Υπάρχει μία σκηνή στον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ, όπου ο Βάνιας, χαζεύοντας την Έλενα, τη γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος, λέει «κοιτάξτε την, περπατάει και από την τεμπελιά της τρεκλίζει. Α, είναι πολύ χαριτωμένο αυτό… πάρα πολύ χαριτωμένο!». Είναι μια εικόνα χαμηλόφωνης ποίησης του καθημερινού, όπου αυτή η χαμηλόφωνη ποίηση του καθημερινού είναι διάχυτη στα έργα του Τσέχοφ. Οι ήρωές του έχουν χρόνο. Έχουν χρόνο να τεμπελιάσουν, να αισθάνονται πλήξη, ανία, να αργοπορούν, να υπάρχει η βραδύτητα της κατάκτησης και η χαλαρή αλλά παρ’ όλα αυτά σφύζουσα υπόγεια συναισθηματική κατάσταση.
Σήμερα το μόνο πράγμα που δεν έχουμε ποτέ είναι χρόνος. Πνιγόμαστε από το άγχος να προλάβουμε, να τρέξουμε, να μη μας ξεφύγει. Δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε πράγματα, ενώ τρέχουμε σαν τρελοί. Βέβαια οι ήρωες του Τσέχοφ ζούσαν το 19ο αιώνα και σήμερα η βραδύτητα έχει καταργηθεί ως έννοια ή τείνει να καταργηθεί πλήρως. Δεν μπορούμε να τεμπελιάζουμε, πόσο μάλλον να «τρεκλίζουμε» από τεμπελιά. Πιστεύω ότι είμαστε σε μια κατάσταση τιμωρίας, που επιβάλαμε στον εαυτό μας, που υποτίθεται ότι σήμερα τον προσέχουμε πολύ και με το πιο σωστό τρόπο.
Όταν ήμασταν παιδιά, τεμπελιάζαμε τα καλοκαίρια σαν τα τζιτζίκια του γνωστού μύθου. Η αίσθηση εκείνης της τεμπελιάς κυλάει σαν γλυκύτατο μέλι, είναι σαν μουσική σύνθεση που την ακούμε συνεχώς χωρίς να σβήνει ποτέ. Ο χρόνος έχει άρωμα και εμείς δεν προλαβαίνουμε να το μυρίσουμε. Πιστεύω πως πρέπει να επανέλθει η βραδύτητα της κατάκτησης (της συναισθηματικής), πρέπει να έχουμε χρόνο να βλέπουμε τα φύλλα να κιτρινίζουν, να αντιλαμβανόμαστε τη θέση των αστερισμών παρατηρώντας το στερέωμα, να νιώθουμε την πορεία του γιασεμιού, την υπομονή των οπωροφόρων. Με άλλα λόγια, πιστεύω ακράδαντα ότι τα μόνα πλούτη που πραγματικά έχω και κατέχω είναι ο χρόνος μου.
Υπάρχει μία σκηνή στον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ, όπου ο Βάνιας, χαζεύοντας την Έλενα, τη γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος, λέει «κοιτάξτε την, περπατάει και από την τεμπελιά της τρεκλίζει. Α, είναι πολύ χαριτωμένο αυτό… πάρα πολύ χαριτωμένο!». Είναι μια εικόνα χαμηλόφωνης ποίησης του καθημερινού, όπου αυτή η χαμηλόφωνη ποίηση του καθημερινού είναι διάχυτη στα έργα του Τσέχοφ. Οι ήρωές του έχουν χρόνο. Έχουν χρόνο να τεμπελιάσουν, να αισθάνονται πλήξη, ανία, να αργοπορούν, να υπάρχει η βραδύτητα της κατάκτησης και η χαλαρή αλλά παρ’ όλα αυτά σφύζουσα υπόγεια συναισθηματική κατάσταση.
Σήμερα το μόνο πράγμα που δεν έχουμε ποτέ είναι χρόνος. Πνιγόμαστε από το άγχος να προλάβουμε, να τρέξουμε, να μη μας ξεφύγει. Δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε πράγματα, ενώ τρέχουμε σαν τρελοί. Βέβαια οι ήρωες του Τσέχοφ ζούσαν το 19ο αιώνα και σήμερα η βραδύτητα έχει καταργηθεί ως έννοια ή τείνει να καταργηθεί πλήρως. Δεν μπορούμε να τεμπελιάζουμε, πόσο μάλλον να «τρεκλίζουμε» από τεμπελιά. Πιστεύω ότι είμαστε σε μια κατάσταση τιμωρίας, που επιβάλαμε στον εαυτό μας, που υποτίθεται ότι σήμερα τον προσέχουμε πολύ και με το πιο σωστό τρόπο.
Όταν ήμασταν παιδιά, τεμπελιάζαμε τα καλοκαίρια σαν τα τζιτζίκια του γνωστού μύθου. Η αίσθηση εκείνης της τεμπελιάς κυλάει σαν γλυκύτατο μέλι, είναι σαν μουσική σύνθεση που την ακούμε συνεχώς χωρίς να σβήνει ποτέ. Ο χρόνος έχει άρωμα και εμείς δεν προλαβαίνουμε να το μυρίσουμε. Πιστεύω πως πρέπει να επανέλθει η βραδύτητα της κατάκτησης (της συναισθηματικής), πρέπει να έχουμε χρόνο να βλέπουμε τα φύλλα να κιτρινίζουν, να αντιλαμβανόμαστε τη θέση των αστερισμών παρατηρώντας το στερέωμα, να νιώθουμε την πορεία του γιασεμιού, την υπομονή των οπωροφόρων. Με άλλα λόγια, πιστεύω ακράδαντα ότι τα μόνα πλούτη που πραγματικά έχω και κατέχω είναι ο χρόνος μου.
ΣΧΟΛΙΑ