«Ο ουρανός έβρεχε στάχτες»: Η Βόρεια Εύβοια θυμάται την πύρινη κόλαση ζώντας ανάμεσα στα αποκαΐδια (βίντεο, φωτ.)
20/06/2022 11:00
20/06/2022 11:00
Με θυμό και βουρκωμένα μάτια, σχεδόν ένα χρόνο μετά τον πύρινο εφιάλτη του «μαύρου Αυγούστου του 2021», οι κάτοικοι της Βόρειας Εύβοιας προσπαθούν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους πάνω στα αποκαΐδια.
Τα καμένα δέντρα στέκουν γυμνά – στοιχειά υπενθυμίζοντας το κακό. Μπορεί κάποιες μικρές πράσινες απόπειρες της φύσης να ξεγελούν για δευτερόλεπτα το μάτι αλλά μόλις το βλέμμα στραφεί στα δέντρα σχεδόν βλέπει το κόκκινο της φωτιάς να τα κυκλώνει. Η μυρωδιά του καμένου παραμένει μέχρι σήμερα στην ατμόσφαιρα στις πυρόπληκτες εκτάσεις. Δεν είναι μάλιστα λίγοι οι κάτοικοι που λένε πως κάθε φορά που κοιτούν προς τα πάνω (τα δάση) ακούν τη βουή της φωτιάς και βλέπουν τις πύρινες γλώσσες να ξεπροβάλλουν.
Η 3η του Αυγούστου, η μέρα που χιόνισε για πρώτη φορά καύτρες στην Εύβοια, δεν ξεχνιέται από τους κατοίκους που άκουσαν τις φωνές των συμπολιτών τους, ένιωσαν και είδαν τον τρόμο να σχηματίζεται στα πρόσωπά τους, έμειναν να σώσουν ό,τι μπορούσαν και υπό τον ήχο των σειρήνων αγκάλιασαν εκείνους που έβλεπαν τη ζωή τους να γίνεται προσάναμμα σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
Με την εφαρμογή του δόγματος «εκκενώστε για να μη θρηνήσουμε θύματα» πόλεις, χωριά και οικισμοί αφέθηκαν στην πύρινη λαίλαπα, ενώ χιλιάδες στρέμματα παρθένου δάσους έγιναν στάχτη.
Η συντριπτική πλειονότητα των πυροσβεστικών δυνάμεων και των εναέριων μέσων πυρόσβεσης είχαν διατεθεί για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών στη Βόρεια Αττική και έτσι η Εύβοια παραδόθηκε στις φλόγες. Οι ηρωικές προσπάθειες των κατοίκων, οι οποίοι αγνόησαν τις εντολές εκκένωσης και ρίχτηκαν στη μάχη με τα πύρινα μέτωπα, έσωσαν ό,τι μπορούσε να σωθεί.
Σήμερα, ορισμένοι από αυτούς μιλούν στο makthes.gr, το οποίο βρέθηκε και περιηγήθηκε στην πολύπαθη Βόρεια Εύβοια. «Αν δεν το έχεις ζήσει δεν μπορείς να καταλάβεις», λένε οι περισσότεροι πριν ξεκινήσουν να διηγούνται ό,τι θυμούνται από εκείνο τον Αύγουστο που έμελλε να αλλάξει τη ζωή τους και να αφήσει πίσω του, εκτός από την καμμένη γη, το αβάσταχτο παράπονο «μας ξέχασαν».
Άνθρωποι που είδαν το σπίτι τους να καίγεται, που ρίχτηκαν στην πρώτη γραμμή χωρίς δεύτερη σκέψη και έμειναν άυπνοι να παλεύουν με τις φλόγες βλέποντας για τελευταία φορά τα πευκοδάση, που σήμερα αρνούνται να επισκεφθούν τα καμμένα κτήματά τους γιατί δεν μπορούν να αντικρύσουν τον κόπο μιας ζωής ριμαγμένο, περιγράφουν στο makthes.gr το τότε και το τώρα και μοιράζονται εικόνες που όσο κι αν θέλουν δεν μπορούν να σβήσουν από το μυαλό τους.
«Χιόνιζε καύτρες», κάτοικος Αγίας Άννας, ιδιοκτήτης επιχείρησης στην παραλία
"Η φωτιά ξεκίνησε από ένα χωριό πριν τη Λίμνη και εξαπλωνόταν τόσο γρήγορα που έφτανε πιο γρήγορα από τα μηνύματα εκκένωσης. Εκείνη τη μέρα δεν φυσούσε. Όταν όμως η φωτιά έφτασε σε εμάς φυσούσε τόσο πολύ που δύο ομπρέλες από την παραλία «ξεριζώθηκαν» και έπεσαν σαν οβίδες και έσκασαν στο απέναντι μαγαζί.
Από τον λόφο πίσω μας χρειάστηκαν μόνο μερικά λεπτά για να φτάσει η φωτιά στην παραλία. Δεν είχε κάτι άλλο να κάψει. Τα τέλειωσε όλα. Δεν προλάβαινες να κάνεις τίποτα. Άλλο να το λέμε και άλλο να το ζεις. Πύρινες γλώσσες πολλών μέτρων. Η Πολιτεία ανύπαρκτη. Το μέλημά τους ήταν να εκκενώνουν και τίποτε άλλο. Για να μην τους κατηγορήσει κανείς για θύματα. Το τι θα γίνουν τα σπίτια των ανθρώπων ούτε που τους ένοιαζε.
Βέβαια, ακόμα και η εκκένωση γινόταν με ανεύθυνο τρόπο. Δεν υπήρχε κανένας πυροσβέστης για να υποδείξει στον κόσμο ποια διαδρομή θα ακολουθήσει. Ήταν πολύ επικίνδυνο γιατί μπορούσε να είχε χαθεί κόσμος στα σταυροδρόμια του δάσους. Την ώρα που τους έδιωχναν η φωτιά δεν απείχε πολύ από τον δρόμο που τους έλεγαν να φύγουν. Θα μπορούσε να γίνει ολοκαύτωμα.
Ο κόσμος ήταν τρομοκρατημένος. Φιλοξένησα κάποιους ηλικιωμένους ανθρώπους στο μαγαζί. Κάθε φορά που έπρεπε να μπω ή να βγω ανοιγόκλεινα την πόρτα όσο πιο γρήγορα μπορούσα γιατί λόγω του καπνού δεν μπορούσες να αναπνεύσεις. Όλος ο ουρανός ήταν μαύρος και νόμιζε πως χιόνιζε καύτρες.
Δεν έφυγα. Να έφευγα να πάω που; Σκεφτόμουν ότι θα μπω στη θάλασσα.
Ένα χρόνο μετά, αυτό που επικρατεί είναι η αβεβαιότητα. Το χειμώνα έβρεχε και πλημμυρίζαμε γιατί το νερό δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Δεν θέλω να επισκεφθώ τα καμένα κτήματά μου. Γιατί να τα δω έτσι;
Οι αποζημιώσεις είναι λόγια ή βρίσκονται στα χαρτιά. Εμείς που διατηρούμε κάποια μαγαζιά είχαμε κάνει κάποιες προμήθειες για εκείνη την περίοδο γιατί ήμασταν μια ανάσα πριν τον Δεκαπενταύγουστο. Είχαμε φουλάρει καταψύκτες και ψυγεία. Με τη φωτιά δεν είχαμε ρεύμα και όλα τα τρόφιμα πετάχτηκαν. Καμία αποζημίωση.
Η οικογένειά μου είχε ελαιόδεντρα. Κάηκαν όλα. Χωρίς να ειδοποιηθούμε σε κάποιες περιοχές γίνεται υλοτόμηση και έρχονται και παίρνουν τα ξύλα μας χωρίς να μας πουν τίποτα. Εγώ τις προάλλες είδα τα δικά μου έτοιμα για φόρτωση και έγραψα σε ένα σημείωμα να μην μετακινηθούν. Τα πήραν όλα. Είναι δυνατόν να παίρνεις τα δέντρα μου χωρίς ερώτηση και χωρίς να μου έχει δοθεί και τίποτα;
Κάποια δέντρα έχουν κοπεί γιατί είναι το εύκολο κέρδος. Ειδικά όπου μπορεί να μπει φορτηγό για να τα φορτώσουν.
Ο τόπος θα πρασινίσει πάλι. Αλλά το πεύκο θέλει 25 χρόνια για να μπορέσεις να το δουλέψεις. Η ελιά θέλει το λιγότερο πέντε χρόνια για να αποδώσει ελάχιστο καρπό. Αυτά που κάηκαν ήταν αιωνόβια δέντρα που τα έβλεπες και τα θαύμαζες, δεν έφταναν τα χέρια σου να τα αγκαλιάσουν."
«Είδα το σπίτι μου να καίγεται στην τηλεόραση», Δαυίδ, κάτοικος Ροβιών
Όταν ξέσπασε η φωτιά στις Ροβιές ήμουν εγκλωβισμένος στη δουλειά, στη Λίμνη. Έφυγα για να έρθω εδώ και δεν μπορούσα να περάσω τον δρόμο. Η οικογένειά μου ήταν στα Λουτρά και πήγα να τους βρω.
Το πρωί μου έλεγε η γυναίκα μου να μην πάω στη δουλειά και δεν πίστευα πως με τέτοια άπνοια θα έφτανε εδώ η φωτιά. Κι όμως. Αφήσαν τη φωτιά να κάψει όλη την Εύβοια.
Πήγαμε στα Λουτρά και περιμέναμε σε ένα μαγαζί για να μας βρουν δωμάτιο να μείνουμε. Όταν μπήκαμε στο δωμάτιο άνοιξα την τηλεόραση για να δω τι γίνεται. Με το που την άνοιξα είδα το σπίτι μου στην οθόνη να καίγεται. Ευτυχώς πρόλαβα και το έκλεισα και δεν το είδε το παιδί. Για τις επόμενες 15-20 μέρες ήμουν ζωντανός – νεκρός. Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν. Και τώρα έτσι είμαι αλλά προσπαθώ για το παιδί.
Αδίκως καήκαν τα σπίτια. Εμένα το σπίτι μου ήταν κοντά στο ρέμα το οποίο δεν ήταν καθαρισμένο. Αν είχε καθαριστεί το σπίτι μου δεν θα καιγόταν. Αν ήταν δύο πυροσβεστικά εκεί δεν θα έχανα το σπίτι μου. Η βοήθεια του κόσμου ήταν τεράστια. Το κράτος δεν ήταν πουθενά ούτε τότε ούτε τώρα.
Ακόμα παλεύω με τα χαρτιά για την επιδότηση ενοικίου. Ειδικά για τα σπίτια μας έχουν παρατημένους εντελώς. Έχουμε πάρει μόνο τα πρώτα χρήματα για τις οικοσκευές. Ποιος φτιάχνει σπίτι με 10 χιλιάρικα;
Νοικιάσαμε ένα σπίτι με δύο χώρους για τρία άτομα. Προσπαθήσαμε να κάνουμε το δωμάτιο ίδιο με εκείνο που είχε το παιδί πριν μήπως και το κάνουμε να το αντιμετωπίσει κάπως καλύτερα. Αφού το φτιάξαμε περίπου ίδιο μου είπε «μπαμπά ωραίο είναι αλλά σαν κι αυτό που είχα δεν είναι».
«Τη βουή της φωτιάς δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ», Γιώργος Μαρούδης, Πρόεδρος Εμπορικού Συλλόγου Ροβιών
"Μεγαλώσαμε μέσα στο βουνό και τώρα το κοιτάω και δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχει καεί. Το κάψιμο του δάσους ήταν η αρχή του τέλος μας. Κάηκε το δάσος; Κάηκε και η ζωή μας.
Είδα να ξεκινάει μία φωτιά από ένα μέρος και την επόμενη μέρα να καίγεται το χωριό μου. Η φωτιά ξεκίνησε Τρίτη 3 Αυγούστου και την επόμενη μέρα το μεσημέρι έγινε η εκκένωση των Ροβιών. Το έζησα από την αρχή μέχρι το τέλος γιατί οι Ροβιές κάηκαν δύο φορές: και στις 4 Αυγούστου που μπήκε η φωτιά στο χωριό και στις 7 Αυγούστου που γύρισε η φωτιά και κάηκε το υπόλοιπο μέρος.
Από την πρώτη στιγμή ήμασταν μέσα στη μάχη. Κοιτιόμασταν και όλοι σκεφτόμασταν «δεν φεύγουμε». Προσπαθούσαμε να σώσουμε σπίτια και χωράφια μόνοι μας. Ήμασταν το πρώτο χωριό που εκκενώθηκε και μείναμε γύρω στα 25 άτομα. Η έκταση του χωριού όμως είναι τεράστια και δεν μπορούσαμε να επέμβουμε παντού. Yπήρχαν πυροσβέστες που τους λέγαμε «πάμε να σβήσουμε εκεί», το σπίτι του συγχωριανού μας που καιγόταν, και μας έλεγαν «δεν έχω εντολή». Πρέπει όμως να πούμε ένα τεράστιο ευχαριστώ και στους δικούς μας πυροσβέστες οι οποίοι σχολούσαν από την Υπηρεσία, έβαζαν τα πολιτικά τους ρούχα και χώνονταν ξανά μέσα στις φλόγες. Αυτά τα παιδιά και οι εθελοντές αξίζουν συγχαρητήρια.
Όταν ξεκίνησε εδώ η φωτιά είχε αέρα. Μιλούσα στο τηλέφωνο και είπα το μεσημέρι ότι εύχομαι να μην πιάσει φωτιά. Μόλις βγήκα έξω μου είπαν ότι η ξεκίνησε.
Αυτό που θυμάμαι είναι μία ανεξέλεγκτη φωτιά που έκανε ό,τι ήθελε και δεν την ενόχλησε κανείς. Που ήταν τα εναέρια μέσα; Όλοι το φωνάζαμε αυτό από την πρώτη στιγμή. Ερχόντουσαν εναέρια μέσα έκαναν μία βόλτα και έφευγαν.
Στις Ροβιές κάηκαν 19 σπίτια, ένα φροντιστήριο και ένα ζαχαροπλαστείο. Το ζαχαροπλαστείο το είχε η θεία μου. Όταν χάνεις τη ζωή σου, τον κόπο σου, είσαι θυμωμένος. Όλοι είμαστε θυμωμένοι. Αυτό που έγινε δεν ξεχνιέται. Εξαφανίστηκαν οι ρητινοκαλλιεργητές, σε λίγα χρόνια θα εξαφανιστεί και το επάγγελμα των δασεργατών. Πως θα ζήσουν οι 600 οικογένειες που επλήγησαν από εδώ και πέρα;
Ο χειμώνας ήταν δύσκολος και λίγος. Δύσκολος αναφορικά με την κακοκαιρία, λίγος αναφορικά με τη δουλειά. Αν είχε πιο πολλές βροχές θα είχαμε πνιγεί.
Μέχρι σήμερα δεν έχει κοπεί και δεν έχει καθαριστεί τίποτα. Πλέον είναι πιο επικίνδυνο από πέρσι γιατί αν ξαναπιάσει φωτιά δεν θα έχει σταματημό.
Που είναι η τουριστική προβολή της Βόρειας Εύβοιας; Η βοήθεια που ζητάμε τόσο καιρό. Δεν θέλουμε λύπηση, στήριξη θέλουμε. Ο τόπος είναι πανέμορφος αλλά πρέπει να δοθούν κίνητρα για να μας επισκεφθεί ο κόσμος. Να αναδειχνούν οι ομορφιές του."
«Όταν αντίκρισα τη φωτιά σκέφτηκα ότι τελειώσαμε», κάτοικος Αγίας Άννας
"Αυτοί που έμειναν ήταν ήρωες. Όσοι έμειναν στο χωριό έσωσαν και τα δικά τους σπίτια και κάποιων άλλων, γειτόνων που έφυγαν. Ένας από το χωριό έπρεπε να φύγει γιατί η γυναίκα του είχε προβλήματα υγείας. Στην αυλή του υπήρχαν κάποια ξύλα. Αν δεν πήγαινε ο διπλανός να το σώσει το σπίτι θα είχε καεί.
Το ότι μας είπαν να φύγουμε ήταν λάθος. Φοβήθηκαν μην θρηνήσουμε θύματα και από την μεριά τους είναι λογικό αλλά αν δεν έμενε πίσω κόσμος πως θα σωζόταν η ζωή του; Δεν θέλω να ρίξω ευθύνες αν και υπάρχουν πολλές. Για να καεί όλο αυτό το πανέμορφο μέρος κάτι έγινε λάθος. Ξέραμε ότι θα έρθει στο χωριό λόγω των ανέμων. Έπρεπε να σβηστεί πριν πλησιάσει. Την ημέρα είχε άπνοια.
Τα αεροπλάνα ήρθαν μία μέρα και δεν τα ξαναείδαμε. Τα έστειλαν λέει στη Βαρυμπόμπη. Και κάηκε και η Βαρυμπόμπη και ο δικός μας παράδεισος.
Εγώ έφυγα και πήγα στη Χαλκίδα. Ήταν λάθος μου. Δοκίμασα να γυρίσω πίσω αλλά δεν γινόταν γιατί στο νεκροταφείο είχαν πάρει φωτιά τα κυπαρίσσια και δεν μπορούσα να περάσω. Είμαι 52 χρονών και δεν συγχωρώ στον εαυτό μου ότι έφυγα. Έπρεπε να μείνω πίσω. Όταν κατέβηκα και πήγαινα προς το νεκροταφείο γύρισα και κοίταξα πίσω. Με αυτό που αντίκρυσα σκέφτηκα ότι τελειώσαμε. Την επόμενη μέρα όλα ήταν μέσα στην κάπνα και την μαυρίλα.
Στο Αχλάδι κάηκαν 18 σπίτια. Ο άλλος έσβηνε από κάτω την αυλή του και ταυτόχρονα καιγόταν η σκεπή του σπιτιού του.
Η καταστροφή ήταν ολική. Πόσοι άνθρωποι έμειναν άνεργοι; Όσοι ασχολούνταν με τα πεύκα, όσοι είχαν μελίσσια, όσοι είχαν ελιές και κάηκαν. Και τα ζόρια από όλο αυτό δεν έχουν έρθει ακόμα.
Το χειμώνα είχαμε χαμηλότερες θερμοκρασίες και όλη η βροχή πια απλά πέφτει και κυλάει. Ένα χρόνο μετά, κάθε φορά που κατεβαίνω στην παραλία και βλέπω όλα τα καμένα δεν μπορώ να το πιστέψω. Είμαι 57 χρονών και δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Βλέπω το κακό, που δεν έχει αφήσει τίποτα.
Το δάσος θα ξαναγεννηθεί. Αλλά για να γίνει εκμεταλλεύσιμο θέλει πολλά χρόνια.
Κάποιοι ξέρουν τι έφταιξε, δεν μπορεί να μην ξέρουν. Ξεκίνησε η φωτιά από την περιοχή της Λίμνης, έκαψε Ροβιές, πήγε στον όσιο Δαυίδ, Κερασιά, Βασιλικά, Κοτσικιά, Αγία Άννα και ξαναγύρισε Λίμνη. Έκαψε τα πάντα και δεν μπορούσε να σταματήσει κάπου με κάποιο τρόπο; Τα αεροπλάνα που ήταν; Μπορούσαν να τη σβήσουν μέσα στη μέρα που ήταν άπνοια, να μην φτάσει μέχρι εδώ. Το βράδυ γύρισε ο άνεμος και ξέραμε ότι θα καούμε."
"Από πυροσβεστικά οχήματα δεν είδαμε ούτε το χρώμα τους", Mαρίνα Βαλλή, Ιδιοκτήτρια ξενοδοχειακής μονάδας στις Ροβιές
"Ήμουν γεμάτη από κόσμο και έπρεπε να δώσω οδηγίες σε διάφορες γλώσσες για να ξεφύγουν οι άνθρωποι.
Ήμουν προετοιμασμένη γιατί η φωτιά ξεκίνησε σε κοντινή περιοχή μία μέρα πριν και ήδη είχα ζητήσει από τους πελάτες του ξενοδοχείου να ετοιμάσουν τα πράγματά τους ώστε να φύγουν αν χρειαστεί. Μέσα σε μιάμιση ώρα από τη στιγμή που ήρθε το μήνυμα του 112 είχαν φύγει ήρεμα για την Αιδηψό.
Πήγα να μαζέψω το σπίτι. Γέμισα τις μπανιέρες νερό, μάζεψα τις κουρτίνες, έλυσα το σκύλο για να τον πάρω μαζί μου και λίγο αργότερα, το μεσημέρι, άρχισα να ακούω τη φωτιά. Έλεγξα ότι στο ξενοδοχείο είναι όλα κλειστά και μαζεμένες οι τέντες και έφυγα.
Είναι απαραίτητο να ξέρει κανείς τι θα κάνει σε περίπτωση πυρκαγιάς. Δεν έχουμε περιαστική ζώνη και το δάσος μπαίνει μέσα στο χωριό. Έχω περάσει πολλές φωτιές. Δεν ξέρω αν έσωσα το σπίτι και το ξενοδοχείο επειδή έκανα ότι έκανα αλλά σήμερα υπάρχουν.
Ο γιος μου ερχόταν από Αθήνα και μου έλεγε να φύγω. Ο άνδρας μου και ο γιος έμειναν να επιτεθούν στη φωτιά μαζί με τους άλλους. Εγώ πήγα στα Ίλια. Είχαμε δύο τρακτέρ γεμάτα με νερό, αλυσοπρίονα και πυροσβεστήρες. Το μέτωπο της φωτιάς ήταν τεράστιο και κάποια στιγμή έφυγαν κι εκείνοι.
Το απόγευμα, κατά τις 7, ξαναγυρίσαμε όλοι στην περιοχή. Ο γιος και ο άνδρας μου πέρασαν παρά την απαγόρευση της αστυνομίας και εγώ έμεινα στην Αιδηψό.
Από πυροσβεστικά οχήματα δεν είδαμε ούτε το χρώμα τους. Εγώ μένω εκτός χωριού και δεν έρχονται μέχρι εδώ. Μπορεί στο χωριό να υπήρξαν κάποια αλλά λίγα. Κάθε τόσο έχουμε φωτιές και είμαστε μόνοι μας. Έτσι μάθαμε να ζούμε με αυτό και να παλεύουμε.
Ο σύζυγός μου έχει μία αποθήκη με ελιές, πλαστικές δεξαμενές και εργαλεία. Όταν ζήτησε από ένα πυροσβεστικό που ήταν δίπλα να πάνε προς την αποθήκη του είπαν «δεν έχουμε εντολή» και δεν κουνήθηκαν. Όταν γύρισε εκείνος με το τρακτέρ να ρίξει νερό με το βυτίο του του το απαγόρευσαν. Τελικά πήγε κατάφερε με τον γιο μας να μην καεί τουλάχιστον το μεγάλο μέρος της αποθήκης. Κάηκαν μικρότερα μέρη.
Ζητάμε να μάθουμε πως έγινε όλο αυτό. Που έγινε το λάθος; Είμαστε τόσοι άνθρωποι και κάθε χρόνο παλεύουμε μόνο με δικά μας μέσα. Υπάρχουν πολλά κενά. Κανείς δεν πήγε από τους υπεύθυνους να βρει τους ανθρώπους που δεν μπορούν να κινηθούν ή είναι καθηλωμένοι στο κρεβάτι να τους βοηθήσει. Πρέπει να οργανωθούμε και να εκπαιδευτούμε για να το κάνουμε μόνοι μας τελικά.
Ακόμα το σοκ δεν έχει ξεπεραστεί. Τον χειμώνα «κοιμήθηκα». Ήθελα να τα ξαναφτιάξω όλα αλλά δεν μπορούσα. Είναι μία διαδικασία θρήνου. Δεν μπορώ να μετρήσω τι λείπει για να το αντικαταστήσω. Από τα 3.500 δέντρα που είχε το κτήμα τα 2.800 έχουν πληγεί. Η φύση θα ανακάμψει αλλά μέχρι τότε εμείς τι θα κάνουμε; Αυτά τα δέντρα είναι το εισόδημά μας.
Η τουριστική κίνηση φέτος είναι μειωμένη. Μάλιστα όταν κάποιοι οργανώνουν δράσεις «στήριξης» για τις πληγείσες περιοχές και έρχονται για να μείνουν μου κάνουν παζάρια για την τιμή και ζητούν έκπτωση. Πως έρχεσαι να με στηρίξεις και μου ζητάς έκπτωση; Είναι στήριξη αυτό; Πλέον απλά δεν τους απαντάω."
Οι καμένες εκτάσεις της Βόρειας Εύβοιας σήμερα:
23/10/2022 10:30
Με θυμό και βουρκωμένα μάτια, σχεδόν ένα χρόνο μετά τον πύρινο εφιάλτη του «μαύρου Αυγούστου του 2021», οι κάτοικοι της Βόρειας Εύβοιας προσπαθούν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους πάνω στα αποκαΐδια.
Τα καμένα δέντρα στέκουν γυμνά – στοιχειά υπενθυμίζοντας το κακό. Μπορεί κάποιες μικρές πράσινες απόπειρες της φύσης να ξεγελούν για δευτερόλεπτα το μάτι αλλά μόλις το βλέμμα στραφεί στα δέντρα σχεδόν βλέπει το κόκκινο της φωτιάς να τα κυκλώνει. Η μυρωδιά του καμένου παραμένει μέχρι σήμερα στην ατμόσφαιρα στις πυρόπληκτες εκτάσεις. Δεν είναι μάλιστα λίγοι οι κάτοικοι που λένε πως κάθε φορά που κοιτούν προς τα πάνω (τα δάση) ακούν τη βουή της φωτιάς και βλέπουν τις πύρινες γλώσσες να ξεπροβάλλουν.
Η 3η του Αυγούστου, η μέρα που χιόνισε για πρώτη φορά καύτρες στην Εύβοια, δεν ξεχνιέται από τους κατοίκους που άκουσαν τις φωνές των συμπολιτών τους, ένιωσαν και είδαν τον τρόμο να σχηματίζεται στα πρόσωπά τους, έμειναν να σώσουν ό,τι μπορούσαν και υπό τον ήχο των σειρήνων αγκάλιασαν εκείνους που έβλεπαν τη ζωή τους να γίνεται προσάναμμα σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
Με την εφαρμογή του δόγματος «εκκενώστε για να μη θρηνήσουμε θύματα» πόλεις, χωριά και οικισμοί αφέθηκαν στην πύρινη λαίλαπα, ενώ χιλιάδες στρέμματα παρθένου δάσους έγιναν στάχτη.
Η συντριπτική πλειονότητα των πυροσβεστικών δυνάμεων και των εναέριων μέσων πυρόσβεσης είχαν διατεθεί για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών στη Βόρεια Αττική και έτσι η Εύβοια παραδόθηκε στις φλόγες. Οι ηρωικές προσπάθειες των κατοίκων, οι οποίοι αγνόησαν τις εντολές εκκένωσης και ρίχτηκαν στη μάχη με τα πύρινα μέτωπα, έσωσαν ό,τι μπορούσε να σωθεί.
Σήμερα, ορισμένοι από αυτούς μιλούν στο makthes.gr, το οποίο βρέθηκε και περιηγήθηκε στην πολύπαθη Βόρεια Εύβοια. «Αν δεν το έχεις ζήσει δεν μπορείς να καταλάβεις», λένε οι περισσότεροι πριν ξεκινήσουν να διηγούνται ό,τι θυμούνται από εκείνο τον Αύγουστο που έμελλε να αλλάξει τη ζωή τους και να αφήσει πίσω του, εκτός από την καμμένη γη, το αβάσταχτο παράπονο «μας ξέχασαν».
Άνθρωποι που είδαν το σπίτι τους να καίγεται, που ρίχτηκαν στην πρώτη γραμμή χωρίς δεύτερη σκέψη και έμειναν άυπνοι να παλεύουν με τις φλόγες βλέποντας για τελευταία φορά τα πευκοδάση, που σήμερα αρνούνται να επισκεφθούν τα καμμένα κτήματά τους γιατί δεν μπορούν να αντικρύσουν τον κόπο μιας ζωής ριμαγμένο, περιγράφουν στο makthes.gr το τότε και το τώρα και μοιράζονται εικόνες που όσο κι αν θέλουν δεν μπορούν να σβήσουν από το μυαλό τους.
«Χιόνιζε καύτρες», κάτοικος Αγίας Άννας, ιδιοκτήτης επιχείρησης στην παραλία
"Η φωτιά ξεκίνησε από ένα χωριό πριν τη Λίμνη και εξαπλωνόταν τόσο γρήγορα που έφτανε πιο γρήγορα από τα μηνύματα εκκένωσης. Εκείνη τη μέρα δεν φυσούσε. Όταν όμως η φωτιά έφτασε σε εμάς φυσούσε τόσο πολύ που δύο ομπρέλες από την παραλία «ξεριζώθηκαν» και έπεσαν σαν οβίδες και έσκασαν στο απέναντι μαγαζί.
Από τον λόφο πίσω μας χρειάστηκαν μόνο μερικά λεπτά για να φτάσει η φωτιά στην παραλία. Δεν είχε κάτι άλλο να κάψει. Τα τέλειωσε όλα. Δεν προλάβαινες να κάνεις τίποτα. Άλλο να το λέμε και άλλο να το ζεις. Πύρινες γλώσσες πολλών μέτρων. Η Πολιτεία ανύπαρκτη. Το μέλημά τους ήταν να εκκενώνουν και τίποτε άλλο. Για να μην τους κατηγορήσει κανείς για θύματα. Το τι θα γίνουν τα σπίτια των ανθρώπων ούτε που τους ένοιαζε.
Βέβαια, ακόμα και η εκκένωση γινόταν με ανεύθυνο τρόπο. Δεν υπήρχε κανένας πυροσβέστης για να υποδείξει στον κόσμο ποια διαδρομή θα ακολουθήσει. Ήταν πολύ επικίνδυνο γιατί μπορούσε να είχε χαθεί κόσμος στα σταυροδρόμια του δάσους. Την ώρα που τους έδιωχναν η φωτιά δεν απείχε πολύ από τον δρόμο που τους έλεγαν να φύγουν. Θα μπορούσε να γίνει ολοκαύτωμα.
Ο κόσμος ήταν τρομοκρατημένος. Φιλοξένησα κάποιους ηλικιωμένους ανθρώπους στο μαγαζί. Κάθε φορά που έπρεπε να μπω ή να βγω ανοιγόκλεινα την πόρτα όσο πιο γρήγορα μπορούσα γιατί λόγω του καπνού δεν μπορούσες να αναπνεύσεις. Όλος ο ουρανός ήταν μαύρος και νόμιζε πως χιόνιζε καύτρες.
Δεν έφυγα. Να έφευγα να πάω που; Σκεφτόμουν ότι θα μπω στη θάλασσα.
Ένα χρόνο μετά, αυτό που επικρατεί είναι η αβεβαιότητα. Το χειμώνα έβρεχε και πλημμυρίζαμε γιατί το νερό δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Δεν θέλω να επισκεφθώ τα καμένα κτήματά μου. Γιατί να τα δω έτσι;
Οι αποζημιώσεις είναι λόγια ή βρίσκονται στα χαρτιά. Εμείς που διατηρούμε κάποια μαγαζιά είχαμε κάνει κάποιες προμήθειες για εκείνη την περίοδο γιατί ήμασταν μια ανάσα πριν τον Δεκαπενταύγουστο. Είχαμε φουλάρει καταψύκτες και ψυγεία. Με τη φωτιά δεν είχαμε ρεύμα και όλα τα τρόφιμα πετάχτηκαν. Καμία αποζημίωση.
Η οικογένειά μου είχε ελαιόδεντρα. Κάηκαν όλα. Χωρίς να ειδοποιηθούμε σε κάποιες περιοχές γίνεται υλοτόμηση και έρχονται και παίρνουν τα ξύλα μας χωρίς να μας πουν τίποτα. Εγώ τις προάλλες είδα τα δικά μου έτοιμα για φόρτωση και έγραψα σε ένα σημείωμα να μην μετακινηθούν. Τα πήραν όλα. Είναι δυνατόν να παίρνεις τα δέντρα μου χωρίς ερώτηση και χωρίς να μου έχει δοθεί και τίποτα;
Κάποια δέντρα έχουν κοπεί γιατί είναι το εύκολο κέρδος. Ειδικά όπου μπορεί να μπει φορτηγό για να τα φορτώσουν.
Ο τόπος θα πρασινίσει πάλι. Αλλά το πεύκο θέλει 25 χρόνια για να μπορέσεις να το δουλέψεις. Η ελιά θέλει το λιγότερο πέντε χρόνια για να αποδώσει ελάχιστο καρπό. Αυτά που κάηκαν ήταν αιωνόβια δέντρα που τα έβλεπες και τα θαύμαζες, δεν έφταναν τα χέρια σου να τα αγκαλιάσουν."
«Είδα το σπίτι μου να καίγεται στην τηλεόραση», Δαυίδ, κάτοικος Ροβιών
Όταν ξέσπασε η φωτιά στις Ροβιές ήμουν εγκλωβισμένος στη δουλειά, στη Λίμνη. Έφυγα για να έρθω εδώ και δεν μπορούσα να περάσω τον δρόμο. Η οικογένειά μου ήταν στα Λουτρά και πήγα να τους βρω.
Το πρωί μου έλεγε η γυναίκα μου να μην πάω στη δουλειά και δεν πίστευα πως με τέτοια άπνοια θα έφτανε εδώ η φωτιά. Κι όμως. Αφήσαν τη φωτιά να κάψει όλη την Εύβοια.
Πήγαμε στα Λουτρά και περιμέναμε σε ένα μαγαζί για να μας βρουν δωμάτιο να μείνουμε. Όταν μπήκαμε στο δωμάτιο άνοιξα την τηλεόραση για να δω τι γίνεται. Με το που την άνοιξα είδα το σπίτι μου στην οθόνη να καίγεται. Ευτυχώς πρόλαβα και το έκλεισα και δεν το είδε το παιδί. Για τις επόμενες 15-20 μέρες ήμουν ζωντανός – νεκρός. Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν. Και τώρα έτσι είμαι αλλά προσπαθώ για το παιδί.
Αδίκως καήκαν τα σπίτια. Εμένα το σπίτι μου ήταν κοντά στο ρέμα το οποίο δεν ήταν καθαρισμένο. Αν είχε καθαριστεί το σπίτι μου δεν θα καιγόταν. Αν ήταν δύο πυροσβεστικά εκεί δεν θα έχανα το σπίτι μου. Η βοήθεια του κόσμου ήταν τεράστια. Το κράτος δεν ήταν πουθενά ούτε τότε ούτε τώρα.
Ακόμα παλεύω με τα χαρτιά για την επιδότηση ενοικίου. Ειδικά για τα σπίτια μας έχουν παρατημένους εντελώς. Έχουμε πάρει μόνο τα πρώτα χρήματα για τις οικοσκευές. Ποιος φτιάχνει σπίτι με 10 χιλιάρικα;
Νοικιάσαμε ένα σπίτι με δύο χώρους για τρία άτομα. Προσπαθήσαμε να κάνουμε το δωμάτιο ίδιο με εκείνο που είχε το παιδί πριν μήπως και το κάνουμε να το αντιμετωπίσει κάπως καλύτερα. Αφού το φτιάξαμε περίπου ίδιο μου είπε «μπαμπά ωραίο είναι αλλά σαν κι αυτό που είχα δεν είναι».
«Τη βουή της φωτιάς δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ», Γιώργος Μαρούδης, Πρόεδρος Εμπορικού Συλλόγου Ροβιών
"Μεγαλώσαμε μέσα στο βουνό και τώρα το κοιτάω και δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχει καεί. Το κάψιμο του δάσους ήταν η αρχή του τέλος μας. Κάηκε το δάσος; Κάηκε και η ζωή μας.
Είδα να ξεκινάει μία φωτιά από ένα μέρος και την επόμενη μέρα να καίγεται το χωριό μου. Η φωτιά ξεκίνησε Τρίτη 3 Αυγούστου και την επόμενη μέρα το μεσημέρι έγινε η εκκένωση των Ροβιών. Το έζησα από την αρχή μέχρι το τέλος γιατί οι Ροβιές κάηκαν δύο φορές: και στις 4 Αυγούστου που μπήκε η φωτιά στο χωριό και στις 7 Αυγούστου που γύρισε η φωτιά και κάηκε το υπόλοιπο μέρος.
Από την πρώτη στιγμή ήμασταν μέσα στη μάχη. Κοιτιόμασταν και όλοι σκεφτόμασταν «δεν φεύγουμε». Προσπαθούσαμε να σώσουμε σπίτια και χωράφια μόνοι μας. Ήμασταν το πρώτο χωριό που εκκενώθηκε και μείναμε γύρω στα 25 άτομα. Η έκταση του χωριού όμως είναι τεράστια και δεν μπορούσαμε να επέμβουμε παντού. Yπήρχαν πυροσβέστες που τους λέγαμε «πάμε να σβήσουμε εκεί», το σπίτι του συγχωριανού μας που καιγόταν, και μας έλεγαν «δεν έχω εντολή». Πρέπει όμως να πούμε ένα τεράστιο ευχαριστώ και στους δικούς μας πυροσβέστες οι οποίοι σχολούσαν από την Υπηρεσία, έβαζαν τα πολιτικά τους ρούχα και χώνονταν ξανά μέσα στις φλόγες. Αυτά τα παιδιά και οι εθελοντές αξίζουν συγχαρητήρια.
Όταν ξεκίνησε εδώ η φωτιά είχε αέρα. Μιλούσα στο τηλέφωνο και είπα το μεσημέρι ότι εύχομαι να μην πιάσει φωτιά. Μόλις βγήκα έξω μου είπαν ότι η ξεκίνησε.
Αυτό που θυμάμαι είναι μία ανεξέλεγκτη φωτιά που έκανε ό,τι ήθελε και δεν την ενόχλησε κανείς. Που ήταν τα εναέρια μέσα; Όλοι το φωνάζαμε αυτό από την πρώτη στιγμή. Ερχόντουσαν εναέρια μέσα έκαναν μία βόλτα και έφευγαν.
Στις Ροβιές κάηκαν 19 σπίτια, ένα φροντιστήριο και ένα ζαχαροπλαστείο. Το ζαχαροπλαστείο το είχε η θεία μου. Όταν χάνεις τη ζωή σου, τον κόπο σου, είσαι θυμωμένος. Όλοι είμαστε θυμωμένοι. Αυτό που έγινε δεν ξεχνιέται. Εξαφανίστηκαν οι ρητινοκαλλιεργητές, σε λίγα χρόνια θα εξαφανιστεί και το επάγγελμα των δασεργατών. Πως θα ζήσουν οι 600 οικογένειες που επλήγησαν από εδώ και πέρα;
Ο χειμώνας ήταν δύσκολος και λίγος. Δύσκολος αναφορικά με την κακοκαιρία, λίγος αναφορικά με τη δουλειά. Αν είχε πιο πολλές βροχές θα είχαμε πνιγεί.
Μέχρι σήμερα δεν έχει κοπεί και δεν έχει καθαριστεί τίποτα. Πλέον είναι πιο επικίνδυνο από πέρσι γιατί αν ξαναπιάσει φωτιά δεν θα έχει σταματημό.
Που είναι η τουριστική προβολή της Βόρειας Εύβοιας; Η βοήθεια που ζητάμε τόσο καιρό. Δεν θέλουμε λύπηση, στήριξη θέλουμε. Ο τόπος είναι πανέμορφος αλλά πρέπει να δοθούν κίνητρα για να μας επισκεφθεί ο κόσμος. Να αναδειχνούν οι ομορφιές του."
«Όταν αντίκρισα τη φωτιά σκέφτηκα ότι τελειώσαμε», κάτοικος Αγίας Άννας
"Αυτοί που έμειναν ήταν ήρωες. Όσοι έμειναν στο χωριό έσωσαν και τα δικά τους σπίτια και κάποιων άλλων, γειτόνων που έφυγαν. Ένας από το χωριό έπρεπε να φύγει γιατί η γυναίκα του είχε προβλήματα υγείας. Στην αυλή του υπήρχαν κάποια ξύλα. Αν δεν πήγαινε ο διπλανός να το σώσει το σπίτι θα είχε καεί.
Το ότι μας είπαν να φύγουμε ήταν λάθος. Φοβήθηκαν μην θρηνήσουμε θύματα και από την μεριά τους είναι λογικό αλλά αν δεν έμενε πίσω κόσμος πως θα σωζόταν η ζωή του; Δεν θέλω να ρίξω ευθύνες αν και υπάρχουν πολλές. Για να καεί όλο αυτό το πανέμορφο μέρος κάτι έγινε λάθος. Ξέραμε ότι θα έρθει στο χωριό λόγω των ανέμων. Έπρεπε να σβηστεί πριν πλησιάσει. Την ημέρα είχε άπνοια.
Τα αεροπλάνα ήρθαν μία μέρα και δεν τα ξαναείδαμε. Τα έστειλαν λέει στη Βαρυμπόμπη. Και κάηκε και η Βαρυμπόμπη και ο δικός μας παράδεισος.
Εγώ έφυγα και πήγα στη Χαλκίδα. Ήταν λάθος μου. Δοκίμασα να γυρίσω πίσω αλλά δεν γινόταν γιατί στο νεκροταφείο είχαν πάρει φωτιά τα κυπαρίσσια και δεν μπορούσα να περάσω. Είμαι 52 χρονών και δεν συγχωρώ στον εαυτό μου ότι έφυγα. Έπρεπε να μείνω πίσω. Όταν κατέβηκα και πήγαινα προς το νεκροταφείο γύρισα και κοίταξα πίσω. Με αυτό που αντίκρυσα σκέφτηκα ότι τελειώσαμε. Την επόμενη μέρα όλα ήταν μέσα στην κάπνα και την μαυρίλα.
Στο Αχλάδι κάηκαν 18 σπίτια. Ο άλλος έσβηνε από κάτω την αυλή του και ταυτόχρονα καιγόταν η σκεπή του σπιτιού του.
Η καταστροφή ήταν ολική. Πόσοι άνθρωποι έμειναν άνεργοι; Όσοι ασχολούνταν με τα πεύκα, όσοι είχαν μελίσσια, όσοι είχαν ελιές και κάηκαν. Και τα ζόρια από όλο αυτό δεν έχουν έρθει ακόμα.
Το χειμώνα είχαμε χαμηλότερες θερμοκρασίες και όλη η βροχή πια απλά πέφτει και κυλάει. Ένα χρόνο μετά, κάθε φορά που κατεβαίνω στην παραλία και βλέπω όλα τα καμένα δεν μπορώ να το πιστέψω. Είμαι 57 χρονών και δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Βλέπω το κακό, που δεν έχει αφήσει τίποτα.
Το δάσος θα ξαναγεννηθεί. Αλλά για να γίνει εκμεταλλεύσιμο θέλει πολλά χρόνια.
Κάποιοι ξέρουν τι έφταιξε, δεν μπορεί να μην ξέρουν. Ξεκίνησε η φωτιά από την περιοχή της Λίμνης, έκαψε Ροβιές, πήγε στον όσιο Δαυίδ, Κερασιά, Βασιλικά, Κοτσικιά, Αγία Άννα και ξαναγύρισε Λίμνη. Έκαψε τα πάντα και δεν μπορούσε να σταματήσει κάπου με κάποιο τρόπο; Τα αεροπλάνα που ήταν; Μπορούσαν να τη σβήσουν μέσα στη μέρα που ήταν άπνοια, να μην φτάσει μέχρι εδώ. Το βράδυ γύρισε ο άνεμος και ξέραμε ότι θα καούμε."
"Από πυροσβεστικά οχήματα δεν είδαμε ούτε το χρώμα τους", Mαρίνα Βαλλή, Ιδιοκτήτρια ξενοδοχειακής μονάδας στις Ροβιές
"Ήμουν γεμάτη από κόσμο και έπρεπε να δώσω οδηγίες σε διάφορες γλώσσες για να ξεφύγουν οι άνθρωποι.
Ήμουν προετοιμασμένη γιατί η φωτιά ξεκίνησε σε κοντινή περιοχή μία μέρα πριν και ήδη είχα ζητήσει από τους πελάτες του ξενοδοχείου να ετοιμάσουν τα πράγματά τους ώστε να φύγουν αν χρειαστεί. Μέσα σε μιάμιση ώρα από τη στιγμή που ήρθε το μήνυμα του 112 είχαν φύγει ήρεμα για την Αιδηψό.
Πήγα να μαζέψω το σπίτι. Γέμισα τις μπανιέρες νερό, μάζεψα τις κουρτίνες, έλυσα το σκύλο για να τον πάρω μαζί μου και λίγο αργότερα, το μεσημέρι, άρχισα να ακούω τη φωτιά. Έλεγξα ότι στο ξενοδοχείο είναι όλα κλειστά και μαζεμένες οι τέντες και έφυγα.
Είναι απαραίτητο να ξέρει κανείς τι θα κάνει σε περίπτωση πυρκαγιάς. Δεν έχουμε περιαστική ζώνη και το δάσος μπαίνει μέσα στο χωριό. Έχω περάσει πολλές φωτιές. Δεν ξέρω αν έσωσα το σπίτι και το ξενοδοχείο επειδή έκανα ότι έκανα αλλά σήμερα υπάρχουν.
Ο γιος μου ερχόταν από Αθήνα και μου έλεγε να φύγω. Ο άνδρας μου και ο γιος έμειναν να επιτεθούν στη φωτιά μαζί με τους άλλους. Εγώ πήγα στα Ίλια. Είχαμε δύο τρακτέρ γεμάτα με νερό, αλυσοπρίονα και πυροσβεστήρες. Το μέτωπο της φωτιάς ήταν τεράστιο και κάποια στιγμή έφυγαν κι εκείνοι.
Το απόγευμα, κατά τις 7, ξαναγυρίσαμε όλοι στην περιοχή. Ο γιος και ο άνδρας μου πέρασαν παρά την απαγόρευση της αστυνομίας και εγώ έμεινα στην Αιδηψό.
Από πυροσβεστικά οχήματα δεν είδαμε ούτε το χρώμα τους. Εγώ μένω εκτός χωριού και δεν έρχονται μέχρι εδώ. Μπορεί στο χωριό να υπήρξαν κάποια αλλά λίγα. Κάθε τόσο έχουμε φωτιές και είμαστε μόνοι μας. Έτσι μάθαμε να ζούμε με αυτό και να παλεύουμε.
Ο σύζυγός μου έχει μία αποθήκη με ελιές, πλαστικές δεξαμενές και εργαλεία. Όταν ζήτησε από ένα πυροσβεστικό που ήταν δίπλα να πάνε προς την αποθήκη του είπαν «δεν έχουμε εντολή» και δεν κουνήθηκαν. Όταν γύρισε εκείνος με το τρακτέρ να ρίξει νερό με το βυτίο του του το απαγόρευσαν. Τελικά πήγε κατάφερε με τον γιο μας να μην καεί τουλάχιστον το μεγάλο μέρος της αποθήκης. Κάηκαν μικρότερα μέρη.
Ζητάμε να μάθουμε πως έγινε όλο αυτό. Που έγινε το λάθος; Είμαστε τόσοι άνθρωποι και κάθε χρόνο παλεύουμε μόνο με δικά μας μέσα. Υπάρχουν πολλά κενά. Κανείς δεν πήγε από τους υπεύθυνους να βρει τους ανθρώπους που δεν μπορούν να κινηθούν ή είναι καθηλωμένοι στο κρεβάτι να τους βοηθήσει. Πρέπει να οργανωθούμε και να εκπαιδευτούμε για να το κάνουμε μόνοι μας τελικά.
Ακόμα το σοκ δεν έχει ξεπεραστεί. Τον χειμώνα «κοιμήθηκα». Ήθελα να τα ξαναφτιάξω όλα αλλά δεν μπορούσα. Είναι μία διαδικασία θρήνου. Δεν μπορώ να μετρήσω τι λείπει για να το αντικαταστήσω. Από τα 3.500 δέντρα που είχε το κτήμα τα 2.800 έχουν πληγεί. Η φύση θα ανακάμψει αλλά μέχρι τότε εμείς τι θα κάνουμε; Αυτά τα δέντρα είναι το εισόδημά μας.
Η τουριστική κίνηση φέτος είναι μειωμένη. Μάλιστα όταν κάποιοι οργανώνουν δράσεις «στήριξης» για τις πληγείσες περιοχές και έρχονται για να μείνουν μου κάνουν παζάρια για την τιμή και ζητούν έκπτωση. Πως έρχεσαι να με στηρίξεις και μου ζητάς έκπτωση; Είναι στήριξη αυτό; Πλέον απλά δεν τους απαντάω."
Οι καμένες εκτάσεις της Βόρειας Εύβοιας σήμερα:
ΣΧΟΛΙΑ