Του Θεοχάρη Χαλυβόπουλου*
Με το βλέμμα στραμμένο σε μια εκλογική αναμέτρηση που διαφέρει από κάθε άλλη στη σύγχρονη αμερικανική πολιτική ιστορία, η «στέψη» (διότι αντικειμενικά δε μπορεί κανείς να κάνει λόγο για εκλογή) της Κάμαλα Χάρις ως υποψηφίας του Δημοκρατικού Κόμματος, έθεσε αναμφισβήτητα σε εντελώς νέα βάση την επερχόμενη προεδρική εκλογή. Αυτό άλλωστε διαφαίνεται στην αμηχανία με την οποία το Ρεπουμπλικανικό κόμμα προσπαθεί ακόμη να διαχειριστεί τη νέα πολιτική πραγματικότητα.
«Ήταν πάντα ινδικής καταγωγής και προωθούσε μόνο την ινδική καταγωγή. Δεν ήξερα ότι ήταν Μαύρη μέχρι πριν από μερικά χρόνια, όταν έτυχε να γίνει Μαύρη» δήλωνε γι’ αυτήν, σε συγκέντρωση μάλιστα αφροαμερικανών δημοσιογράφων, ο Ρεπουμπλικάνος ανταγωνιστής της. Πρόκειται περί δήλωσης που χωρίς να είναι μοναδική ως προς τη γραφικότητα της, συνοψίζει επαρκώς την επιθετική στρατηγική που εφαρμόστηκε ανεξαιρέτως για κάθε δηλωμένο ή επίδοξο πολιτικό αντίπαλο του τέως Αμερικανού Προέδρου. Η τραμπική ρητορική, μολονότι πολλές φορές ασυνάρτητη και αυτοαναιρούμενη, ανέκαθεν διακρίνονταν από την αποτελεσματικότητα με την οποία ενεργοποιούσε το θυμικό των λευκών εργατικών στρωμάτων των νότιων και των αποβιομηχανοποιημένων μεσοδυτικών Πολιτειών.
Ωστόσο μετά από οκτώ χρόνια αδιάλειπτης πολιτικής παρουσίας, η επαναληψιμότητα και προβλεψιμότητα των επιθέσεων του τέως Προέδρου, τις καθιστούν όλο και λιγότερο ελκυστικές σε ένα εκλογικό σώμα έξω από τη παραδοσιακή εκλογική του βάση. Σε ένα κοινό μετριοπαθέστερο, που μπορεί να μειοψηφεί εντός μιας μανιχαϊστικά σκεπτόμενης κοινωνίας και αντιπαραθετικής λογικής αλλά παραμένει απαραίτητο για την επικράτηση σε μια εθνικού χαρακτήρα εκλογική αναμέτρηση. Αυτό άλλωστε δείχνει να έχει αντιληφθεί πολύ γρήγορα η αντίπαλος του.
Ακούγοντας κανείς την ομιλία αποδοχής του δημοκρατικού χρίσματος από τη Κάμαλα Χάρις εντυπωσιάζεται από τη ευκολία με την οποία η ίδια μεταπήδησε στα ήρεμα νερά ενός καθησυχαστικού και (ελαφρώς) αποϊδεολογικοποιημένου πολιτικού κέντρου, συμπαρασύροντας ταυτόχρονα ένα συσπειρωμένο Δημοκρατικό κόμμα από πίσω της. Από τις ακροβασίες γύρω από το Παλαιστινιακό ζήτημα, δηλώνοντας στήριξη προς το Ισραήλ και το δικαίωμα του στην αυτοάμυνα με παράλληλη επισήμανση των ανθρωπιστικών προβλημάτων στη Γάζα, μέχρι τη δέσμευση για τη επαναφορά του διακομματικού (και απορριφθέντος) σχεδίου νόμου για τη προστασία των νοτίων συνόρων, η Αμερικανή αντιπρόεδρος έδειξε να αφουγκράζεται τις ανησυχίες ψηφοφόρων που ξεφεύγουν από τη παραδοσιακή εκλογική βάση του δικού της κόμματος.
Έχοντας ως κεντρικό προεκλογικό πρόταγμα αυτό της «Ελευθερίας» (έννοια που ιστορικά μονοπωλήθηκε από την αμερικανική Δεξιά στη σταυροφορία της απέναντι στο μεγάλο και παρεμβατικό κράτος) και περιγράφοντας τις ΗΠΑ ως το «σπουδαιότερο έθνος στη Γη», η Κάμαλα Χάρις προσπαθεί να επανοικειοποιηθεί τα σύμβολα του Αμερικανικού πατριωτισμού για τους Δημοκρατικούς, αποστερώντας ένα ακόμη πολύτιμο όπλο από τη φαρέτρα ενός αλλοιωμένου αξιακά Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Επιδιώκει δηλαδή να διεκδικήσει όχι μόνο τη ψήφο των κομματικά ανένταχτων Αμερικανών αλλά και μερίδας των αποξενωμένων συντηρητικών ψηφοφόρων που βρίσκουν ακόμη παρηγοριά στην αγάπη για τη σημαία, την οικογένεια και τη κοινότητα. Ψηφοφόροι δηλαδή που μέχρι πρότινος εξαιρούνταν σιωπηλά από τις διακηρύξεις του Δημοκρατικού κόμματος περί συμπερίληψης και ανεκτικότητας.
Η «συντρόφισσα Κάμαλα» λοιπόν, όπως η περιορισμένη κατανόηση του περί πολιτικής επιβάλλει στο Ντόναλτ Τράμπ να την αποκαλεί, δεν είναι παρά μια συμφιλιωμένη με το πολιτικοοικονομικό και κομματικό κατεστημένο πολιτικός που, ελέω εκλογιμότητας, επενδύει σε νερόβραστες πολιτικές θέσεις για τον εφησυχασμό των μικροαστικών και εργατικών αμερικανικών κοινωνικών στρωμάτων. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει ότι όχι μόνο δεν είναι ριζοσπάστρια αλλά είναι η πραγματική συντηρητική επιλογή αυτών των εκλογών. Μια συνεχίστρια του Τζο Μπάιντεν. Αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί κάτι το θετικό...
*Ο Θεοχάρης Χαλυβόπουλος είναι Φοιτητής Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Του Θεοχάρη Χαλυβόπουλου*
Με το βλέμμα στραμμένο σε μια εκλογική αναμέτρηση που διαφέρει από κάθε άλλη στη σύγχρονη αμερικανική πολιτική ιστορία, η «στέψη» (διότι αντικειμενικά δε μπορεί κανείς να κάνει λόγο για εκλογή) της Κάμαλα Χάρις ως υποψηφίας του Δημοκρατικού Κόμματος, έθεσε αναμφισβήτητα σε εντελώς νέα βάση την επερχόμενη προεδρική εκλογή. Αυτό άλλωστε διαφαίνεται στην αμηχανία με την οποία το Ρεπουμπλικανικό κόμμα προσπαθεί ακόμη να διαχειριστεί τη νέα πολιτική πραγματικότητα.
«Ήταν πάντα ινδικής καταγωγής και προωθούσε μόνο την ινδική καταγωγή. Δεν ήξερα ότι ήταν Μαύρη μέχρι πριν από μερικά χρόνια, όταν έτυχε να γίνει Μαύρη» δήλωνε γι’ αυτήν, σε συγκέντρωση μάλιστα αφροαμερικανών δημοσιογράφων, ο Ρεπουμπλικάνος ανταγωνιστής της. Πρόκειται περί δήλωσης που χωρίς να είναι μοναδική ως προς τη γραφικότητα της, συνοψίζει επαρκώς την επιθετική στρατηγική που εφαρμόστηκε ανεξαιρέτως για κάθε δηλωμένο ή επίδοξο πολιτικό αντίπαλο του τέως Αμερικανού Προέδρου. Η τραμπική ρητορική, μολονότι πολλές φορές ασυνάρτητη και αυτοαναιρούμενη, ανέκαθεν διακρίνονταν από την αποτελεσματικότητα με την οποία ενεργοποιούσε το θυμικό των λευκών εργατικών στρωμάτων των νότιων και των αποβιομηχανοποιημένων μεσοδυτικών Πολιτειών.
Ωστόσο μετά από οκτώ χρόνια αδιάλειπτης πολιτικής παρουσίας, η επαναληψιμότητα και προβλεψιμότητα των επιθέσεων του τέως Προέδρου, τις καθιστούν όλο και λιγότερο ελκυστικές σε ένα εκλογικό σώμα έξω από τη παραδοσιακή εκλογική του βάση. Σε ένα κοινό μετριοπαθέστερο, που μπορεί να μειοψηφεί εντός μιας μανιχαϊστικά σκεπτόμενης κοινωνίας και αντιπαραθετικής λογικής αλλά παραμένει απαραίτητο για την επικράτηση σε μια εθνικού χαρακτήρα εκλογική αναμέτρηση. Αυτό άλλωστε δείχνει να έχει αντιληφθεί πολύ γρήγορα η αντίπαλος του.
Ακούγοντας κανείς την ομιλία αποδοχής του δημοκρατικού χρίσματος από τη Κάμαλα Χάρις εντυπωσιάζεται από τη ευκολία με την οποία η ίδια μεταπήδησε στα ήρεμα νερά ενός καθησυχαστικού και (ελαφρώς) αποϊδεολογικοποιημένου πολιτικού κέντρου, συμπαρασύροντας ταυτόχρονα ένα συσπειρωμένο Δημοκρατικό κόμμα από πίσω της. Από τις ακροβασίες γύρω από το Παλαιστινιακό ζήτημα, δηλώνοντας στήριξη προς το Ισραήλ και το δικαίωμα του στην αυτοάμυνα με παράλληλη επισήμανση των ανθρωπιστικών προβλημάτων στη Γάζα, μέχρι τη δέσμευση για τη επαναφορά του διακομματικού (και απορριφθέντος) σχεδίου νόμου για τη προστασία των νοτίων συνόρων, η Αμερικανή αντιπρόεδρος έδειξε να αφουγκράζεται τις ανησυχίες ψηφοφόρων που ξεφεύγουν από τη παραδοσιακή εκλογική βάση του δικού της κόμματος.
Έχοντας ως κεντρικό προεκλογικό πρόταγμα αυτό της «Ελευθερίας» (έννοια που ιστορικά μονοπωλήθηκε από την αμερικανική Δεξιά στη σταυροφορία της απέναντι στο μεγάλο και παρεμβατικό κράτος) και περιγράφοντας τις ΗΠΑ ως το «σπουδαιότερο έθνος στη Γη», η Κάμαλα Χάρις προσπαθεί να επανοικειοποιηθεί τα σύμβολα του Αμερικανικού πατριωτισμού για τους Δημοκρατικούς, αποστερώντας ένα ακόμη πολύτιμο όπλο από τη φαρέτρα ενός αλλοιωμένου αξιακά Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Επιδιώκει δηλαδή να διεκδικήσει όχι μόνο τη ψήφο των κομματικά ανένταχτων Αμερικανών αλλά και μερίδας των αποξενωμένων συντηρητικών ψηφοφόρων που βρίσκουν ακόμη παρηγοριά στην αγάπη για τη σημαία, την οικογένεια και τη κοινότητα. Ψηφοφόροι δηλαδή που μέχρι πρότινος εξαιρούνταν σιωπηλά από τις διακηρύξεις του Δημοκρατικού κόμματος περί συμπερίληψης και ανεκτικότητας.
Η «συντρόφισσα Κάμαλα» λοιπόν, όπως η περιορισμένη κατανόηση του περί πολιτικής επιβάλλει στο Ντόναλτ Τράμπ να την αποκαλεί, δεν είναι παρά μια συμφιλιωμένη με το πολιτικοοικονομικό και κομματικό κατεστημένο πολιτικός που, ελέω εκλογιμότητας, επενδύει σε νερόβραστες πολιτικές θέσεις για τον εφησυχασμό των μικροαστικών και εργατικών αμερικανικών κοινωνικών στρωμάτων. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει ότι όχι μόνο δεν είναι ριζοσπάστρια αλλά είναι η πραγματική συντηρητική επιλογή αυτών των εκλογών. Μια συνεχίστρια του Τζο Μπάιντεν. Αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί κάτι το θετικό...
*Ο Θεοχάρης Χαλυβόπουλος είναι Φοιτητής Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
ΣΧΟΛΙΑ