Ο πλανήτης που εν γνώσει μας πληγώναμε
04/08/2021 12:00
04/08/2021 12:00
Με την καταστροφική πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη να έχει σκεπάσει με τον καπνό της και τα βλαβερά επικίνδυνα σωματίδια την Αττική, τις ανεξέλεγκτες ακόμη φωτιές σε όλη την επικράτεια να κατακαίνε και τους τελευταίους πνεύμονες πρασίνου, η επόμενη ημέρα θα είναι ζοφερή και το μέλλον μας ακόμη χειρότερο.
Στις 11 του περασμένου μήνα η "ΜτΚ" είχε δημοσιεύσει ρεπορτάζ για τις τραγικές συνέπειες της κλιματικής κρίσης, αλλά και για τις καμπάνες που χτυπούν οι ειδικοί δεκαετίες τώρα, αλλά κανείς δεν τους ακούει.
Στις αρχές, λοιπόν, του Ιουλίου η είδηση πως το Λάιτον του Καναδά, μια μικρή πόλη στη Βρετανική Κολούμπια εξαφανίστηκε διά παντός από το χάρτη εξαιτίας μιας πυρκαγιάς που προκάλεσε ο τριήμερος καύσωνας των 49,6 βαθμών Κελσίου, έκανε τον γύρο του κόσμου.
Η μικρή καταπράσινη κωμόπολη ανήκει πλέον στην ιστορία, όμως οι ευθύνες του ανθρώπου για το πώς φτάσαμε ως εδώ, είναι αποκαλυπτικές.
60 χρόνια «καμπανάκια»
Τον Αύγουστο του 1974, η CIA εκπόνησε μια μελέτη σχετικά με το πώς οι υπηρεσίες ασφαλείας του κόσμου θα έχουν έντονα προβλήματα από την κλιματική αλλαγή. Η διάγνωση ήταν δραματική. Η έκθεση προειδοποιούσε για την εμφάνιση μιας νέας εποχής παράξενου καιρού, που θα οδηγήσει σε πολιτική αναταραχή και μαζική μετανάστευση (η οποία, με τη σειρά της, θα προκαλούσε περισσότερη αναταραχή). Η νέα εποχή που η CIA φανταζόταν δεν ήταν απαραίτητα μια με θερμότερες θερμοκρασίες, καθώς είχε λάβει προειδοποιήσεις από επιστήμονες τόσο για παγκόσμια ψύξη καθώς και για αύξηση της θερμοκρασίας. Όμως το θερμόμετρο αυτό καθαυτό και οι επιπτώσεις τους στις ζωές των ανθρώπων, δεν ήταν η άμεση ανησυχία τους. Ο πολιτικός αντίκτυπος ήταν το πρόβλημά τους. Γνώριζαν ότι η λεγόμενη «εποχή του μικρού πάγου», μια σειρά από κρύα «χτυπήματα» μεταξύ, περίπου, του 1350 και του 1850, είχε φέρει όχι μόνο την ξηρασία και την πείνα, αλλά και τον πόλεμο – κι αυτός ήταν ο φόβος για τις επερχόμενες κλιματικές αλλαγές.
«Η αλλαγή του κλίματος ξεκίνησε το 1960», λέει η πρώτη σελίδα της έκθεσης, «αλλά κανένας, συμπεριλαμβανομένων των κλιματολόγων, δεν το αναγνώρισε». Οι αποτυχίες των καλλιεργειών στη Σοβιετική Ένωση και την Ινδία στις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχαν αποδοθεί σε μια τυπική κακοκαιρία. Οι ΗΠΑ έστειλαν σιτηρά στην Ινδία και οι Σοβιετικοί σκότωσαν τα ζώα για να φάνε, «και ο πρωθυπουργός Νικήτα Χρουστσόφ αποσύρθηκε ήσυχα».
Όμως, σύμφωνα με την έκθεση, ο κόσμος αγνόησε αυτήν την προειδοποίηση, καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός συνέχισε να αυξάνεται και τα κράτη πραγματοποιούσαν με οποιοδήποτε περιβαλλοντικό κόστος τεράστιες επενδύσεις σε ενέργεια, τεχνολογία και ιατρική.
Εν τω μεταξύ, ο παράξενος καιρός συνεχίστηκε και το επίκεντρό του έγιναν οι χώρες της Δυτικής Αφρικής ακριβώς κάτω από τη Σαχάρα. Οι άνθρωποι στη Μαυριτανία, τη Σενεγάλη, το Μάλι, τη Μπουρκίνα Φάσο, τον Νίγηρα και το Τσαντ «έγιναν τα πρώτα θύματα της κλιματικής αλλαγής», υποστηρίζει η έκθεση, αλλά τα δεινά τους δεν συγκίνησαν κανέναν.
Καθώς οι επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος άρχισαν να εξαπλώνονται σε άλλα μέρη του κόσμου, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σημειώθηκαν αναφορές για ξηρασίες, αποτυχίες καλλιεργειών και πλημμύρες από τη Βιρμανία, το Πακιστάν, τη Βόρεια Κορέα, την Κόστα Ρίκα, την Ονδούρα μέχρι την Ιαπωνία, τη Μανίλα, τον Ισημερινό, την ΕΣΣΔ, την Κίνα, Ινδία και ΗΠΑ. Ωστόσο, λίγοι άνθρωποι φαινόταν πρόθυμοι να δουν κατάματα το επαναλαμβανόμενο μοτίβο.
Η συνέχεια; Γνωστή μιας και εδώ και μερικά χρόνια όλοι μας, όπου κι αν ζούμε στον ένα και μοναδικό μας πλανήτη, αντιμετωπίζουμε άλλοι με φόβο και συνείδηση της κατάστασης κι άλλοι με αδιαφορία, όχι την κλιματική αλλαγή, αλλά μια επιτακτική κλιματική κρίση για την οποία ο καθένας από το μετερίζι του φέρει λίγες, βαρύτερες ή ακόμη και εγκληματικές ευθύνες (όπως π.χ. ο πρώην πλανητάρχης ή άλλοι ισχυροί του κόσμου που βασίζονται πλέον στον Τζο Μπάιντεν και την αποφασιστικότητά του να σώσει, κυριολεκτικά, τη Γη).
Πεθαίνοντας λόγω... κλίματος
Περισσότεροι από πέντε εκατομμύρια θάνατοι κάθε χρόνο στον κόσμο σχετίζονται με τις ακραίες θερμοκρασίες -είτε τις πολύ υψηλές είτε τις πολύ χαμηλές- και ο αριθμός τους αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια λόγω της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική μελέτη, που ήρθε στο φως μέσα στην εβδομάδα.
Παρόλο που κατά τα τελευταία 20 χρόνια πιο πολλοί άνθρωποι πέθαναν από το πολύ κρύο παρά από την πολλή ζέστη, αυτή η αναλογία φαίνεται σταδιακά να αλλάζει υπέρ της δεύτερης, όσο περνάνε τα χρόνια και η κλιματική αλλαγή επιδεινώνεται. Με άλλα λόγια, αναμένεται να αυξάνονται οι θάνατοι από καύσωνες και να μειώνονται αναλογικά οι θάνατοι από παγωνιά. Οι θάνατοι από κρύο μειώθηκαν κατά 0,51% μεταξύ 2000-2019, ενώ εκείνοι από ζέστη αυξήθηκαν κατά 0,21%.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Γιουμίνγκ Γκούο της Σχολής Δημόσιας Υγείας και Προληπτικής Ιατρικής του αυστραλιανού Πανεπιστημίου Μόνας, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα υγείας του πλανήτη "The Lancet Planetary Health", ανέλυσαν και συσχέτισαν στοιχεία θνησιμότητας και θερμοκρασιών από 750 μέρη σε 43 χώρες για την περίοδο 2000-2019, κατά την οποία η μέση παγκόσμια θερμοκρασία αυξανόταν κατά 0,26 βαθμούς Κελσίου ανά δεκαετία.
Η μελέτη εκτιμά ότι σχεδόν ένας στους δέκα θανάτους (το 9,4%) παγκοσμίως κάθε χρόνο σχετίζεται στην έκθεση των ανθρώπων είτε σε ακραία ζέστη είτε σε ακραίο κρύο. Οι περισσότεροι έξτρα θάνατοι λόγω ακραία χαμηλών ή υψηλών θερμοκρασιών συμβαίνουν αντίστοιχα στην Ανατολική Ευρώπη και στην υποσαχάρια Αφρική. Η Ευρώπη εκτιμάται ότι κάθε χρόνο έχει περίπου 845.000 θανάτους που σχετίζονται με αφύσικες θερμοκρασίες και από αυτούς οι 657.000 αφορούν το πολύ κρύο, ενώ οι 178.000 την πολλή ζέστη.
Οι ερευνητές -μεταξύ των οποίων η καθηγήτρια Ιατρικής Στατιστικής και Επιδημιολογίας Κλέα Κατσουγιάννη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας του Βασιλικού Κολλεγίου του Λονδίνου- επεσήμαναν την ανάγκη τα σπίτια να έχουν καλύτερη μόνωση για το κρύο και καλύτερο κλιματισμό για τη ζέστη. Άνθρωποι με διάφορα υποκείμενα νοσήματα (π.χ. της καρδιάς ή των πνευμόνων) θα κινδυνεύουν περισσότερο στο μέλλον από κλιματολογικούς θανάτους.
Μια δεύτερη ισπανική μελέτη στο ίδιο επιστημονικό περιοδικό, η οποία έγινε από επιστήμονες του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης, συσχέτισε στοιχεία θνησιμότητας και θερμοκρασιών σε 16 ευρωπαϊκές χώρες και βρήκε ότι το 7% των θανάτων σχετίζονται με τη θερμοκρασία. Οι θάνατοι από κρύο ήσαν περίπου δεκαπλάσιοι σε σχέση με εκείνους που οφείλονταν στην ακραία ζέστη.
Όμως και αυτή η έρευνα προβλέπει -με βάση επιδημιολογικά μοντέλα- ότι έως τα μέσα του 21ού αιώνα οι θάνατοι από ζέστη θα έχουν αυξηθεί σημαντικά, ενώ εκείνοι από κρύο θα μειωθούν αναλογικά, όχι όμως σε σημείο να αντισταθμίσουν τους αυξημένους θανάτους από τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Είναι μάλιστα πιθανό ότι η αναλογία θα αντιστραφεί και τελικά οι «καυτοί» θάνατοι θα ξεπεράσουν τους «παγωμένους». Οι μεσογειακές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα, θα είναι οι πιο ευάλωτες, καθώς οι θερμοκρασίες τα καλοκαίρια θα είναι ολοένα υψηλότερες.
Με την καταστροφική πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη να έχει σκεπάσει με τον καπνό της και τα βλαβερά επικίνδυνα σωματίδια την Αττική, τις ανεξέλεγκτες ακόμη φωτιές σε όλη την επικράτεια να κατακαίνε και τους τελευταίους πνεύμονες πρασίνου, η επόμενη ημέρα θα είναι ζοφερή και το μέλλον μας ακόμη χειρότερο.
Στις 11 του περασμένου μήνα η "ΜτΚ" είχε δημοσιεύσει ρεπορτάζ για τις τραγικές συνέπειες της κλιματικής κρίσης, αλλά και για τις καμπάνες που χτυπούν οι ειδικοί δεκαετίες τώρα, αλλά κανείς δεν τους ακούει.
Στις αρχές, λοιπόν, του Ιουλίου η είδηση πως το Λάιτον του Καναδά, μια μικρή πόλη στη Βρετανική Κολούμπια εξαφανίστηκε διά παντός από το χάρτη εξαιτίας μιας πυρκαγιάς που προκάλεσε ο τριήμερος καύσωνας των 49,6 βαθμών Κελσίου, έκανε τον γύρο του κόσμου.
Η μικρή καταπράσινη κωμόπολη ανήκει πλέον στην ιστορία, όμως οι ευθύνες του ανθρώπου για το πώς φτάσαμε ως εδώ, είναι αποκαλυπτικές.
60 χρόνια «καμπανάκια»
Τον Αύγουστο του 1974, η CIA εκπόνησε μια μελέτη σχετικά με το πώς οι υπηρεσίες ασφαλείας του κόσμου θα έχουν έντονα προβλήματα από την κλιματική αλλαγή. Η διάγνωση ήταν δραματική. Η έκθεση προειδοποιούσε για την εμφάνιση μιας νέας εποχής παράξενου καιρού, που θα οδηγήσει σε πολιτική αναταραχή και μαζική μετανάστευση (η οποία, με τη σειρά της, θα προκαλούσε περισσότερη αναταραχή). Η νέα εποχή που η CIA φανταζόταν δεν ήταν απαραίτητα μια με θερμότερες θερμοκρασίες, καθώς είχε λάβει προειδοποιήσεις από επιστήμονες τόσο για παγκόσμια ψύξη καθώς και για αύξηση της θερμοκρασίας. Όμως το θερμόμετρο αυτό καθαυτό και οι επιπτώσεις τους στις ζωές των ανθρώπων, δεν ήταν η άμεση ανησυχία τους. Ο πολιτικός αντίκτυπος ήταν το πρόβλημά τους. Γνώριζαν ότι η λεγόμενη «εποχή του μικρού πάγου», μια σειρά από κρύα «χτυπήματα» μεταξύ, περίπου, του 1350 και του 1850, είχε φέρει όχι μόνο την ξηρασία και την πείνα, αλλά και τον πόλεμο – κι αυτός ήταν ο φόβος για τις επερχόμενες κλιματικές αλλαγές.
«Η αλλαγή του κλίματος ξεκίνησε το 1960», λέει η πρώτη σελίδα της έκθεσης, «αλλά κανένας, συμπεριλαμβανομένων των κλιματολόγων, δεν το αναγνώρισε». Οι αποτυχίες των καλλιεργειών στη Σοβιετική Ένωση και την Ινδία στις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχαν αποδοθεί σε μια τυπική κακοκαιρία. Οι ΗΠΑ έστειλαν σιτηρά στην Ινδία και οι Σοβιετικοί σκότωσαν τα ζώα για να φάνε, «και ο πρωθυπουργός Νικήτα Χρουστσόφ αποσύρθηκε ήσυχα».
Όμως, σύμφωνα με την έκθεση, ο κόσμος αγνόησε αυτήν την προειδοποίηση, καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός συνέχισε να αυξάνεται και τα κράτη πραγματοποιούσαν με οποιοδήποτε περιβαλλοντικό κόστος τεράστιες επενδύσεις σε ενέργεια, τεχνολογία και ιατρική.
Εν τω μεταξύ, ο παράξενος καιρός συνεχίστηκε και το επίκεντρό του έγιναν οι χώρες της Δυτικής Αφρικής ακριβώς κάτω από τη Σαχάρα. Οι άνθρωποι στη Μαυριτανία, τη Σενεγάλη, το Μάλι, τη Μπουρκίνα Φάσο, τον Νίγηρα και το Τσαντ «έγιναν τα πρώτα θύματα της κλιματικής αλλαγής», υποστηρίζει η έκθεση, αλλά τα δεινά τους δεν συγκίνησαν κανέναν.
Καθώς οι επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος άρχισαν να εξαπλώνονται σε άλλα μέρη του κόσμου, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σημειώθηκαν αναφορές για ξηρασίες, αποτυχίες καλλιεργειών και πλημμύρες από τη Βιρμανία, το Πακιστάν, τη Βόρεια Κορέα, την Κόστα Ρίκα, την Ονδούρα μέχρι την Ιαπωνία, τη Μανίλα, τον Ισημερινό, την ΕΣΣΔ, την Κίνα, Ινδία και ΗΠΑ. Ωστόσο, λίγοι άνθρωποι φαινόταν πρόθυμοι να δουν κατάματα το επαναλαμβανόμενο μοτίβο.
Η συνέχεια; Γνωστή μιας και εδώ και μερικά χρόνια όλοι μας, όπου κι αν ζούμε στον ένα και μοναδικό μας πλανήτη, αντιμετωπίζουμε άλλοι με φόβο και συνείδηση της κατάστασης κι άλλοι με αδιαφορία, όχι την κλιματική αλλαγή, αλλά μια επιτακτική κλιματική κρίση για την οποία ο καθένας από το μετερίζι του φέρει λίγες, βαρύτερες ή ακόμη και εγκληματικές ευθύνες (όπως π.χ. ο πρώην πλανητάρχης ή άλλοι ισχυροί του κόσμου που βασίζονται πλέον στον Τζο Μπάιντεν και την αποφασιστικότητά του να σώσει, κυριολεκτικά, τη Γη).
Πεθαίνοντας λόγω... κλίματος
Περισσότεροι από πέντε εκατομμύρια θάνατοι κάθε χρόνο στον κόσμο σχετίζονται με τις ακραίες θερμοκρασίες -είτε τις πολύ υψηλές είτε τις πολύ χαμηλές- και ο αριθμός τους αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια λόγω της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική μελέτη, που ήρθε στο φως μέσα στην εβδομάδα.
Παρόλο που κατά τα τελευταία 20 χρόνια πιο πολλοί άνθρωποι πέθαναν από το πολύ κρύο παρά από την πολλή ζέστη, αυτή η αναλογία φαίνεται σταδιακά να αλλάζει υπέρ της δεύτερης, όσο περνάνε τα χρόνια και η κλιματική αλλαγή επιδεινώνεται. Με άλλα λόγια, αναμένεται να αυξάνονται οι θάνατοι από καύσωνες και να μειώνονται αναλογικά οι θάνατοι από παγωνιά. Οι θάνατοι από κρύο μειώθηκαν κατά 0,51% μεταξύ 2000-2019, ενώ εκείνοι από ζέστη αυξήθηκαν κατά 0,21%.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Γιουμίνγκ Γκούο της Σχολής Δημόσιας Υγείας και Προληπτικής Ιατρικής του αυστραλιανού Πανεπιστημίου Μόνας, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα υγείας του πλανήτη "The Lancet Planetary Health", ανέλυσαν και συσχέτισαν στοιχεία θνησιμότητας και θερμοκρασιών από 750 μέρη σε 43 χώρες για την περίοδο 2000-2019, κατά την οποία η μέση παγκόσμια θερμοκρασία αυξανόταν κατά 0,26 βαθμούς Κελσίου ανά δεκαετία.
Η μελέτη εκτιμά ότι σχεδόν ένας στους δέκα θανάτους (το 9,4%) παγκοσμίως κάθε χρόνο σχετίζεται στην έκθεση των ανθρώπων είτε σε ακραία ζέστη είτε σε ακραίο κρύο. Οι περισσότεροι έξτρα θάνατοι λόγω ακραία χαμηλών ή υψηλών θερμοκρασιών συμβαίνουν αντίστοιχα στην Ανατολική Ευρώπη και στην υποσαχάρια Αφρική. Η Ευρώπη εκτιμάται ότι κάθε χρόνο έχει περίπου 845.000 θανάτους που σχετίζονται με αφύσικες θερμοκρασίες και από αυτούς οι 657.000 αφορούν το πολύ κρύο, ενώ οι 178.000 την πολλή ζέστη.
Οι ερευνητές -μεταξύ των οποίων η καθηγήτρια Ιατρικής Στατιστικής και Επιδημιολογίας Κλέα Κατσουγιάννη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας του Βασιλικού Κολλεγίου του Λονδίνου- επεσήμαναν την ανάγκη τα σπίτια να έχουν καλύτερη μόνωση για το κρύο και καλύτερο κλιματισμό για τη ζέστη. Άνθρωποι με διάφορα υποκείμενα νοσήματα (π.χ. της καρδιάς ή των πνευμόνων) θα κινδυνεύουν περισσότερο στο μέλλον από κλιματολογικούς θανάτους.
Μια δεύτερη ισπανική μελέτη στο ίδιο επιστημονικό περιοδικό, η οποία έγινε από επιστήμονες του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης, συσχέτισε στοιχεία θνησιμότητας και θερμοκρασιών σε 16 ευρωπαϊκές χώρες και βρήκε ότι το 7% των θανάτων σχετίζονται με τη θερμοκρασία. Οι θάνατοι από κρύο ήσαν περίπου δεκαπλάσιοι σε σχέση με εκείνους που οφείλονταν στην ακραία ζέστη.
Όμως και αυτή η έρευνα προβλέπει -με βάση επιδημιολογικά μοντέλα- ότι έως τα μέσα του 21ού αιώνα οι θάνατοι από ζέστη θα έχουν αυξηθεί σημαντικά, ενώ εκείνοι από κρύο θα μειωθούν αναλογικά, όχι όμως σε σημείο να αντισταθμίσουν τους αυξημένους θανάτους από τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Είναι μάλιστα πιθανό ότι η αναλογία θα αντιστραφεί και τελικά οι «καυτοί» θάνατοι θα ξεπεράσουν τους «παγωμένους». Οι μεσογειακές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα, θα είναι οι πιο ευάλωτες, καθώς οι θερμοκρασίες τα καλοκαίρια θα είναι ολοένα υψηλότερες.
ΣΧΟΛΙΑ