Οι «ασάφειες» της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής
08/02/2021 12:00
08/02/2021 12:00
Στο ζήτημα γύρω από την πολυπλοκότητα που δημιουργείται με τη θεσμοθέτηση της βάσης εισαγωγής, αλλά και των λόγων που το μέτρο αυτό φαίνεται δυσλειτουργικό στην εφαρμογή ο Γιάννης Μπαχαράκης, Διευθυντής Σπουδών του εκπαιδευτικού οργανισμού των φροντιστηρίων ΜΠΑΧΑΡΑΚΗ, με την πολυετή εμπειρία του στην προετοιμασία των υποψηφίων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις και τη σύνταξη του Μηχανογραφικού Δελτίου, αναλύει στη «ΜτΚ» τις πτυχές και τους κινδύνους αυτού του μέτρου.
«Η θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (Ε.Β.Ε.) ως προϋπόθεση για την εισαγωγή στα τμήματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι επί της αρχής ένα σωστό και αναγκαίο μέτρο που αποσκοπεί στη διασφάλιση των ακαδημαϊκών προϋποθέσεων της επιτυχούς φοίτησης και της έγκαιρης ολοκλήρωσης των σπουδών. Τα προηγούμενα χρόνια εισήλθαν στα πανεπιστημιακά τμήματα υποψήφιοι με πολύ χαμηλές βαθμολογικές επιδόσεις, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν στο υψηλό ακαδημαϊκό επίπεδο και τις απαιτήσεις των σχολών. Οι φοιτητές αυτοί εγκλωβίζονται στην προσπάθεια κτήσης του πτυχίου χωρίς όμως να διαθέτουν τα αντικειμενικά γνωστικά εφόδια. Συνακόλουθα, αδυνατούν να ολοκληρώσουν τη φοίτησή τους. Με τα νέα δεδομένα νομοθετείται και ο ελάχιστος χρόνος κτήσης του πτυχίου (ν+2 και v+3) οπότε η εισαγωγή της Ε.Β.Ε. εναρμονίζεται προς αυτή την κατεύθυνση, της επιτυχούς και εμπρόθεσμης ολοκλήρωσης των πανεπιστημιακών σπουδών».
«Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις το κάθε πανεπιστημιακό τμήμα θα θέτει ως ελάχιστη βάση εισαγωγής, ποσοστό του μέσου όρου των μέσων επιδόσεων όλων των υποψηφίων στο σύνολο των τεσσάρων μαθημάτων του επιστημονικού πεδίου στο οποίο ανήκει το Τμήμα. Εδώ τίθεται ένα σημαντικό θέμα. Το πως ορίζεται η ελάχιστη βάση εισαγωγής. Δεν χρησιμοποιήθηκε ένας απόλυτος αριθμός μορίων ή μέσης βαθμολογίας (π.χ. 10), αλλά ένα πολύπλοκο σύστημα καθορισμού της Ε.Β.Ε. με στόχο αυτό να λάβει υπόψη τη σχετική δυσκολία των θεμάτων και τις μέσες επιδόσεις ανά επιστημονικό πεδίο. Σε πρακτικό επίπεδο δημιουργείται ο προβληματισμός εάν τελικά μπορεί να λειτουργήσει. Συγκεκριμένα ο μέσος όρος, των μέσων όρων των βαθμολογικών επιδόσεων όλων των υποψηφίων στα τέσσερα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, ανά επιστημονικό πεδίο θα πολλαπλασιάζεται με συντελεστή που θα αποφασιστεί από τα Α.Ε.Ι. για κάθε σχολή ή τμήμα. Ο συντελεστής θα πρέπει να βρίσκεται εντός του διαστήματος ελάχιστης και μεγίστης τιμής, το οποίο θα ορίζεται με απόφαση του υπουργείου Παιδείας (π.χ. 80% έως 120% του μέσου όρου). Για τις σχολές υψηλής ζήτησης Ιατρικές, Νομικές, Πολυτεχνείο καθώς και για σχολές που εδρεύουν στα μεγάλα αστικά κέντρα, το μέτρο αυτό δεν επηρεάζει καθόλου, διότι ούτως ή άλλως οι βάσεις εισαγωγής είναι υψηλές. Αντίθετα, στις περιφερειακές σχολές χαμηλής ζήτησης θα μπει ένα φίλτρο στην εισαγωγή των υποψηφίων.»
Τι θα ισχύσει στις κοινές σχολές
Ο κ. Μπαχαράκης επισημαίνει τον κίνδυνο αστοχιών και κυρίως αδικιών που ενδεχομένως θα προκαλέσει το μέτρο, εστιάζοντας στη διαμόρφωση διαφορετικής βάσης εισαγωγής στην ίδια σχολή από υποψηφίους που θα εισαχθούν από διαφορετικό επιστημονικό πεδίο. Επίσης εκτιμά ότι το ποσοστό των μαθητών που δεν θα καταφέρει να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο θα είναι φέτος αρκετά υψηλό.
«Αναφορικά με την Ε.Β.Ε δεν έχουν αποσαφηνιστεί πρακτικά ζητήματα που οι αρμόδιοι του υπουργείου Παιδείας δεν τα έχουν προνοήσει και τα οποία θα τα δούμε μπροστά μας στην υλοποίηση του μέτρου. Υπάρχουν πάρα πολλές σχολές που ανήκουν (είναι προσβάσιμες) σε δύο, τρία ή και στα τέσσερα επιστημονικά πεδία. Άρα, η διαμορφωμένη βάση ανά επιστημονικό πεδίο θα έχει μεγάλες αποκλίσεις. Στο 3ο πεδίο, με παραδοσιακά καλά προετοιμασμένους μαθητές και υψηλές βαθμολογίες, η Ε.Β.Ε. θα διαμορφωθεί σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από ότι στο 2ο πεδίο όπου διαγωνίζονται περισσότεροι υποψήφιοι και παρατηρούνται χαμηλότερες βαθμολογίες. Συνεπώς για τα κοινά τμήματα θα δημιουργηθούν τελείως διαφορετικά δεδομένα με το σύστημα της Ε.Β.Ε. ανά επιστημονικό πεδίο. Για παράδειγμα, το τμήμα Γεωπονίας Δυτικής Μακεδονίας με φετινή βάση 5.375, αν δεν ληφθεί πρόνοια, θα είναι δυσκολότερα προσβάσιμο για τον υποψήφιο του 3ου από ότι του 2ου πεδίου. Το ίδιο ισχύει σε πλήθος κοινών τμημάτων όπου η μεταβαλλόμενη και τελείως διαφορετική ανά επιστημονικό πεδίο Ε.Β.Ε. θα δημιουργήσει σοβαρές ασάφειες. Θα υπάρξουν εισαχθέντες σε σχολές με χαμηλότερα μόρια από άλλους συνυποψηφίους τους που θα έχουν γράψει συγκριτικά καλύτερα, αλλά διαγωνίστηκαν σε πιο «ανταγωνιστικό» επιστημονικό πεδίο; Θα υπάρξουν στρεβλώσεις που εκτιμώ ότι δεν τις έχουν λάβει υπόψη. Δεν θα πρέπει να δημιουργηθεί αίσθημα αδικίας στους υποψηφίους, αλλά αντιθέτως είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί το κύρος και η αξιοπιστία του θεσμού των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Νομίζω ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο απλά με τη θεσμοθέτηση μιας ενιαίας Ε.Β.Ε. ανά τμήμα, γνωστή από την αρχή, χωρίς παραπομπές σε μελλοντικές ρυθμίσεις και αποφάσεις».
Ανατροπή με το Διπλό Μηχανογραφικό
O κ. Μπαχαράκης αναφέρεται επίσης στις ανατροπές του μηχανογραφικού που θα υποβάλλεται σε δυο φάσεις από το 2022 με παράλληλο περιορισμένο αριθμό επιλογών των υποψηφίων (εξετάζεται να είναι 15 μόνο επιλογές). Η αλλαγή αυτή θα εφαρμοστεί την επόμενη χρονιά και ουσιαστικά περιορίζει τις επιλογές των σχολών που μπορούν να δηλώσουν οι υποψήφιοι. «Η εφαρμογή του διπλού μηχανογραφικού αλλοιώνει τις επιθυμίες των υποψηφίων, δημιουργεί αδικίες και στρεβλώσεις και όπως έχει εξαγγελθεί καταστρατηγεί την ελεύθερη βούληση των μαθητών να επιλέξουν κατά σειρά προτίμησης το γνωστικό αντικείμενο και την πόλη φοίτησης στην οποία επιθυμούν να σπουδάσουν. Η διαδικασία υποβολής του Μηχανογραφικού Δελτίου μετατρέπεται σε “στοιχηματική διαδικασία” όπου οι υποψήφιοι εγκλωβίζονται σε πολύ λίγες επιλογές και καλούνται να πιθανολογήσουν βάσει της επίδοσης τους σε ποιες σχολές θα μπορέσουν να εισαχθούν. Ακριβώς αυτό το στοιχείο αίρει το επιχείρημα ότι θα εισαχθούν σε σχολή που πραγματικά επιθυμούν. Θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο για τη συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών. Θεωρώ ότι το μέτρο αυτό δεν εξυπηρετεί καμία απολύτως σκοπιμότητα και αποτελεί σοβαρό πρόβλημα, ενώ μέσω των περιορισμένων επιλογών καταστρατηγείται η ισονομία μεταξύ των υποψήφιων και κλονίζεται η αξιοπιστία του θεσμού».
«Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις είναι στην πραγματικότητα ένας αδιάβλητος, αντικειμενικός και αξιοκρατικός γραπτός διαγωνισμός. Ο κανόνας ήταν πάντα ξεκάθαρος. Οι μαθητές κατατάσσονται σε φθίνουσα σειρά βάσει των μορίων που συγκεντρώνουν. Όσοι έχουν υψηλότερα μόρια διαλέγουν πρώτοι σε ποια σχολή επιθυμούν να φοιτήσουν.»
«Το επιχείρημα της συνειδητής επιλογής των υποψηφίων στη σχολή προτίμησής τους ότι θα αποτελέσει και το κλειδί στην ολοκλήρωση των σπουδών τους δεν ευσταθεί διότι αυτό ισχύει σήμερα με το ισχύων σύστημα. Από την εμπειρία μας γνωρίζουμε ότι οι υποψήφιοι χωρίζονται σε δυο βασικές κατηγορίες. Σε αυτούς που γνωρίζουν ακριβώς σε ποια σχολή επιθυμούν να εισαχθούν (π.χ. Ιατρική, Νομική) και οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις επιλέγουν να ξαναδώσουν Πανελλαδικές και σε αυτούς που δεν είναι κατασταλαγμένοι, ή έχουν περισσότερα ενδιαφέροντα και συνεπώς οι επιλογές τους κινούνται σε ένα μεγάλο φάσμα σχολών που σίγουρα δεν καλύπτεται από 15 επιλογές.»
«Θα δώσω ένα παράδειγμα για να γίνουν κατανοητές οι ενστάσεις μου. Ένας μαθητής του 2ου Επιστημονικού Πεδίου που επιθυμεί να σπουδάσει Πληροφορική έχει σήμερα τη δυνατότητα να δηλώσει πλήθος συναφών τμημάτων και γνωστικών αντικειμένων που καλύπτουν εξίσου ικανοποιητικά τα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις και τις επιθυμίες του. Συγκεκριμένα ο μαθητής αυτός δικαιούται να δηλώσει 6 τμήματα Πληροφορικής, 4 τμήματα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών, 1 τμήμα Πληροφορικών Συστημάτων, 1 τμήμα Πληροφορικής και Τηλεματικής, 1 τμήμα Πληροφορικής και Βιοϊατρικής καθώς 4 τμήματα Μηχανικών Πληροφορικής, τις συναφείς σχολές του Πολυτεχνείου με 7 τμήματα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Μηχανικών Η/Υ, 2 τμήματα Ηλεκτρονικών Μηχανικών και Πληροφορικής, 3 τμήματα Ηλεκτρολόγων και Ηλεκτρονικών Μηχανικών Υπολογιστών και 2 τμήματα Επιστήμης και Τεχνολογίας Η/Υ. Αθροίζοντας τα ανωτέρω τμήματα συγκεντρώνουμε ήδη 31 επιλογές χωρίς να συμπεριλάβουμε και άλλες πιθανές επιδιώξεις του υποψηφίου που κάλλιστα μπορεί να κινηθεί και σε άλλα τμήματα του Πολυτεχνείου, των Μαθηματικών και της Φυσικής. Αντιλαμβάνεστε ότι μαθητές με καλές επιδόσεις θα βρεθούν σε δεινή θέση λόγω της αναίτιας δεύτερης σύνταξης του Μηχανογραφικού. Το υφιστάμενο σύστημα λειτουργούσε με απόλυτα δίκαιο και διαφανή τρόπο εξισορροπώντας αποτελεσματικά τη ζήτηση με την προσφορά των θέσεων με κριτήριο πάντα τον αριθμό των μορίων και τη δήλωση του υποψηφίου. Συνεπώς ο περιορισμός αυτός δεν εξυπηρετεί πουθενά. Προσθέτει περιττό άγχος και πίεση στους μαθητές και μετατρέπει τη σοβαρή διαδικασία επιλογής σπουδών και επαγγελμάτων σε παίγνιο με τυχαία αποτελέσματα.»
Στο ζήτημα γύρω από την πολυπλοκότητα που δημιουργείται με τη θεσμοθέτηση της βάσης εισαγωγής, αλλά και των λόγων που το μέτρο αυτό φαίνεται δυσλειτουργικό στην εφαρμογή ο Γιάννης Μπαχαράκης, Διευθυντής Σπουδών του εκπαιδευτικού οργανισμού των φροντιστηρίων ΜΠΑΧΑΡΑΚΗ, με την πολυετή εμπειρία του στην προετοιμασία των υποψηφίων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις και τη σύνταξη του Μηχανογραφικού Δελτίου, αναλύει στη «ΜτΚ» τις πτυχές και τους κινδύνους αυτού του μέτρου.
«Η θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (Ε.Β.Ε.) ως προϋπόθεση για την εισαγωγή στα τμήματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι επί της αρχής ένα σωστό και αναγκαίο μέτρο που αποσκοπεί στη διασφάλιση των ακαδημαϊκών προϋποθέσεων της επιτυχούς φοίτησης και της έγκαιρης ολοκλήρωσης των σπουδών. Τα προηγούμενα χρόνια εισήλθαν στα πανεπιστημιακά τμήματα υποψήφιοι με πολύ χαμηλές βαθμολογικές επιδόσεις, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν στο υψηλό ακαδημαϊκό επίπεδο και τις απαιτήσεις των σχολών. Οι φοιτητές αυτοί εγκλωβίζονται στην προσπάθεια κτήσης του πτυχίου χωρίς όμως να διαθέτουν τα αντικειμενικά γνωστικά εφόδια. Συνακόλουθα, αδυνατούν να ολοκληρώσουν τη φοίτησή τους. Με τα νέα δεδομένα νομοθετείται και ο ελάχιστος χρόνος κτήσης του πτυχίου (ν+2 και v+3) οπότε η εισαγωγή της Ε.Β.Ε. εναρμονίζεται προς αυτή την κατεύθυνση, της επιτυχούς και εμπρόθεσμης ολοκλήρωσης των πανεπιστημιακών σπουδών».
«Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις το κάθε πανεπιστημιακό τμήμα θα θέτει ως ελάχιστη βάση εισαγωγής, ποσοστό του μέσου όρου των μέσων επιδόσεων όλων των υποψηφίων στο σύνολο των τεσσάρων μαθημάτων του επιστημονικού πεδίου στο οποίο ανήκει το Τμήμα. Εδώ τίθεται ένα σημαντικό θέμα. Το πως ορίζεται η ελάχιστη βάση εισαγωγής. Δεν χρησιμοποιήθηκε ένας απόλυτος αριθμός μορίων ή μέσης βαθμολογίας (π.χ. 10), αλλά ένα πολύπλοκο σύστημα καθορισμού της Ε.Β.Ε. με στόχο αυτό να λάβει υπόψη τη σχετική δυσκολία των θεμάτων και τις μέσες επιδόσεις ανά επιστημονικό πεδίο. Σε πρακτικό επίπεδο δημιουργείται ο προβληματισμός εάν τελικά μπορεί να λειτουργήσει. Συγκεκριμένα ο μέσος όρος, των μέσων όρων των βαθμολογικών επιδόσεων όλων των υποψηφίων στα τέσσερα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, ανά επιστημονικό πεδίο θα πολλαπλασιάζεται με συντελεστή που θα αποφασιστεί από τα Α.Ε.Ι. για κάθε σχολή ή τμήμα. Ο συντελεστής θα πρέπει να βρίσκεται εντός του διαστήματος ελάχιστης και μεγίστης τιμής, το οποίο θα ορίζεται με απόφαση του υπουργείου Παιδείας (π.χ. 80% έως 120% του μέσου όρου). Για τις σχολές υψηλής ζήτησης Ιατρικές, Νομικές, Πολυτεχνείο καθώς και για σχολές που εδρεύουν στα μεγάλα αστικά κέντρα, το μέτρο αυτό δεν επηρεάζει καθόλου, διότι ούτως ή άλλως οι βάσεις εισαγωγής είναι υψηλές. Αντίθετα, στις περιφερειακές σχολές χαμηλής ζήτησης θα μπει ένα φίλτρο στην εισαγωγή των υποψηφίων.»
Τι θα ισχύσει στις κοινές σχολές
Ο κ. Μπαχαράκης επισημαίνει τον κίνδυνο αστοχιών και κυρίως αδικιών που ενδεχομένως θα προκαλέσει το μέτρο, εστιάζοντας στη διαμόρφωση διαφορετικής βάσης εισαγωγής στην ίδια σχολή από υποψηφίους που θα εισαχθούν από διαφορετικό επιστημονικό πεδίο. Επίσης εκτιμά ότι το ποσοστό των μαθητών που δεν θα καταφέρει να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο θα είναι φέτος αρκετά υψηλό.
«Αναφορικά με την Ε.Β.Ε δεν έχουν αποσαφηνιστεί πρακτικά ζητήματα που οι αρμόδιοι του υπουργείου Παιδείας δεν τα έχουν προνοήσει και τα οποία θα τα δούμε μπροστά μας στην υλοποίηση του μέτρου. Υπάρχουν πάρα πολλές σχολές που ανήκουν (είναι προσβάσιμες) σε δύο, τρία ή και στα τέσσερα επιστημονικά πεδία. Άρα, η διαμορφωμένη βάση ανά επιστημονικό πεδίο θα έχει μεγάλες αποκλίσεις. Στο 3ο πεδίο, με παραδοσιακά καλά προετοιμασμένους μαθητές και υψηλές βαθμολογίες, η Ε.Β.Ε. θα διαμορφωθεί σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από ότι στο 2ο πεδίο όπου διαγωνίζονται περισσότεροι υποψήφιοι και παρατηρούνται χαμηλότερες βαθμολογίες. Συνεπώς για τα κοινά τμήματα θα δημιουργηθούν τελείως διαφορετικά δεδομένα με το σύστημα της Ε.Β.Ε. ανά επιστημονικό πεδίο. Για παράδειγμα, το τμήμα Γεωπονίας Δυτικής Μακεδονίας με φετινή βάση 5.375, αν δεν ληφθεί πρόνοια, θα είναι δυσκολότερα προσβάσιμο για τον υποψήφιο του 3ου από ότι του 2ου πεδίου. Το ίδιο ισχύει σε πλήθος κοινών τμημάτων όπου η μεταβαλλόμενη και τελείως διαφορετική ανά επιστημονικό πεδίο Ε.Β.Ε. θα δημιουργήσει σοβαρές ασάφειες. Θα υπάρξουν εισαχθέντες σε σχολές με χαμηλότερα μόρια από άλλους συνυποψηφίους τους που θα έχουν γράψει συγκριτικά καλύτερα, αλλά διαγωνίστηκαν σε πιο «ανταγωνιστικό» επιστημονικό πεδίο; Θα υπάρξουν στρεβλώσεις που εκτιμώ ότι δεν τις έχουν λάβει υπόψη. Δεν θα πρέπει να δημιουργηθεί αίσθημα αδικίας στους υποψηφίους, αλλά αντιθέτως είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί το κύρος και η αξιοπιστία του θεσμού των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Νομίζω ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο απλά με τη θεσμοθέτηση μιας ενιαίας Ε.Β.Ε. ανά τμήμα, γνωστή από την αρχή, χωρίς παραπομπές σε μελλοντικές ρυθμίσεις και αποφάσεις».
Ανατροπή με το Διπλό Μηχανογραφικό
O κ. Μπαχαράκης αναφέρεται επίσης στις ανατροπές του μηχανογραφικού που θα υποβάλλεται σε δυο φάσεις από το 2022 με παράλληλο περιορισμένο αριθμό επιλογών των υποψηφίων (εξετάζεται να είναι 15 μόνο επιλογές). Η αλλαγή αυτή θα εφαρμοστεί την επόμενη χρονιά και ουσιαστικά περιορίζει τις επιλογές των σχολών που μπορούν να δηλώσουν οι υποψήφιοι. «Η εφαρμογή του διπλού μηχανογραφικού αλλοιώνει τις επιθυμίες των υποψηφίων, δημιουργεί αδικίες και στρεβλώσεις και όπως έχει εξαγγελθεί καταστρατηγεί την ελεύθερη βούληση των μαθητών να επιλέξουν κατά σειρά προτίμησης το γνωστικό αντικείμενο και την πόλη φοίτησης στην οποία επιθυμούν να σπουδάσουν. Η διαδικασία υποβολής του Μηχανογραφικού Δελτίου μετατρέπεται σε “στοιχηματική διαδικασία” όπου οι υποψήφιοι εγκλωβίζονται σε πολύ λίγες επιλογές και καλούνται να πιθανολογήσουν βάσει της επίδοσης τους σε ποιες σχολές θα μπορέσουν να εισαχθούν. Ακριβώς αυτό το στοιχείο αίρει το επιχείρημα ότι θα εισαχθούν σε σχολή που πραγματικά επιθυμούν. Θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο για τη συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών. Θεωρώ ότι το μέτρο αυτό δεν εξυπηρετεί καμία απολύτως σκοπιμότητα και αποτελεί σοβαρό πρόβλημα, ενώ μέσω των περιορισμένων επιλογών καταστρατηγείται η ισονομία μεταξύ των υποψήφιων και κλονίζεται η αξιοπιστία του θεσμού».
«Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις είναι στην πραγματικότητα ένας αδιάβλητος, αντικειμενικός και αξιοκρατικός γραπτός διαγωνισμός. Ο κανόνας ήταν πάντα ξεκάθαρος. Οι μαθητές κατατάσσονται σε φθίνουσα σειρά βάσει των μορίων που συγκεντρώνουν. Όσοι έχουν υψηλότερα μόρια διαλέγουν πρώτοι σε ποια σχολή επιθυμούν να φοιτήσουν.»
«Το επιχείρημα της συνειδητής επιλογής των υποψηφίων στη σχολή προτίμησής τους ότι θα αποτελέσει και το κλειδί στην ολοκλήρωση των σπουδών τους δεν ευσταθεί διότι αυτό ισχύει σήμερα με το ισχύων σύστημα. Από την εμπειρία μας γνωρίζουμε ότι οι υποψήφιοι χωρίζονται σε δυο βασικές κατηγορίες. Σε αυτούς που γνωρίζουν ακριβώς σε ποια σχολή επιθυμούν να εισαχθούν (π.χ. Ιατρική, Νομική) και οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις επιλέγουν να ξαναδώσουν Πανελλαδικές και σε αυτούς που δεν είναι κατασταλαγμένοι, ή έχουν περισσότερα ενδιαφέροντα και συνεπώς οι επιλογές τους κινούνται σε ένα μεγάλο φάσμα σχολών που σίγουρα δεν καλύπτεται από 15 επιλογές.»
«Θα δώσω ένα παράδειγμα για να γίνουν κατανοητές οι ενστάσεις μου. Ένας μαθητής του 2ου Επιστημονικού Πεδίου που επιθυμεί να σπουδάσει Πληροφορική έχει σήμερα τη δυνατότητα να δηλώσει πλήθος συναφών τμημάτων και γνωστικών αντικειμένων που καλύπτουν εξίσου ικανοποιητικά τα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις και τις επιθυμίες του. Συγκεκριμένα ο μαθητής αυτός δικαιούται να δηλώσει 6 τμήματα Πληροφορικής, 4 τμήματα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών, 1 τμήμα Πληροφορικών Συστημάτων, 1 τμήμα Πληροφορικής και Τηλεματικής, 1 τμήμα Πληροφορικής και Βιοϊατρικής καθώς 4 τμήματα Μηχανικών Πληροφορικής, τις συναφείς σχολές του Πολυτεχνείου με 7 τμήματα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Μηχανικών Η/Υ, 2 τμήματα Ηλεκτρονικών Μηχανικών και Πληροφορικής, 3 τμήματα Ηλεκτρολόγων και Ηλεκτρονικών Μηχανικών Υπολογιστών και 2 τμήματα Επιστήμης και Τεχνολογίας Η/Υ. Αθροίζοντας τα ανωτέρω τμήματα συγκεντρώνουμε ήδη 31 επιλογές χωρίς να συμπεριλάβουμε και άλλες πιθανές επιδιώξεις του υποψηφίου που κάλλιστα μπορεί να κινηθεί και σε άλλα τμήματα του Πολυτεχνείου, των Μαθηματικών και της Φυσικής. Αντιλαμβάνεστε ότι μαθητές με καλές επιδόσεις θα βρεθούν σε δεινή θέση λόγω της αναίτιας δεύτερης σύνταξης του Μηχανογραφικού. Το υφιστάμενο σύστημα λειτουργούσε με απόλυτα δίκαιο και διαφανή τρόπο εξισορροπώντας αποτελεσματικά τη ζήτηση με την προσφορά των θέσεων με κριτήριο πάντα τον αριθμό των μορίων και τη δήλωση του υποψηφίου. Συνεπώς ο περιορισμός αυτός δεν εξυπηρετεί πουθενά. Προσθέτει περιττό άγχος και πίεση στους μαθητές και μετατρέπει τη σοβαρή διαδικασία επιλογής σπουδών και επαγγελμάτων σε παίγνιο με τυχαία αποτελέσματα.»
ΣΧΟΛΙΑ