Ο Γιώργος Πιτροπάκης στο makthes.gr: «Όλα με συγκινούν αλλά πιο πολύ γουστάρω τους ανθρώπους»
27/05/2019 11:00
27/05/2019 11:00
Πριν λίγα χρόνια ο δημοσιογράφος Γιώργος Πιτροπάκης, συχνός επισκέπτης και λάτρης της Ρωσίας, μαζί με τον φίλο του Ρώσο φωτογράφο Σεργκέι Κόζμιν πραγματοποίησαν μέσα στο καταχείμωνο το ταξίδι Μόσχα – Βλαδιβοστόκ με τον Υπερσιβηρικό, την πιο μυθική σιδηροδρομική διαδρομή στον κόσμο: 9.288 χιλιόμετρα, 53 σταθμοί, 8 διαφορετικές χρονικές ζώνες.
Οι εντυπώσεις του δημοσιογράφου από αυτό το ταξίδι έγιναν το υλικό για ένα βιβλίο 248 σελίδων με τίτλο «Υπερσιβηρικός. Ένα τρένο που το λένε Ρωσία» (Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος) στο οποίο ο ίδιος καταγράφει με την πένα του τη μαραθώνια αυτή εμπειρία. Ξεκινώντας από την παρουσίαση των ατόμων, των πραγμάτων και των συζητήσεων στο κουπέ, στο βαγόνι, στο τρένο ολόκληρο, ο αφηγητής περνάει σε μια παρουσίαση πολλών πτυχών της γνωστής άγνωστης χώρας που είναι η σημερινή Ρωσία. Από την πολιτική μέχρι τη γαστρονομία, από τις κοινωνικές συμπεριφορές μέχρι την οικονομία. Και με αφορμή αυτές, προχωράει συχνά σε αναδρομές στην ιστορία της σοβιετικής και της τσαρικής Ρωσίας αλλά και του Υπερσιβηρικού, που είναι η ραχοκοκαλιά της χώρας. Παρόλα αυτά η απάντηση για το πόσο έχει αλλάξει η χώρα μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ δεν είναι κάτι εύκολο για εκείνον. «Είναι μια ερώτηση που η απάντηση της θα μπορούσε να γίνει ένα τεράστιο βιβλίο. Όσο για τα πειράματα του Γκορμπατσόφ με την Περεστρόικα και την Γκλάσνοστ κατέληξαν σε φιάσκο με ολέθρια αποτελέσματα. Αυτό που ενδιαφέρει εμένα είναι ο μέσος Ρώσος μ…κας, σαν εμένα, που προσπαθεί να επιβιώσει. Πράγμα όχι και τόσο εύκολο τώρα πια», λέει στο makthes.gr o Γιώργος Πιτροπάκης.
Το βιβλίο δεν ήταν στις προθέσεις του, ούτε είχε σκοπό να αναδείξει κάτι συγκεκριμένο, όπως τονίζει. «Εγώ απλά από τα μικράτα μου ήθελα να κάνω αυτό το ταξίδι. Μάλλον επηρεασμένος από τον Ιούλιο Βερν αλλά κυρίως από το άμεσο οικογενειακό μου περιβάλλον, όπου οι μισοί αποκαλούσαν τη χώρα του Λένιν ‘σιδηρούν παραπέτασμα’ ενώ οι άλλοι μισοί επέμεναν ότι εκεί συντελούνται θαύματα. Έτσι, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '80 άρχισα να επισκέπτομαι τακτικότατα τη Σοβιετική Ένωση. Λίγο αργότερα μπήκα σώγαμπρος, η σύζυγός μου είναι από το Στάλινγκραντ. Παρόλα αυτά το ταξίδι με τον υπερσιβηρικό συνεχώς το ανέβαλα. Όταν τελικά στα τέλη του 2010 επιτέλους το πραγματοποίησα και άρχισα να γράφω γι αυτό στο περιοδικό Έψιλον της Ελευθεροτυπίας όπου εργαζόμουν, απλά προσπάθησα να δώσω όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες, για μια χώρα όπου έχουμε συνηθίσει να ακούμε μύθους. Το ίδιο έκανα και στο Βιβλίο».
Ο συγγραφέας δεν έκανε τη διαδρομή στην πρώτη θέση. Αντιθέτως, κατέβηκε μερικά σκαλιά και βρέθηκε παρέα με κάθε καρυδιάς καρύδι. Αντιμέτωπος με απίθανους, αδικημένους, ανησυχούντες, απροσάρμοστους, λογικούς και παράλογους, νομοταγείς και παράνομους, σοβαρούς και γελοίους. Έτσι, είναι λογικό μιλώντας στο makthes.gr να χαρακτηρίζει την εμπειρία του ταξιδιού αυτού «μοναδική με χιλιάδες συναισθήματα».
Με τον τρόπο αυτόν ο τόμος γίνεται μια πινακοθήκη από ανθρώπινες φιγούρες, που συνοδεύονται από τα τα πάθη, τα λάθη, τις περιπέτειες και τις ελπίδες τους. Άλλωστε, στο ερώτημα για το ποιο κομμάτι της Ρωσίας αγαπάει πιο πολύ ο ίδιος απαντάει: «όλα με συγκινούν αλλά πιο πολύ γουστάρω τους ανθρώπους».
Το βιβλίο γίνεται ένα εκτενές ρεπορτάζ της σύγχρονης Ρωσίας που την περιγράφει με ακρίβεια και χιούμορ, δίνοντας πληροφορίες για κάθε στάση του Υπερσιβηρικού, αφού η δημοσιογραφική ιδιότητα του Γιώργου Πιτροπάκη φαίνεται να επηρεάζει αρκετά τη συγγραφή. «Η δημοσιογραφία, το ρεπορτάζ δηλαδή, νομίζω ότι κάνει το γράψιμο πιο άμεσο», τονίζει.
Όσο για το επόμενο συγγραφικό του βήμα; Το προετοιμάζει με αργούς, όπως λέει, ρυθμούς. «Έχει σχέση με τον δρόμο του μεταξιού. Κυρίως το Ουζμπεκιστάν, τις πόλεις Χίβα, Μπουχάρα Σαμαρκάνδη, Τασκένδη και τους Έλληνες παρτιζάνους του ΔΣΕ που μετά την ήττα μεταφέρθηκαν εκεί».
Προς το παρόν ετοιμάζεται να παρουσιάσει το βιβλίο του «Υπερσιβηρικός. Ένα τρένο που το λένε Ρωσία» στη Θεσσαλονίκη την 1η Ιουνίου στις 12.30μμ στο αγαπημένο μπαρ – στέκι Stretto (Καρόλου Ντηλ 18).
Οι φωτογραφίες που πλαισιώνουν τη συνέντευξη είναι του φωτογράφου Σεργκέι Κόζμιν.
Πριν λίγα χρόνια ο δημοσιογράφος Γιώργος Πιτροπάκης, συχνός επισκέπτης και λάτρης της Ρωσίας, μαζί με τον φίλο του Ρώσο φωτογράφο Σεργκέι Κόζμιν πραγματοποίησαν μέσα στο καταχείμωνο το ταξίδι Μόσχα – Βλαδιβοστόκ με τον Υπερσιβηρικό, την πιο μυθική σιδηροδρομική διαδρομή στον κόσμο: 9.288 χιλιόμετρα, 53 σταθμοί, 8 διαφορετικές χρονικές ζώνες.
Οι εντυπώσεις του δημοσιογράφου από αυτό το ταξίδι έγιναν το υλικό για ένα βιβλίο 248 σελίδων με τίτλο «Υπερσιβηρικός. Ένα τρένο που το λένε Ρωσία» (Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος) στο οποίο ο ίδιος καταγράφει με την πένα του τη μαραθώνια αυτή εμπειρία. Ξεκινώντας από την παρουσίαση των ατόμων, των πραγμάτων και των συζητήσεων στο κουπέ, στο βαγόνι, στο τρένο ολόκληρο, ο αφηγητής περνάει σε μια παρουσίαση πολλών πτυχών της γνωστής άγνωστης χώρας που είναι η σημερινή Ρωσία. Από την πολιτική μέχρι τη γαστρονομία, από τις κοινωνικές συμπεριφορές μέχρι την οικονομία. Και με αφορμή αυτές, προχωράει συχνά σε αναδρομές στην ιστορία της σοβιετικής και της τσαρικής Ρωσίας αλλά και του Υπερσιβηρικού, που είναι η ραχοκοκαλιά της χώρας. Παρόλα αυτά η απάντηση για το πόσο έχει αλλάξει η χώρα μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ δεν είναι κάτι εύκολο για εκείνον. «Είναι μια ερώτηση που η απάντηση της θα μπορούσε να γίνει ένα τεράστιο βιβλίο. Όσο για τα πειράματα του Γκορμπατσόφ με την Περεστρόικα και την Γκλάσνοστ κατέληξαν σε φιάσκο με ολέθρια αποτελέσματα. Αυτό που ενδιαφέρει εμένα είναι ο μέσος Ρώσος μ…κας, σαν εμένα, που προσπαθεί να επιβιώσει. Πράγμα όχι και τόσο εύκολο τώρα πια», λέει στο makthes.gr o Γιώργος Πιτροπάκης.
Το βιβλίο δεν ήταν στις προθέσεις του, ούτε είχε σκοπό να αναδείξει κάτι συγκεκριμένο, όπως τονίζει. «Εγώ απλά από τα μικράτα μου ήθελα να κάνω αυτό το ταξίδι. Μάλλον επηρεασμένος από τον Ιούλιο Βερν αλλά κυρίως από το άμεσο οικογενειακό μου περιβάλλον, όπου οι μισοί αποκαλούσαν τη χώρα του Λένιν ‘σιδηρούν παραπέτασμα’ ενώ οι άλλοι μισοί επέμεναν ότι εκεί συντελούνται θαύματα. Έτσι, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '80 άρχισα να επισκέπτομαι τακτικότατα τη Σοβιετική Ένωση. Λίγο αργότερα μπήκα σώγαμπρος, η σύζυγός μου είναι από το Στάλινγκραντ. Παρόλα αυτά το ταξίδι με τον υπερσιβηρικό συνεχώς το ανέβαλα. Όταν τελικά στα τέλη του 2010 επιτέλους το πραγματοποίησα και άρχισα να γράφω γι αυτό στο περιοδικό Έψιλον της Ελευθεροτυπίας όπου εργαζόμουν, απλά προσπάθησα να δώσω όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες, για μια χώρα όπου έχουμε συνηθίσει να ακούμε μύθους. Το ίδιο έκανα και στο Βιβλίο».
Ο συγγραφέας δεν έκανε τη διαδρομή στην πρώτη θέση. Αντιθέτως, κατέβηκε μερικά σκαλιά και βρέθηκε παρέα με κάθε καρυδιάς καρύδι. Αντιμέτωπος με απίθανους, αδικημένους, ανησυχούντες, απροσάρμοστους, λογικούς και παράλογους, νομοταγείς και παράνομους, σοβαρούς και γελοίους. Έτσι, είναι λογικό μιλώντας στο makthes.gr να χαρακτηρίζει την εμπειρία του ταξιδιού αυτού «μοναδική με χιλιάδες συναισθήματα».
Με τον τρόπο αυτόν ο τόμος γίνεται μια πινακοθήκη από ανθρώπινες φιγούρες, που συνοδεύονται από τα τα πάθη, τα λάθη, τις περιπέτειες και τις ελπίδες τους. Άλλωστε, στο ερώτημα για το ποιο κομμάτι της Ρωσίας αγαπάει πιο πολύ ο ίδιος απαντάει: «όλα με συγκινούν αλλά πιο πολύ γουστάρω τους ανθρώπους».
Το βιβλίο γίνεται ένα εκτενές ρεπορτάζ της σύγχρονης Ρωσίας που την περιγράφει με ακρίβεια και χιούμορ, δίνοντας πληροφορίες για κάθε στάση του Υπερσιβηρικού, αφού η δημοσιογραφική ιδιότητα του Γιώργου Πιτροπάκη φαίνεται να επηρεάζει αρκετά τη συγγραφή. «Η δημοσιογραφία, το ρεπορτάζ δηλαδή, νομίζω ότι κάνει το γράψιμο πιο άμεσο», τονίζει.
Όσο για το επόμενο συγγραφικό του βήμα; Το προετοιμάζει με αργούς, όπως λέει, ρυθμούς. «Έχει σχέση με τον δρόμο του μεταξιού. Κυρίως το Ουζμπεκιστάν, τις πόλεις Χίβα, Μπουχάρα Σαμαρκάνδη, Τασκένδη και τους Έλληνες παρτιζάνους του ΔΣΕ που μετά την ήττα μεταφέρθηκαν εκεί».
Προς το παρόν ετοιμάζεται να παρουσιάσει το βιβλίο του «Υπερσιβηρικός. Ένα τρένο που το λένε Ρωσία» στη Θεσσαλονίκη την 1η Ιουνίου στις 12.30μμ στο αγαπημένο μπαρ – στέκι Stretto (Καρόλου Ντηλ 18).
Οι φωτογραφίες που πλαισιώνουν τη συνέντευξη είναι του φωτογράφου Σεργκέι Κόζμιν.
ΣΧΟΛΙΑ