ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Οι δύο Ελλάδες της εποχής μας. Του Φάνη Ουγγρίνη

Σε μία χώρα δύο ταχυτήτων, όπου ο φόβος και η αδράνεια μάχονται με την τόλμη και την ανάπτυξη, απαιτούνται συγκεκριμένες και στοχευμένες κινήσεις

 02/10/2024 07:00

Οι δύο Ελλάδες της εποχής μας. Του Φάνη Ουγγρίνη

Φάνης Ουγγρίνης

Δύο αντιφατικές ειδήσεις ξεχώρισα μέσα στην περασμένη εβδομάδα: από τη μία, την επίθεση κοριτσιών εναντίον «δημοφιλούς» συνομήλικής τους και τον τραμπουκισμό 12χρονου από 17χρονους με φαλτσέτα. Από την άλλη, την απονομή στον Κυριάκο Μητσοτάκη του τίτλου Global Citizen από το έγκριτο Atlantic Council, τίτλος που αφιερώθηκε στους Έλληνες. Δύο ειδήσεις που αναδεικνύουν εμφατικά τις δύο σημερινές Ελλάδες: την ανοιχτή στον ανταγωνισμό και την εχθρική στην αριστεία, την τολμηρή και τη φοβική, τη λαμπερή και τη σκοτεινή, την αισιόδοξη και την παραιτημένη. Οι αγριεμένοι πιτσιρικάδες μας μοιάζουν εντελώς άσχετοι με τον κόσμο όπου κινείται η διεθνής ελίτ, έναν κόσμο ευμάρειας, γνώσης, και σχεδόν πλήρους ανοχής και συμπερίληψης.

«Δεν θέλω παιδιά» ακούμε πια από πάμπολλες νεαρές Ελληνίδες, προερχόμενες από κάθε εισοδηματική και μορφωτική κατηγορία. Αρκετές σκέφτονται έτσι επειδή απλώς δεν επιθυμούν τα βάρη της μητρότητας, κι αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους. Πολύ περισσότερες όμως διαπιστώνουν εν τοις πράγμασι ότι αδυνατούν -και θα αδυνατούν επ’ αόριστον- να συνδράμουν στην αξιοπρεπή συντήρηση έστω τριμελούς οικογένειας. Παρομοίως φυσικά σκέφτονται και τα αγόρια. Σε αυξανόμενα ποσοστά, τα παιδιά μας δηλώνουν παραίτηση από την προσδοκία μιας άνετης ζωής. Τους κατανοώ απόλυτα. Στις περισσότερες προσπάθειες τους να προκόψουν βρίσκονται μπροστά σε ερμητικά κλειστά συστήματα. Γνωρίζουν καλά πόσο λίγα τους εξασφαλίζουν οι πολυετείς σπουδές, πόσο απίθανο είναι να απολαύσουν τα νιάτα τους όσο οι γονείς τους, πόσο ψεύτικα είναι τα πιασάρικα κλισέ, όπως οι… ψηφιακοί νομάδες. Με τόση αρνητική προδιάθεση φυσικά δεν μπορεί να αναστραφεί το brain drain. Αντίθετα, η απογοητευμένη από τον δημόσιο βίο νεολαία μας στρέφεται στην ιδιωτεία. Σε μια νεποτιστική χώρα χωρίς πυξίδα δεν προσμένουν τίποτε ουσιαστικό από τις ηγεσίες μας. Απορρίπτουν το συμβατικό βίο και ενίοτε στρέφονται στην παθητική αντιγραφή ανούσιων προτύπων, προτύπων επιβαλλόμενων με ευθύνη και των ελεγχόμενων από την ανεύθυνη οικονομική ολιγαρχία μίντια. Την ίδια ολιγαρχία που εξουσιάζει από το ροζ συννεφάκι της, θεωρώντας τα δικά της εγωκεντρικά pet project ως τα σημαντικότερα ζητήματα του κόσμου.

Όσοι ανήκουν στα δυναμικότερα λαϊκά στρώματα νιώθουν τακτικά ότι έχουν πιαστεί κορόιδα. Στο παρελθόν πείστηκαν (μα και προδόθηκαν) από διάφορους πολιτικούς αρχηγούς: από τον ανατρεπτικό Ανδρέα το 1981, από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το μόλις μεταψυχροπολεμικό 1990, από τον εκσυγχρονιστή Σημίτη το 2000, από τον Κώστα Καραμανλή της επανίδρυσης του κράτους το 2004. Έκτοτε, το 2023, μόνο ο σημερινός πρωθυπουργός κατόρθωσε να κερδίσει τη στήριξη του πιο ελπιδοφόρου κομματιού της κοινωνίας, όμως μέσα σε 15 μήνες φαίνεται να την έχει χάσει.

Οι αιτίες γι’ αυτή τη μεταστροφή είναι εύλογες. Δεν διαφαίνεται στρατηγική Μαξίμου πάνω σε τομείς κρίσιμους αλλά αποδοτικούς μακροπρόθεσμα ελάχιστες ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες έχουν δρομολογηθεί γύρω από το δημογραφικό πρόβλημα, την παιδεία-κατάρτιση σε σχέση με την αγορά εργασίας, την καταπολέμηση των ανισοτήτων μέσω της ανάπτυξης κι όχι των επιδομάτων γάλακτος, τη δραστική απλοποίηση νομοθεσίας και διαδικασιών, την περαιτέρω ηθική υπευθυνότητα στο επιχειρείν, την αμυντική θωράκιση με ελληνικά όπλα, τις εξορύξεις περιζήτητων πρώτων υλών, την χαμηλή παραγωγικότητα του αγροδιατροφικού τομέα, τον τουρισμό δωδεκαμήνου σε όλη την επικράτεια, την ουσιαστική στήριξη παροχής πολύ συγκεκριμένων εξωστρεφών υπηρεσιών, την εκ βάθρων αναδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού μέσω των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. Αντί να συζητάμε σοβαρά για μία εντελώς νέα διοικητική πρωτεύουσα, διυλίζουμε τον κώνωπα για τη μεταφορά λιγοστών υπουργείων στον Υμηττό.

Την ίδια στιγμή, παρατηρείται μια ομολογουμένως πρωτοφανής προσπάθεια ευταξίας, όμως αυτή δείχνει να εστιάζεται κυρίως στα δημόσια έσοδα. Το όλο και πιο ασφυκτικό κανονιστικό πλαίσιο οδηγεί σε αδιέξοδο πολλές μικρές επιχειρήσεις, τα βοηθήματα δεν εξασφαλίζουν κοινωνική συνοχή, οι μεταρρυθμίσεις μοιάζουν να εξαντλούνται στη φορολογία επί των βαρκών (ευτυχώς ανακλήθηκε) και στο μάζεμα ομπρελών (η σίγουρα χρήσιμη πλατφόρμα My Coast λίγο συγκινεί όποιον πρωτοεπισκέπτεται νησί και επιθυμεί να περάσει τις διακοπές του όσο ανετότερα γίνεται). Αθέλητα, η ψηφιακή κάρτα εργασίας στρέφεται και κατά του ίδιου του εργαζόμενου, αφού οι υποχρεωτικές ασφαλιστικές επιβαρύνσεις ασκούν μηδενική θετική επίδραση στο εισόδημα του. Ορθώς προωθούνται ευθέως και πλαγίως τα μεγαλύτερα (και τυπικότερα) εταιρικά σχήματα, όμως κανείς δεν γνωρίζει πώς αυτά θα χρηματοδοτούνται και θα στελεχώνονται, και πώς τελικά θα ανεβάσουν την εθνική παραγωγικότητα.

Κουράζει η ακατάπαυστη μεταρρυθμισιολογία όταν δεν προσφέρει χειροπιαστά οφέλη στους πολίτες. Στους πολίτες που προσπαθούν να αντιληφθούν πώς στα αμέσως επόμενα χρόνια θα συνεχιστεί τουλάχιστον η τρέχουσα αναιμική ανάπτυξη υπό το ισχύον χρεοκοπημένο παραγωγικό μοντέλο, πώς θα δούμε επιτέλους καλοπληρωμένες δουλειές σε ποιοτικό εργασιακό περιβάλλον, πώς θα γίνουμε χώρα με πολυδιάστατη ανάπτυξη κι όχι αποκλειστικά εξαρτημένη από τον τουρισμό και την κατασκευή, πώς θα αναστήσουμε τη μεταποίηση όταν οι ενεργειακοί πόροι μας παραμένουν περιορισμένοι, όταν το τεχνολογικό έλλειμμα μας δεν μικραίνει, όταν επιμένουμε να εξαρτόμαστε από το ναυτιλιακό συνάλλαγμα και τα ενωσιακά κεφάλαια.

Πώς άμεσα θα αποκτήσουμε κρατική αποτελεσματικότητα και λογοδοσία, κόντρα σε όσους συστηματικά αδιαφορούν για τη συνεπή άσκηση του λειτούργημάτος τους, πώς θα διαφυλάξουμε τον κυριότερο εθνικό πόρο, το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον μας, πώς σε βάθος χρόνου θα διατηρήσουμε ισορροπία με τη Γείτονα, όταν είναι ήδη 8 φορές μεγαλύτερη πληθυσμιακά και 4 φορές οικονομικά, και πατά ασταμάτητα το γκάζι της υλικής προόδου, πώς μετά λίγα χρόνια θα επιτύχουμε σύγκλιση με τους ενωσιακούς δείκτες που συνδέονται στενά με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, πώς τέλος πάντων θα στεκόμαστε μετά το 2032, όταν θα έχει τελειώσει η περίοδος χάριτος του χρέους, θα έχει περιοριστεί η δυνατότητα κατά βούλησης μισθολογικών αυξήσεων, και η ΕΕ θα έχει βαλτώσει υπό το βάρος των αντιφάσεών της.

Εξυπακούεται ότι δε φταίει ο Κασσελάκης, ο Ανδρουλάκης ή ο Μητσοτάκης για όλα όσα έχουν συσσωρευτεί και μας έχουν κάνει να μοιάζουμε με λατινοαμερικάνικη μπανανία. Ωστόσο, ο τελευταίος δεν παύει να είναι εξέχον μέλος παλιάς πολιτικής οικογένειας, υπερήφανης για τους δεσμούς της με τον Ελευθέριο Βενιζέλο (θυμίζω ότι ο Εθνάρχης εισήλθε στα ελληνικά πολιτικά πράγματα το 1909, κοντύτερα στο 1821 παρά στο σήμερα). Μπορεί λοιπόν ο πρωθυπουργός να δυσαρεστείται όταν γράφεται πως κυβερνά υπέρ ολίγων, όμως η επιλεκτική μεταρρυθμιστική ενεργητικότητα της κυβέρνησης μάλλον δικαιώνει όσους γκρινιάζουν. Συχνά η κυβέρνηση δείχνει να μη βρίσκεται σε αρμονία με τις προσδοκίες της κοινωνίας και με τις πιεστικές της ανάγκες, μα αντίθετα να τις αντιμετωπίζει ως μπανάλ. Τα στελέχη της ίσως ξεχνούν πως ασχέτως κομματικής τοποθέτησης, όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες επιθυμούν βιώσιμη ευημερία και καλή ποιότητα ζωής. Δυστυχώς, αντί αυτών βιώνουν ανασφάλεια και περιθωριοποίηση, πεπεισμένοι ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί ταγοί τους έχουν γυρισμένη την πλάτη. Σαστίζουν οι Έλληνες με τα πανηγύρια για το επιτόκιο του πενταετούς ομολόγου και με τις προειδοποιήσεις για μελλοντική άνοδο της στάθμης των θαλασσών, όταν βγάζουν με το ζόρι το μήνα. Σαστίζουν δικαίως.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 29.09.2024

Δύο αντιφατικές ειδήσεις ξεχώρισα μέσα στην περασμένη εβδομάδα: από τη μία, την επίθεση κοριτσιών εναντίον «δημοφιλούς» συνομήλικής τους και τον τραμπουκισμό 12χρονου από 17χρονους με φαλτσέτα. Από την άλλη, την απονομή στον Κυριάκο Μητσοτάκη του τίτλου Global Citizen από το έγκριτο Atlantic Council, τίτλος που αφιερώθηκε στους Έλληνες. Δύο ειδήσεις που αναδεικνύουν εμφατικά τις δύο σημερινές Ελλάδες: την ανοιχτή στον ανταγωνισμό και την εχθρική στην αριστεία, την τολμηρή και τη φοβική, τη λαμπερή και τη σκοτεινή, την αισιόδοξη και την παραιτημένη. Οι αγριεμένοι πιτσιρικάδες μας μοιάζουν εντελώς άσχετοι με τον κόσμο όπου κινείται η διεθνής ελίτ, έναν κόσμο ευμάρειας, γνώσης, και σχεδόν πλήρους ανοχής και συμπερίληψης.

«Δεν θέλω παιδιά» ακούμε πια από πάμπολλες νεαρές Ελληνίδες, προερχόμενες από κάθε εισοδηματική και μορφωτική κατηγορία. Αρκετές σκέφτονται έτσι επειδή απλώς δεν επιθυμούν τα βάρη της μητρότητας, κι αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους. Πολύ περισσότερες όμως διαπιστώνουν εν τοις πράγμασι ότι αδυνατούν -και θα αδυνατούν επ’ αόριστον- να συνδράμουν στην αξιοπρεπή συντήρηση έστω τριμελούς οικογένειας. Παρομοίως φυσικά σκέφτονται και τα αγόρια. Σε αυξανόμενα ποσοστά, τα παιδιά μας δηλώνουν παραίτηση από την προσδοκία μιας άνετης ζωής. Τους κατανοώ απόλυτα. Στις περισσότερες προσπάθειες τους να προκόψουν βρίσκονται μπροστά σε ερμητικά κλειστά συστήματα. Γνωρίζουν καλά πόσο λίγα τους εξασφαλίζουν οι πολυετείς σπουδές, πόσο απίθανο είναι να απολαύσουν τα νιάτα τους όσο οι γονείς τους, πόσο ψεύτικα είναι τα πιασάρικα κλισέ, όπως οι… ψηφιακοί νομάδες. Με τόση αρνητική προδιάθεση φυσικά δεν μπορεί να αναστραφεί το brain drain. Αντίθετα, η απογοητευμένη από τον δημόσιο βίο νεολαία μας στρέφεται στην ιδιωτεία. Σε μια νεποτιστική χώρα χωρίς πυξίδα δεν προσμένουν τίποτε ουσιαστικό από τις ηγεσίες μας. Απορρίπτουν το συμβατικό βίο και ενίοτε στρέφονται στην παθητική αντιγραφή ανούσιων προτύπων, προτύπων επιβαλλόμενων με ευθύνη και των ελεγχόμενων από την ανεύθυνη οικονομική ολιγαρχία μίντια. Την ίδια ολιγαρχία που εξουσιάζει από το ροζ συννεφάκι της, θεωρώντας τα δικά της εγωκεντρικά pet project ως τα σημαντικότερα ζητήματα του κόσμου.

Όσοι ανήκουν στα δυναμικότερα λαϊκά στρώματα νιώθουν τακτικά ότι έχουν πιαστεί κορόιδα. Στο παρελθόν πείστηκαν (μα και προδόθηκαν) από διάφορους πολιτικούς αρχηγούς: από τον ανατρεπτικό Ανδρέα το 1981, από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το μόλις μεταψυχροπολεμικό 1990, από τον εκσυγχρονιστή Σημίτη το 2000, από τον Κώστα Καραμανλή της επανίδρυσης του κράτους το 2004. Έκτοτε, το 2023, μόνο ο σημερινός πρωθυπουργός κατόρθωσε να κερδίσει τη στήριξη του πιο ελπιδοφόρου κομματιού της κοινωνίας, όμως μέσα σε 15 μήνες φαίνεται να την έχει χάσει.

Οι αιτίες γι’ αυτή τη μεταστροφή είναι εύλογες. Δεν διαφαίνεται στρατηγική Μαξίμου πάνω σε τομείς κρίσιμους αλλά αποδοτικούς μακροπρόθεσμα ελάχιστες ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες έχουν δρομολογηθεί γύρω από το δημογραφικό πρόβλημα, την παιδεία-κατάρτιση σε σχέση με την αγορά εργασίας, την καταπολέμηση των ανισοτήτων μέσω της ανάπτυξης κι όχι των επιδομάτων γάλακτος, τη δραστική απλοποίηση νομοθεσίας και διαδικασιών, την περαιτέρω ηθική υπευθυνότητα στο επιχειρείν, την αμυντική θωράκιση με ελληνικά όπλα, τις εξορύξεις περιζήτητων πρώτων υλών, την χαμηλή παραγωγικότητα του αγροδιατροφικού τομέα, τον τουρισμό δωδεκαμήνου σε όλη την επικράτεια, την ουσιαστική στήριξη παροχής πολύ συγκεκριμένων εξωστρεφών υπηρεσιών, την εκ βάθρων αναδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού μέσω των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. Αντί να συζητάμε σοβαρά για μία εντελώς νέα διοικητική πρωτεύουσα, διυλίζουμε τον κώνωπα για τη μεταφορά λιγοστών υπουργείων στον Υμηττό.

Την ίδια στιγμή, παρατηρείται μια ομολογουμένως πρωτοφανής προσπάθεια ευταξίας, όμως αυτή δείχνει να εστιάζεται κυρίως στα δημόσια έσοδα. Το όλο και πιο ασφυκτικό κανονιστικό πλαίσιο οδηγεί σε αδιέξοδο πολλές μικρές επιχειρήσεις, τα βοηθήματα δεν εξασφαλίζουν κοινωνική συνοχή, οι μεταρρυθμίσεις μοιάζουν να εξαντλούνται στη φορολογία επί των βαρκών (ευτυχώς ανακλήθηκε) και στο μάζεμα ομπρελών (η σίγουρα χρήσιμη πλατφόρμα My Coast λίγο συγκινεί όποιον πρωτοεπισκέπτεται νησί και επιθυμεί να περάσει τις διακοπές του όσο ανετότερα γίνεται). Αθέλητα, η ψηφιακή κάρτα εργασίας στρέφεται και κατά του ίδιου του εργαζόμενου, αφού οι υποχρεωτικές ασφαλιστικές επιβαρύνσεις ασκούν μηδενική θετική επίδραση στο εισόδημα του. Ορθώς προωθούνται ευθέως και πλαγίως τα μεγαλύτερα (και τυπικότερα) εταιρικά σχήματα, όμως κανείς δεν γνωρίζει πώς αυτά θα χρηματοδοτούνται και θα στελεχώνονται, και πώς τελικά θα ανεβάσουν την εθνική παραγωγικότητα.

Κουράζει η ακατάπαυστη μεταρρυθμισιολογία όταν δεν προσφέρει χειροπιαστά οφέλη στους πολίτες. Στους πολίτες που προσπαθούν να αντιληφθούν πώς στα αμέσως επόμενα χρόνια θα συνεχιστεί τουλάχιστον η τρέχουσα αναιμική ανάπτυξη υπό το ισχύον χρεοκοπημένο παραγωγικό μοντέλο, πώς θα δούμε επιτέλους καλοπληρωμένες δουλειές σε ποιοτικό εργασιακό περιβάλλον, πώς θα γίνουμε χώρα με πολυδιάστατη ανάπτυξη κι όχι αποκλειστικά εξαρτημένη από τον τουρισμό και την κατασκευή, πώς θα αναστήσουμε τη μεταποίηση όταν οι ενεργειακοί πόροι μας παραμένουν περιορισμένοι, όταν το τεχνολογικό έλλειμμα μας δεν μικραίνει, όταν επιμένουμε να εξαρτόμαστε από το ναυτιλιακό συνάλλαγμα και τα ενωσιακά κεφάλαια.

Πώς άμεσα θα αποκτήσουμε κρατική αποτελεσματικότητα και λογοδοσία, κόντρα σε όσους συστηματικά αδιαφορούν για τη συνεπή άσκηση του λειτούργημάτος τους, πώς θα διαφυλάξουμε τον κυριότερο εθνικό πόρο, το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον μας, πώς σε βάθος χρόνου θα διατηρήσουμε ισορροπία με τη Γείτονα, όταν είναι ήδη 8 φορές μεγαλύτερη πληθυσμιακά και 4 φορές οικονομικά, και πατά ασταμάτητα το γκάζι της υλικής προόδου, πώς μετά λίγα χρόνια θα επιτύχουμε σύγκλιση με τους ενωσιακούς δείκτες που συνδέονται στενά με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, πώς τέλος πάντων θα στεκόμαστε μετά το 2032, όταν θα έχει τελειώσει η περίοδος χάριτος του χρέους, θα έχει περιοριστεί η δυνατότητα κατά βούλησης μισθολογικών αυξήσεων, και η ΕΕ θα έχει βαλτώσει υπό το βάρος των αντιφάσεών της.

Εξυπακούεται ότι δε φταίει ο Κασσελάκης, ο Ανδρουλάκης ή ο Μητσοτάκης για όλα όσα έχουν συσσωρευτεί και μας έχουν κάνει να μοιάζουμε με λατινοαμερικάνικη μπανανία. Ωστόσο, ο τελευταίος δεν παύει να είναι εξέχον μέλος παλιάς πολιτικής οικογένειας, υπερήφανης για τους δεσμούς της με τον Ελευθέριο Βενιζέλο (θυμίζω ότι ο Εθνάρχης εισήλθε στα ελληνικά πολιτικά πράγματα το 1909, κοντύτερα στο 1821 παρά στο σήμερα). Μπορεί λοιπόν ο πρωθυπουργός να δυσαρεστείται όταν γράφεται πως κυβερνά υπέρ ολίγων, όμως η επιλεκτική μεταρρυθμιστική ενεργητικότητα της κυβέρνησης μάλλον δικαιώνει όσους γκρινιάζουν. Συχνά η κυβέρνηση δείχνει να μη βρίσκεται σε αρμονία με τις προσδοκίες της κοινωνίας και με τις πιεστικές της ανάγκες, μα αντίθετα να τις αντιμετωπίζει ως μπανάλ. Τα στελέχη της ίσως ξεχνούν πως ασχέτως κομματικής τοποθέτησης, όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες επιθυμούν βιώσιμη ευημερία και καλή ποιότητα ζωής. Δυστυχώς, αντί αυτών βιώνουν ανασφάλεια και περιθωριοποίηση, πεπεισμένοι ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί ταγοί τους έχουν γυρισμένη την πλάτη. Σαστίζουν οι Έλληνες με τα πανηγύρια για το επιτόκιο του πενταετούς ομολόγου και με τις προειδοποιήσεις για μελλοντική άνοδο της στάθμης των θαλασσών, όταν βγάζουν με το ζόρι το μήνα. Σαστίζουν δικαίως.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 29.09.2024

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία