ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο Γιάννης Μπέζος στη «ΜτΚ»: «Όλα τα τραγούδια της μόδας που κυκλοφορούν είναι ανόητα»

Έφερε στη Θεσσαλονίκη την παράσταση «Με πονηριά στο μάτι» και μίλησε για τα σημεία του καιρού μας

 12/11/2023 08:00

Ο Γιάννης Μπέζος στη «ΜτΚ»: «Όλα τα τραγούδια της μόδας που κυκλοφορούν είναι ανόητα»

Κυριακή Τσολάκη

«Και πονηριά στο μάτι»! Ο γραμμένος από τον Αλέκο Σακελλάριο στίχος, που ανήκει σε ένα από τα πιο δημοφιλή και διαχρονικά τραγούδια τα οποία μας ταξιδεύουν στον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο, γίνεται ο τίτλος ενός δρώμενου μουσικής και λόγου, εμπνευσμένου και σχεδιασμένου από τον Γιάννη Μπέζο.

Συνολικά 25 ακούσματα σε στίχους του αξέχαστου πολυ-καλλιτέχνη και σε μουσικές των Γ. Μουζάκη, Μ. Σουγιούλ, Κώστα Γιαννίδη, Ν. Γούναρη, Στ. Ξαρχάκου, Κ. Καπνίση κ.ά. δένουν με αφηγήσεις του γνωστού ηθοποιού και σκηνοθέτη για τα κομμάτια αυτά. «Αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν να έρχονται οι θεατές – ακροατές σε επαφή με τα συγκεκριμένα τραγούδια ως προς τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκαν, αλλά και τον λόγο που γεννήθηκαν. Είναι όλα πολύ γνωστά κομμάτια, απλώς δεν ξέρουμε ακριβώς ποια ανάγκη τα έφερε στη ‘ζωή’, τι χρονολογική σειρά έχουν κ.α.».

Έτσι, τραγούδια από το «Άστα τα μαλάκια σου» μέχρι το «Πες μου μια λέξη» και από τον «Γλάρο» μέχρι το «Ένα βράδυ που ‘βρεχε» και, ασφαλώς, το «Γαρύφαλλο στο αυτί», μόνο με ένα πιάνο και φωνές, συνομιλούν με τις ιστορίες τους, αλλά και την Ιστορία ευρύτερα. «Το δρώμενο αναφέρεται μόνο στον στίχο του Σακελλάριου, στη δραματουργία του, σε όλη την πορεία του. Τον είχα γνωρίσει μια φορά. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν παιδιά του πολέμου, αγαπούσαν τη ζωή πάρα πολύ, τόσο ώστε την έπαιρναν ανάλαφρα, την αντιμετώπιζαν με τον τρόπο που παίζει ένα παιδί. Αυτή ήταν η μεγάλη τους αρετή και, όπως ξέρετε, όλο το έργο τους λειτούργησε ως παρηγοριά μετά τον πόλεμο. Μην κοιτάτε τώρα που έχουμε γίνει πολύ μοντέρνοι. Οι άνθρωποι τότε ήθελαν να ζήσουν μετά τον πόλεμο, ήθελαν να χαρούν, είχαν κουραστεί», επισημαίνει ο Γιάννης Μπέζος.

bezos.jpeg



«Δεν έχουμε πλέον σημεία αναφοράς»

«Σήμερα, μετά από κρίσεις, πανδημίες, με παρόντες δύο πολέμους, εμείς δεν θέλουμε να γελάσουμε; Να χαρούμε; Γιατί μας λέτε πολύ μοντέρνους;», τον ρωτώ. «Σήμερα καταφεύγουμε σε ανοησίες και γελάμε. Αυτή είναι η διαφορά. Δεν έχουμε πλέον σημεία αναφοράς και αυτό είναι λίγο δύσκολο. Δεν έχουμε δηλαδή ανθρώπους να στοιχηθούμε απέναντί τους, να αναμετρηθούμε μαζί τους. Προσπαθούμε και βρίσκουμε κάτι εκτονωτικές ανοησίες. Όλα αυτά τα τραγούδια της μόδας που κυκλοφορούν είναι ανόητα και χωρίς νόημα. Είναι πράγματα αναλώσιμα, χαϊδεύουν τα αυτιά μας και τα πολύ ταπεινά γούστα και σε λίγο καιρό δεν θα τα θυμάται κανείς. Φυσικά, υπάρχουν δημιουργοί πάρα πολλοί σοβαροί, δεν το συζητώ. Τους ξέρουμε όλοι. Υπάρχουν και νέοι άνθρωποι που είναι πάρα πολύ ταλαντούχοι. Δεν γνωρίζω όμως αν θα αναμετρηθούν με τους παλαιότερους γιατί αυτό πρέπει να το δείχνει ο χρόνος. Δεν πρέπει δηλαδή να αναζητάμε και να υποστηρίζουμε ότι δεν υπάρχει σήμερα ένας Χατζιδάκις, ένας Τσιτσάνης. Δεν μπορεί να υπάρχει σήμερα. Θα υπάρξει μετά από χρόνια. Ας μην ξεχνάμε ότι και στον καιρό τους αυτοί οι άνθρωποι λοιδορήθηκαν και χλευάστηκαν», απαντά.

Γι’ αυτό, το δρώμενο έπαιξε έναν ανακουφιστικό ρόλο σε όλους όσοι επέλεξαν να το δουν. «Ξεχνιέσαι με έναν τρόπο ακούγοντας αυτές τις μελωδίες ενός άλλου καιρού οι οποίες εμπεριέχουν στοιχεία που έχουμε μέσα μας. Εμάς που ασχολούμαστε με το θέατρο ως ηθοποιοί και τραγουδάμε μας ενδιαφέρει περισσότερο να επικοινωνηθεί ο στίχος. Ακούσαμε ότι αυτοί οι στίχοι ώρες – ώρες είναι τόσο μοντέρνοι και σύνθετοι που δύσκολα τους βρίσκεις σήμερα».

«Η νοσταλγία σε παγιδεύει στα παλιά»

Τα τραγούδια του δρώμενου «Αλέκος Σακελλάριος: Με πονηριά στο μάτι» παραπέμπουν για κάποιους σε μια νοσταλγική διάθεση. Όμως για τον Γιάννη Μπέζο η νοσταλγία δεν είναι καλός σύμβουλος. «Τη θεωρώ κάτι κακό γιατί σε παγιδεύει στα παλιά, σε ένα παρελθόν που δεν σου αποκαλύπτει τίποτε και απλώς σε αποκοιμίζει. Όταν νοσταλγούμε πολύ τα παλιά μας, δείχνει πόσο ανασφαλείς είμαστε για το μέλλον. Αυτή είναι η δική μου εκτίμηση, κάτι που βέβαια, δεν μειώνει την αξία των έργων, των ταινιών ή των μελωδιών. Γι’ αυτό ήθελα να τα επαναφέρω. Είναι δηλαδή πράγματα που τα εμπεριέχουμε όλοι, αλλά πρέπει να τα βλέπουμε σαν να είναι καινούρια, σαν να γράφτηκαν χθες. Ακριβώς γιατί είναι φτιαγμένα από πολύ ταλαντούχους ανθρώπους. Δεν είναι δηλαδή μόνο παλιά. Το να επιστρέφουμε στα παλιά μονίμως σημαίνει ότι δεν έχουμε προοπτική στο μέλλον και είναι λάθος», υποστηρίζει.

Και μπορεί τα τραγούδια αυτά να μην αποτελούν διασκευές, όμως η φρέσκια ματιά που τους έριξε ο ίδιος είναι το «θέμα διάθεσης», όπως λέει. «Τα πολύ καλά τραγούδια, τα μεγάλα όπως και τα θεατρικά έργα και η λογοτεχνία, δεν συνομιλούν με τον καιρό τους, συνομιλούν με το μέλλον. Δεν παλιώνουν δηλαδή. Εξαρτώνται από το να καλύπτει πάντα ο ακροατής – θεατής ένα κομμάτι από τον εαυτό του, την ευαισθησία κ.α. Προσπαθώ, λοιπόν, μέσα από αυτά τα κομμάτια να συνειδητοποιήσουμε ότι τίποτε δεν είναι παλιό και νέο. Υπάρχουν πράγματα που είναι αποκαλυπτικά και ενδιαφέροντα και άλλα που δεν είναι καθόλου. Ας μην τα μετράμε όλα χρονολογικά. Πρέπει να τα ζυγίζουμε με βάση του τι σημαίνουν για εμάς σήμερα. Κάτι μας λένε, μας δημιουργούν έναν κόσμο, μάς πυροδοτούν τη φαντασία, μάς εξάπτουν την ευαισθησία κ.λπ.».

Η σχέση με το τραγούδι, την τηλεόραση, το θέατρο

Ο ίδιος έχει μια ιδιαίτερη σχέση με το τραγούδι - είναι γνωστό πως τραγουδά- την οποία μάλιστα εξέφρασε και ως παρουσιαστής της εκπομπής «Ό,τι αγαπώ», που ολοκλήρωσε τον κύκλο της. «Δεν είναι για χόρταση αυτά. Χρειάζεται να ασχοληθεί κανείς τόσο όσο, γιατί μετά αρχίζουν και παρακμάζουν και μοιραία επαναλαμβάνεσαι. Έκανα τα αφιερώματα που θεώρησα ότι μπορούσα να κάνω σε ανθρώπους που είχαν ενδιαφέρον και νομίζω ότι αυτό ήταν υπεραρκετό».

Ωστόσο, η σχέση του με την τηλεόραση συνεχίζεται αφού από τον Ιανουάριο θα τον βλέπουμε στη σειρά του MEGA «Θα μ’ ακούς», που σχετίζεται με την Αμμόχωστο και τα 50 χρόνια από την κυπριακή τραγωδία. Προς το παρόν εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί μαζί με τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη στην παράσταση «Αινιγματικές Παραλλαγές», που έσπασε ταμεία στη Θεσσαλονίκη και τώρα παρουσιάζεται στο θέατρο «Βεάκη» της Αθήνας.

Δημοσιεύτηκε στη Μακεδονία της Κυριακής 5 Νοεμβρίου

«Και πονηριά στο μάτι»! Ο γραμμένος από τον Αλέκο Σακελλάριο στίχος, που ανήκει σε ένα από τα πιο δημοφιλή και διαχρονικά τραγούδια τα οποία μας ταξιδεύουν στον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο, γίνεται ο τίτλος ενός δρώμενου μουσικής και λόγου, εμπνευσμένου και σχεδιασμένου από τον Γιάννη Μπέζο.

Συνολικά 25 ακούσματα σε στίχους του αξέχαστου πολυ-καλλιτέχνη και σε μουσικές των Γ. Μουζάκη, Μ. Σουγιούλ, Κώστα Γιαννίδη, Ν. Γούναρη, Στ. Ξαρχάκου, Κ. Καπνίση κ.ά. δένουν με αφηγήσεις του γνωστού ηθοποιού και σκηνοθέτη για τα κομμάτια αυτά. «Αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν να έρχονται οι θεατές – ακροατές σε επαφή με τα συγκεκριμένα τραγούδια ως προς τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκαν, αλλά και τον λόγο που γεννήθηκαν. Είναι όλα πολύ γνωστά κομμάτια, απλώς δεν ξέρουμε ακριβώς ποια ανάγκη τα έφερε στη ‘ζωή’, τι χρονολογική σειρά έχουν κ.α.».

Έτσι, τραγούδια από το «Άστα τα μαλάκια σου» μέχρι το «Πες μου μια λέξη» και από τον «Γλάρο» μέχρι το «Ένα βράδυ που ‘βρεχε» και, ασφαλώς, το «Γαρύφαλλο στο αυτί», μόνο με ένα πιάνο και φωνές, συνομιλούν με τις ιστορίες τους, αλλά και την Ιστορία ευρύτερα. «Το δρώμενο αναφέρεται μόνο στον στίχο του Σακελλάριου, στη δραματουργία του, σε όλη την πορεία του. Τον είχα γνωρίσει μια φορά. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν παιδιά του πολέμου, αγαπούσαν τη ζωή πάρα πολύ, τόσο ώστε την έπαιρναν ανάλαφρα, την αντιμετώπιζαν με τον τρόπο που παίζει ένα παιδί. Αυτή ήταν η μεγάλη τους αρετή και, όπως ξέρετε, όλο το έργο τους λειτούργησε ως παρηγοριά μετά τον πόλεμο. Μην κοιτάτε τώρα που έχουμε γίνει πολύ μοντέρνοι. Οι άνθρωποι τότε ήθελαν να ζήσουν μετά τον πόλεμο, ήθελαν να χαρούν, είχαν κουραστεί», επισημαίνει ο Γιάννης Μπέζος.

bezos.jpeg



«Δεν έχουμε πλέον σημεία αναφοράς»

«Σήμερα, μετά από κρίσεις, πανδημίες, με παρόντες δύο πολέμους, εμείς δεν θέλουμε να γελάσουμε; Να χαρούμε; Γιατί μας λέτε πολύ μοντέρνους;», τον ρωτώ. «Σήμερα καταφεύγουμε σε ανοησίες και γελάμε. Αυτή είναι η διαφορά. Δεν έχουμε πλέον σημεία αναφοράς και αυτό είναι λίγο δύσκολο. Δεν έχουμε δηλαδή ανθρώπους να στοιχηθούμε απέναντί τους, να αναμετρηθούμε μαζί τους. Προσπαθούμε και βρίσκουμε κάτι εκτονωτικές ανοησίες. Όλα αυτά τα τραγούδια της μόδας που κυκλοφορούν είναι ανόητα και χωρίς νόημα. Είναι πράγματα αναλώσιμα, χαϊδεύουν τα αυτιά μας και τα πολύ ταπεινά γούστα και σε λίγο καιρό δεν θα τα θυμάται κανείς. Φυσικά, υπάρχουν δημιουργοί πάρα πολλοί σοβαροί, δεν το συζητώ. Τους ξέρουμε όλοι. Υπάρχουν και νέοι άνθρωποι που είναι πάρα πολύ ταλαντούχοι. Δεν γνωρίζω όμως αν θα αναμετρηθούν με τους παλαιότερους γιατί αυτό πρέπει να το δείχνει ο χρόνος. Δεν πρέπει δηλαδή να αναζητάμε και να υποστηρίζουμε ότι δεν υπάρχει σήμερα ένας Χατζιδάκις, ένας Τσιτσάνης. Δεν μπορεί να υπάρχει σήμερα. Θα υπάρξει μετά από χρόνια. Ας μην ξεχνάμε ότι και στον καιρό τους αυτοί οι άνθρωποι λοιδορήθηκαν και χλευάστηκαν», απαντά.

Γι’ αυτό, το δρώμενο έπαιξε έναν ανακουφιστικό ρόλο σε όλους όσοι επέλεξαν να το δουν. «Ξεχνιέσαι με έναν τρόπο ακούγοντας αυτές τις μελωδίες ενός άλλου καιρού οι οποίες εμπεριέχουν στοιχεία που έχουμε μέσα μας. Εμάς που ασχολούμαστε με το θέατρο ως ηθοποιοί και τραγουδάμε μας ενδιαφέρει περισσότερο να επικοινωνηθεί ο στίχος. Ακούσαμε ότι αυτοί οι στίχοι ώρες – ώρες είναι τόσο μοντέρνοι και σύνθετοι που δύσκολα τους βρίσκεις σήμερα».

«Η νοσταλγία σε παγιδεύει στα παλιά»

Τα τραγούδια του δρώμενου «Αλέκος Σακελλάριος: Με πονηριά στο μάτι» παραπέμπουν για κάποιους σε μια νοσταλγική διάθεση. Όμως για τον Γιάννη Μπέζο η νοσταλγία δεν είναι καλός σύμβουλος. «Τη θεωρώ κάτι κακό γιατί σε παγιδεύει στα παλιά, σε ένα παρελθόν που δεν σου αποκαλύπτει τίποτε και απλώς σε αποκοιμίζει. Όταν νοσταλγούμε πολύ τα παλιά μας, δείχνει πόσο ανασφαλείς είμαστε για το μέλλον. Αυτή είναι η δική μου εκτίμηση, κάτι που βέβαια, δεν μειώνει την αξία των έργων, των ταινιών ή των μελωδιών. Γι’ αυτό ήθελα να τα επαναφέρω. Είναι δηλαδή πράγματα που τα εμπεριέχουμε όλοι, αλλά πρέπει να τα βλέπουμε σαν να είναι καινούρια, σαν να γράφτηκαν χθες. Ακριβώς γιατί είναι φτιαγμένα από πολύ ταλαντούχους ανθρώπους. Δεν είναι δηλαδή μόνο παλιά. Το να επιστρέφουμε στα παλιά μονίμως σημαίνει ότι δεν έχουμε προοπτική στο μέλλον και είναι λάθος», υποστηρίζει.

Και μπορεί τα τραγούδια αυτά να μην αποτελούν διασκευές, όμως η φρέσκια ματιά που τους έριξε ο ίδιος είναι το «θέμα διάθεσης», όπως λέει. «Τα πολύ καλά τραγούδια, τα μεγάλα όπως και τα θεατρικά έργα και η λογοτεχνία, δεν συνομιλούν με τον καιρό τους, συνομιλούν με το μέλλον. Δεν παλιώνουν δηλαδή. Εξαρτώνται από το να καλύπτει πάντα ο ακροατής – θεατής ένα κομμάτι από τον εαυτό του, την ευαισθησία κ.α. Προσπαθώ, λοιπόν, μέσα από αυτά τα κομμάτια να συνειδητοποιήσουμε ότι τίποτε δεν είναι παλιό και νέο. Υπάρχουν πράγματα που είναι αποκαλυπτικά και ενδιαφέροντα και άλλα που δεν είναι καθόλου. Ας μην τα μετράμε όλα χρονολογικά. Πρέπει να τα ζυγίζουμε με βάση του τι σημαίνουν για εμάς σήμερα. Κάτι μας λένε, μας δημιουργούν έναν κόσμο, μάς πυροδοτούν τη φαντασία, μάς εξάπτουν την ευαισθησία κ.λπ.».

Η σχέση με το τραγούδι, την τηλεόραση, το θέατρο

Ο ίδιος έχει μια ιδιαίτερη σχέση με το τραγούδι - είναι γνωστό πως τραγουδά- την οποία μάλιστα εξέφρασε και ως παρουσιαστής της εκπομπής «Ό,τι αγαπώ», που ολοκλήρωσε τον κύκλο της. «Δεν είναι για χόρταση αυτά. Χρειάζεται να ασχοληθεί κανείς τόσο όσο, γιατί μετά αρχίζουν και παρακμάζουν και μοιραία επαναλαμβάνεσαι. Έκανα τα αφιερώματα που θεώρησα ότι μπορούσα να κάνω σε ανθρώπους που είχαν ενδιαφέρον και νομίζω ότι αυτό ήταν υπεραρκετό».

Ωστόσο, η σχέση του με την τηλεόραση συνεχίζεται αφού από τον Ιανουάριο θα τον βλέπουμε στη σειρά του MEGA «Θα μ’ ακούς», που σχετίζεται με την Αμμόχωστο και τα 50 χρόνια από την κυπριακή τραγωδία. Προς το παρόν εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί μαζί με τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη στην παράσταση «Αινιγματικές Παραλλαγές», που έσπασε ταμεία στη Θεσσαλονίκη και τώρα παρουσιάζεται στο θέατρο «Βεάκη» της Αθήνας.

Δημοσιεύτηκε στη Μακεδονία της Κυριακής 5 Νοεμβρίου

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία