Η είδηση ότι επανεκδίδεται η “Μακεδονία” κάτι μετακίνησε μέσα μου.
Σε μια εποχή που συνηθίσαμε να ακούμε για πάσης φύσεως “θανάτους” -ονείρων, ελπίδων, εγχειρημάτων, ιδεών και αξιών, του ίδιου του δημοκρατικού σθένους-επιτέλους μια γέννηση, για την ακρίβεια μια αναγέννηση.
Η είδηση λειτούργησε σαν την μαντλέν στο “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”.
Δεν είχα ποτέ οργανική σχέση με την εφημερίδα, ήμουν απλώς αναγνώστρια: περιστασιακή στα φοιτητικά χρόνια, πιο συστηματική αργότερα λόγω του επαγγέλματος . Στο Πανεπιστήμιο την διάβαζα σχεδόν κρυφά, όπου και όταν την έβρισκα. Μεταξύ μας ήταν παντού. Ήμουν μέλος αριστερής νεολαίας , ήταν μια συντηρητική εφημερίδα ,οι δρόμοι μας είχαν χαραχθεί. Τα αφελή στεγανά της νεότητας και των δογμάτων. Μετά, την επέβαλε η καθημερινή ενημέρωση μιας εκκολαπτόμενης δημοσιογράφου. Αργούσαν να έλθουν τα έντυπα απο την Αθήνα, ιδίως τις ημέρες με ομίχλη και υποχρεωτικά σάρωνα κάθε γωνιά της “Μακεδονίας” , πιο καταδεκτική πλέον και για το τελευταίο μονόστηλο -σπάραγμα ζωής κάπου στην βορειοελλαδίτικη επικράτεια, για μια ανακοίνωση σωματείου που μου είχε φανεί αδιάφορη, για κείνο το άρθρο που μου φαινόταν πολύ πατρίς , θρησκεία, οικογένεια, ωστόσο κάτι είχε να πεί εστω και αν με θύμωνε.
Στο τέλος της ανάγνωσης η εφημερίδα είχε πάρει την εκδίκησή της για τον σνομπισμό μου . Δεν εννοώ τα μαυρισμένα από το μελάνι δάχτυλα, ούτε την κατάληψη που είχε κάνει στο γραφείο μου με το τεράστιο μέγεθός της αλλά εκείνο το αίσθημα ικανοποίησης που ένιωθα από την περιδιάβαση στον τυπωμένο λόγο, στην ανθρώπινη ύλη, στον κόσμο των ιδεών, στην ζωή της πόλης που αγαπούσα, σε ένα περιβάλλον σεβασμού εκείνου που έμπαινε στο σύμπαν της εφημερίδας, το σήμα κατατεθέν της Θεσσαλονίκης. Τότε δεν ήξερα ό,τι έμαθα αργότερα: οτι δεν είναι αυτονόητη η απουσία ευτέλειας στον τύπο, δεν είναι δεδομένη η προσεκτική γραφή , οι ουσιαστικοί τίτλοι, η γραμμική ιεράρχηση των θεμάτων αναλόγως της σοβαρότητας τους. Θα είχα εκτιμήσει περισσότερο την εφημερίδα και να η ευκαιρία να ξανασυστηθούμε -ελπίζω- πιο σοφές και οι δυο.
Η είδηση ότι επανεκδίδεται η “Μακεδονία” κάτι μετακίνησε μέσα μου.
Σε μια εποχή που συνηθίσαμε να ακούμε για πάσης φύσεως “θανάτους” -ονείρων, ελπίδων, εγχειρημάτων, ιδεών και αξιών, του ίδιου του δημοκρατικού σθένους-επιτέλους μια γέννηση, για την ακρίβεια μια αναγέννηση.
Η είδηση λειτούργησε σαν την μαντλέν στο “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”.
Δεν είχα ποτέ οργανική σχέση με την εφημερίδα, ήμουν απλώς αναγνώστρια: περιστασιακή στα φοιτητικά χρόνια, πιο συστηματική αργότερα λόγω του επαγγέλματος . Στο Πανεπιστήμιο την διάβαζα σχεδόν κρυφά, όπου και όταν την έβρισκα. Μεταξύ μας ήταν παντού. Ήμουν μέλος αριστερής νεολαίας , ήταν μια συντηρητική εφημερίδα ,οι δρόμοι μας είχαν χαραχθεί. Τα αφελή στεγανά της νεότητας και των δογμάτων. Μετά, την επέβαλε η καθημερινή ενημέρωση μιας εκκολαπτόμενης δημοσιογράφου. Αργούσαν να έλθουν τα έντυπα απο την Αθήνα, ιδίως τις ημέρες με ομίχλη και υποχρεωτικά σάρωνα κάθε γωνιά της “Μακεδονίας” , πιο καταδεκτική πλέον και για το τελευταίο μονόστηλο -σπάραγμα ζωής κάπου στην βορειοελλαδίτικη επικράτεια, για μια ανακοίνωση σωματείου που μου είχε φανεί αδιάφορη, για κείνο το άρθρο που μου φαινόταν πολύ πατρίς , θρησκεία, οικογένεια, ωστόσο κάτι είχε να πεί εστω και αν με θύμωνε.
Στο τέλος της ανάγνωσης η εφημερίδα είχε πάρει την εκδίκησή της για τον σνομπισμό μου . Δεν εννοώ τα μαυρισμένα από το μελάνι δάχτυλα, ούτε την κατάληψη που είχε κάνει στο γραφείο μου με το τεράστιο μέγεθός της αλλά εκείνο το αίσθημα ικανοποίησης που ένιωθα από την περιδιάβαση στον τυπωμένο λόγο, στην ανθρώπινη ύλη, στον κόσμο των ιδεών, στην ζωή της πόλης που αγαπούσα, σε ένα περιβάλλον σεβασμού εκείνου που έμπαινε στο σύμπαν της εφημερίδας, το σήμα κατατεθέν της Θεσσαλονίκης. Τότε δεν ήξερα ό,τι έμαθα αργότερα: οτι δεν είναι αυτονόητη η απουσία ευτέλειας στον τύπο, δεν είναι δεδομένη η προσεκτική γραφή , οι ουσιαστικοί τίτλοι, η γραμμική ιεράρχηση των θεμάτων αναλόγως της σοβαρότητας τους. Θα είχα εκτιμήσει περισσότερο την εφημερίδα και να η ευκαιρία να ξανασυστηθούμε -ελπίζω- πιο σοφές και οι δυο.
ΣΧΟΛΙΑ