με τη γνωστή, χαρακτηριστική θεατρική φωνή του, με τα ηχεία του στο φουλ. Έχει πολλά ακόμη να πει ο Βασίλης Παπαβασιλείου, άλλωστε μια συζήτηση μαζί του μπορεί να διαρκέσει μέρες, να κάνει παύσεις, να συνεχίζεται, να μην σταματά. Η δική μας κράτησε πολύ. Μίλησε για τη Θεσσαλονίκη, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, τον τρόπο με τον οποίο αποχώρησε πριν 22 χρόνια από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή, την πανδημία, τη Χρυσή Αυγή… Μια συνέχειά της στη Μακεδονία της Κυριακής 18 Οκτωβρίου δίνει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της.
Λίγα λόγια για το έργο
Η «Δεύτερη έκπληξη του έρωτα», παίχτηκε στην Κομεντί – Φρανσαίζ το 1727 κι έχει αρκετές ομοιότητες με την Έκπληξη του έρωτα που έγραψε ο συγγραφέας το 1722. Πρόκειται για μια αισθηματική κωμωδία που οι ήρωές της, παγιδευμένοι στις συμβάσεις και τους θεσμούς της εποχής τους, γίνονται έρμαια της γλώσσας που με τόση χάρη αρθρώνουν, χάνουν την ειλικρίνειά τους και μπλέκουν σε έναν «αναποφάσιστο» έρωτα που ακροβατεί ανάμεσα στο πάθος και την ευπρέπεια και τελικά αποδεικνύεται ανίκητος.
Η πρεμιέρα της παράστασης θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 31 Οκτωβρίου στο Βασιλικό Θέατρο.
ΣΧΟΛΙΑ