O ΣΕΒΕ εναντίον του συστήματος διατροφικής επισήμανσης τροφίμων Νutriscore
25/05/2021 10:29
25/05/2021 10:29
Με επιστολή του προς τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Σπήλιο Λιβανό, τον Υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνι Γεωργιάδη, τον Υφυπουργό Εξωτερικών Κώστα Φραγκογιάννη, τους Έλληνες Ευρωβουλευτές και την Επικεφαλής της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα Νιόβη Ρίνγκου, η οποία κοινοποιήθηκε και στη ΜΕΑ Βρυξελλών και στον ΕΦΕΤ, ο ΣΕΒΕ-Σύνδεσμος Εξαγωγέων εκφράζει την αντίθεσή του με το προωθούμενο σε επίπεδο ΕΕ νέο σύστημα εμπρόσθιας διατροφικής επισήμανσης τροφίμων τύπου Νutriscore. Το σύστημα αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο πρότασης για την αναθεώρηση των κανόνων της ΕΕ σχετικά με τις πληροφορίες που παρέχονται στους καταναλωτές, που αποτελεί μέρος της ευρωπαϊκής στρατηγικής «Από το αγρόκτημα στο πιάτο». Η πολιτική αυτή στοχεύει στην εξασφάλιση καλύτερης πληροφόρησης επισήμανσης για να βοηθήσει τους καταναλωτές να κάνουν πιο υγιεινές και πιο βιώσιμες επιλογές τροφίμων και να αντιμετωπίσουν τα απόβλητα των τροφίμων.
Ο ΣΕΒΕ στην επιστολή του αναφέρεται εισαγωγικά στη σημασία των εξαγωγών του αγροδιατροφικού τομέα, ο οποίος συνεισφέρει σε ποσοστό 22,2% στις ελληνικές εξαγωγές. Οι ελληνικές εξαγωγές τροφίμων έχουν αυξηθεί κατά 50% την τελευταία δεκαετία, ενώ το 2020 και σε μία ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία για την παγκόσμια οικονομία και το διεθνές εμπόριο, αυτές αυξήθηκαν κατά 11,3% συγκριτικά με το 2019 και ξεπέρασαν τα 6,8 δις ευρώ συνεισφέροντας έτσι κατά 4,2% στο ΑΕΠ. Ωστόσο, τα οφέλη που αποκομίζει η ελληνική οικονομία και κοινωνία από την ανάπτυξη του κλάδου των τροφίμων και ποτών, δεν δύνανται να αποτυπωθούν μόνο σε αριθμούς. Είναι εξίσου σημαντικό να αναφέρουμε ότι τα τρόφιμα και ποτά -και δη αυτά που προορίζονται προς εξαγωγή- αποτελούν προϊόντα που παράγονται κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα, χαρακτηρίζονται από υψηλή διατροφική αξία και ποιότητα και συνεισφέρουν τα μέγιστα στην ενίσχυση της απασχόλησης και της περιφερειακής ανάπτυξης.
Τα τρόφιμα που παράγει και εξάγει η Ελλάδα, ειδικά από τις μικρότερες συγκριτικά επιχειρήσεις, είναι τρόφιμα που παράγονται συχνά με φυσικούς και παραδοσιακούς τρόπους σε αντίθεση με τα προϊόντα υψηλής επεξεργασίας που παράγουν οι μεγάλες βιομηχανίες που αποτελούν τη βάση του κλάδου των τροφίμων στις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης που προάγουν το σύστημα Nutriscore. Ως εκ τούτου, θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις στον εν λόγω κλάδο από την τυχόν υιοθέτηση μιας νέας εμπρόσθιας επισήμανσης τροφίμων σε επίπεδο ΕΕ τύπου Nutriscore.
Ο αλγόριθμος που έχει αναπτυχθεί στο εν λόγω σύστημα για την αξιολόγηση των τροφίμων είναι ιδιαίτερα απλοϊκός καθώς λαμβάνει υπόψη μόνο ορισμένα από τα χαρακτηριστικά και πιο συγκεκριμένα τις θερμίδες, την ποσότητα λίπους, την ποσότητα κορεσμένου λίπους και την περιεκτικότητα σε αλάτι και σε σάκχαρα, χωρίς να αξιολογείται συνολικά το διατροφικό προφίλ του τροφίμου. Έτσι, δεν λαμβάνεται υπόψη η περιεκτικότητα σε ωφέλιμα συστατικά όπως είναι οι βιταμίνες, τα ιχνοστοιχεία, τα αντιοξειδωτικά, τα ωμέγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρά οξέα καθώς και πληθώρα άλλων βιοενεργών συστατικών. Με τη χρήση αυτού του φαινομενικά απλού και εύληπτου συστήματος σήμανσης όμως, υποτιμώνται προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας όπως ενδεικτικά το ελαιόλαδο, οι επιτραπέζιες ελιές, η φέτα, το μέλι, τα τουρσιά και τα κονσερβοποιημένα αλιεύματα, τα οποία συνολικά αποτελούν το 30% των εξαγωγών τροφίμων, αλλά και πολλά ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντα.
Παράλληλα, η διατροφική ενημέρωση γίνεται με βάση τα 100g ή τα 100 mL και όχι με βάση τη μερίδα σερβιρίσματος δημιουργώντας έτσι ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση στους καταναλωτές. Κατά συνέπεια πρέπει να τονιστεί ότι δε μπορεί να εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο αξιολόγησης κάτι που είναι συστατικό με κάτι που είναι τρόφιμο για κατανάλωση ως έχει.
Η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος έρχεται σε αντίθεση με τα ευρήματα πολλών επιστημονικών μελετών που υπερτονίζουν την διατροφική αξία προϊόντων, όπως του ελαιολάδου και των επιτραπέζιων ελιών, καθώς και με ισχυρισμούς υγείας και διατροφικές συστάσεις. Μεγάλος αριθμός προϊόντων αλιευμάτων φέρουν νόμιμους ισχυρισμούς επί θεμάτων διατροφής σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 1924/2006 που αφορούν στα Ωμέγα-3 λιπαρά οξέα καθώς και ισχυρισμούς υγείας με βάση τον Κανονισμό 423/2012. Η κατανάλωση ελαιολάδου που αποτελεί εξαιρετική πηγή πολυφαινολών και ακόρεστων λιπαρών οξέων συνδέεται επίσης με ισχυρισμούς υγείας, ενώ οι Εθνικές διατροφικές οδηγίες συνιστούν την ημερήσια κατανάλωση δύο μερίδων γαλακτοκομικών προϊόντων.
Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέψουμε τη χρήση του αλατιού σε πολλά τρόφιμα ως φυσικού μέσου συντήρησης συντελώντας έτσι στη μείωση της χρήσης των συνθετικών πρόσθετων. Αν και η υπερβολική χρήση αλατιού έχει συνδυαστεί με ορισμένες παθήσεις, η προσθήκη του σε πολλά παραδοσιακά ζυμούμενα προϊόντα όπως τα τουρσιά, πλήθος γαλακτοκομικών προϊόντων όπως τη φέτα και τις επιτραπέζιες ελιές είναι αναγκαία για τη σωστή εξέλιξη της παραγωγικής διαδικασίας. Η αλατότητα συντελεί στην επικράτηση της επιθυμητής οξυγαλακτικής χλωρίδας και στην αναστολή της ανάπτυξης των παθογόνων. Η παρουσία των ωφέλιμων οξυγαλακτικών βακτηριών συντελεί θετικά στα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, ενώ πολλά από αυτά παρουσιάζουν και προβιοτική δράση.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, αίτημα του ΣΕΒΕ προς τους όλους τους αποδέκτες της επιστολής του συνιστά η αποτροπή της υιοθέτησης σε επίπεδο ΕΕ της εν λόγω επισήμανσης, τουλάχιστον με τους ισχύοντες όρους, προϋποθέσεις και επιλεκτικά κριτήρια αξιολόγησής του.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα ανήκει στο μπλοκ των ευρωπαϊκών χωρών που αντιτίθεται στο συγκεκριμένο σύστημα βαθμολόγησης που υπάρχει βάσιμος κίνδυνος να είναι διαστρεβλωτικό της πραγματικής διατροφικής αξίας του τροφίμου και να οδηγεί σε παραπλάνηση του καταναλωτή. Είναι δε σημαντικό το ΥΠΑΑΤ να εντατικοποιήσει τις σχετικές προσπάθειές του προς πάσα κατεύθυνση, τόσο σε διμερές και όσο και σε ενωσιακό επίπεδο, αξιοποιώντας και τα επιστημονικά αποτελέσματα της συμβουλευτικής ομάδας που, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, έχει συγκροτήσει για την παροχή τεχνικής και επιστημονικής υποστήριξης σχετικά με τη στρατηγική στον τομέα των τροφίμων, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ελληνική Διατροφή», με καταρχάς αντικείμενο την παρακολούθηση και γνωμοδότηση επί της εν εξελίξει νομοθετικής πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εμπρόσθια διατροφική επισήμανση των τροφίμων.
Με επιστολή του προς τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Σπήλιο Λιβανό, τον Υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνι Γεωργιάδη, τον Υφυπουργό Εξωτερικών Κώστα Φραγκογιάννη, τους Έλληνες Ευρωβουλευτές και την Επικεφαλής της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα Νιόβη Ρίνγκου, η οποία κοινοποιήθηκε και στη ΜΕΑ Βρυξελλών και στον ΕΦΕΤ, ο ΣΕΒΕ-Σύνδεσμος Εξαγωγέων εκφράζει την αντίθεσή του με το προωθούμενο σε επίπεδο ΕΕ νέο σύστημα εμπρόσθιας διατροφικής επισήμανσης τροφίμων τύπου Νutriscore. Το σύστημα αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο πρότασης για την αναθεώρηση των κανόνων της ΕΕ σχετικά με τις πληροφορίες που παρέχονται στους καταναλωτές, που αποτελεί μέρος της ευρωπαϊκής στρατηγικής «Από το αγρόκτημα στο πιάτο». Η πολιτική αυτή στοχεύει στην εξασφάλιση καλύτερης πληροφόρησης επισήμανσης για να βοηθήσει τους καταναλωτές να κάνουν πιο υγιεινές και πιο βιώσιμες επιλογές τροφίμων και να αντιμετωπίσουν τα απόβλητα των τροφίμων.
Ο ΣΕΒΕ στην επιστολή του αναφέρεται εισαγωγικά στη σημασία των εξαγωγών του αγροδιατροφικού τομέα, ο οποίος συνεισφέρει σε ποσοστό 22,2% στις ελληνικές εξαγωγές. Οι ελληνικές εξαγωγές τροφίμων έχουν αυξηθεί κατά 50% την τελευταία δεκαετία, ενώ το 2020 και σε μία ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία για την παγκόσμια οικονομία και το διεθνές εμπόριο, αυτές αυξήθηκαν κατά 11,3% συγκριτικά με το 2019 και ξεπέρασαν τα 6,8 δις ευρώ συνεισφέροντας έτσι κατά 4,2% στο ΑΕΠ. Ωστόσο, τα οφέλη που αποκομίζει η ελληνική οικονομία και κοινωνία από την ανάπτυξη του κλάδου των τροφίμων και ποτών, δεν δύνανται να αποτυπωθούν μόνο σε αριθμούς. Είναι εξίσου σημαντικό να αναφέρουμε ότι τα τρόφιμα και ποτά -και δη αυτά που προορίζονται προς εξαγωγή- αποτελούν προϊόντα που παράγονται κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα, χαρακτηρίζονται από υψηλή διατροφική αξία και ποιότητα και συνεισφέρουν τα μέγιστα στην ενίσχυση της απασχόλησης και της περιφερειακής ανάπτυξης.
Τα τρόφιμα που παράγει και εξάγει η Ελλάδα, ειδικά από τις μικρότερες συγκριτικά επιχειρήσεις, είναι τρόφιμα που παράγονται συχνά με φυσικούς και παραδοσιακούς τρόπους σε αντίθεση με τα προϊόντα υψηλής επεξεργασίας που παράγουν οι μεγάλες βιομηχανίες που αποτελούν τη βάση του κλάδου των τροφίμων στις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης που προάγουν το σύστημα Nutriscore. Ως εκ τούτου, θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις στον εν λόγω κλάδο από την τυχόν υιοθέτηση μιας νέας εμπρόσθιας επισήμανσης τροφίμων σε επίπεδο ΕΕ τύπου Nutriscore.
Ο αλγόριθμος που έχει αναπτυχθεί στο εν λόγω σύστημα για την αξιολόγηση των τροφίμων είναι ιδιαίτερα απλοϊκός καθώς λαμβάνει υπόψη μόνο ορισμένα από τα χαρακτηριστικά και πιο συγκεκριμένα τις θερμίδες, την ποσότητα λίπους, την ποσότητα κορεσμένου λίπους και την περιεκτικότητα σε αλάτι και σε σάκχαρα, χωρίς να αξιολογείται συνολικά το διατροφικό προφίλ του τροφίμου. Έτσι, δεν λαμβάνεται υπόψη η περιεκτικότητα σε ωφέλιμα συστατικά όπως είναι οι βιταμίνες, τα ιχνοστοιχεία, τα αντιοξειδωτικά, τα ωμέγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρά οξέα καθώς και πληθώρα άλλων βιοενεργών συστατικών. Με τη χρήση αυτού του φαινομενικά απλού και εύληπτου συστήματος σήμανσης όμως, υποτιμώνται προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας όπως ενδεικτικά το ελαιόλαδο, οι επιτραπέζιες ελιές, η φέτα, το μέλι, τα τουρσιά και τα κονσερβοποιημένα αλιεύματα, τα οποία συνολικά αποτελούν το 30% των εξαγωγών τροφίμων, αλλά και πολλά ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντα.
Παράλληλα, η διατροφική ενημέρωση γίνεται με βάση τα 100g ή τα 100 mL και όχι με βάση τη μερίδα σερβιρίσματος δημιουργώντας έτσι ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση στους καταναλωτές. Κατά συνέπεια πρέπει να τονιστεί ότι δε μπορεί να εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο αξιολόγησης κάτι που είναι συστατικό με κάτι που είναι τρόφιμο για κατανάλωση ως έχει.
Η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος έρχεται σε αντίθεση με τα ευρήματα πολλών επιστημονικών μελετών που υπερτονίζουν την διατροφική αξία προϊόντων, όπως του ελαιολάδου και των επιτραπέζιων ελιών, καθώς και με ισχυρισμούς υγείας και διατροφικές συστάσεις. Μεγάλος αριθμός προϊόντων αλιευμάτων φέρουν νόμιμους ισχυρισμούς επί θεμάτων διατροφής σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 1924/2006 που αφορούν στα Ωμέγα-3 λιπαρά οξέα καθώς και ισχυρισμούς υγείας με βάση τον Κανονισμό 423/2012. Η κατανάλωση ελαιολάδου που αποτελεί εξαιρετική πηγή πολυφαινολών και ακόρεστων λιπαρών οξέων συνδέεται επίσης με ισχυρισμούς υγείας, ενώ οι Εθνικές διατροφικές οδηγίες συνιστούν την ημερήσια κατανάλωση δύο μερίδων γαλακτοκομικών προϊόντων.
Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέψουμε τη χρήση του αλατιού σε πολλά τρόφιμα ως φυσικού μέσου συντήρησης συντελώντας έτσι στη μείωση της χρήσης των συνθετικών πρόσθετων. Αν και η υπερβολική χρήση αλατιού έχει συνδυαστεί με ορισμένες παθήσεις, η προσθήκη του σε πολλά παραδοσιακά ζυμούμενα προϊόντα όπως τα τουρσιά, πλήθος γαλακτοκομικών προϊόντων όπως τη φέτα και τις επιτραπέζιες ελιές είναι αναγκαία για τη σωστή εξέλιξη της παραγωγικής διαδικασίας. Η αλατότητα συντελεί στην επικράτηση της επιθυμητής οξυγαλακτικής χλωρίδας και στην αναστολή της ανάπτυξης των παθογόνων. Η παρουσία των ωφέλιμων οξυγαλακτικών βακτηριών συντελεί θετικά στα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, ενώ πολλά από αυτά παρουσιάζουν και προβιοτική δράση.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, αίτημα του ΣΕΒΕ προς τους όλους τους αποδέκτες της επιστολής του συνιστά η αποτροπή της υιοθέτησης σε επίπεδο ΕΕ της εν λόγω επισήμανσης, τουλάχιστον με τους ισχύοντες όρους, προϋποθέσεις και επιλεκτικά κριτήρια αξιολόγησής του.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα ανήκει στο μπλοκ των ευρωπαϊκών χωρών που αντιτίθεται στο συγκεκριμένο σύστημα βαθμολόγησης που υπάρχει βάσιμος κίνδυνος να είναι διαστρεβλωτικό της πραγματικής διατροφικής αξίας του τροφίμου και να οδηγεί σε παραπλάνηση του καταναλωτή. Είναι δε σημαντικό το ΥΠΑΑΤ να εντατικοποιήσει τις σχετικές προσπάθειές του προς πάσα κατεύθυνση, τόσο σε διμερές και όσο και σε ενωσιακό επίπεδο, αξιοποιώντας και τα επιστημονικά αποτελέσματα της συμβουλευτικής ομάδας που, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, έχει συγκροτήσει για την παροχή τεχνικής και επιστημονικής υποστήριξης σχετικά με τη στρατηγική στον τομέα των τροφίμων, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ελληνική Διατροφή», με καταρχάς αντικείμενο την παρακολούθηση και γνωμοδότηση επί της εν εξελίξει νομοθετικής πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εμπρόσθια διατροφική επισήμανση των τροφίμων.
ΣΧΟΛΙΑ