ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Οι αυξήσεις στα επιτόκια φέρνουν... δόσεις-φαρμάκι για τους δανειολήπτες

Πόσο θα επιβαρυνθούν όσοι έχουν λάβει δάνεια, ποιοι θα τη γλιτώσουν και πότε αναμένεται αποκλιμάκωση του κόστους - Αναιμικές οι αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων

 15/02/2023 07:00

Οι αυξήσεις στα επιτόκια φέρνουν... δόσεις-φαρμάκι για τους δανειολήπτες

Στέφανος Μαχτσίρας

Στη μέγγενη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βρίσκονται οι Έλληνες δανειολήπτες οι οποίοι παίρνουν χαρτί και μολύβι για να υπολογίσουν τον αυξημένο λογαριασμό που προκύπτει από την απογείωση των επιτοκίων, σε μία, όχι επιτυχημένη για την ώρα, προσπάθεια της ΕΚΤ να τιθασεύσει τον πληθωρισμό.

Υπό αυτό το πρίσμα, σε δυσβάσταχτη αύξηση της δόσης ενός στεγαστικού δανείου 100.000 ευρώ από 160 έως και 240 ευρώ τον μήνα (από 1.920 έως 2.880 ευρώ ετησίως), ανάλογα με τη διάρκεια του δανείου και το περιθώριο που εφαρμόζει κάθε τράπεζα, έχει οδηγήσει η άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ, που έχει διαμορφώσει το Euribor, το οποίο αποτελεί τη βάση υπολογισμού για τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, στα επίπεδα του 2,5% τους τελευταίους επτά μήνες.

Οι αυξήσεις που επηρεάζουν εννέα στα δέκα δάνεια επιφέρουν ένα ακόμα χτύπημα, μετά την ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση, στους ήδη επιβαρυμένους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και τις επιχειρήσεις, ενώ με δεδομένο ότι όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν σε νέα άνοδο κατά 50 ακόμη μονάδες βάσης στην επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ, στις αρχές Μαρτίου, αυτό θα αποτυπώνεται καθημερινά στο euribor, συμπαρασύροντας σε διαδοχικές αυξήσεις και τους επόμενους μήνες.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις, το euribor 3μήνου, θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα κοντά στο 3,5% καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023, παγιώνοντας τις αυξημένες δόσεις σε όλες τις κατηγορίες υφιστάμενων δανείων.

Οι πρώτες μειώσεις αναμένεται να ξεκινήσουν το 2024 και συγκεκριμένα από το τέλος του α’ τριμήνου και μετά, αλλά θα είναι συγκρατημένες και σύμφωνα με τις προβλέψεις το euribor θα διαμορφωθεί κοντά στο 2,7% στα τέλη του 2024 και στο 2,5% το 2025.

Η επιβάρυνση θα είναι μικρότερη στα παλιά δάνεια όσο πλησιάζει ο χρόνος αποπληρωμής τους καθώς τα πρώτα χρόνια ενός δανείου ο οφειλέτης αποπληρώνει τόκους (οι οποίοι ανέβηκαν μετά την άνοδο των επιτοκίων) και όχι κεφάλαιο. 

Για παράδειγμα, δάνειο που εκταμιεύθηκε το 2012 έχει μικρότερη επιβάρυνση (ο δανειολήπτης πλήρωσε τα πρώτα χρόνια τους τόκους) από ένα άλλο, με τα ίδια χαρακτηριστικά, που εκταμιεύθηκε το 2018.

Από τη… θηλιά γλίτωσαν όσοι δανειολήπτες μετέτρεψαν τους προηγούμενες μήνες τα δάνειά τους σε σταθερό επιτόκιο (συνήθως για 3-5 χρόνια) ώστε να «δραπετεύσουν» από τις μεγάλες αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ που είχαν ήδη προεξοφληθεί από το περασμένο φθινόπωρο.

Ασπίδα προστασίας θα έχουν οι ευάλωτοι, δηλαδή όσοι βάσει του νόμου (7.000-21.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα αναλόγως της οικογενειακής κατάστασης) έχουν ενήμερα δάνεια τα οποία θα ενταχθούν στο πρόγραμμα επιδότησης του 50% της αύξησης της δόσης του στεγαστικού τους δανείου (οι δυνητικά δικαιούχοι υπολογίζονται σε 20.000-25.000), αλλά θα πρέπει να περιμένουν μέχρι τον Απρίλιο, όταν και εκτιμάται ότι θα εκταμιευθούν τα πρώτα ποσά της 12μηνης επιδότησης.

Είναι ενδεικτικό πως πλησιάζουν τις 15.000 οι αιτήσεις στην πλατφόρμα από ενδιαφερόμενους να λάβουν την επιδότηση.

Φυσικά, από την αύξηση των επιτοκίων δεν μένουν αλώβητες ούτε οι επιχειρήσεις, καθώς το επιτόκιο στα δάνεια χωρίς καλύμματα (υποθήκες ή ενέχυρα) ξεπερνάει το 9% για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το μεγάλο «στοίχημα» όμως είναι τι θα κάνει από εδώ και πέρα η ΕΚΤ, δηλαδή αν θα προχωρήσει και σε περαιτέρω αυξήσεις εντός του έτους και εντέλει ποιο θα είναι το «ταβάνι» των επιτοκίων στην παρούσα φάση. 

«Κλειδί» των εξελίξεων σε κάθε περίπτωση αναμένεται να είναι ο πληθωρισμός και κυρίως αν θα υπάρξει κάποια ουσιαστική αποκλιμάκωσή του μέσα στους πρώτους μήνες του 2023.

Με βάση τα στοιχεία των τιμών του φυσικού αερίου, που κινούνται πολύ χαμηλότερα από τις αρχικές προβλέψεις, δεν αποκλείεται όντως να δούμε αισθητή μείωση, τουλάχιστον σε αυτή τη συγκυρία. 

Όμως, κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν η αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας θα είναι πρόσκαιρη και άρα τι αποτέλεσμα θα έχει μακροπρόθεσμα στο ζήτημα του πληθωρισμού. 

Την ανοδική πορεία σε όλες τις κατηγορίες νέων δανείων με έμφαση -εκτός από τα στεγαστικά- και στα επιχειρηματικά δάνεια, που επίσης συνδέονται ευθέως με το euribor, επιβεβαιώνουν τα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος για την εξέλιξη των επιτοκίων τον Δεκέμβριο.

Όπως προκύπτει από τα σχετικά στοιχεία, το μέσο επιτόκιο για δάνειο έως 250.000 ευρώ έχει εκτιναχθεί από 5,76% τον Οκτώβριο του 2022 σε 6,14% τον Δεκέμβριο, ενώ για ποσά έως 1 εκατ. ευρώ το μέσο επιτόκιο έχει αυξηθεί από 4,64% τον Οκτώβριο σε 5,14% τον Δεκέμβριο. 

Σε υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα στο 4,49% έχει αυξηθεί το μέσο κόστος δανεισμού για τις μεγάλες επιχειρήσεις και για δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ, παρά την ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και τη συγκράτηση των spreads από την πλευρά των τραπεζών, προκειμένου να επιταχύνουν τις νέες εκταμιεύσεις δανείων.

Την ίδια στιγμή, αντιμέτωπες με την κάμψη της ζήτησης στεγαστικών δανείων ήδη από τα μέσα του 2022 βρίσκονται οι τράπεζες, καθώς η αβεβαιότητα λόγω του πολέμου και το ατίθασο πληθωριστικό τέρας ρίχνουν στα τάρταρα το ενδιαφέρον για στεγαστικά δάνεια.

Τα... μαγικά των τραπεζών με τα επιτόκια

Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, τον Δεκέμβριο του 2022, τα μέσα σταθμισμένα επιτόκια των νέων καταθέσεων και δανείων των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν στο 0,10% (από 0,06%) και 5,06% (από 4,89%) αντίστοιχα.

Το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 4,96 εκατοστιαίες μονάδες από 4,83 τον προηγούμενο μήνα.

Το Δεκέμβριο του 2022, τα μέσα σταθμισμένα επιτόκια του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκαν στο 0,09% και 5,02% αντίστοιχα.

Το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των υφιστάμενων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 4,93 εκατοστιαίες μονάδες.

Με άλλα λόγια για μία ακόμη φορά οι τράπεζες φρόντισαν... τα του οίκου τους, διασφαλίζοντας τα προκλητικά περιθώρια κέρδους τους καθώς αύξησαν περισσότερο τα επιτόκια των δανείων ενώ η αύξηση στα αντίστοιχα των καταθέσεων ήταν από ανύπαρκτη έως... ελάχιστη (στο 0,10% από 0,06%). Γι’ αυτό και αυξήθηκε το επιτοκιακό περιθώριο κέρδους στο 4,96% από 4,83%.

Από την αρχή του τρέχοντος έτους, τα επιτόκια που προσφέρουν οι συστημικές τράπεζες για προθεσμιακές καταθέσεις τουλάχιστον ενός χρόνου (αφορούν βέβαια μεγάλα ποσά από 100.000 ευρώ και πάνω) έχουν αρχίσει να τσιμπάνε, κινούμενα σε ορισμένες περιπτώσεις πέριξ του 2,5%, ενώ ο ανταγωνισμός για την προσέλκυση καταθετών αναμένεται να ενταθεί.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 12.02.2023

Στη μέγγενη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βρίσκονται οι Έλληνες δανειολήπτες οι οποίοι παίρνουν χαρτί και μολύβι για να υπολογίσουν τον αυξημένο λογαριασμό που προκύπτει από την απογείωση των επιτοκίων, σε μία, όχι επιτυχημένη για την ώρα, προσπάθεια της ΕΚΤ να τιθασεύσει τον πληθωρισμό.

Υπό αυτό το πρίσμα, σε δυσβάσταχτη αύξηση της δόσης ενός στεγαστικού δανείου 100.000 ευρώ από 160 έως και 240 ευρώ τον μήνα (από 1.920 έως 2.880 ευρώ ετησίως), ανάλογα με τη διάρκεια του δανείου και το περιθώριο που εφαρμόζει κάθε τράπεζα, έχει οδηγήσει η άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ, που έχει διαμορφώσει το Euribor, το οποίο αποτελεί τη βάση υπολογισμού για τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, στα επίπεδα του 2,5% τους τελευταίους επτά μήνες.

Οι αυξήσεις που επηρεάζουν εννέα στα δέκα δάνεια επιφέρουν ένα ακόμα χτύπημα, μετά την ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση, στους ήδη επιβαρυμένους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και τις επιχειρήσεις, ενώ με δεδομένο ότι όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν σε νέα άνοδο κατά 50 ακόμη μονάδες βάσης στην επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ, στις αρχές Μαρτίου, αυτό θα αποτυπώνεται καθημερινά στο euribor, συμπαρασύροντας σε διαδοχικές αυξήσεις και τους επόμενους μήνες.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις, το euribor 3μήνου, θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα κοντά στο 3,5% καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023, παγιώνοντας τις αυξημένες δόσεις σε όλες τις κατηγορίες υφιστάμενων δανείων.

Οι πρώτες μειώσεις αναμένεται να ξεκινήσουν το 2024 και συγκεκριμένα από το τέλος του α’ τριμήνου και μετά, αλλά θα είναι συγκρατημένες και σύμφωνα με τις προβλέψεις το euribor θα διαμορφωθεί κοντά στο 2,7% στα τέλη του 2024 και στο 2,5% το 2025.

Η επιβάρυνση θα είναι μικρότερη στα παλιά δάνεια όσο πλησιάζει ο χρόνος αποπληρωμής τους καθώς τα πρώτα χρόνια ενός δανείου ο οφειλέτης αποπληρώνει τόκους (οι οποίοι ανέβηκαν μετά την άνοδο των επιτοκίων) και όχι κεφάλαιο. 

Για παράδειγμα, δάνειο που εκταμιεύθηκε το 2012 έχει μικρότερη επιβάρυνση (ο δανειολήπτης πλήρωσε τα πρώτα χρόνια τους τόκους) από ένα άλλο, με τα ίδια χαρακτηριστικά, που εκταμιεύθηκε το 2018.

Από τη… θηλιά γλίτωσαν όσοι δανειολήπτες μετέτρεψαν τους προηγούμενες μήνες τα δάνειά τους σε σταθερό επιτόκιο (συνήθως για 3-5 χρόνια) ώστε να «δραπετεύσουν» από τις μεγάλες αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ που είχαν ήδη προεξοφληθεί από το περασμένο φθινόπωρο.

Ασπίδα προστασίας θα έχουν οι ευάλωτοι, δηλαδή όσοι βάσει του νόμου (7.000-21.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα αναλόγως της οικογενειακής κατάστασης) έχουν ενήμερα δάνεια τα οποία θα ενταχθούν στο πρόγραμμα επιδότησης του 50% της αύξησης της δόσης του στεγαστικού τους δανείου (οι δυνητικά δικαιούχοι υπολογίζονται σε 20.000-25.000), αλλά θα πρέπει να περιμένουν μέχρι τον Απρίλιο, όταν και εκτιμάται ότι θα εκταμιευθούν τα πρώτα ποσά της 12μηνης επιδότησης.

Είναι ενδεικτικό πως πλησιάζουν τις 15.000 οι αιτήσεις στην πλατφόρμα από ενδιαφερόμενους να λάβουν την επιδότηση.

Φυσικά, από την αύξηση των επιτοκίων δεν μένουν αλώβητες ούτε οι επιχειρήσεις, καθώς το επιτόκιο στα δάνεια χωρίς καλύμματα (υποθήκες ή ενέχυρα) ξεπερνάει το 9% για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το μεγάλο «στοίχημα» όμως είναι τι θα κάνει από εδώ και πέρα η ΕΚΤ, δηλαδή αν θα προχωρήσει και σε περαιτέρω αυξήσεις εντός του έτους και εντέλει ποιο θα είναι το «ταβάνι» των επιτοκίων στην παρούσα φάση. 

«Κλειδί» των εξελίξεων σε κάθε περίπτωση αναμένεται να είναι ο πληθωρισμός και κυρίως αν θα υπάρξει κάποια ουσιαστική αποκλιμάκωσή του μέσα στους πρώτους μήνες του 2023.

Με βάση τα στοιχεία των τιμών του φυσικού αερίου, που κινούνται πολύ χαμηλότερα από τις αρχικές προβλέψεις, δεν αποκλείεται όντως να δούμε αισθητή μείωση, τουλάχιστον σε αυτή τη συγκυρία. 

Όμως, κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν η αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας θα είναι πρόσκαιρη και άρα τι αποτέλεσμα θα έχει μακροπρόθεσμα στο ζήτημα του πληθωρισμού. 

Την ανοδική πορεία σε όλες τις κατηγορίες νέων δανείων με έμφαση -εκτός από τα στεγαστικά- και στα επιχειρηματικά δάνεια, που επίσης συνδέονται ευθέως με το euribor, επιβεβαιώνουν τα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος για την εξέλιξη των επιτοκίων τον Δεκέμβριο.

Όπως προκύπτει από τα σχετικά στοιχεία, το μέσο επιτόκιο για δάνειο έως 250.000 ευρώ έχει εκτιναχθεί από 5,76% τον Οκτώβριο του 2022 σε 6,14% τον Δεκέμβριο, ενώ για ποσά έως 1 εκατ. ευρώ το μέσο επιτόκιο έχει αυξηθεί από 4,64% τον Οκτώβριο σε 5,14% τον Δεκέμβριο. 

Σε υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα στο 4,49% έχει αυξηθεί το μέσο κόστος δανεισμού για τις μεγάλες επιχειρήσεις και για δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ, παρά την ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και τη συγκράτηση των spreads από την πλευρά των τραπεζών, προκειμένου να επιταχύνουν τις νέες εκταμιεύσεις δανείων.

Την ίδια στιγμή, αντιμέτωπες με την κάμψη της ζήτησης στεγαστικών δανείων ήδη από τα μέσα του 2022 βρίσκονται οι τράπεζες, καθώς η αβεβαιότητα λόγω του πολέμου και το ατίθασο πληθωριστικό τέρας ρίχνουν στα τάρταρα το ενδιαφέρον για στεγαστικά δάνεια.

Τα... μαγικά των τραπεζών με τα επιτόκια

Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, τον Δεκέμβριο του 2022, τα μέσα σταθμισμένα επιτόκια των νέων καταθέσεων και δανείων των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν στο 0,10% (από 0,06%) και 5,06% (από 4,89%) αντίστοιχα.

Το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 4,96 εκατοστιαίες μονάδες από 4,83 τον προηγούμενο μήνα.

Το Δεκέμβριο του 2022, τα μέσα σταθμισμένα επιτόκια του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκαν στο 0,09% και 5,02% αντίστοιχα.

Το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των υφιστάμενων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 4,93 εκατοστιαίες μονάδες.

Με άλλα λόγια για μία ακόμη φορά οι τράπεζες φρόντισαν... τα του οίκου τους, διασφαλίζοντας τα προκλητικά περιθώρια κέρδους τους καθώς αύξησαν περισσότερο τα επιτόκια των δανείων ενώ η αύξηση στα αντίστοιχα των καταθέσεων ήταν από ανύπαρκτη έως... ελάχιστη (στο 0,10% από 0,06%). Γι’ αυτό και αυξήθηκε το επιτοκιακό περιθώριο κέρδους στο 4,96% από 4,83%.

Από την αρχή του τρέχοντος έτους, τα επιτόκια που προσφέρουν οι συστημικές τράπεζες για προθεσμιακές καταθέσεις τουλάχιστον ενός χρόνου (αφορούν βέβαια μεγάλα ποσά από 100.000 ευρώ και πάνω) έχουν αρχίσει να τσιμπάνε, κινούμενα σε ορισμένες περιπτώσεις πέριξ του 2,5%, ενώ ο ανταγωνισμός για την προσέλκυση καταθετών αναμένεται να ενταθεί.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 12.02.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία