Ο Κυρανάκης διαβεβαιώνει ότι η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας θα διαφυλάσσει τα προσωπικά δεδομένα
01/02/2024 21:16
01/02/2024 21:16
Με τον Υφυπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κωνσταντίνο Κυρανάκη να δηλώνει ότι η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας θα λειτουργεί με συγκεκριμένα αυστηρά πρωτόκολλα και κανόνες και να διαβεβαιώνει για πλήρη προστασία των προσωπικών δεδομένων και την αντιπολίτευση να εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις για τις προθέσεις της κυβέρνησης, άρχισε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, η επεξεργασία του σχετικού νομοσχεδίου.
«Στόχος της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας είναι να προστατεύει τη χρήση της τεχνολογίας, να μην αφήνει περιθώρια σε εγκληματικές ομάδες, σε κυβερνήσεις, σε ξένες κρατικές ιδιωτικές οντότητες να έχουν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα. Δηλαδή, την ελεύθερη επιλογή των ανθρώπων και των καταναλωτών να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία για όποιον σκοπό επιθυμούν χωρίς κίνδυνο. Όλες οι κρίσιμες υποδομές της καθημερινότητας μας, ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς, θα λειτουργούν επιτέλους κάτω από συγκεκριμένα δεδομένα», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Κυρανάκης και συμπλήρωσε:
«Νομοθετούμε, γιατί έχουμε υποχρέωση από την ΕΕ να ενσωματώσουμε πιο αυστηρό επίπεδο ελέγχου στην κυβερνοασφάλεια της χώρας που όντως έχουμε μείνει πίσω.
Ερχόμαστε λοιπόν και αναβαθμίζουμε τα κριτήρια με βάσει τα οποία χρειάζεται να λειτουργεί η κυβερνοασφάλεια για να προστατεύονται τα προσωπικά δεδομένα. Διότι, όσο αυξάνεται η χρήση της τεχνολογίας είναι απόλυτα φυσικό και επόμενο, να αυξάνονται οι απειλές και οι κίνδυνοι εκεί που υπάρχει η οικονομική δραστηριότητα, η διακίνηση προσωπικών δεδομένων».
Όπως ανέφερε ο κ. Κυρανάκης, «υπάρχουν 2.000 κρίσιμες υποδομές της χώρας όπως τράπεζες, τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι δημόσιοι φορείς, οι οποίοι δεν ανήκουν στο στενό πυρήνα της εθνικής ασφάλειας, αλλά οφείλουν, μιας και επεξεργάζονται και κάνουν διακίνηση προσωπικών δεδομένων, να λειτουργούν με πολύ αυστηρά κριτήρια κυβερνοασφάλειας».
«Οι οντότητες αυτές έχουν από την μία την ανάγκη προστασίας και από την άλλη την ανάγκη πρόληψης, μέσω συγκεκριμένων κανόνων. Καθημερινά θα έχουμε παντού απόπειρες επιθέσεων ή επιθέσεις σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς», είπε και διευκρίνισε:
«Για παράδειγμα, αν μια εγκληματική οργάνωση λειτουργεί εντός ή εκτός Ελλάδος σε μια από τις τέσσερεις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες χειρίζονται τραπεζικούς λογαριασμούς και προσωπικά δεδομένα εκατομμυρίων πολιτών, δεν πρέπει να υπάρχει μια Εθνική Αρχή η οποία θα διασφαλίζει ότι έχουν τηρηθεί τα πρωτόκολλα, ότι υπάρχει προληπτικός έλεγχος και μπορεί πάρα πολύ γρήγορα να αντιμετωπίσει αυτούς τους κινδύνους; Πρέπει.
Πώς μπορεί να το κάνει αυτό όμως αν φοβόμαστε και θεωρούμε ότι ο δρόμος της σιωπής είναι μια φυλακή για κάτι το οποίο απειλεί την καθημερινότητα των πολιτών και της ελευθερίας τους. Εξασφαλίζουμε την ελευθερία διακίνησης δεδομένων, ακριβώς όταν υπάρχουν πολύ αυστηροί κανόνες».
Απαντώντας στο επιχείρημα της Αντιπολίτευσης, ότι θα έπρεπε να λειτουργεί ως Ανεξάρτητη Αρχή, αντέτεινε ότι «ο συνταγματικός ρόλος των Ανεξάρτητων Αρχών είναι να διασφαλίζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών».
«Εδώ, δεν έχουμε ένα φορέα ο οποίος θα έρθει να διασφαλίσει ένα θεμελιώδες δικαίωμα, όπως αυτό ορίζεται συνταγματικά, αλλά έχουμε ένα επιχειρησιακό βραχίονα ο οποίος θα μπορέσει να προστατεύσει και να αποτρέψει και να αντιμετωπίσει επιθέσεις.
Ένας τέτοιος φορέας, που προφανώς θα υπάγεται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, πρέπει να έχει την αντίστοιχη δομή που έχουν χώρες όπως Γερμανία, Γαλλία ή Ολλανδία, οι οποίες δεν έχουν ανεξάρτητες αρχές για την κυβερνοασφάλεια. Έχουν όμως Εθνικές Αρχές όπως αυτές ορίζονται στην Ευρωπαϊκή Οδηγία και αυτή την τακτική ακολουθούμε και εμείς. Με αυτή τη δομή και τη στελέχωση λειτουργούν ήδη σε άλλες χώρες», ανέφερε.
Ακόμα, απέρριψε το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχουν οι απαραίτητες εγγυήσεις για τη λειτουργία της Εθνικής Αρχής» τονίζοντας ότι, « εδώ ερχόμαστε και ενσωματώσουμε ευρωπαϊκή οδηγία, άρα οι εγγυήσεις έχουν προβλεφθεί».
Σχολιάζοντας τις ανησυχίες που εκφράστηκαν «περί του όρου παρακολούθηση», ο κ. Κυρανάκης , επεσήμανε ότι «είναι απολύτως ξεκάθαρο, ότι έγινε ακριβής μετάφραση του όρου μόνιτορ που περιέχεται στην ευρωπαϊκή οδηγία και δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόθεση, ούτε δυνατότητα να παρακολουθούνται απόψεις, ούτε ιδέες ή διαλόγους, ούτε τίποτα το οποίο αφορά προσωπική επικοινωνία πολιτών».
«Η Εθνική Αρχή μελετά και παρακολουθεί κινδύνους, μεθόδους κυβερνοεπιθέσεων. Υπάρχουν 7 - 8 συγκεκριμένοι τύποι τους οποίους πρέπει να μελετήσουν καλά τα στελέχη της», είπε και πρόσθεσε ότι, στη κυβέρνηση, επειδή αναγνωρίζεται ο σημαντικός ρόλος που θα διαδραματίσουν, «υπάρχει η βούληση να θεσμοθετηθούν πολύ πιο συγκεκριμένα οι αμοιβές τους για να καταφέρουμε να τους κρατήσουμε στο δημόσιο, διαφορετικά κινδυνεύουμε να χάσουμε αξιόλογα και καταρτισμένα στελέχη».
«Η Εθνική Αρχή θα λειτουργεί με ξεκάθαρο τρόπο και δεν θα υπάγεται στον ειδικό ρόλο που έχει η ΕΥΠ, αλλά θα έχει πιο ανοικτό ρόλο. Θα έχει την ευθύνη και του ιδιωτικού τομέα κρίσιμων υποδομών και θα βάλει σε τάξη ένα τοπίο, το οποίο δεν έχει ρυθμιστεί επαρκώς. Μόνο να κερδίσει έχει τελικά ο πολίτης και ο καταναλωτής, ο οποίος θα ξέρει ότι αυτά είναι τα συγκεκριμένα πρωτόκολλα και οι κανόνες με τους οποίους πρέπει να λειτουργεί κάθε φορέας που χειρίζεται δεδομένα εκατομμυρίων πολιτών, αλλά και ότι υπάρχουν κάποιοι επαγγελματίες που έχουν την κατάλληλη γνώση για να μπορέσουν να αποτρέψουν και να αντιμετωπίσουν γρήγορα επιθέσεις», κατέληξε ο Υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Καραμέρος, εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις για τους στόχους και την αποτελεσματικότητα του νομοσχεδίου και αμφισβήτησε τις διαβεβαιώσεις για αποτροπή του κινδύνου διαρροής ευαίσθητων πληροφοριών που ελέγχει ή επεξεργάζεται η Εθνική Αρχή.
«Αν η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας δεν λειτουργεί με αποτελεσματικότητα, υπάρχει ο κίνδυνος να εκτεθούν τα συστήματα σε επιθέσεις. Υπάρχουν τρωτά σημεία αυτής της προσπάθειας», είπε, ενώ χαρακτήρισε ασαφές το πλαίσιο.
«Η κυβέρνηση έχει κακό προηγούμενο σε ότι αφορά την προστασία προσωπικών δεδομένων. Έχουμε το σκάνδαλο των επιβεβαιωμένων νόμιμων επισυνδέσεων από την ΕΥΠ και τα ανεπίσημα αλλά αδιάψευστα στοιχεία που αφορούν τις υποκλοπές με εμπλοκή του πρωθυπουργικού γραφείου. Στο σπίτι του κρεμασμένου, θέλετε να μιλήσουμε για σκοινί. Υπάρχει ζήτημα αξιοπιστίας και για τη κυβέρνηση και για τον τρόπο που συστήνετε την Εθνική Αρχή, χωρίς ανεξαρτησία», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Όπως υποστήριξε ο κ. Καραμέρος, «είναι ένα σχέδιο νόμου που δήθεν κομίζει αλλαγές, όμως στέκεται ασαφές ως προς την αποτελεσματικότητα του και μόνο θεωρητικά βαδίζει στην κοινοτική οδηγία».
«Θα πρέπει να αναβαθμιστεί στο θέμα της ανεξαρτησίας της η Εθνική Αρχή, με σοβαρούς μηχανισμούς, με διακομματικό έλεγχο και φυσικά με θεσμική πρόληψη και για τον κοινωνικό έλεγχο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει να δομηθεί η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας ως ανεξάρτητη αρχή, με τίτλο και ουσία και να στελεχωθεί με το απαραίτητο και τεχνικά καταρτισμένο προσωπικό, ώστε να επιτελέσει τον κρίσιμο ρόλο της», ανέφερε και πρόσθεσε:
«Χρειάζεται ένα σχέδιο για το οποίο η κυβέρνηση δεν δείχνει τη διάθεση να εκπονήσει ορίζοντας τρία από τα 6 μέλη του διοικητικού συμβουλίου, να προέρχονται ουσιαστικά από το πρωθυπουργικό γραφείο. Επιλέγει το δρόμο της σχετικής αυτονομίας».
«Πρέπει να υπάρξουν εγγυήσεις ότι δεν θα μετατραπεί η Εθνική Αρχή σε ένα παρακλάδι της ΕΥΠ που ελέγχεται από το πρωθυπουργικό περιβάλλον, ότι δεν θα έχει ένα σκοτεινό χαρακτήρα καταστολής που δεν θα γνωρίζει κανείς τη λειτουργία του, αλλά θα είναι μια Αρχή που θα διατηρεί μία κρυστάλλινη πηγή παραγωγής, ενός τεχνοκρατικού έργου υψηλής προστιθέμενης αξίας με ερευνητικό και ακαδημαϊκό χαρακτήρα που θα παρακολουθεί τις εξελίξεις. Και αυτό, εξασφαλίζεται όχι με διορισμένη διοίκηση αλλά με τη συμμετοχή Ανεξάρτητων Αρχών», κατέληξε ο κ. Καραμέρος.
Επιφυλάξεις για το νομοσχέδιο, εξέφρασε και ο γενικός εισηγητής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Ιλχάν Αχμέτ, επισημαίνοντας ότι «η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας οπωσδήποτε πρέπει να μετατραπεί σε μία ανεξάρτητη αρχή και να υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο και να υπάρχει απόλυτη διαφάνεια και δημοκρατία και δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει ΝΠΔΔ».
Υποστήριξε ακόμα ότι «δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για υποστηρικτικές αρχές και υπηρεσίες που είναι αναγκαίες για να λειτουργήσει με διαφάνεια αυτό το ΝΠΔΔ».
«Η κυβέρνηση εξακολουθεί να δείχνει προχειρότητα και ερασιτεχνισμό φέρνοντας μια νομοθεσία χωρίς σχεδιασμό με μία μόνο πράξη ως προς την ίδρυση ενός Νομικού Προσώπου στα χαρτιά», ανέφερε.
Τόνισε επίσης ότι «και για λόγους διαφάνειας και για λόγους διαφάνειας πρέπει να θωρακιστεί η ανεξαρτησία της Αρχής», σημειώνοντας ότι «τα προσόντα των διοικητών και υποδιοικητών πρέπει σαφώς να καθορίζονται και η επιλογή τους να γίνεται μέσω μιας Επιτροπής ΑΣΕΠ».
Κλείνοντας, χαρακτήρισε «κορυφαίο θέμα την επαρκή στελέχωση της Εθνικής Αρχής και την θεσμοθέτηση σαφών κινήτρων για την προσέλκυση εξειδικευμένου προσωπικού».
Κατά του νομοσχεδίου τάχθηκε ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Μανώλης Συντυχάκης, «υποστηρίζοντας ότι υπηρετεί συγκεκριμένες αντιλαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες της ΕΕ που προβλέπουν ακόμα πιο ενισχυμένο ρόλο, αλλά και ευελιξία των αρχών κυβερνοασφάλειας».
«Ως ΚΚΕ είμαστε αρνητικοί σε αυτό το Νομικό Πρόσωπο, με κριτήριο την λειτουργία και το ρόλο που θα διαδραματίσει σε συνεργασία με άλλα όργανα και αρχές ιμπεριαλιστικών κρατών, ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΗΠΑ για την εξυπηρέτηση στρατηγικών αναγκών του κεφαλαίο, αλλά και του αστικού κράτους», ανέφερε:
«Και αυτό το νομοσχέδιο, είναι ενταγμένο στη συνολική κατεύθυνση ενίσχυσης του ψηφιακού αστικού επιτελικού κράτους ενάντια τελικά στο βασικό εχθρό, που είναι ο λαός. Κάνει επίκληση των δικαιωμάτων των εργαζομένων όμως αποσιωπά τους πραγματικούς στόχους. Το αστικό επιτελικό κράτος επιδιώκει -με πρόσχημα την καταπολέμηση της βίας και της τρομοκρατίας- την ένταξη της καταστολής και της ποινικοποίησης του ριζοσπαστικού φρονήματος, της λαϊκής δράσης και των αγωνιστών της, με συστηματικούς μηχανισμούς παρακολούθησης και φακελώματος προσώπων και κομμάτων. Είναι ενδεικτικό ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αξιοποιούνται σε ρόλο ενός ασφυκτικού ηλεκτρονικού χαφιέ», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Συντυχάκης.
«Σοβαρές επιφυλάξεις για τους κρυφούς σκοπούς του νομοσχεδίου», εξέφρασε ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Παύλος Σαράκης, υποστηρίζοντας ότι «υπάρχουν πολλές ασαφείς διατάξεις και προκύπτουν σοβαρά ζητήματα για τη λειτουργία της Εθνικής Αρχής, ενώ το επιτελικό κράτος εγκαθίσταται παντού ελέγχοντας και εποπτεύοντας πλήρως τους πολίτες».
«Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει στην ανάγκη ενίσχυσης της κυβερνοασφάλειας μιας χώρας απέναντι στους κινδύνους των επιθέσεων. Το ζήτημα όμως είναι αν το νομοσχέδιο κάνει πράξη την κυβερνοασφάλεια, αν θωρακίζει πραγματικά τα συστήματα, τις υποδομές, τις υπηρεσίες, προς όφελος των πολιτών ή αν πρόκειται για τη συγκρότηση ενός ακόμα μηχανισμού εποπτείας και ελέγχου των πολιτών που εκφράζουν ή υποστηρίζουν απόψεις και θέσεις που αντίκεινται στην πολιτική ορθότητα της νέας πράξης πραγμάτων. Πιστεύουμε ότι μέσα από αυτή την Εθνική Αρχή συγκροτείται ένας μηχανισμός ο οποίος θα ελέγχει και θα επιβλέπει τους πολίτες οι οποίοι εκφράζονται μέσω του διαδικτύου. Καμία δικλείδα ασφαλείας που θα προστατεύσει τους πολίτες δεν προβλέπεται», ισχυρίστηκε ο κ. Σαράκης.
Για «ψευδεπίγραφο νομοσχέδιο» και «μία Εθνική Αρχή με παντοδύναμο και χωρίς έλεγχο υπερ-διοικητή», έκανε λόγο η ειδική αγορήτρια της Νέας Αριστεράς, Θεανώ Φωτίου.
« Στην ουσία ιδρύεται ένα ιδιότυπο ΝΠΔΔ και όχι μία ανεξάρτητη αρχή, που θα διοικείται από ένα μονοπρόσωπο διοικητή ο οποίος θα συγκεντρώνει όλες τις αρμοδιότητες. Ο παντοδύναμος αυτός διοικητής θα ορίζεται από το υπουργικό συμβούλιο χωρίς κανένα έλεγχο της βουλής», ανέφερε η κ. Φωτίου και πρόσθεσε:
«Ενισχύεται και διαρθρώνεται για τον κυβερνοχώρο όπως η ΕΥΠ, και θα είναι στο ίδιο ανεξέλεγκτο καθεστώς. Δημιουργείται ακόμα ένα στεγανό για τον μη έλεγχο της από τη βουλή και μία ψευδεπίγραφη διοικητική αρχή και έναν παντοδύναμο διοικητή ενώ καμία σχέση δεν έχει η σύσταση της με τις πρακτικές που εφαρμόζουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα των στόχων του νομοσχεδίου, εξέφρασε η ειδική αγορήτρια της Πλεύσης Ελευθερίας, Ελένη Καραγεωργοπούλου.
«Η κυβερνοασφάλεια είναι ένα κρίσιμο ζήτημα για την Ελλάδα, το οποίο απαιτεί άμεση αντιμετώπιση. Στο πλαίσιο της ανάγκης για δημοσιοποίηση πολλών στοιχείων, δεν έχουμε δει μέχρι σήμερα από την κυβέρνηση την πρόθεσή της να δημοσιοποιήσει τα ονόματα των μεγαλοοφειλετών του δημοσίου», υπογράμμισε η κ. Καραγεωργοπούλου.
Όπως είπε, «αν για κάποιο λόγο τίθεται ένα ζήτημα κυβερνοασφάλειας, τίθεται ταυτόχρονα και ένα ζήτημα αδιαφάνειας». «Ήδη χθες, δημοσιεύτηκε άρθρο από διεθνή φορέα που αφορά στη διαφάνεια, το οποίο κατατάσσει τη χώρα μας σε επίπεδο κράτους δικαίου και διαφάνειας στην 24η θέση από τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτό κάτι σημαίνει, κάτι δείχνει και θα πρέπει να το λάβετε και να το λάβουμε όλοι μας πολύ σοβαρά υπόψη.
Η δημιουργία μιας εθνικής αρχής κυβερνοασφάλειας είναι ένα σημαντικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση, αλλά είναι σημαντικό η αρχή αυτή να είναι εξοπλισμένη με τα
κατάλληλα μέσα και πόρους για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής», ανέφερε η ειδική αγορήτρια της Πλεύσης Ελευθερίας.
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής της ΝΔ, Μακάριος Λαζαρίδης χαρακτήρισε «εξαιρετικά σημαντικό το νομοσχέδιο για την κυβερνοασφάλεια, σε μια εποχή ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, αυξημένης διασύνδεσης των συστημάτων δικτύων και επικοινωνιών ολοένα και μεγαλύτερης εξάρτησης της παροχής κρίσιμων υπηρεσιών προς τους πολίτες».
«Η ανάγκη ενός συνεκτικού νομοθετικού πλαισίου και η θέσπιση και λειτουργία αποτελεσματικών δομών και μηχανισμών προστασίας αποτελεί και πρέπει να αποτελεί για την κάθε κυβέρνηση προτεραιότητα και αναγκαιότητα», επεσήμανε .
Τόνισε παράλληλα ότι, «η ασφάλεια όλων των στοιχείων που συνθέτουν τον κυβερνοχώρο αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή σειράς συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα προστασίας του ιδιωτικού βίου, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, της συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας και βεβαίως της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».
«Η ασφάλεια των δεδομένων αποτελεί προϋπόθεση για την ψηφιακή μετάβαση με όρους εμπιστοσύνης, και για τον λόγο αυτό συνιστά βασικό αίτημα όλων των
σύγχρονων κοινωνιών. Αγγίζει πτυχές, τόσο της εθνικής ασφάλειας και της διασφάλισης παροχής κρίσιμων υπηρεσιών για την κοινωνική οικονομική ζωή, αλλά ταυτόχρονα, αποτελεί και κρίσιμη παράμετρο για την απόλαυση σειράς άλλων ατομικών δικαιωμάτων, όπως της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς όλο και μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας συντελείται πλέονστον ψηφιακό κόσμο και στο διαδίκτυο», κατέληξε ο κ. Λαζαρίδης.
Με τον Υφυπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κωνσταντίνο Κυρανάκη να δηλώνει ότι η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας θα λειτουργεί με συγκεκριμένα αυστηρά πρωτόκολλα και κανόνες και να διαβεβαιώνει για πλήρη προστασία των προσωπικών δεδομένων και την αντιπολίτευση να εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις για τις προθέσεις της κυβέρνησης, άρχισε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, η επεξεργασία του σχετικού νομοσχεδίου.
«Στόχος της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας είναι να προστατεύει τη χρήση της τεχνολογίας, να μην αφήνει περιθώρια σε εγκληματικές ομάδες, σε κυβερνήσεις, σε ξένες κρατικές ιδιωτικές οντότητες να έχουν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα. Δηλαδή, την ελεύθερη επιλογή των ανθρώπων και των καταναλωτών να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία για όποιον σκοπό επιθυμούν χωρίς κίνδυνο. Όλες οι κρίσιμες υποδομές της καθημερινότητας μας, ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς, θα λειτουργούν επιτέλους κάτω από συγκεκριμένα δεδομένα», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Κυρανάκης και συμπλήρωσε:
«Νομοθετούμε, γιατί έχουμε υποχρέωση από την ΕΕ να ενσωματώσουμε πιο αυστηρό επίπεδο ελέγχου στην κυβερνοασφάλεια της χώρας που όντως έχουμε μείνει πίσω.
Ερχόμαστε λοιπόν και αναβαθμίζουμε τα κριτήρια με βάσει τα οποία χρειάζεται να λειτουργεί η κυβερνοασφάλεια για να προστατεύονται τα προσωπικά δεδομένα. Διότι, όσο αυξάνεται η χρήση της τεχνολογίας είναι απόλυτα φυσικό και επόμενο, να αυξάνονται οι απειλές και οι κίνδυνοι εκεί που υπάρχει η οικονομική δραστηριότητα, η διακίνηση προσωπικών δεδομένων».
Όπως ανέφερε ο κ. Κυρανάκης, «υπάρχουν 2.000 κρίσιμες υποδομές της χώρας όπως τράπεζες, τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι δημόσιοι φορείς, οι οποίοι δεν ανήκουν στο στενό πυρήνα της εθνικής ασφάλειας, αλλά οφείλουν, μιας και επεξεργάζονται και κάνουν διακίνηση προσωπικών δεδομένων, να λειτουργούν με πολύ αυστηρά κριτήρια κυβερνοασφάλειας».
«Οι οντότητες αυτές έχουν από την μία την ανάγκη προστασίας και από την άλλη την ανάγκη πρόληψης, μέσω συγκεκριμένων κανόνων. Καθημερινά θα έχουμε παντού απόπειρες επιθέσεων ή επιθέσεις σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς», είπε και διευκρίνισε:
«Για παράδειγμα, αν μια εγκληματική οργάνωση λειτουργεί εντός ή εκτός Ελλάδος σε μια από τις τέσσερεις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες χειρίζονται τραπεζικούς λογαριασμούς και προσωπικά δεδομένα εκατομμυρίων πολιτών, δεν πρέπει να υπάρχει μια Εθνική Αρχή η οποία θα διασφαλίζει ότι έχουν τηρηθεί τα πρωτόκολλα, ότι υπάρχει προληπτικός έλεγχος και μπορεί πάρα πολύ γρήγορα να αντιμετωπίσει αυτούς τους κινδύνους; Πρέπει.
Πώς μπορεί να το κάνει αυτό όμως αν φοβόμαστε και θεωρούμε ότι ο δρόμος της σιωπής είναι μια φυλακή για κάτι το οποίο απειλεί την καθημερινότητα των πολιτών και της ελευθερίας τους. Εξασφαλίζουμε την ελευθερία διακίνησης δεδομένων, ακριβώς όταν υπάρχουν πολύ αυστηροί κανόνες».
Απαντώντας στο επιχείρημα της Αντιπολίτευσης, ότι θα έπρεπε να λειτουργεί ως Ανεξάρτητη Αρχή, αντέτεινε ότι «ο συνταγματικός ρόλος των Ανεξάρτητων Αρχών είναι να διασφαλίζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών».
«Εδώ, δεν έχουμε ένα φορέα ο οποίος θα έρθει να διασφαλίσει ένα θεμελιώδες δικαίωμα, όπως αυτό ορίζεται συνταγματικά, αλλά έχουμε ένα επιχειρησιακό βραχίονα ο οποίος θα μπορέσει να προστατεύσει και να αποτρέψει και να αντιμετωπίσει επιθέσεις.
Ένας τέτοιος φορέας, που προφανώς θα υπάγεται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, πρέπει να έχει την αντίστοιχη δομή που έχουν χώρες όπως Γερμανία, Γαλλία ή Ολλανδία, οι οποίες δεν έχουν ανεξάρτητες αρχές για την κυβερνοασφάλεια. Έχουν όμως Εθνικές Αρχές όπως αυτές ορίζονται στην Ευρωπαϊκή Οδηγία και αυτή την τακτική ακολουθούμε και εμείς. Με αυτή τη δομή και τη στελέχωση λειτουργούν ήδη σε άλλες χώρες», ανέφερε.
Ακόμα, απέρριψε το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχουν οι απαραίτητες εγγυήσεις για τη λειτουργία της Εθνικής Αρχής» τονίζοντας ότι, « εδώ ερχόμαστε και ενσωματώσουμε ευρωπαϊκή οδηγία, άρα οι εγγυήσεις έχουν προβλεφθεί».
Σχολιάζοντας τις ανησυχίες που εκφράστηκαν «περί του όρου παρακολούθηση», ο κ. Κυρανάκης , επεσήμανε ότι «είναι απολύτως ξεκάθαρο, ότι έγινε ακριβής μετάφραση του όρου μόνιτορ που περιέχεται στην ευρωπαϊκή οδηγία και δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόθεση, ούτε δυνατότητα να παρακολουθούνται απόψεις, ούτε ιδέες ή διαλόγους, ούτε τίποτα το οποίο αφορά προσωπική επικοινωνία πολιτών».
«Η Εθνική Αρχή μελετά και παρακολουθεί κινδύνους, μεθόδους κυβερνοεπιθέσεων. Υπάρχουν 7 - 8 συγκεκριμένοι τύποι τους οποίους πρέπει να μελετήσουν καλά τα στελέχη της», είπε και πρόσθεσε ότι, στη κυβέρνηση, επειδή αναγνωρίζεται ο σημαντικός ρόλος που θα διαδραματίσουν, «υπάρχει η βούληση να θεσμοθετηθούν πολύ πιο συγκεκριμένα οι αμοιβές τους για να καταφέρουμε να τους κρατήσουμε στο δημόσιο, διαφορετικά κινδυνεύουμε να χάσουμε αξιόλογα και καταρτισμένα στελέχη».
«Η Εθνική Αρχή θα λειτουργεί με ξεκάθαρο τρόπο και δεν θα υπάγεται στον ειδικό ρόλο που έχει η ΕΥΠ, αλλά θα έχει πιο ανοικτό ρόλο. Θα έχει την ευθύνη και του ιδιωτικού τομέα κρίσιμων υποδομών και θα βάλει σε τάξη ένα τοπίο, το οποίο δεν έχει ρυθμιστεί επαρκώς. Μόνο να κερδίσει έχει τελικά ο πολίτης και ο καταναλωτής, ο οποίος θα ξέρει ότι αυτά είναι τα συγκεκριμένα πρωτόκολλα και οι κανόνες με τους οποίους πρέπει να λειτουργεί κάθε φορέας που χειρίζεται δεδομένα εκατομμυρίων πολιτών, αλλά και ότι υπάρχουν κάποιοι επαγγελματίες που έχουν την κατάλληλη γνώση για να μπορέσουν να αποτρέψουν και να αντιμετωπίσουν γρήγορα επιθέσεις», κατέληξε ο Υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Καραμέρος, εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις για τους στόχους και την αποτελεσματικότητα του νομοσχεδίου και αμφισβήτησε τις διαβεβαιώσεις για αποτροπή του κινδύνου διαρροής ευαίσθητων πληροφοριών που ελέγχει ή επεξεργάζεται η Εθνική Αρχή.
«Αν η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας δεν λειτουργεί με αποτελεσματικότητα, υπάρχει ο κίνδυνος να εκτεθούν τα συστήματα σε επιθέσεις. Υπάρχουν τρωτά σημεία αυτής της προσπάθειας», είπε, ενώ χαρακτήρισε ασαφές το πλαίσιο.
«Η κυβέρνηση έχει κακό προηγούμενο σε ότι αφορά την προστασία προσωπικών δεδομένων. Έχουμε το σκάνδαλο των επιβεβαιωμένων νόμιμων επισυνδέσεων από την ΕΥΠ και τα ανεπίσημα αλλά αδιάψευστα στοιχεία που αφορούν τις υποκλοπές με εμπλοκή του πρωθυπουργικού γραφείου. Στο σπίτι του κρεμασμένου, θέλετε να μιλήσουμε για σκοινί. Υπάρχει ζήτημα αξιοπιστίας και για τη κυβέρνηση και για τον τρόπο που συστήνετε την Εθνική Αρχή, χωρίς ανεξαρτησία», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Όπως υποστήριξε ο κ. Καραμέρος, «είναι ένα σχέδιο νόμου που δήθεν κομίζει αλλαγές, όμως στέκεται ασαφές ως προς την αποτελεσματικότητα του και μόνο θεωρητικά βαδίζει στην κοινοτική οδηγία».
«Θα πρέπει να αναβαθμιστεί στο θέμα της ανεξαρτησίας της η Εθνική Αρχή, με σοβαρούς μηχανισμούς, με διακομματικό έλεγχο και φυσικά με θεσμική πρόληψη και για τον κοινωνικό έλεγχο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει να δομηθεί η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας ως ανεξάρτητη αρχή, με τίτλο και ουσία και να στελεχωθεί με το απαραίτητο και τεχνικά καταρτισμένο προσωπικό, ώστε να επιτελέσει τον κρίσιμο ρόλο της», ανέφερε και πρόσθεσε:
«Χρειάζεται ένα σχέδιο για το οποίο η κυβέρνηση δεν δείχνει τη διάθεση να εκπονήσει ορίζοντας τρία από τα 6 μέλη του διοικητικού συμβουλίου, να προέρχονται ουσιαστικά από το πρωθυπουργικό γραφείο. Επιλέγει το δρόμο της σχετικής αυτονομίας».
«Πρέπει να υπάρξουν εγγυήσεις ότι δεν θα μετατραπεί η Εθνική Αρχή σε ένα παρακλάδι της ΕΥΠ που ελέγχεται από το πρωθυπουργικό περιβάλλον, ότι δεν θα έχει ένα σκοτεινό χαρακτήρα καταστολής που δεν θα γνωρίζει κανείς τη λειτουργία του, αλλά θα είναι μια Αρχή που θα διατηρεί μία κρυστάλλινη πηγή παραγωγής, ενός τεχνοκρατικού έργου υψηλής προστιθέμενης αξίας με ερευνητικό και ακαδημαϊκό χαρακτήρα που θα παρακολουθεί τις εξελίξεις. Και αυτό, εξασφαλίζεται όχι με διορισμένη διοίκηση αλλά με τη συμμετοχή Ανεξάρτητων Αρχών», κατέληξε ο κ. Καραμέρος.
Επιφυλάξεις για το νομοσχέδιο, εξέφρασε και ο γενικός εισηγητής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Ιλχάν Αχμέτ, επισημαίνοντας ότι «η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας οπωσδήποτε πρέπει να μετατραπεί σε μία ανεξάρτητη αρχή και να υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο και να υπάρχει απόλυτη διαφάνεια και δημοκρατία και δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει ΝΠΔΔ».
Υποστήριξε ακόμα ότι «δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για υποστηρικτικές αρχές και υπηρεσίες που είναι αναγκαίες για να λειτουργήσει με διαφάνεια αυτό το ΝΠΔΔ».
«Η κυβέρνηση εξακολουθεί να δείχνει προχειρότητα και ερασιτεχνισμό φέρνοντας μια νομοθεσία χωρίς σχεδιασμό με μία μόνο πράξη ως προς την ίδρυση ενός Νομικού Προσώπου στα χαρτιά», ανέφερε.
Τόνισε επίσης ότι «και για λόγους διαφάνειας και για λόγους διαφάνειας πρέπει να θωρακιστεί η ανεξαρτησία της Αρχής», σημειώνοντας ότι «τα προσόντα των διοικητών και υποδιοικητών πρέπει σαφώς να καθορίζονται και η επιλογή τους να γίνεται μέσω μιας Επιτροπής ΑΣΕΠ».
Κλείνοντας, χαρακτήρισε «κορυφαίο θέμα την επαρκή στελέχωση της Εθνικής Αρχής και την θεσμοθέτηση σαφών κινήτρων για την προσέλκυση εξειδικευμένου προσωπικού».
Κατά του νομοσχεδίου τάχθηκε ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Μανώλης Συντυχάκης, «υποστηρίζοντας ότι υπηρετεί συγκεκριμένες αντιλαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες της ΕΕ που προβλέπουν ακόμα πιο ενισχυμένο ρόλο, αλλά και ευελιξία των αρχών κυβερνοασφάλειας».
«Ως ΚΚΕ είμαστε αρνητικοί σε αυτό το Νομικό Πρόσωπο, με κριτήριο την λειτουργία και το ρόλο που θα διαδραματίσει σε συνεργασία με άλλα όργανα και αρχές ιμπεριαλιστικών κρατών, ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΗΠΑ για την εξυπηρέτηση στρατηγικών αναγκών του κεφαλαίο, αλλά και του αστικού κράτους», ανέφερε:
«Και αυτό το νομοσχέδιο, είναι ενταγμένο στη συνολική κατεύθυνση ενίσχυσης του ψηφιακού αστικού επιτελικού κράτους ενάντια τελικά στο βασικό εχθρό, που είναι ο λαός. Κάνει επίκληση των δικαιωμάτων των εργαζομένων όμως αποσιωπά τους πραγματικούς στόχους. Το αστικό επιτελικό κράτος επιδιώκει -με πρόσχημα την καταπολέμηση της βίας και της τρομοκρατίας- την ένταξη της καταστολής και της ποινικοποίησης του ριζοσπαστικού φρονήματος, της λαϊκής δράσης και των αγωνιστών της, με συστηματικούς μηχανισμούς παρακολούθησης και φακελώματος προσώπων και κομμάτων. Είναι ενδεικτικό ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αξιοποιούνται σε ρόλο ενός ασφυκτικού ηλεκτρονικού χαφιέ», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Συντυχάκης.
«Σοβαρές επιφυλάξεις για τους κρυφούς σκοπούς του νομοσχεδίου», εξέφρασε ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Παύλος Σαράκης, υποστηρίζοντας ότι «υπάρχουν πολλές ασαφείς διατάξεις και προκύπτουν σοβαρά ζητήματα για τη λειτουργία της Εθνικής Αρχής, ενώ το επιτελικό κράτος εγκαθίσταται παντού ελέγχοντας και εποπτεύοντας πλήρως τους πολίτες».
«Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει στην ανάγκη ενίσχυσης της κυβερνοασφάλειας μιας χώρας απέναντι στους κινδύνους των επιθέσεων. Το ζήτημα όμως είναι αν το νομοσχέδιο κάνει πράξη την κυβερνοασφάλεια, αν θωρακίζει πραγματικά τα συστήματα, τις υποδομές, τις υπηρεσίες, προς όφελος των πολιτών ή αν πρόκειται για τη συγκρότηση ενός ακόμα μηχανισμού εποπτείας και ελέγχου των πολιτών που εκφράζουν ή υποστηρίζουν απόψεις και θέσεις που αντίκεινται στην πολιτική ορθότητα της νέας πράξης πραγμάτων. Πιστεύουμε ότι μέσα από αυτή την Εθνική Αρχή συγκροτείται ένας μηχανισμός ο οποίος θα ελέγχει και θα επιβλέπει τους πολίτες οι οποίοι εκφράζονται μέσω του διαδικτύου. Καμία δικλείδα ασφαλείας που θα προστατεύσει τους πολίτες δεν προβλέπεται», ισχυρίστηκε ο κ. Σαράκης.
Για «ψευδεπίγραφο νομοσχέδιο» και «μία Εθνική Αρχή με παντοδύναμο και χωρίς έλεγχο υπερ-διοικητή», έκανε λόγο η ειδική αγορήτρια της Νέας Αριστεράς, Θεανώ Φωτίου.
« Στην ουσία ιδρύεται ένα ιδιότυπο ΝΠΔΔ και όχι μία ανεξάρτητη αρχή, που θα διοικείται από ένα μονοπρόσωπο διοικητή ο οποίος θα συγκεντρώνει όλες τις αρμοδιότητες. Ο παντοδύναμος αυτός διοικητής θα ορίζεται από το υπουργικό συμβούλιο χωρίς κανένα έλεγχο της βουλής», ανέφερε η κ. Φωτίου και πρόσθεσε:
«Ενισχύεται και διαρθρώνεται για τον κυβερνοχώρο όπως η ΕΥΠ, και θα είναι στο ίδιο ανεξέλεγκτο καθεστώς. Δημιουργείται ακόμα ένα στεγανό για τον μη έλεγχο της από τη βουλή και μία ψευδεπίγραφη διοικητική αρχή και έναν παντοδύναμο διοικητή ενώ καμία σχέση δεν έχει η σύσταση της με τις πρακτικές που εφαρμόζουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα των στόχων του νομοσχεδίου, εξέφρασε η ειδική αγορήτρια της Πλεύσης Ελευθερίας, Ελένη Καραγεωργοπούλου.
«Η κυβερνοασφάλεια είναι ένα κρίσιμο ζήτημα για την Ελλάδα, το οποίο απαιτεί άμεση αντιμετώπιση. Στο πλαίσιο της ανάγκης για δημοσιοποίηση πολλών στοιχείων, δεν έχουμε δει μέχρι σήμερα από την κυβέρνηση την πρόθεσή της να δημοσιοποιήσει τα ονόματα των μεγαλοοφειλετών του δημοσίου», υπογράμμισε η κ. Καραγεωργοπούλου.
Όπως είπε, «αν για κάποιο λόγο τίθεται ένα ζήτημα κυβερνοασφάλειας, τίθεται ταυτόχρονα και ένα ζήτημα αδιαφάνειας». «Ήδη χθες, δημοσιεύτηκε άρθρο από διεθνή φορέα που αφορά στη διαφάνεια, το οποίο κατατάσσει τη χώρα μας σε επίπεδο κράτους δικαίου και διαφάνειας στην 24η θέση από τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτό κάτι σημαίνει, κάτι δείχνει και θα πρέπει να το λάβετε και να το λάβουμε όλοι μας πολύ σοβαρά υπόψη.
Η δημιουργία μιας εθνικής αρχής κυβερνοασφάλειας είναι ένα σημαντικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση, αλλά είναι σημαντικό η αρχή αυτή να είναι εξοπλισμένη με τα
κατάλληλα μέσα και πόρους για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής», ανέφερε η ειδική αγορήτρια της Πλεύσης Ελευθερίας.
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής της ΝΔ, Μακάριος Λαζαρίδης χαρακτήρισε «εξαιρετικά σημαντικό το νομοσχέδιο για την κυβερνοασφάλεια, σε μια εποχή ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, αυξημένης διασύνδεσης των συστημάτων δικτύων και επικοινωνιών ολοένα και μεγαλύτερης εξάρτησης της παροχής κρίσιμων υπηρεσιών προς τους πολίτες».
«Η ανάγκη ενός συνεκτικού νομοθετικού πλαισίου και η θέσπιση και λειτουργία αποτελεσματικών δομών και μηχανισμών προστασίας αποτελεί και πρέπει να αποτελεί για την κάθε κυβέρνηση προτεραιότητα και αναγκαιότητα», επεσήμανε .
Τόνισε παράλληλα ότι, «η ασφάλεια όλων των στοιχείων που συνθέτουν τον κυβερνοχώρο αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή σειράς συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα προστασίας του ιδιωτικού βίου, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, της συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας και βεβαίως της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».
«Η ασφάλεια των δεδομένων αποτελεί προϋπόθεση για την ψηφιακή μετάβαση με όρους εμπιστοσύνης, και για τον λόγο αυτό συνιστά βασικό αίτημα όλων των
σύγχρονων κοινωνιών. Αγγίζει πτυχές, τόσο της εθνικής ασφάλειας και της διασφάλισης παροχής κρίσιμων υπηρεσιών για την κοινωνική οικονομική ζωή, αλλά ταυτόχρονα, αποτελεί και κρίσιμη παράμετρο για την απόλαυση σειράς άλλων ατομικών δικαιωμάτων, όπως της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς όλο και μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας συντελείται πλέονστον ψηφιακό κόσμο και στο διαδίκτυο», κατέληξε ο κ. Λαζαρίδης.
ΣΧΟΛΙΑ